Τὰ μετόχια, δηλαδὴ ἰδιοκτησίες οἱ ὁποῖες σχεδὸν κατὰ
κανόνα εὑρίσκοντο μακράν ἀπὸ τὰ οἰκοδομικὰ συγκροτήματα τῶν
μονῶν τῆς ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς,
ἀπετέλεσαν διαχρονικὰ καθοριστικῆς
σημασίας θεσμὸ γιὰ τὴν ἐπιβίωση καὶ τὴν ἀνάπτυξή τους. Αὐτὸ ἴσχυσε ἀκόμη
περισσότερο γιὰ τὸ σύνολο τῶν μονῶν τοῦ
Ἁγίου Ὄρους, ἐφόσον
ἡ γεωλογικὴ μορφολογία τῆς
Ἀθωνικῆς χερσονήσου δὲν
παρεῖχε τοὺς πόρους γιὰ
τὴν ἐπιβίωση τῶν ἱερῶν καθιδρυμάτων.
Ἤδη απὸ
τοὺς χρόνους τῆς ἱδρύσεώς
τους, καὶ μὲ τὴν μέριμνα τῶν κτιτόρων τους, τὰ ἁγιορειτικὰ μοναστήρια δημιουργοῦν μία οἰκονομικὴ ἐνδοχώρα ἐκτεινόμενη κυρίως σὲ ὅμορες ἢ πλησιόχωρες πρὸς
τὸν Ἄθω περιοχές. Ἀγροτικὰ κατ᾽ἀρχήν,
τὰ ἀθωνικὰ μετόχια ἐπεκτείνονται ταχύτατα ἤδη κατὰ
τοὺς βυζαντινοὺς χρόνους σὲ
εὐρύτερες περιοχὲς τῆς
Μακεδονίας, τῆς Θράκης καὶ ἐν γένει τῆς νότιας Βαλκανικῆς ἀλλὰ καὶ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Δίπλα στὰ ἀγροτικὰ μετόχια σταδιακὰ θὰ ἐμφανισθοῦν
καὶ θὰ λειτουργήσουν καὶ ἀστικὰ
μετόχια στὴν Κωνσταντινούπολη, τὴ Θεσσαλονίκη ἀλλά
καὶ σὲ ἄλλες πόλεις τῆς αὐτοκρατορίας,
ἐνῶ παράλληλα σημαντικὸς ἀριθμός μοναστηριῶν
ἔξω ἀπὸ τὸν Ἄθω θὰ προσαρτηθοῦν ὡς μετόχια σὲ ἀγιορειτικὲς μονές.
Παρὰ τὶς ἀπώλειες, τὶς συρρικνώσεις καὶ τὶς
διαχειριστικὲς δυσκολίες ποὺ δημιουργήθηκαν ἰδίως
κατὰ τὸν πρῶτο αἰώνα τῆς ὀθωμανικῆς κατάκτησης, τὰ κάθε τύπου ἀθωνικὰ μετόχια (ἀγροτικά,
ἀστικά, μονές-ἐξαρτήματα) ἐπιβιώνουν.
Σταδιακά, ἀπὸ τὸν 16ον αἰώνα καὶ
ἑξῆς, τὰ ἤδη ὑφιστάμενα ἀπὸ τοὺς βυζαντινοὺς
χρόνους σταθεροποιοῦνται καὶ ἀνακάμπτουν, ἐνῶ νέες
σημαντικότατες κτίσεις ἐμφανίζονται τόσο ἐντὸς τῶν ὁρίων τῆς Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας ὅσο καὶ
ἔξω ἀπὸ αὐτά. Χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ
περίπτωση τῶν πολυπληθῶν μετοχίων στὶς
παραδουνάβιες ἡγεμονίες, ἀλλά καὶ
στὰ ἐδάφη τῆς ρωσικῆς αὐτροκρατορίας
καὶ σὲ βενετοκρατούμενες περιοχές.
Ἔτσι, ἀπὸ τὸν 10ον αἰώνα ὡς
τὶς πρῶτες δεκαετίες τοῦ 20οῦ αἰώνα (ὁπότε συρρικνώνονται δραματικὰ ἢ ἐξαφανίζονται λόγῳ
ἀπαλλοτριώσεων ἢ ἱστορικῶν περιπετειῶν
τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἐκτὸς τῶν συνόρων τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους), τὰ ἁγιορειτικὰ μετόχια συγκροτοῦν ἕνα διαχρονικὸ πυκνὸ
δίκτυο παρουσίας καὶ διακίνησης ὑλικῶν ἀλλὰ καὶ πνευματικῶν
ἀγαθῶν.
Ἡ διαχρονικὴ
ἐξέλιξη τῶν μετοχίων ἀσφαλῶς ἀποτελεῖ ἕνα σημαντικὸ κεφάλαιο τῆς
ἱστορίας τῶν ἁγιορειτικῶν μοναστικῶν
ἱδρυμάτων. Ὡστόσο, οἱ
οἰκονομικὲς παράμετροι, ὄχι
μόνο γιὰ τὶς κυρίαρχες μονὲς ἀλλὰ καὶ γιὰ τὶς τοπικὲς κοινωνίες πλάι στὶς ὁποῖες ἀναπτύχθηκαν,
καλύπτουν μόνον ἕνα μέρος ἀπὸ τὸν ρόλο ποὺ
αὐτὰ διεδραμάτισαν. Οἱ δυναμικὲς πνευματικὲς,
πολιτισμικὲς, παιδευτικὲς ἀκόμη καὶ καλλιτεχνικὲς
σχέσεις καὶ ὀσμώσεις ποὺ δημιουργήθηκαν μὲ ἀγροτικοὺς καὶ
ἀστικοὺς πληθυσμοὺς
κατέστησαν τὰ μετόχια ὡς ἑστίες ἐξακτινώσεως καὶ
μεταλαμπαδεύσεως τῆς μοναστικῆς ἐμπειρίας τοῦ Ἅγίου Ὄρους στὸν
ὀρθόδοξο κόσμο. Ταυτόχρονα τὰ κατέστησαν κατεξοχὴν προνομιακὸ χῶρο ἐπικοινωνίας τῆς μοναστικῆς
κοινότητας μὲ τὸν «κόσμο».
Ἡ διοργάνωση τοῦ παρόντος διεθνοῦς ἐπιστημονικοῦ συνεδρίου (βλέπε 5588 - Θ’ Διεθνές
Συνέδριο της Αγιορειτικής Εστίας «Η εξακτίνωση του Αγίου Όρους στον Ορθόδοξο
κόσμο: τα μετόχια») μὲ θέμα τὰ μετόχια τοῦ Ἁγίου Ὄρους θὰ δώσει τὴν εὐκαιρία γιὰ μία ὁλιστικὴ προσέγγιση τοῦ φαινομένου: τὴ μελέτη τῶν ἁγιορειτικῶν μετοχίων ὄχι μόνον ὡς ἑνὸς μοναστικοῦ οἰκονομικοῦ θεσμοῦ μεταβαλλόμενου στὴ διαχρονία, ἀλλὰ ὡς
παράγοντα κοινωνικῆς καὶ οἰκονομικῆς ἀνάπτυξης τῶν τοπικῶν κοινωνιῶν, ὡς μέσου ἐξακτινώσεως της αγιορειτικής λειτουργικῆς πρακτικῆς καὶ λατρευτικῆς ἐμπειρίας
καὶ ὡς παράγοντα πολιτισμοῦ καὶ παιδείας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου