Όλοι λίγο-πολύ ακούσαμε για τις αποικίες των αρχαίων Ελλήνων στη
νότιο Ιταλία και τη Σικελία. Πόλεις όπως η Ελέα, ο Τάρας, η Σύβαρις, ο Κρότων,
οι Επιζεφύριοι Λοκροί, το Ρήγιον, η Μεσσήνη, η Κατάνη και κυρίως οι Συρακούσες
είναι πολύ γνωστές σε αυτούς που μελετούν την αρχαία ιστορία. Πνευματικά
αναστήματα του ύψους ενός Αισχύλου, ενός Ηροδότου κι ενός Πυθαγόρα άφησαν την
τελευταία τους πνοή εδώ. Φιλόσοφοι νόες, όπως αυτοί του Εμπεδοκλή από τον
Ακράγαντα και του Παρμενίδη από την Ελέα προκαλούν και σήμερα το δέος. Ένας
μεγάλος ποιητής, ο Πίνδαρος, γνώρισε καλά την προστασία του τυράννου των
Συρακουσών “εν πολυμάλω Σικελία”, όπως γράφει στον Πυθιόνικο. Ο Πλάτων,
αργότερα, ταξίδεψε τρεις φορές στην ίδια πόλη για να πραγματώσει τα πολιτικά
του δράματα. Εκεί ο λιτοδίαιτος Αθηναίος ξαφνιάστηκε από τον σικελικό πλούτο·
“Ελθόντα δε με ο ταύτη λεγόμενος αυ βίος ευδαίμων, Ιταλιωτών τε και Συρακουσίων
τραπεζών πλήρης, ουδαμή ουδαμώς ήρεσεν”. (Επιστολή Ζ’).
Οι Ρωμαίοι με την κατάκτηση και τη λεηλασία των Συρακουσών στα 212
π.Χ. εδραίωσαν την κατοχή της Μ. Ελλάδος. Φρόντισαν όμως να σκοτώσουν τον
Αρχιμήδη. Ήταν η μοναδική προσφορά τους στον τομέα της επιστήμης… Σίγουρα η
περιοχή ήταν ο τόπος, όπου οι Ρωμαίοι ήρθαν σε επαφή με τον ελληνικό πολιτισμό
και δεν χρειάζεται να επαναλάβουμε τη γνωστή φράση του Οράτιου τη σχετική με
τον εξελληνισμό της Ρώμης. Οφείλουμε όμως να τονίσουμε ότι ο Ελληνισμός μετέφερε
και το Χριστιανισμό στη Δύση. Η επιστολή του αποστόλου Παύλου προς Ρωμαίους
γράφτηκε στα Ελληνικά, η αρχική εκκλησιαστική γλώσσα της Ρώμης ήταν η ελληνική,
όπως μαρτυρούν και οι κατακόμβες της. Κι εδώ η Μεγάλη Ελλάδα στάθηκε πολύτιμος
αγωγός και πέρασμα γιά τον εκπολιτισμό της Εσπερίας. Ο άγιος Μαρκιανός π.χ.
στάλθηκε από την Ελληνική Αντιόχεια, από τον απόστολο Πέτρο, ως επίσκοπος στις
Συρακούσες.
Ο Ελληνισμός, χριστιανικός πια, άντεξε και μετά τις γοτθικές
επιδρομές του 5ου αι. μ.Χ. Όταν τον επόμενο αιώνα ο Ιουστινιανός έστειλε το
στρατηγό Βελισσάριο να ανακτήσει την περιοχή από τους βαρβάρους “αυτώ
(Βελισσαρίω) προσεχώρουν οσημέραι οι ταύτη άνθρωποι”, γιατί ανήκαν στο ίδιο
Γένος και γι’ αυτό οι Ρωμηοί φυσιολογικά επιβλήθηκαν επί αιώνες. Οι Φράγκοι
ιστορικοί μιλούν για “εκβυζανπσμό” της περιοχής, αφού προηγουμένως φρόντισαν να
υψώσουν αδιαπέραστα τείχη μεταξύ των διαφόρων ιστορικών περιόδων. Δεν έχουμε,
εξ άλλου, καμία μάχη των “Βυζαντινών” εναντίον των Καλαβρών, γιατί απλούστατα
δεν μπορούσαν να πολεμήσουν εναντίον του λαού τους!
Γύρω στο 580, όμως οι Λογγοβάρδοι, ένα γερμανικό φύλο, έφθασαν μέχρι
τον Τάραντα. Έτσι οι Ρωμηοί έδωσαν τ’ όνομα της αρχαίας Καλαβρίας (Απουληίας)
στη σημερινή ομώνυμη περιοχή για λόγους κύρους, επειδή έχασαν εκεί πολλά μέρη
από τους εισβολείς.
Η εξάπλωση του Μονοφυσιτισμού στη Μέση Ανατολή
ανάγκασε πολλούς ορθοδόξους μοναχούς να καταφύγουν στη Μ. Ελλάδα. Η φυγή
συνεχίσθηκε κι όταν οι Άραβες τον 7ο αι. κατέκτησαν την Παλαιστίνη και τη
Συρία. Όμως το πιο μεγάλο πλήθος των μοναχών έφθασε εδώ με την Εικονομαχία.
Ολόκληρες μοναστικές αδελφότητες ήρθαν σ’ αυτές τις εικονόφιλες περιοχές,
φέρνοντας μαζί τους βαθειά εκκλησιαστική και θύραθεν παιδεία, κτιτορικά και
μοναστικά τυπικά, πολύτιμα χειρόγραφα, εικόνες και άγια λείψανα. Στα 732/33 ο
αυτοκράτωρ Λέων Γ’ ο Ίσαυρος, αντιδρώντας στην εικονόφιλη στάση του Πάπα Ρώμης,
υπήγαγε τη Μ. Ελλάδα εκκλησιαστικά στην Κωνσταντινούπολη, γεγονός το οποίο
έμελλε να έχει βαρύνουσες επιπτώσεις στον εκκλησιαστικό και τον εν γένει
πολιτισμό της περιοχής. Ολόκληρος ο βίος διαποτίζεται από την ανατολική
πνευματικότητα, τα μοναστήρια ανέρχονται σ’ εκατοντάδες κι αναδεικνύονται
μεγάλες οσιακές μορφές· ο όσιος Ηλίας ο Σικελιώτης, ο όσιος Ηλίας ο Σπηλαιώτης,
ο όσιος Φιλάρετος, ο όσιος Νείλος, ο όσιος Ιωάννης ο Θεριστής και ο όσιος
Νικόδημος είναι μερικοί απ’ αυτούς. Στην Καλαβρία κατέφυγαν τον 9ο και 10ο αι.
μοναχοί από τη Σικελία, όταν οι Άραβες της Αφρικής πέρασαν στα 827 μ.Χ. στο
νησί κι άρχισαν να το κατακτούν.
Οι Άγιοι Νικόλαος, Αμβρόσιος και Ιωάννης Θεριστής.
Τα ιερά λείψανά τους βρίσκονται στην
γειτονική κωμόπολη του Στύλου.
(Διά χειρός Ν. Χούτου).
|
Εκείνο, όμως, που αλλάζει οριστικά την κατάσταση
είναι η Σύνοδος του Μέλφι (1059). Κατ’ αυτή οι τυχοδιώκτες Νορμανδοί έδωσαν
όρκο πίστεως στον Πάπα και υποσχέθηκαν να υποτάξουν τη Μεγάλη Ελλάδα. Με την
κατάληψη του Παλέρμο (Πανόρμου) και του Μπάρι (Βάρεως) στα 1071 οι κατακτητές
προχώρησαν στην επί βάσεων εκκλησιαστική αναδιοργάνωση των κτήσεών τους. Στη
Σικελία εύκολα τοποθέτησαν Φράγκους επισκόπους, αλλά στην Καλαβρία
δυσκολεύτηκαν πολύ. Εδώ ο εκλατινισμός, πολλές φορές βίαιος, διήρκεσε επί πολύ,
γιατί η αντίσταση των Ορθοδόξων ήταν σθεναρή. Στο Ρήγιο αντικατέστησαν τον
αρχιεπίσκοπο Βασίλειο μ’ έναν νεαρό στα 1089. Σώζεται η επιστολή του
αρχιεπισκόπου, όπου διαφαίνεται καθαρά η βία των κατακτητών και της Ρώμης.
Μνημονεύουμε απλώς εδώ την περίπτωση δύο μεγάλων ομολογητών, μετά το Σχίσμα του
1054, του οσίου Λουκά (†1114) και του οσίου Βαρθολομαίου (†1131) που διασώθηκαν
θαυματουργικά από τις φλόγες που άναψαν οι Φραγκολατίνοι. Η βαθμιαία
απομάκρυνση από την ορθόδοξη Ανατολή, ο επιτεινόμενος έλεγχος στον ορθόδοξο
μοναχισμό και οι διαρκείς κατακτήσεις από διάφορα έθνη οδήγησαν στην παρακμή
του χριστιανικού Ελληνισμού. Στον Ιέρακα (Gerace) αντικατέστησε το ορθόδοξο τυπικό με το λατινικό
ο πρώην αγιορείτης Αθανάσιος Χαλκεόπουλος, στα 1480, ως λατίνος επίσκοπος της
πόλης, ενώ στη Βούα (Bova) το άλλαξε ο αρμενοκύπριος Ιούλιος Σταυριανός στα 1572.
Η παρακμή των ελληνορρύθμων πια μοναστηριών ήταν εμφανής. Στα 1579 ο
Πάπας για να επιτύχει τον απόλυτο εκλατινισμό οργάνωσε όλους τους Έλληνες
μοναχούς της Μ. Ελλάδας σε τάγμα, κατά τα δυτικά πρότυπα, στο γνωστό τάγμα των
Βασιλειανών. Στις αρχές του 19ου αι. από τα ελάχιστα ελληνόρρυθμα που είχαν
απομείνει, ο Πάπας κατήργησε 13 στην Καλαβρία. Όσον αφορά την περιουσία, αυτή
καταπατήθηκε με διάφορους τρόπους, όπως με την commenda, δηλαδή δια της
παραδόσεως αυτών σε διάφορα λαϊκά πρόσωπα – ευγενείς που “έπαιρναν” τα
εισοδήματα. Εξ άλλου, αρχής γενομένης από τους Νορμανδούς, οι διάφοροι
κατακτητές δώριζαν μοναστήρια ολόκληρα στα φραγκολατινικά που ίδρυσαν οι ίδιοι.
Μέσα στον γενικό εκλατινισμό διασώθηκαν δύο γλωσσικές νησίδες, τα
γνωστά ελληνόφωνα χωριά της Καλαβρίας και τα εννέα της Απουλίας. Οι κάτοικοι
τους μέχρι σήμερα μιλούν μια διάλεκτο από αρχαία, μεσαιωνικά και νεότερα
γλωσσικά στοιχεία, τεκμήριο εναργές της αδιάσπαστης ελληνικής παρουσίας.
Φάνηκε για λίγο ότι θα μπορούσαν ν’ ανασχέσουν αυτήν την παρακμή οι
πολυάριθμοι Έλληνες και αλβανόφωνοι που κατέφθασαν από τον Μοριά και την Ήπειρο
μετά την τουρκική πρόελαση κατά τον 15ο αι. Τελικά η παπική εκκλησία
αναγκάσθηκε στα 1919 να ιδρύσει την Ουνίτικη επισκοπή του Λούγκρο για τους
αλβανόφωνους της Καλαβρίας. Για τους αλβανόφωνους της Σικελίας ιδρύθηκε άλλη
όμοια επισκοπή στην Piana dei Greci, έξω από το Παλέρμο.
Ν.Α. άποψη του καθολικού της μονής.
Διακρίνεται η “πύλη”, μεταγενέστερη προσθήκη
των Νορμανδών.
|
Κι ενώ όλα έδειχναν ότι η Μεγάλη Ελλάδα αποτελούσε μόνο υπόθεση της
Αρχαιολογίας μια και όλη η περιοχή είναι κατάσπαρτη από ερείπια ναών,
μοναστηριών, σπηλαίων και ορθοδόξων τοπωνυμιών, αγιορείτες μοναχοί
εγκατεστάθηκαν στο ερειπωμένο μοναστήρι του οσίου Ιωάννη του Θεριστή το
φθινόπωρο του 1994. Έκτοτε νεοχειροτονηθέντες αυτόχθονες ιερείς τελούν ιερές
Ακολουθίες στις πόλεις Λέτσε της Απουλίας, Ρήγιο και Καταντσάρο της Καλαβρίας
καθώς και στη Μεσσήνη, Κατάνη της ανατολικής Σικελίας όπου διαμένουν πολλοί
φοιτητές μας, μόνιμα εγκατεστημένοι Έλληνες και άλλοι ομόδοξοι αλλοεθνείς.
Πρόσφατα τελείωσε και η ανέργεση μικρού ναΐσκου στο ελληνόφωνο χωριό
του Γαλλιτσιανού για τις ανάγκες των “γκρεκάνων” Ορθόδοξων. Τον Αύγουστο του
2000 η κοινότητα του Μαντανίτσι μας παρεχώρησε τη Μονή του Ευαγγελισμού (Αν.
Σικελία). Αξιοσημείωτη και συγκινητική είναι η προσέλευση των εξ Ελλάδος
προσκυνητών, οι οπoίoι συμπαρίστανται ηθικά και υλικά στη διακονία αυτή. Η όλη
προσπάθεια τελεί υπό την ευλογία του οικείου Μητροπολίτου Ιταλίας κ. Γενναδίου.
Έτσι το όντως “Τείχος του Αίσχους” που χώριζε τις δύο ακτές του Ιονίου
κατέρρευσε στο τέλος της ληγούσης χιλιετίας, αφού είχε ορθωθεί αδιαπέραστο στις
αρχές της. Αυτός ο τόπος χάρισε στη Δύση δύο οικουμενικής σημασίας πολιτισμούς
ΜΟΝΟΝ όταν είχε επαφές με την Ανατολή. Δίκαια αποκλήθηκε η Καλαβρία χώρα της
Δύσης στραμμένη προς την Ανατολή “terra d’ occidente volta verso l’ oriente”.
Τα καράβια των αρχαίων αποίκων, οι μοναχοί και οι άγιες εικόνες που κατέπλεαν
θαυματουργικά στις ακτές της έσμιγαν ειρηνικά τις δύο ακτές. Οι σημερινοί
προσκυνητές φέρνουν εικόνες, κεριά, λιβάνι, λείψανα, βιβλία των “σχισματικών”
Ελλήνων, το δίλεπτο της χήρας και τα δάκρυα. Οι ιεροί τόποι άρχισαν, τολμούμε
να πούμε προς δόξαν Θεού, να αναδίδουν ουράνιες ευωδιές…
Ο Όσιος Ιωάννης ο Θεριστής
επ’ ονόματι του οποίου τιμάται
το ομώνυμο μοναστήρι
στις 24 Φεβρουαρίου.
(διά χειρός Ν. Κωνσταντάτου)
|
Τρεις είναι οι παράγοντες που επέτρεψαν και προκάλεσαν την επιστροφή
της Ορθοδοξίας στη Μ. Ελλάδα. Ο πρώτος ήταν η έντονη επιθυμία μερικών
πεφωτισμένων Καλαβρών, οι οποίοι ανέπτυξαν σχέσεις με την Ελλάδα και ιδιαίτερα
με το Άγιον Όρος. Ο δεύτερος είναι η Ενωμένη Ευρώπη, η οποία επιτρέπει άνετη
και απρόσκοπτη κίνηση μεταξύ των πολιτών των κρατών – μελών της. Είτε το θέλουμε
είτε όχι, καλούμαστε να ζήσουμε στην εποχή μας, όπου γίνεται πολύς λόγος για
παγκοσμιοποίηση, διασπορά, μειονότητες, ανθρώπινα δικαιώματα και
πολυπολιτισμικότητα. Ο τρίτος παράγοντας είναι η αποϊεροποίηση του Δυτικού
κόσμου, ο οποίος εναγωνίως αναζητά το ιερό ακόμη και στις επικίνδυνες σέκτες
και τις αποκρυφιστικές θρησκείες. Η παρουσία μας σ’ έναν τόπο που είχε τραφεί
με φιλοκαλικά κείμενα κατά το παρελθόν είναι ευπρόσδεκτη και προκαλεί ποικίλες
συζητήσεις, καλές περιέργειες και ενδιαφέρουσες αναζητήσεις.
Κοντά σ’ όλα αυτά πρέπει να προσθέσουμε ότι ο περιφρονημένος
ιταλικός Νότος αρχίζει να κατανοεί ότι με τον Ελληνισμό γίνεται σεβαστός. Σε
μια εποχή που η φιλοκαλία και άλλα ασκητικά ορθόδοξα κείμενα γνωρίζουν απανωτές
εκδόσεις, κυρίως στον Βορρά (!), η ορθόδοξη παρουσία σ’ έναν τόπο που κάποτε
“παρήγαγε” τέτοιου είδους πνευματικότητα έχει βαρύνουσα σημασία. Την ιστορία
πρέπει να τη μελετούμε. Λαοί χωρίς μνήμη είναι καταδικασμένοι να εξαφανισθούν
μέσα στη σύγχρονη τηλεοπτική και καταναλωτική ισοπέδωση. Για να εξηγήσουμε το
παρόν, πρέπει να σπουδάζουμε το παρελθόν. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι πρέπει
να είμαστε όμηροί του. Αν δεν επικοινωνήσουμε με την εποχή μας, η παρουσία μας
εδώ είναι μια τουριστική περιπλάνηση. Για μας ο τόπος δεν είναι μόνο ανάμνηση,
δεν είναι μουσείο, γιατί μουσείο είναι η ληξιαρχική πράξη ταφής ενός
πολιτισμού. Παραφράζοντας τον ψαλμικό στίχο μπορούμε να πούμε ότι “η Ιστορία
μου ενώπιόν μου εστί διαπαντός”. Το παρελθόν είναι μια διαρκώς κινούμενη
πραγματικότητα, ρευστή, ακαθόριστη και απρόβλεπτη. Ο τόπος εμπνέει για νέες
δημιουργίες. Τα παλιά είναι καινούργια κι επίκαιρα, αφού τα διαπερνάει το
πνεύμα της Εκκλησίας.
Στην μακραίωνη πνευματική του διαδρομή ο Ελληνισμός μεγαλούργησε,
όταν ανοίχθηκε, όταν συναντήθηκε με άλλους πολιτισμούς. Πρέπει πάντοτε να
έχουμε υπ’ όψιν το σημαντικό ρόλο που έπαιξαν οι αποικίες, κατά την αρχαιότητα,
όπως επίσης και την οικουμενικότητα της ορθοδόξου αυτοκρατορίας.
Η Μεγάλη Ελλάδα με το πλούσιο παρελθόν της, με μια σύγχρονη και
ορθόδοξη παρουσία, με τις δυνατότητες και τις ευκαιρίες που παρέχει η Pax
Europea μπορεί να αποτελέσει ένα ανοιχτό βήμα απ’ όπου μπορούμε να μιλούμε και
να συζητούμε συνεχώς. Το διαρκώς αυξανόμενο ενδιαφέρον των Ιταλών για την
ορθόδοξη πνευματικότητα και την εικόνα είναι ενδεικτικό του ότι ο Χριστιανικός
Ελληνισμός είναι επίκαιρος.
Άραγε εμείς οι Ελλαδικοί θα συλλάβουμε τα μηνύματα των καιρών;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου