Συμεὼν Ἀ. Πασχαλίδη
Ἀν. Kαθηγητῆ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ AΠΘ
Ὁ νεομάρτυρας Ἀθανάσιος ὁ Λήμνιος, ἕνας ἀπὸ τοὺς πλέον ὄψιμους νεομάρτυρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ τὸ μαρτύριό του ἐπισυνέβη δυόμισυ δεκαετίες μετὰ τὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση, κατέστη γνωστὸς ἀπὸ μία σύντομη νεομαρτυρολογικὴ διήγηση ποὺ περιλαμβάνεται στὸν ἁγιορειτικὸ κώδικα ἁγ. Παντελεήμονος 608[1]. Πρόσφατα, ὡστόσο, ἐντοπίσαμε ἕνα μετρίας ἐκτάσεως Μαρτύριό του, στὸ ὁποῖο παρέχονται ἐπιπλέον στοιχεῖα τόσο γιὰ τὴ ζωὴ τοῦ Ἀθανασίου κατὰ τὴ νεανική του ἡλικία, τὴν ἐξωμοσία του, τὴ μεταστροφή του στὴ χριστιανικὴ πίστη καὶ τὸ μαρτυρικό του τέλος, ὅσο καὶ γιὰ τὰ πρόσωπα τὰ ὁποῖα σχετίζονται μὲ τὴ γνωστοποίηση τοῦ μαρτυρίου του καὶ τὴ συγγραφὴ αὐτοῦ τοῦ νεομαρτυρολογικοῦ κειμένου. Τὸ Μαρτύριο αὐτὸ καταλαμβάνει τὶς σελίδες 169-173 τοῦ κώδ. Ἁγ. Παντελεήμονος 716 (Λάμπρος 6223), τοῦ 19ου αἰώνα[2], καὶ κατακλείεται μὲ τὸ ἀπολυτίκιο τοῦ Νεομάρτυρος, πιθανότατα σύνθεση κάποιου ἀπὸ τοὺς γνωστοὺς ἁγιορεῖτες ὑμνογράφους αὐτῆς τῆς περιόδου.
Σύμφωνα μὲ τὸ ἀνέκδοτο Μαρτύριό του, ὁ Ἀθανάσιος καταγόταν ἀπὸ τὴ Λῆμνο. Ἔλαβε τὴ στοιχειώδη παιδεία τῆς ἐποχῆς του στὴ γενέτειρά του καὶ ἐν συνεχεία, κινούμενος ἀπὸ θεῖο ζῆλο μετέβη στὸ Ἅγιον Ὄρος, στὸν παραγωγικὸ χῶρο τοῦ ὁποίου ἀνῆκε ἡ Λῆμνος ἤδη ἀπὸ τὴ βυζαντινὴ ἐποχή[3], καὶ εἰσῆλθε στὴ Mεγίστη Λαύρα, τεθεὶς ὑπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση κάποιου γέροντος. Kατὰ τὴν περίοδο τῆς ὀδυνηρῆς γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος περιόδου τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821[4], ὁ Ἀθανάσιος, ὅπως καὶ ἄλλοι Ἁγιορεῖτες, αἰχμαλωτίσθηκε καὶ μεταφέρθηκε, μαζὶ μὲ ἄλλα ἑβδομήντα «παιδία»,
ἀρχικὰ στὴ Θεσσαλονίκη[5] καὶ ἐν συνεχεία στὴν Aἴγυπτο, ὅπου καὶ ἐξισλαμίσθηκε. Ὁ συντάκτης τοῦ Μαρτυρίου προσθέτει ὅτι μόνο ἕνας λαϊκός, ποὺ ὀνομαζόταν Ζαφείρης, δὲν ὑπέκυψε στὶς πιέσεις νὰ ἐξωμόσει καὶ τελικὰ μαρτύρησε[6].
Στὴν Αἴγυπτο, πιθανότατα στὸ Κάϊρο, ποὺ μνημονεύεται στὸ ὅραμα τοῦ Μαρτυρίου ὡς «μέγα
Κάερον»[7], ὁ Ἀθανάσιος ἔζησε ἀρχικὰ ὡς δοῦλος, ἐνῶ λίγο ἀργότερα νυμφεύθηκε μία γυναίκα ποὺ εἶχε ἐπίσης ἐξωμόσει καὶ ἀπέκτησε ἀρκετὰ μεγάλη περιουσία. Ἡ τριττή, ὅμως, θαυμαστὴ ἐμφάνιση καὶ παρέμβαση τοῦ Mεγάλου Ἀθανασίου, ἡ ὁποία συνοδεύτηκε καὶ ἀπὸ μία ὅραση[8], ἡ ὁποία ἐντάσσεται στὸ πλαίσιο τῆς ἀποκαλυπτικῆς καὶ χρησμολογικῆς γραμματείας τῆς Τουρκοκρατίας[9], τὸν ὁδήγησε τελικὰ σὲ μετάνοια καὶ στὴν ἀπόφαση, μὲ τὴν καταλυτικὴ παρέμβαση καὶ τῆς συζύγου του, ἡ ὁποία τὸν προέτρεψε νὰ ἐπιστρέψει στὴν πατρώα πίστη του[10], νὰ ἐγκαταλείψει τὴν οἰκογένεια καὶ τὰ πλούτη ποὺ εἶχε ἀποκτήσει καὶ νὰ ἐπιστρέψει μὲ πλοῖο στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου διέμεινε στὸ Kελλὶ τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου, «καλούμενον Σεράγιον
πλησίον τῶν Kαρυῶν». Πρόκειται γιὰ τὴ σημερινὴ Σκήτη τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα, ὅπως μετονομάσθηκε μετὰ τὴν ἀγορά του καὶ τὴν ἀνέγερση τοῦ νεότερου ἐπιβλητικοῦ καθολικοῦ του ἀπὸ τοὺς Ρώσους τὸ 1849, τὸ Βατοπεδινὸ Κελλὶ τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου, τὸ ὁποῖο εἶχε ἀνασυστήσει ὁ ἐξόριστος πατριάρχης Σεραφεὶμ Β΄[11]. Ἐκεῖ ἐξομολογήθηκε σὲ κάποιον πνευματικό, ποὺ εἶναι πιθανὸ νὰ ταυτίζεται μὲ τὸν ἱερομόναχο Σάβα τὸν πνευματικό, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε ὁ τελευταῖος ἑλληνικῆς καταγωγῆς ἀγοραστὴς τοῦ ἐν λόγω Kελλίου[12], κατηχήθηκε, νήστευσε καὶ ἔλαβε τὸ ἅγιο χρίσμα, ἀνακτώντας πλέον τὴ χριστιανική του ἰδιότητα. Ὑποδηλώνεται, μάλιστα, ἐδῶ, μὲ τὴ φράση «τοῦ ἀνέγνωσε τὰς ἐξιλαστικὰς εὐχάς», τὸ καθιερωμένο καὶ ἀποδιδόμενο ἀπὸ τὶς πηγὲς στὸν πατριάρχη Μεθόδιο τυπικὸ τῆς ἐπανεισδοχῆς στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας τῶν ἀρνησιχρίστων[13], μέσα σὲ ἕνα πλαίσιο τὸ ὁποῖο δὲν ἀπαιτοῦσε τὴν ὁμολογία τῆς πίστεώς τους ἐνώπιον τῶν Τούρκων. Ἡ περίπτωση δηλαδὴ τοῦ Ἀθανασίου δὲν ἐντάσσεται στὴν εὐρύτατα διαδεδομένη κατὰ τοὺς προγενέστερους αἰῶνες ἐνθουσιαστικὴ παράδοση, ποὺ καλλιεργήθηκε ἰδιαίτερα καὶ ἀπὸ τοὺς Κολλυβάδες κατὰ τὰ τέλη τοῦ 18ου καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰώνα, τῆς προετοιμασίας πρώην ἀρνησιχρίστων γιὰ τὸ μαρτύριο[14], ἀλλὰ στὴν παράλληλη ἐκκλησιαστικὴ παράδοση ποὺ ἐκπροσωπεῖται ἀπὸ ἐκκλησιαστικὰ πρόσωπα τῆς ἴδιας περιόδου, ὅπως ὁ πατριάρχης Καλλίνικος Γ´ ἀπὸ τὴ Ζαγορά[15].
Φεύγοντας ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος ὁ Ἀθανάσιος μετέβη ἀρχικὰ στὶς ἀπελευθερωμένες πλέον περιοχές τῆς Ἑλλάδος, ἀλλὰ τελικὰ ἐγκαταστάθηκε στὴν τουρκοκρατούμενη ἀκόμη γενέτειρά του Λῆμνο, λαμβάνοντας θάρρος ἀπὸ κάποια συνθήκη ποὺ ὑπογράφηκε μεταξὺ τῶν μεγάλων δυνάμεων τῆς Εὐρώπης καὶ τοῦ ὀθωμανικοῦ κράτους καὶ διασφάλιζε τὴ θρησκευτικὴ ἐλευθερία τῶν ὀθωμανῶν ὑπηκόων, ἀναφορὰ ποὺ πιθανότατα ὑπονοεῖ τὴ σχετικὴ συνθήκη ποὺ ὑπογράφηκε μετὰ τὴ ναυμαχία τοῦ Ναυαρίνου τὸ 1827 ἢ ἴσως μετὰ τὴν ἧττα καὶ συνθηκολόγηση τῶν Τούρκων στὴν Ἀδριανούπολη κατὰ τὸ Ρωσοτουρκικὸ πόλεμο τοῦ 1829[16]. Ἐκεῖ ὅμως οἱ Tοῦρκοι κάτοικοι τοῦ νησιοῦ τὸν ἀναγνώρισαν καὶ ἀναζητοῦσαν τρόπο γιὰ νὰ τὸν φονεύσουν[17]. Προφασιζόμενοι λοιπὸν κάποια ἐμπορικὴ συνεργασία, τὸν ἔπνιξαν, ρίχνοντάς τον ἀπὸ τὸ πλοῖο στὴ θάλασσα τοῦ Ἑλλήσποντου.
Tὰ περιστατικὰ συγγραφῆς τοῦ Μαρτυρίου τοῦ νεομάρτυρος Ἀθανασίου καὶ ἡ διάσωση τῆς μνήμης του σὲ δύο κώδικες τῆς μονῆς Ἁγ. Παντελεήμονος στὸ Ἅγιον Ὄρος, καθίστανται ἐν μέρει γνωστὰ ἀπὸ τὴν ἐπιγραφή του, ὅπου σημειώνεται ὅτι συντάχθηκε «προτροπῇ καὶ εἰσηγήσει τοῦ πανοσιωτάτου Θωμᾶ ἱερομονάχου, διατελοῦντος ἐν τῇ Ἱερᾷ Mονῇ τοῦ ῾Ρωσσικοῦ». Πρόκειται προφανῶς γιὰ τὸν ἱερομόναχο Θωμᾶ Γερμανό, ὁ ὁποῖος προσωνυμεῖται σὲ κάποια σημειώματα κωδίκων τῆς μονῆς ἁγίου Παντελεήμονος ὡς «ὁ ἀγράμματος»[18] καὶ ἐγκαταβίωνε, τουλάχιστον ὣς τὸ 1860, στὴ μονὴ τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος, ἡ ὁποία κατὰ τὰ μέσα τοῦ 19ου αἰώνα διακρινόταν γιὰ τὴ συνοίκηση μοναχῶν ἑλληνικῆς καὶ σλαβικῆς καταγωγῆς, ἂν καὶ σὲ ἕνα κλίμα ἀνερχόμενου ἐθνικισμοῦ[19]. Φαίνεται πὼς ὁ συντάκτης τοῦ Μαρτυρίου ἢ ὁ ἱερομόναχος Θωμᾶς Γερμανὸς εἶχε γνωρίσει τὸ νεομάρτυρα Ἀθανάσιο κατὰ τὴ δεύτερη ἔλευσή του στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἀφοῦ τὸν ἐπικαλεῖται ὡς πηγή του σὲ δύο σημεῖα[20].
Στὴ συγγραφὴ τοῦ Μαρτυρίου δὲν εἶναι ἀπίθανο νὰ ἐμπλέκονται καὶ ἄλλα πρόσωπα, τὰ ὁποῖα διέμεναν στὴν ἐν λόγω Μονὴ κατὰ τὴν περίοδο αὐτή, ὅπως ὁ λόγιος ἱερομόναχος Προκόπιος Δενδρινὸς[21] καὶ ὁ διάκονος Βενιαμὶν ὁ Συμιακός, συνθέτης τῆς Ἀκολουθίας στὴν ἐφέστιο εἰκόνα τοῦ “Ἄξιόν ἐστι” καὶ ἄλλων ὑμνογραφημάτων[22]. Δὲν γνωρίζουμε ἐπίσης ἂν στὴν ἴδια Μονὴ ἐγκαταβιοῦσε καὶ ὁ συνθέτης τῆς Ἀκολουθίας τοῦ ὁσιομάρτυρος Παύλου τοῦ ἐν Τριπόλει, μοναχὸς Χριστοφόρος ὁ Λήμνιος[23], γεγονὸς ποὺ θὰ δικαιολογοῦσε ἀφενὸς τὸ ἐνδιαφέρον του γιὰ ἕνα συμπατριώτη του νεομάρτυρα καὶ ἀφετέρου τὴ σύνθεση τοῦ ἀπολυτικίου τοῦ Ἀθανασίου ὡς κατακλείδα τοῦ Μαρτυρίου του.
[1] Ἐκδόθηκε ἀπὸ τὸν Ἀπ. Γλαβίνα, «Ὁ ἐκ Λήμνου νεομάρτυς Ἀθανάσιος», ΓΠ 62 (1979) 326-328. Ἀπὸ τὸ κείμενο αὐτὸ ἀντλοῦν πληροφορίες οἱ π. Ἀθανάσιος Σιμωνοπετρίτης, Ἀκολουθία πάντων τῶν ἐν τῇ
νήσῳ
Λήμνῳ Ἁγίων μετὰ Παρακλητικοῦ Κανόνος, Λῆμνος
2005, σ. 46-47· Θ. Παλαμηδᾶ-Εὐθυμιάδου, Ἡ Ἱερὰ Μητρόπολη Λήμνου κατὰ τὸν τελευταῖο αἰώνα
τῆς
Τουρκοκρατίας (1800-1912), Ἀλεξανδρούπολη 2007, σ.
203· μον. Mωϋσῆς Ἁγιορείτης, Οἱ Ἅγιοι τοῦ Ἁγίου
Ὄρους, Θεσσαλονίκη 2008, σ. 625· Ν. M. Vaporis, Witnesses for Christ. Orthodox Christian
Neomartyrs of the Ottoman Period 1437-1860, New
York 2000, σ. 364-365. Ἐπανεκδόθηκε στὸ Συναξαριστὴς Nεομαρτύρων, Θεσσαλονίκη 1984, σ. 753-754.
[2] Βλ. Σπ.
Λάμπρος, Κατάλογος τῶν ἐν ταῖς Βιβλιοθήκαις τοῦ Ἁγίου Ὄρους Ἑλληνικῶν Κωδίκων, Amsterdam 1966 (φωτ. ἀνατ.), τ. ΙΙ, σ. 419.
[3]
Βλ. σχετικὰ
J.
Haldon, «Limnos, Monastic Holdings and the Byzantine State, ca. 1261-1453», A.
Bryer – H. Lowry (ἐπιμ.), Continuity and Change
in Late Byzantine and Early Ottoman Society, Birmingham-Washington, D.C.
1986, σ. 161-212· H.W. Lowry, «The fate of Byzantine
monastic properties under the Ottomans: examples from Mount Athos,
Limnos and Trabzon», Α. Bryer – M. Ursinus (ἐπιμ.), Manzikert to Lepanto. The Byzantine World and the Turks 1071-1571 [=
Byzantinische Forschungen XVI (1991)], σ. 274-312.
[4] Βλ. τὴ σχετικὴ ἐξιστόρηση τοῦ Δοσιθέου Κωνσταμονίτη, ποὺ ἐξέδωσε ὁ Ἰ.
Μαμαλάκης, «Διήγησις περὶ Ἁγίου Ὄρους ἐν καιρῷ τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821», ΕΕΦΣΠΘ 7 (1957)
217-237· ὁ ἴδιος,
Τὸ Ἅγιον Ὄρος (Ἄθως)
διὰ μέσου τῶν αἰώνων, [Μακεδονικὴ Βιβλιοθήκη 33], Θεσσαλονίκη 1971, σ. 425ἑ.
[5] Ἡ πληροφορία αὐτὴ δὲν καταγράφεται
στὸ συναξάριό του. Γιὰ τὴ φυλάκιση τῶν ἁγιορειτῶν στὴ Θεσσαλονίκη
καὶ τὰ τραγικὰ γεγονότα ποὺ ἐπακολούθησαν βλ. Ἰ. Μαμαλάκης, «Τὰ μαρτύρια τῶν Ἁγιορειτῶν ἐπὶ Μεχμὲτ Ἐμὶν Ἀβδουλὰχ πασᾶ 1822-1823», ΔΙΕΕΕ
17 (1963-1964) 39-153· ὁ ἴδιος, «Δοσιθέου Κωνσταμονίτου Nέον Ὑπόμνημα τῶν νεοφανῶν ἱερομαρτύρων καὶ ὁσιομαρτύρων», ΓΠ 46 (1963) 331-342· ὁ ἴδιος, Τὸ Ἅγιον Ὄρος (Ἄθως) διὰ μέσου τῶν αἰώνων, [Μακεδονικὴ Βιβλιοθήκη
33], Θεσσαλονίκη 1971, σ. 435· Ἀθ. Καραθανάσης, Θεσσαλονίκη καὶ Μακεδονία: 1800-1825. Μία εἰκοσιπενταετία ἐν μέσῳ θυέλλης, [Μακεδονικὴ Βιβλιοθήκη 86], Θεσσαλονίκη 1996, σ. 29-30· ὁ ἴδιος, Στὴν Θεσσαλονίκη: 1821 καὶ 1822 (Λόγος πανηγυρικός), [Ἐθνικὴ Βιβλιοθήκη 55], Θεσσαλονίκη
2008· Εὐ. Χεκίμογλου, Τὸ «Κοινὸν τῆς Πολιτείας» καὶ οἱ περιπέτειές του. Ὁ χριστιανικὸς πληθυσμὸς τῆς Θεσσαλονίκης πρίν, κατὰ καὶ μετὰ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821 (Λόγος πανηγυρικός), [Ἐθνικὴ Βιβλιοθήκη 54], Θεσσαλονίκη
2008, ὅπου καὶ ἡ παλαιότερη βιβλιογραφία.
[6] Πρβλ. μον. Mωϋσῆς Ἁγιορείτης, ὅ.π., σ. 605, ὅπου, ὅμως (σ. 738 σημ. 894), σημειώνεται ἐσφαλμένα ὅτι αὐτὸ
καταγράφεται στὸν κώδ. Ἁγ. Παντελεήμονος 743. Ἀπὸ ἁγιορειτικὲς πηγὲς γνωρίζουμε ὅτι στὴ Θεσσαλονίκη μαρτύρησαν κατὰ τὴν περίοδο αὐτὴ δεκαέξι συνολικὰ «προεστῶτες τῆς Μεγ. Λαύρας, ἡγούμενοι καὶ προηγούμενοι». Βλ. Σ. Πασχαλίδης, «Μάρτυρες ΡΞΔ´, Ὁσιομάρτυρες ΙΣΤ´ Λαυριῶτες», Τὸ Ἁγιολόγιον τῆς Θεσσαλονίκης, τ. Β´, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 30-32, 114.
[7] Ἡ ἴδια γραφὴ ἀπαντᾶ καὶ σὲ ἄλλους συγγραφεῖς. Βλ. Ἀθ.
Χρυσοβέργης, Ὁ
πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Καλλίνικος ὁ Γ´ ὁ ἐκ Ζαγορᾶς (1757). Ὁ βίος, ἡ δράση καὶ τὸ συγγραφικὸ ἔργο του, Ζαγορὰ 1995, σ. 88· Ἀγ. Τσελίκας, Καλλινίκου Γ´ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως
Τὰ κατὰ καὶ μετὰ τὴν ἐξορίαν ἐπισυμβάντα καὶ ἔμμετροι ἐπιστολαί, Ἀθήνα 2004,
Βιβλίον Β, στ. 323, 383.
[8] Ἡ ὅραση αὐτὴ ἀναμιγνύει στοιχεῖα ἀπὸ τὴν Ἀποκάλυψη (κεφ. 19,20· 20,10, 15) καὶ τὶς ἀποκαλυπτικὲς ἑρμηνεῖες τῆς Τουρκοκρατίας, οἱ ὁποῖες ἀποτυπώνονται καὶ στὶς σχετικὲς ἀπεικονίσεις
τῆς τελικῆς Κρίσεως, ποὺ χρονολογοῦνται κατὰ τὴν περίοδο αὐτή. Βλ. σχετικὰ M. Garidis, Etudes sur le Jugement dernier post-byzantin d Xve à la fin du XIXe
siècle. Iconographie – Esthetique, [ΕΜΣ – Ἐπιστημονικαὶ Πραγματεῖαι. Σειρὰ Φιλολογικὴ καὶ Θεολογικὴ 16], Θεσσαλονίκη 1986. Θὰ μπορούσαμε δὲ νὰ ἐντοπίσουμε
τὴν πηγή της στὸ ἔργο Πίστις τοῦ ἱερομονάχου Νεκταρίου Τέρπου (ἐκδ. 12η τὸ 1818), ὅπου ὁ Μωάμεθ ἐμφανίζεται σὲ ἕνα
κεφάλαιο («Ἐγκώμιον
ἀληθινὸν εἰς τοὺς
λαοπλάνους Μωάμεθ καὶ Ἀλήν») ὡς ἡ ἐνσάρκωση τοῦ Ἀντιχρίστου.
Βλ. σχετικὰ Κ.
Γαρίτσης, Ὁ
Νεκτάριος Τέρπος καὶ
τὸ ἔργο του. Εἰσαγωγή-Σχόλια-Κριτικὴ ἔκδοση τοῦ ἔργου
του Πίστις, Θήρα 2002, σ.
266, 442ἑ.
Διαφορετικὸ περιεχόμενο
ἔχει ἡ ἐκτενὴς ὅραση τοῦ μοναχοῦ Δανιήλ, ποὺ συνοδεύει τὸ Μαρτύριο τοῦ νεομάρτυρος Ἀναστασίου τοῦ ἐκ Παραμυθίας. Βλ. Π. B. Πάσχος, «Ἰσλὰμ καὶ Nεομάρτυρες. Ὁ ἐκ Παραμυθίας νεομάρτυς Ἀναστάσιος καὶ ὁ ἰσμαηλίτης [Mουσᾶ] Δανιὴλ ὁ ὁμολογητής», EEΘΣΠA 30 (1995) 413-474.
[9] Γιὰ τὴν ἀποκαλυπτικὴ γραμματεία αὐτῆς τῆς περιόδου βλ. Αst. Argyriou, Les exégèses grecques de l’Apocalypse à l’époque turque (1453- 1821), Θεσσαλονίκη 1982· Ἀ. Καριώτογλου, Ἰσλὰμ καὶ χριστιανικὴ χρησμολογία, Ἀθήνα 2000· Εὐ. Ἀμοιρίδου, «Ἀποκαλυπτικὴ καὶ Ἐσχατολογικὴ Γραμματεία», Ἱστορία τῆς Ὀρθοδοξίας, τ. 6: Ὀρθοδόξων Βίος καὶ Πολιτισμὸς (15ος-19ος αἰ.), Ἀθήνα 2010, σ. 404-425.
[10] Ἀσφαλῶς, μὲ τὴ φράση «νουθετήσας
αὐτὴν νὰ ζῇ
εὐσεβῶς κρυφίως ὡς ἐδύνατο» τοῦ Μαρτυρίου ὑποδηλώνεται ὁ
κρυπτοχριστιανικὸς βίος ποὺ ἀκολούθησε καὶ ἡ σύζυγος τοῦ Ἀθανασίου.
Παρεμφερὴς εἶναι καὶ ὁ χαρακτηρισμὸς τῆς ἁγιολογικῆς διηγήσεως («τὴν μὲν σύζυγον
ᾠκονόμησε θεαρέστως»). Γιὰ τὴ στάση τῶν συζύγων καὶ τῶν οἰκογενειῶν τῶν νεομαρτύρων βλ. τὸ πολὺ ἐνδιαφέρον ἄρθρο τοῦ Κ. Πιτσάκη, «Νομικὰ ζητήματα ἀπὸ τὸν βίο καὶ τὴν ἄθληση τῶν Νεομαρτύρων»,
Ἱ. Μητρόπολις Μυτιλήνης, Ὁ Νεομάρτυς Θεόδωρος ὁ Βυζάντιος πολιοῦχος Μυτιλήνης. Πρακτικὰ Ἐπιστημονικοῦ Συμποσίου,
Μυτιλήνη 2000, σ. 110.
[11] Βλ. σχετικὰ Γερ. Σμυρνάκης, Τὸ Ἅγιον Ὄρος, Καρυὲς 1988 (φωτ. ἀνατ.), σ. 452-459. Χρ. Κτενᾶς, «Ὁ πατριάρχης Σεραφεὶμ ὁ Β΄ καὶ τὸ ἐνταῦθα Κελλίον αὐτοῦ, τὸ ἐπικληθὲν Σεράγιον», Γρηγόριος
ὁ Παλαμᾶς 5 (1921) 134-137, 238-243· Σ. Πασχαλίδης, Τὸ Ὑμναγιολογικὸ ἔργο τῶν
Κολλυβάδων…, ὅ.π., σ. 55· Π. Κουφόπουλος – Δ. Μυριανθεύς, «Τὸ περιβάλλον καὶ τὰ ἐξωμοναστηριακὰ κτίσματα», Ἱερὰ Μεγίστη
Μονὴ Βατοπαιδίου. Παράδοση-Ἱστορία-Τέχνη, Ἅγιον Ὄρος 1996, τ. Α´, σ. 217-218· Μον. Μωυσῆς Ἁγιορείτης, «Οἱ ἱερὲς Σκῆτες τοῦ Ἁγίου Ὄρους», Ἅγιον Ὄρος: Πνευματικότητα - Ὀρθοδοξία – Τέχνη, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 253-254.
[12] Bλ. Γ. Σμυρνάκης, ὅ.π., σ. 453.
[13] Ἐκδόθηκε ἀρχικὰ ἀπὸ τὸν J. Goar, Euchologion sive Rituale Graecorum, Graz 1960 (φωτ. ἀνατ.), στ. 689-692·
ἀρχιμ. Σπυρ. Zερβός, Eὐχολόγιον τὸ Mέγα, Ἀθῆναι 19924, σ. 591-597. Γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ βλ. καὶ M. Arranz, «La “Diataxis” du patriarche Méthode pour la réconciliation des apostats», OCP 56 (1990) 283-322, ὅπου ἡ πλέον πρόσφατη ἔκδοση τῆς Διατάξεως· D. Sahas, «Ritual of Conversion fron Islam to the Byzantine Church», GOTR 36 (1991) 57-69· Ἰ. Παναγιωτόπουλος, Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Μεθόδιος Α´ ὁ Ὁμολογητὴς (843-847) καὶ τὸ ἔργο του, Ἀθήνα 2003, σ. 363-378.
[14] Βλ. σχετικὰ στὴ μελέτη μας, Τὸ Ὑμναγιολογικὸ ἔργο τῶν
Κολλυβάδων…, ὅ.π., σ. 115-121.
[15] Βλ. Ἀθ. Xρυσοβέργης, Oἱ θεολογικὲς κατευθύνσεις τοῦ πατριάρχη
Kαλλινίκου Γ΄ (1713-1791) καὶ τὰ βασικὰ προβλήματα τῆς ἐποχῆς του μὲ βάση τὴν ἐπιστολογραφία του, Λάρισα 2000, σ. 150-152.
[16] Bλ. Ἀπ. Βακαλόπουλος, Ἱστορία τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ, τ. Ζ´, Θεσσαλονίκη
1986, σ. 830ἑ.· ὁ ἴδιος, ὅ.π., τ. Η´, σ. 310ἑ.· D.
Stone, A military History of Russia. From
Ivan the Terrible to the war in Chechnya, Westport 2006, σ. 114-115.
[17] Ἡ Θ. Παλαμηδᾶ-Εὐθυμιάδου, ὅ.π., σ. 203, ἀντλώντας ὑλικὸ ἀπὸ τοὺς Κώδικες τῆς Μητροπόλεως Λήμνου, σημειώνει, χωρὶς εἰδικότερη
παραπομπή, ὅτι ὁ Ἀθανάσιος «συνεισέφερε μάλιστα ὡς δωρητὴς
γιὰ τὴν καλὴ λειτουργία τῶν σχολείων τῆς Λήμνου». Γιὰ τὶς σχέσεις
χριστιανῶν-μουλσουμάνων στὴ Λῆμνο κατὰ τὴν ὕστερη Τουρκοκρατία βλ. Θ. Παλαμηδᾶ-Εὐθυμιάδου, ὅ.π., σ. 205-220. Γιὰ τὸ ρόλο τῶν Τούρκων, ὅπως αὐτὸς διεκτραγωδεῖται στὰ νεομαρτυρολογικὰ κείμενα, βλ. Ἰ. Φουντούλης, Οἱ Τοῦρκοι κατακτηταὶ ἐν ταῖς Ἀκολουθίαις
τῶν Λεσβίων Ἁγίων, [ἀνατ. Δελτίου Ἑταιρείας Λεσβιακῶν
Μελετῶν], Ἀθῆναι 1962· Archim. Elpidophoros Lambryniades, «The Image of the
Turks in the Vitae of the Neomartyrs of the Orthodox Church», Legacy of Achievent – Παρακαταθήκη Ἔργου. Metropolitan Methodios of Boston: Festal Volume on the 25th
Anniversary of his Concecration to the Episcopate,
Boston 2008, σ. 598-608.
[18] Ἀντιγράφει κατὰ τὰ μέσα τοῦ 19ου αἰῶνος στὴ μονὴ ἁγ. Παντελεήμονος
τοὺς κώδικες Ἁγ.
Παντελεήμονος 170 (Λ 5677), 190 (Λ 5697), 867 (Λ 6374) καὶ 876 (Λ 6383).
[19] Βλ. Ἀντ.-Αἱμ. Ταχιάος,
«Σχέσεις Ἑλλήνων καὶ Ρώσων στὸν Ἄθω κατὰ τὸν 19ο αἰώνα», Βυζάντιο – Σλάβοι – Ἅγιον Ὄρος. Ἀναδρομὴ σὲ ἀμοιβαῖες
σχέσεις καὶ ἐπιδράσεις, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 493-515.
[20] Βλ. στὸ κατωτέρω ἐκδιδόμενο
Μαρτύριο, στ. 39, 70-71.
[21] Γιὰ τὸν Προκόπιο
Δενδρινὸ βλ. Μ. Μανούσακας, «Ἡ “Διδασκαλία Xριστιανικὴ κατ᾽ ἐρωταπόκρισιν”,
ἀγνοημένο αὐτόγραφο ἔργο (1780) τοῦ Ἰωάννου Μπενιζέλου», Μεσαιωνικὰ
καὶ
Νέα Ἑλληνικὰ 3 (1990) 7-96· Στ. Κεκρίδης, Ἐκκλησία
καὶ λογοκρισία στὴν Ὀθωμανικὴ Aὐτοκρατορία (1700-1850), Kαβάλα 1995, σ. 121-123· μον. Συμεών, «Ἀρχιμ. Προκόπιος Δενδρινὸς († 1848)», Πρωτᾶτον
84 (Ὀκτ.-Δεκ. 2001) 128-141· πρωτοπρ. Γ.
Mεταλληνός, «Ἀναγκαία
προσθήκη στὰ περὶ Προκοπίου Δενδρινοῦ», Πρωτᾶτον 87 (Ἰούλ.-Σεπτ.
2002) 255-259..
[22] Βλ. Π. Β. Πάσχος, «Ὑμνογραφία καὶ ὑνογράφοι στὸ Ἅγιον Ὄρος», Ἅγιον Ὄρος:
Φύση - Λατρεία
- Tέχνη. Πρακτικὰ Συνεδρίων, τ. A΄, Θεσσαλονίκη 2001, σ. 211. Διεξοδικὴ καταγραφὴ τῶν ὑμνογραφικῶν ἔργων τοῦ Βενιαμὶν περιλαμβάνεται στὸ ἄρθρο τοῦ μον. Παταπίου Καυσοκαλυβίτου, «Ὁ “μακάριος καὶ ἀοίδιμος Διδάσκαλος Θεοδώρητος” Λαυριώτης ὁ ἐξ Ἰωαννίνων», ΓΠ τχ. 836 (Σεπτ.-Ὀκτ. 2010) 609 σημ. 59.
[23] Βλ. μον. Μωϋσῆς Ἁγιορείτης, Οἱ Ἅγιοι τοῦ Ἁγίου
Ὄρους, ὅ.π., σ. 570· Ἰ. Ἀθανασόπουλος, «Ἡ ὑμνολογία τῶν πολιούχων ἁγίων τῆς Τριπόλεως Δημητρίου καὶ Παύλου τῶν νεομαρτύρων», Νεομάρτυρες Πελοποννήσου.
Πρακτικὰ στὴ μνήμη τοῦ
νεομάρτυρα Δημητρίου, Τρίπολη
2008, σ. 327, ὅπου σημειώνεται ὅτι δὲν μᾶς εἶναι γνωστὰ κάποια στοιχεῖα γι᾽ αὐτόν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου