Ὁ ὅσιος Γρηγόριος ὁ νέος,
κτίτωρ τῆς μονῆς Γρηγορίου.
Τοιχογραφία τοῦ 1820 στή Λιτή τοῦ Κυριακοῦ
τῆς σκήτης Καυσοκαλυβίων.
Ἔργο
Μητροφάνους μοναχοῦ
τοῦ ἐκ Βιζύης τῆς Θράκης.
|
τοῦ μοναχοῦ Παταπίου Καυσοκαλυβίτου (*)
Εἶναι γνωστό ὅτι τόν 14ο αἰώνα, ἡ κυρίαρχη ἀλλά καί ἡ πιό δυναμική πνευματική κίνηση στή
Βυζαντινή Αὐτοκρατορία, στάθηκε ὁ Ἡσυχασμός, ὁ ὁποίος, ἐπιπλέον, γνώρισε ταχύτατη διάδοση ἀπό τόν ἑλληνικό, στόν σλαβικό καί ρουμανικό
κόσμο. Ἕνας ἀπό τούς κυριότερους φορεῖς τῆς πνευματικῆς αὐτῆς κίνησης, πού μέ τόν βίο καί τή
δράση του δημιούργησε πολιτισμό καί ἱστορία ἦταν ὁ ὅσιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης.
Παρ’ ὅλο πού ὁ Ἡσυχασμός ὑπῆρχε στό Ἅγιον Ὄρος καί πρίν τήν ἄφιξη τοῦ ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου, ἡ συμβολή τοῦ ὁσίου Γρηγορίου στήν ἐξελικτική πορεία τῆς ἡσυχαστικῆς διδασκαλίας κατά τήν ὕστερη βυζαντινή ἐποχή εἶναι καίρια καί ἀναμφισβήτητη, καθώς συνδέεται μέ τήν εἰσαγωγή νέων στοιχείων στήν ἡσυχαστική θεωρία.
Ὁ ὅσιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης, γεννήθηκε περί τό 1265 στό Κούκουλον, τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Κατά τή διάρκεια τῆς βασιλείας τοῦ Ἀνδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου, αὐτός καί ἡ οἰκογένειά του αἰχμαλωτίστηκαν, μαζί μέ πλῆθος χριστιανούς τῆς περιοχῆς, ἀπό τούς Ἀγαρηνούς καί μεταφέρθηκαν στή Λαοδίκεια. Μετά τό τέλος τῆς αἰχμαλωσίας του ὁ Γρηγόριος δέν ἐπέστρεψε στήν πατρίδα του, ἀλλά μέσω Κύπρου κατευθύνθηκε στό Σινᾶ, ὅπου ἐκάρη μοναχός στήν ἱστορική μονή τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης. Στό Σινᾶ ἀσκήθηκε γιά μία τριετία καί στή συνέχεια, ἀφοῦ διέμεινε γιά λίγο στήν Κρήτη κατέληξε, πρίν τό 1325, στό Ἅγιον Ὄρος. Γρήγορα ἡ φήμη του ὡς διδασκάλου τοῦ ἡσυχασμοῦ, ἐξαπλώθηκε σ' ὅλο τό Ἅγιον Ὄρος μέ ἀποτέλεσμα ὁ κύκλος τῶν μαθητῶν του νά διευρυνθεῖ. Ἀνάμεσά τους, ἐκτός ἀπό Ἕλληνες, βρίσκονταν καί Σλάβοι. Ἀργότερα, ἐγκαταλείποντας τόν Ἄθω, κατευθύνθηκε περί τό 1335 στά Παρόρια τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμυλίας, ὅπου ἵδρυσε τέσσερις μονές. Στά Παρόρια τόν ἀκολούθησαν καί ἀρκετοί ἀπό τούς Ἁγιορεῖτες μαθητές του. Στό Βίο τοῦ ὁσίου Γρηγορίου μνημονεύονται ὁ Γεράσιμος ὁ ἐξ Εὐρίπου, ὁ Ἰωσήφ ὁ Εὐβοεύς, ὁ ἀββάς Νικόλαος ὁ ἐξ Ἀθηνῶν, ὁ Μάρκος ἀπό τίς Κλαζομενές, ὁ Ἰάκωβος μετέπειτα ἐπίσκοπος Σερβίων, ὁ Ἀαρών, ὁ Μωϋσής, ὁ Λογγίνος, ὁ Κορνήλιος, ὁ Ἡσαΐας, ὁ Κλήμης ὁ Βούλγαρος καί βεβαίως ὁ βιογράφος τοῦ Ὁσίου, μοναχός Κάλλιστος,
μετέπειτα οἰκουμενικός πατριάρχης.
Σχετικά μέ τόν ‘‘Μᾶρκο τόν ὁσιώτατο’’ πού κατοικοῦσε στόν Μελανέα, αὐτός θά μποροῦσε νά ταυτιστεῖ μέ τόν μοναχό Μᾶρκο τόν Κυρτό πού ὑπῆρξε μοναχός τῆς Μεγίστης Λαύρας καί ἔζησε μέχρι τά μέσα τοῦ 14ου αἰ. Ἐξ ἴσου ὅμως εἶναι πιθανόν νά πρόκειται γιά τόν Μᾶρκο, τό μαθητή τοῦ ὁσίου Γρηγορίου Σιναΐτου, ὁ ὁποῖος ἀναφέρεται συχνά στό Βίο τοῦ ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη ὡς ‘‘Μᾶρκος ὁ ἁπλοῦς’’. Ὁ J. Meyendorff καί ἄλλοι ἐρευνητές ταυτίζουν τόν μαθητή τοῦ ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου Μᾶρκο μέ τόν μοναχό Μᾶρκο τόν Κυρτό. Στό Βίο τοῦ ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου, ὁ βιογράφος ἅγιος Κάλλιστος Α΄ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ἀναφέρει τό συμμοναστή του Μᾶρκο, ὁ ὁποῖος καταγόταν ἀπό τίς Κλαζομενές, ἔγινε μοναχός «ἐν τῇ... σεβασμίᾳ μονῇ τῇ τοῦ κυροῦ Ἰσαὰκ ἐπικεκλημένη» στή Θεσσαλονίκη καί
τέλος μόνασε στό Ἅγιον Ὄρος ὑπό τόν ὅσιο Γρηγόριο τό Σιναΐτη. Τόν
περιγράφει ὡς ὑπόδειγμα εὐσεβείας καί ταπεινοφροσύνης καί συμπληρώνει ὅτι ὁ Θεός «διὰ τὴν τοσαύτην αὐτοῦ μετριοφροσύνην τε καὶ ὑπακοὴν ἐπὶ τοσοῦτον δόξης τοῦτον ἐξῇρέ τε καὶ ἀνύψωσεν» ὥστε νά καταλάμπει «ὑπό τῆς τοῦ παναγίου πνεύματος ἐλλάμψεως».
Μεταξύ τῶν πολλῶν μοναχῶν πού κατέφθασαν στά Παρόρια γιά νά
τεθοῦν ὑπό τήν φωτισμένη καθοδήγηση τοῦ ὁσίου Γρηγορίου ἦταν καί ὁ ἐπίσης Ἁγιορείτης ἑλληνοβούλγαρος ὅσιος Ρωμύλοςπού γεννήθηκε στό
Βιδύνιο, παραδουνάβια πόλη τῆς βορειοδυτικῆς Βουλγαρίας, περί τό 1310. Ὁ πατέρας του ἦταν «Ρωμαῖος τό γένος», ἐνῶ ἡ μητέρα του προερχόταν «ἐκ τῶν Βουλγάρων». Ὁ ὅσιος Ρωμύλος περί τό 1335-1340 ἐκάρη μοναχός στή μονή Θεοτόκου Ὁδηγητρίας στό Τύρνοβο τῆς Βουλγαρίας. Ἀργότερα ὅμως, μόλις πληροφορήθηκε ὅτι ὁ ὅσιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης ἔκτιζε μονή στά Παρόρια καί ἔχοντας κλίση περισσότερο πρός τήν ἐρημική ζωή, ἀναχώρησε γιά τό νέο αὐτό μοναστικό κέντρο. Φθάνοντας ἐκεῖ, ὁ ὅσιος Ρωμύλος ἔκτισε κελλί πλησίον τῆς μονῆς στήν ὁποία ἀσκεῖτο ὁ ὅσιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης.
Ἀργότερα ἔφθασε στά Παρόρια -προερχόμενος ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη- καί ἔμεινε μαζί μέ τόν ὅσιο Ρωμύλο, ὁ ὅσιος Γρηγόριος ὁ Νέος, βιογράφος τοῦ ὁσίου Ρωμύλου. Δύο φορές ἀναγκάστηκαν καί οἱ δύο τους, ἐξ αἰτίας δυσκόλων περιστάσεων νά ἐγκαταλείψουν τά Παρόρια καί νά καταφύγουν στή Ζαγορά τῆς Βουλγαρίας, ὡστόσο ὁ ὅσιος Ρωμύλος ἀψηφῶντας τόν κίνδυνο τῶν Τούρκων ἐπανῆλθε μόνος του καί ἐγκαταστάθηκε «εἰς τό ἐνδότατον τοῦ ὄρους» τῶν Παρορίων. Ἐκεῖ ἔκτισε ἄλλη καλύβη καί ἐκάρη μεγαλόσχημος μοναχός, ζῶντας μέ ἀπόλυτη ξενιτεία γιά πέντε χρόνια καί προσφεύγοντας –μόνο ἄν παρουσιαζόταν μεγάλη ἀνάγκη- στή μονή «τοῦ ἁγίου Σιναΐτου».
Τό 1360, μετά τήν ἐρήμωση τῆς μοναστικῆς περιοχῆς τῶν Παρορίων ἀπό τούς Τούρκους, ὁ Ρωμύλος ἔφθασε στό Ἅγιον Ὄρος. Ἐκεῖ, τήν περίοδο 1360-1371, ἀσκεῖται «πλησίον τῆς ἱερᾶς Λαύρας», ὅπου ἀνθεῖ ἡ ἡσυχαστική ζωή καί πολλοί «πατέρες ὁμότροποι οἰκοῦν». Ἡ παραμονή τοῦ ὁσίου Ρωμύλου στήν περιοχή Μελανά τῆς Λαύρας ἀναφέρεται στό Βίο του πού συνέταξε, ὁ μαθητής του Γρηγόριος ὁ Νέος στήν ἴδια τοποθεσία. Στό Ἅγιον Ὄρος ὁ ὅσιος Ρωμύλος παρέμεινε μέχρι τήν ἧττα τοῦ Σέρβου ἡγεμόνα Ἰωάννη Οὔγγλεση στή μάχη τοῦ Ἕβρου τό 1371, ὕστερα ἀπό τήν ὁποία κατέφυγε στόν Αὐλῶνα, στίς ἀκτές τῆς Ἀδριατικῆς, ὅπου ἀναδεικνύεται «ἰσαπόστολος, πάντας εἰς ἑνότητα τῆς ἀληθοῦς πίστεως συγκαλῶν» μέ τόν «κεχαριτωμένον λόγον του», σύμφωνα μέ τόν Βίο του. Ἀργότερα ὅμως, περί τό 1375, «εἰς τήν Σερβίαν ἀπέρχεται», στή μονή τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Σωτῆρος Ραβανίτσης, ὅπου καί ἐκοιμήθη περί τό 1381.
Ὁ ὅσιος Γρηγόριος ὁ Νέος, ὁ ἐπονομαζόμενος καί Ἡσυχαστής ἤ Καλλιγράφος, μαθητής, τό πιθανότερο,
κι αὐτός τοῦ ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου καί ἀργότερα τοῦ ὁσίου Ρωμύλου, τοῦ ὁποίου ὑπῆρξε καί ὁ βιογράφος, θεωρεῖται ὡς ὁ ἱδρυτής τῆς ὁμώνυμης μονῆς στό Ἅγιον Ὄρος. Μετά τήν ἀναχώρηση ὅπως εἴδαμε τοῦ ὁσίου Ρωμύλου γιά τόν Ἄθω, ὁ Γρηγόριος ἔρχεται στό Ἅγιον Ὄρος, στήν περιοχή Μελανά τῆς Μεγίστης Λαύρας καί ὑποτάσσεται πάλι στόν ὅσιο Ρωμύλο, ὡς γνήσιος μαθητής του. Ὁ Γρηγόριος ὅμως δέν ἀκολουθεῖ τόν ὅσιο Ρωμύλο κατά τήν ἀναχώρηση τοῦ δεύτερου ἀπό τόν ἱερό τόπο. Ἔτσι παραμένει στό Ἅγιον Ὄρος ὅπου ἱδρύει τή Μονή τοῦ Ἁγίου Νικολάου, πού σήμερα φέρει τήν ἐπωνυμία ‘‘τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου’’. Σέ ἀρχαία Ἀκολουθία τοῦ ὁσίου Γρηγορίου γίνεται λόγος γιά τήν ἐμφάνιση σ’ αὐτόν θείου φωτός, ἀπό τό ὁποῖο ὁδηγούμενος ὁ Ὅσιος κατέβηκε μέχρι τόν παράκτιο
βράχο ὅπου καί ἔκτισε στό σημεῖο πού τοῦ ὑποδείχθηκε τή Μονή. Στήν ἴδια Ἀκολουθία ὁ Ὅσιος ἐξυμνεῖται γιά τά θαύματά του, χάρη στά ὁποῖα σώθηκε ἡ μονή καί ὅλο τό Ὄρος ἀπό βαρβαρικές ἐπιδρομές. Πάντως οἱ τουρκικές ἐπιδρομές στό Ἅγιον Ὄρος θά πρέπει νά ἦταν καί ἡ αἰτία τῆς ἀναχωρήσεως τοῦ ὁσίου Γρηγορίου ἀπ’ αὐτό καί τῆς μεταβάσεώς του περί τό 1379 στή Σερβία, στήν ὁποία βασίλευε ὁ κνέζης ἅγιος Λάζαρος (1371-1389). Ἐκεῖ ζεῖ ἐντός σπηλαιώδους ναοῦ, ἀφιερωμένου στόν ἅγιο Νικόλαο, ἐνῶ ἀργότερα ἱδρύει τή μονή Γκόρνιακ. Στό καθολικό τῆς σερβικῆς αὐτῆς μονῆς βρίσκεται καί τό ἱερό λείψανο τοῦ Ὁσίου, ἐπιτελῶντας πολλά θαύματα. Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στίς 7 Δεκεμβρίου.
(συνεχίζεται...)
(*) Ὁλόκληρη ἡ μελέτη τοῦ μοναχοῦ Παταπίου
Καυσοκαλυβίτου: «Ἁγιορειτικές ὁσιακές μορφές στή Θράκη τοῦ 14ου αἰ.»,
δημοσιεύθηκε στά Πρακτικά τοῦ 4ου Διεθνοῦς Συμποσίου Θρακικῶν
Σπουδῶν: Βυζαντινή Θράκη. Μαρτυρίες καί Κατάλοιπα. Κομοτηνή, 18-22 Ἀπριλίου
2007, στό: Byzantinsche Farschulngen 300 XXX (2011), σσ. 277-326, πίνακες 801-807.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου