Αιμίλιος Γάσπαρης
(Αγιορείτικα Στοιχεία από ένα
ταξίδι στη δεκαετία 70-80)
«Είναι η ώρα της θάλασσας, είναι
της άνοιξης που ήσυχη, καθώς ο καιρός, κατεβαίνει και φέρνει τη θάλασσα
των χελιδονιών, στρωμένη με σκιερούς δρόμους αιωνόβιων δέντρων, που κατεβαίνει,
καθώς ταιριάζει ο καιρός, ήσυχη εκεί που τις εικόνες έφεραν τα κύματα στα
βλέμματα ανθρώπων ευσεβών, που βλέπουν πάνω από τα καθημερινά και τα εφήμερα.
Ψηφίδες χρωμάτων εφάρμοσαν τα στρείδια στο φίλημα εκείνο που
ματώνει, που στράγγισαν της θείας προσταγής την ουσία, κάθε στέρηση και κάθε
αποκλεισμός μια υπομονή της ψυχής και του κορμιού τα θαύματα.
Εκεί της θάλασσας ζευγάρια
αστείρευτης πηγής θείας και ανεξάντλητης, νυχτερινής και σιωπηλής στο φως μιας
φλόγας που τρεμοσβήνει και λάμπει όχι αδιάφορα. Είναι η θάλασσα εκεί που
κατάφωτα και κατηφορικά δένονται τα όνειρα σ’ ώρες αδιευκρίνιστες και
γενεσιουργές, σ’ όχθες τρεμάμενες των φυλλωμάτων της καρδιάς, σ’ όχθες
βαθύσκιωτες των ποταμών του χειμώνα, όταν ασίγαστα αναζητάς μια μυρωδιά της γης
που ανεβαίνει καθώς χωνεύει σταγόνες της βροχής και στέλνει βαριά
ανασαιμιά καλοκαιριού σε νοτισμένους θάμνους και γκρεμισμένες κοίτες ανθρώπινες
που γέμισαν κισσούς κι άγρια πράσινα, σα φίδια έρχονται και γέρνουν με γλώσσες
ευλύγιστες κρατούν πολύ φαρμάκι και σε ξεγελούν και εκεί στην άκρη
του κόσμου και τ’ ουρανού το γύρισμα, στ’ αγνάντεμα που το έδεσαν με σύρματα,
που γέμισαν τις διόδους με μυστικά εφτασφράγιστα. Κι έρχεται η θάλασσα
εκεί παλμοί ζωής σε μια ακτή φρυγμένη κάτω από πέλματα, σε μονοπάτια π’
εναλλάσσεται η σκιά και το φως, δίπλα στα κοιμητήρια που το αλάτι παίζει με τα
κόκαλα που σπάρθηκαν σε περασμένους χρόνους, δίπλα στα δάση που τ’
αγριογούρουνα ζητούν να βρουν γαλήνη μετά το κυνήγι των επιφανών που φτάσανε
με άρματα διπλά για την περίσσια αρπαγή, σε γη φρυγμένη και σ’ ακτές που
αινίγματα απαιτούν, σε γη που τόσοι προδίδουν και απαιτούν διαγραφές, που
έρχονται δελφίνια για να πιούν λίγες σταγόνες υδάτων, μυρωμένων και πρωταρχικών
κανόνων, που παραδίδουν το σώμα τέλεια προσφορά, σε πρωτόλειους εναγκαλισμούς
και σε οράματα δροσερά και παναφρόδιτα στη σιωπή του δάσους, σε καλό κυνήγι της
ψυχής που έμαθε να περιμένει τινάσσοντας τα μαλλιά σε οράματα λαμπρά της ψυχής
που έμαθε να περιμένει με υπομονή σαν την αράχνη π’ έκλεισε με τον ιστό
της το πέρασμα του χθες και σήμερα αιωρείται στον ήλιο που διαπερνά και παίζει
με την ανθρώπινη μοίρα που η ίδια και σήμερα και αύριο και χθες
δυσερμήνευτη και μοναχική, τραγούδι επικό για όσους βρέθηκαν μακριά και ξέχασαν
τους όρους και τα όρια, το θαύμα να μη δει το ανεξίτηλο στο κύμα να
γεννιέται και στο αγνάντεμα της ιστορίας πέτρα ριγμένη, πέτρα κάτασπρη, λεία
και στιλπνή πέτρα της πατρίδας, της τραχιάς και της δύσκολης, ορέστεια
πέτρα που την τύλιξαν δούλοι της υπομονής με το αίμα τους, δώρο αιώνιο, δώρο
πυρφόρων. Τι ταξίδι κι αυτό, τι παρελθόν, τι πάθος να παίρνεις το Βοριά και να
έρχεσαι. Τόσοι ψαλμοί την εύπλαστή μας μοίρα στίλβωσαν, τα τάματα οράματα από
χαλκό και ασήμι, τα ιερά δρομολόγια στοίχειωσαν με της μουσικής το ίσο, τα
λόγια ευπροσήγορα πλησιάζουν τον ταπεινό, τα χείλη μας εισάγουν στη
ζωή που συνεχίζεται και της άλλης που πέρασε κι έμειναν κόκαλα λευκά της σιωπής
αυτής και εκείνης στην αδειανή ακτή που μας γέμισε, μια κόκκινη
σιωπή σε μια καρδιά που έβαψε το κόκκινο όπως βάφουν τα δάχτυλα τα
συκάμινα, όπως βάφουν τα μάτια οι φλόγες της ανάστασης αυτής, ως τη νύχτα
που πέρασε με την πανάρχαια τη φορεσιά και έκλεισε τη συμφωνία την ιερή,
στα πέτρινα γεφύρια με το χρόνο.
Η αγάπη δεν εκπίπτει αλλά κραταιά
σαν φτερούγα αετού ανεβαίνει σε άλλα στερεώματα, διαπερνά και εντρυφά σε
περιδέραια βουνών, αναπτερώνει και δυναμώνει κάθε ψυχή σε κάθε τοπίο αυτονόητο,
που σιδερώνει της οικοδομής το αντίκρισμα, το πέρασμα γίνεται άθλος σε κατάφυτο
περιβόλι, δεν υπάρχουν αυτοί που αθετούν και που ενδίδουν σε σειρήνες
οργιαστικές και σε οργασμούς υποχρεωμένους, που ευωδιαστές γίνονται οι
ώρες χωρίς την υποψία της φυγής, ακόμα και με την ολίγιστη και τη φτωχή διάνοια
στις ανοιχτές τις πόρτες των ονείρων θα τις βρουν, των διεξόδων των νυχτερινών,
εκεί η μνήμη υπερτερεί και χτίζει και στολίζει και ευεργετεί και παρακάτω το
θαύμα γίνεται και οι καιροί γυρνούν σε ευνοϊκούς, στα δάση οι ξυλοκόποι σκύβουν
με σεβασμό, στα ποτάμια το νερό κυλά σαν καθαρμός και τα καλάμια, καλάθια
πλησμονής και μέχρι τη θάλασσα τα κύματα σπάζουν τη σιωπή και λόγος γίνονται».
«Κρυστάλλινοι ήχοι του σήμαντρου,
του τάλαντου, της καμπάνας, της ψαλμωδίας, των χελιδονιών της θάλασσας, ο αχός
που σμίγει με τους ανθρώπινους τριγμούς μιας αισιοδοξίας ανεπανάληπτης,
μιας σεμνής υμνωδίας εξ όρθρων βαθέων, εκεί που επέλεξαν τα αγριογούρουνα να
κοιμηθούν, σε κοιμητήρια κυνηγών μετά το καλό κυνήγι της ψυχής, για να
μάθει της σιωπής το μελιστάλαχτο οικοδομώντας τον επιούσιο».
«Είναι η ώρα της θάλασσας σαν
ανεβαίνει ως ιαχή νίκης, οι ψαράδες έριξαν γερά δίχτυα περισυλλογής, είναι η
ώρα που βάρκες βαμμένες μ’ ένα κόκκινο, φορτωμένες μ’ ανεκτίμητα δώρα θ’ αράξουν,
στις άκρες που οι μύθοι έσκαψαν βαθιά για να κρύψουν τον πολύτιμο σπόρο που
συνεχίζει και θα συνεχίζει να συνδαυλίζει τις φωτιές στις φρυκτωρίες, που
κρατεί μια ανασαιμιά της μυρτιάς, που συλλογάται και δεν φοβάται μην απολέσει
από το μύρο που ξοδεύει για τους πάντες τη ρίζα του, το ίχνος του, το
σήμα του. Χρόνε που δαμάζεις και το πιο σκληρό, το πιο αποτρόπαιο, φέρε και
μαλάκωσε το ιδίωμα, κάνε πιο προσιτή, πιο ευπροσήγορη τούτη την ώρα που
προσεύχονται, όλους τους φθόγγους γέμισε με τη γοητεία σου, μέντα και
πικραμύγδαλο και δροσερό νερό από το πηγάδι το ιερό σύρε και φέρε και πρόσμενε
θαλάσσιο φίλημα να έρθει να μας μερώσει, όλους τους κρότους της ζωής μας
κράτησε, τους απίστευτους, τους μακρινούς, τους πλάνους, τους άλλους ύστερα
τους κοντινούς, τους δίπλα που σα θάμνοι ρίζωσαν και της πλαγιάς τα
χώματα κρατούν γερά σαν βρέχει μη φύγουν και χαθούν μέσα σε χόχλο ανασερτό
και σε κελάρυσμα γοργό, ως βρέχει, γιατί δεν συγκρατούν το μέγα πάθος, γιατί
είναι τόσο δα μικρή όσο μια φούχτα ή μια σταγόνα. Σα βλέπεις στέγες που έντυσε
μολύβι, κόκκινες στέγες, πορφυρές, σαν αίμα, και κλειστές αυλές, πέτρα που
σκέπασε με μαστοριά του νερού, την πεισματική διαδρομή μέσα στην πράσινη
υπομονή, τόσης διάρκειας όσο ένα κυμάτισμα, τόσο όσο του γλάρου το παιγνίδισμα
στ’ απόνερα του «Άξιον Εστί», νερά που δέχονται την ξαφνική βροχή σα
μουσκεμένη, σα βυθισμένη και καλά κρυμμένη χαρά, μαύρη σκιαγράφηση όλων εκείνων
που συμμετέχουν μέσα από την ιστορία και έξω από αυτή, στα όσα
έχουν γραφεί και θα γραφούν, συνήθειες σιωπηλών και προσφορές, όσο ένα τάμα
ασύνδετο και αναπαλλοτρίωτο μυρωδικό της θάλασσας που βγάζει ξύλα ποτισμένα με
της αλμύρας το αντίκρισμα και το ανατρίχιασμα της μέδουσας που μας κεντά εκεί,
κορμιά άσπρα και ξεβγαλμένα με πείσμα να ψήνονται σ’ ένα αστείρευτο ήλιο, να
έλκονται σ’ ένα απίστευτο ύψος, να σημαδεύουν μια διάφανη σφαίρα, δεν είναι το
μήλο της Αφροδίτης ούτε το σπέρμα του Ουρανού, το νύχτωμα στο δάσος της δάφνης
ή του κισσού το αγκάλιασμα ούτε η δύναμη της δρυός, μα ο θυμός που φέρνει
στη σκέψη τα επίγεια τους φανερούς και τους κρυφούς τους λογισμούς, ταπεινά
τόσο και ύστερα τόσο καλά δεμένα».
[Συνεχίζεται]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου