Ξεκινάει παραμονή Δεκαπενταύγουστου του 1990 από τη θέση
Προβάτα. Θα κρατήσει 13 ημέρες. Η μεγάλη πυρκαγιά στο Άγιον Όρος κινείται με
μανία. Έχει βάλει σκοπό να κάψει το μοναστήρι. Δευτέρα 20 Αυγούστου.
Καθηλώνουμε τη φωτιά στο φιδωτό μονοπάτι Αρσανάς-Σιμωνόπετρα, διανοίγοντας
αντιπυρική ζώνη με αλυσοπρίονες. Το ξημέρωμα υλοτόμοι, δασοπυροσβέστες και
μοναχοί αποχωρούν. Μένουμε πέντε άτομα. Ο σιμωνοπετρίτης πατήρ Π., τρεις
δασοπυροσβέστες από την Πέλλα και εγώ από το Δασαρχείο Αρναίας. Πολεμώντας τη
φωτιά, έχουμε παρατήσει τη ζώνη. Οι υλοτόμοι είναι πια μακριά, έτσι ζητώ από
τους δασοπυροσβέστες να ολοκληρώσουν τη διάνοιξη. Μου απαντούν ότι δεν έχουμε
αλυσοπρίονα, αλλά ούτε υπάρχει λόγος. Τον λόγο τον καταλαβαίνω. Ψηλά στο βουνό
η πυρκαγιά καίει. Ο αέρας αλλάζει κάθε στιγμή και κατεύθυνση. Ο φόβος να κάνει
η φωτιά τον κύκλο και να μας έρθει από τη μεριά της Δάφνης είναι παραπάνω από
βάσιμος. Στην περίπτωση αυτή μόνο με ζώνη μπορεί να γλιτώσει ο Αρσανάς.
Ανεβαίνω ψηλά για έλεγχο όταν με καλούν να κατέβω. Φεύγουν
οι υπάλληλοι της υπηρεσίας μου. Έχοντας ως αρχή να μην αφήνω το μέτωπο προτού
ενημερώσω τον αντικαταστάτη μου, δεν αποκρίνομαι και κατεβαίνω αργοπορημένος
για να μην προλάβω το πλοίο. Ανησυχώ. Εμείς, το Δασαρχείο Αρναίας, έχουμε τον
συντονισμό. Στον ασύρματο σιωπή.
Στην ανησυχία μου έρχεται να προστεθεί η επιμονή της μονής
να υποσχεθώ ότι δεν θα αποχωρήσω από τον Αρσανά. Αυτονόητο. Τρίτη 21 Αυγούστου.
Μεσημέρι. Πάνω από 30 ώρες στο πόδι. Άνθρωποι της Μονής Γρηγορίου φτάνουν με
ταχύπλοο. Ζητούν να μεταβώ επειγόντως εκεί. Πηγαίνω. Δεν συμβαίνει κάτι
ανησυχητικό. Βρίσκω την ευκαιρία και δανείζομαι έναν αλυσοπρίονα. Έτσι
ολοκληρώνουμε τη ζώνη.
Απόγευμα. Πυκνά σύννεφα καπνού υψώνονται προς τη μεριά της
Δάφνης. Οι φόβοι μου επαληθεύονται. Ο αέρας, με πάνω από δέκα μποφόρ, σέρνει τη
φωτιά προς το μέρος μας. Πρέπει να έρθει πλοίο όσο είναι καιρός. Καλώ
επανειλημμένα όποιον ακούει. «Και ουκ ην φωνή και ουκ ην ακρόασις».
Πρέπει να ληφθεί άμεσα μια απόφαση. Ή να απομακρυνθούμε από το μονοπάτι προς τη
Μονή Γρηγορίου ή να λουφάξουμε στην αμμουδιά. Αν κάνουμε το πρώτο, υπάρχει
κίνδυνος να μας προλάβει η φωτιά αλλά και να γκρεμοτσακιστούμε μέσα στη νύχτα
που έρχεται. Με το δεύτερο υπάρχει σοβαρότατος ο κίνδυνος για ασφυξία όταν
χαμηλώσει το κύμα του καπνού.
Δεν προλαβαίνω να εξωτερικεύσω τις σκέψεις μου και ακούγεται
στον ασύρματο:
«Προς όλους τους εμπλεκόμενους. Είμαι ο διοικητής. Το Άγιον Όρος έχει τεθεί
σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης».
Παρεμβαίνω και αναφέρω την κατάσταση μας. «Μείνετε εκεί
που είστε» απαντά. «Θα έρθει το "Βότσης" (πυροσβεστικό
πλοίο του Λιμενικού)».
Έρχεται με το σούρουπο. Τα κύματα δεν το αφήνουν να
προσαράξει. Με δυσκολία το πλήρωμα ανεβάζει έναν έναν τους δασοπυροσβέστες.
Ζητώ από τον πατέρα Π. να ανεβεί. «Δεν φεύγω!» φωνάζει. «Κοιτάξτε! Το
μοναστήρι καίγεται. Αφήστε με να καώ και εγώ».
Στρεφόμαστε προς το μοναστήρι. Τρομακτικό το θέαμα. Μια
θεόρατη αναμμένη λαμπάδα ζώνει και ξεπερνά τη Σιμωνόπετρα. Η απρόσμενη αυτή εξέλιξη
μας συγκλονίζει. Προς στιγμήν τα χάνουμε. Εκείνος δεν ακούει τα παρακάλια μας.
Νέος στην ηλικία, αντιστέκεται με δύναμη. «Θα μείνουμε εδώ μαζί σου»
επιμένω. Με αυτό «λυγίζει». Τον ανεβάζουμε, σχεδόν σηκωτό. Το κύμα καπνού
χαμηλώνει στη θάλασσα και σέρνεται ξωπίσω μας να μας κατασπαράξει. Αδύνατη η
προσάραξη στη Μονή Γρηγορίου. Ξανοιγόμαστε. Παρακολουθούμε με φρίκη τη φωτιά.
Τη νύχτα οι φλόγες σβήνουν.
Τετάρτη 22 Αυγούστου. Ξημέρωμα. Κάπνα. Δεν το ομολογούμε
αλλά μέσα μας κλαίμε το μοναστήρι.
Το μεσημέρι, να το θαύμα! Μόλις ξεκαθαρίζει η κάπνα, η
Σιμωνόπετρα ορθώνεται γιγαντόσωμη όπως πριν. Πίσω στον Αρσανά άθικτα όλα, ακόμη
και η βλάστηση. Η ζώνη είχε κάνει τη δουλειά της. Η πυρκαγιά έμεινε μόνο στη
μνήμη όσων την πολέμησαν.
Ιωάννης Κέκερης
Επιμέλεια:
Λένα Παπαδημητρίου
Πηγή:
BHMagazino
23
Αυγούστου 2009, σελ. 14.
πηγή:
φωτογραφίες:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου