Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2014

4231 - Τρεις Ιεράρχες. Ομιλία του Ηγουμένου της Ιεράς Μονής Ιβήρων Αρχιμ. Ναθαναήλ



Ὁμιλία
τοῦ Πανοσιολ. Ἀρχιμανδρίτου κ. Ναθαναήλ,
Καθηγουμένου τῆς Ἱ. Μ. Ἰβήρων Ἁγίου Ὄρους,
κατὰ τὴν ἑορτὴν τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν
(Πάνσεπτος Πατριαρχικὸς Ναός, 30 Ἰανουαρίου 2012).

Παναγιώτατε Πάτερ καὶ Δέσποτα,
σεπτὴ τῶν Ἱεραρχῶν χορεία,
σεβαστοὶ Πατέρες,
ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
ἐλλόγιμοι ἐκπαιδευτικοί,
ἀγαπητοὶ μαθητὲς καὶ μαθήτριες,

«Τοὺς Ἱεράρχας τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Πατέρων κλέος, τῆς Πίστεως τοὺς πύργους καὶ τῶν πιστῶν Διδασκάλους καὶ φύλακας, συνελθόντες, ὦ φιλέορτοι, ᾀσματικοῖς ἐγκωμίοις ὑμνήσωμεν».

Μὲ αὐτὸ τὸ τροπάριο μᾶς καλεῖ σήμερα ἡ Ἐκκλησία νὰ τιμήσωμε τοὺς Τρεῖς Μεγάλους Οἰκουμενικοὺς Διδασκάλους, Βασίλειον τὸν Μέγαν, Γρηγόριον τὸν Θεολόγον καὶ Ἰωάννην τὸν Χρυσόστομον. Νὰ πανηγυρίσωμεν τὴν μνήμην τους ὅπως αὐτοὶ ὁρίζουν: διὰ τοῦ «πνευματικῶς ἑορτάζειν».
Τὸ νὰ μιλήση κανεὶς γιὰ τοὺς Τρεῖς Μεγίστους Φωστῆρας τῆς Τρισηλίου Θεότητος τὸ τόλμημα εἶναι μεγάλο, γιατὶ ἡ παρουσία τους στὴν γῆ ἦταν μιὰ Θεοφάνεια, ἕνα θαῦμα· καὶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέγει «σιγῇ τιμᾶσθω τὸ θαῦμα»· καὶ ἴσως μὲ τὴν σιγὴ τὴν δική μου θὰ ἐτιμῶντο σήμερα καλύτερα οἱ ἅγιοι. Ὅμως κάνοντας ὑπακοὴ στὴν σεπτὴ πατριαρχικὴ ἐντολὴ θὰ τολμήσω νὰ προφέρω ἐλαχίστους ἀπὸ καρδίας λόγους.

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Εὐχαΐτων ἐγκωμιάζοντας τοὺς Τρεῖς Ἱεράρχες λέγει: «Μία μὲν γὰρ δόξα τοῖς τρισίν, ἡ Τριάς, εἷς δὲ σκοπὸς ἡ ἀρετή· εἷς δὲ ἀγών, κλονουμένην στηρίξαι καὶ κατασφαλίσασθαι τὴν εὐσέβειαν, ἓν δὲ ἔργον ἄληκτον, ψυχῶν σωτηρία, ἔργοις πᾶσι καὶ λόγοις καὶ τρόποις σπουδαζομένη. Τούτους ἔχομεν ἄνθρωποι μετὰ τὸν Σωτῆρα σωτῆρας, μετὰ τὸν Πλάστην δημιουργούς, μετὰ Θεὸν εὐεργέτας καὶ φύλακας τῶν ἡμετέρων ψυχῶν.»
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος στὸν Ἀπολογητικό του λόγο ἀναφέρει: «Τίποτα δὲν ποθοῦσα περισσότερο ἀπὸ τὸ νὰ κλείσω τὴν θύρα τῶν αἰσθήσεων, νὰ ἐξέλθω τῆς σαρκὸς καὶ τοῦ κόσμου, νὰ συγκεντρωθῶ εἰς ἑαυτόν, νὰ συνδιαλεχθῶ μεθ’ ἑαυτοῡ καὶ μετὰ τοῦ Θεοῦ. Νὰ καταστῶ ἀληθινὰ καὶ συνεχῶς νὰ καθίσταμαι ἀληθής, ἀκηλίδωτος καθρέπτης τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν οὐρανίων, ἀπολαμβάνοντας ἤδη ἀπὸ τὸν παρόντα βίο τὴν ἐλπίδα τῶν ἀγαθῶν τῆς μελλούσης ζωῆς».
Καὶ ὅσο ὁ ἴδιος ἀπέφευγε τὴν δόξα τῶν ἀνθρώπων, τόσο ὁ Θεὸς τὸν ἐδόξαζε. Ὑπακούοντας στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἀφήνει τὴν ἀγαπημένη του ἡσυχία καὶ τὴν συναναστροφὴ μὲ τὸν Μέγα Βασίλειο καὶ γίνεται ὑπόδειγμα μερίμνης ποιμαντικῆς καὶ στοργῆς πρὸς τὸν βασανισμένο ἀπὸ τὶς αἱρέσεις λαὸ τοῦ Θεοῦ. Ἐμφανίζεται ὡς κανόνας πίστεως καὶ θεολόγος μέγιστος, ὡς εἰκόνα πραότητος καὶ ἐγκρατείας διδάσκαλος. Δὲν διστάζει νὰ ἀφήση γιὰ τὴν ἑνότητα καὶ τὴν εἰρήνη τῆς Ἐκκλησίας τὸν πατριαρχικὸ θρόνο· καὶ προστρέχει στὴν προτέρα του ἄσκησι καὶ ἡσυχία, γιὰ νὰ συνεχίση τὸ ἔργο του ἀθόρυβα, δίνοντας μυστικὴ μαρτυρία τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ σὲ ὅλους.
Ὁ Μέγας Βασίλειος, οἰκουμενικὸς διδάσκαλος καὶ φωστῆρας τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, πατέρας τοῦ μοναχισμοῦ, προστάτης τῶν πενήτων, προνοητὴς ὅλων ὅσοι ἐλπίζουν στὸν Θεό, ὑπῆρξε τὸ τέλειο πρότυπο τοῦ Ἐπισκόπου, ζῶσα Εἰκὼν τοῦ Χριστοῦ, γινόμενος τὰ πάντα τοῖς πᾶσι. Ὑπέμεινε συκοφαντίες καὶ κάθε λογῆς θλίψι. Ἔφερε πάνω του τὰ στίγματα τῆς κατὰ Θεὸν ζωῆς. Ἔλεγε στὸν Ἔπαρχο Μόδεστο ποὺ τὸν ἀπειλοῦσε (μὲ θάνατο). «Ὅσο γιὰ τὸν θάνατο, θὰ τὸν δεχόμουν ὡς εὐεργεσία, διότι θὰ μὲ ἔφερνε κοντὰ στὸν Θεό. Γι’ Αὐτὸν ζῶ, γι’ Αὐτὸν ἐνεργῶ, γι’ Αὐτὸν εἶμαι ὡς νεκρὸς καὶ Αὐτὸν ποθῶ ἀπὸ καιρό.» Ἐκοιμήθη προφέροντας τὶς λέξεις: «εἰς χεῖρας Σου παραθήσομαι τὸ πνεῦμά μου». Καὶ γίνεται ὁ Βασίλειος μέτοχος τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ τὴν ὁποία ἐπόθησε. «Πάντας ἡμᾶς πρόσδεξαι εἰς τὴν Βασιλείαν Σου, υἱοὺς φωτὸς καὶ υἱοὺς ἡμέρας ἀναδείξας, τὴν σὴν εἰρήνην καὶ τὴν σὴν ἀγάπην χάρισαι ἡμῖν.» Ὅπως χαρακτηριστικὰ λέγει στὴν Θεία Λειτουργία ποὺ συνέταξε.
Ὁ Ἅγιος Ἰωννης ὁ Χρυσόστομος, «ὁ κήρυκας τοῦ ἐλέους», «ὁ φωτισμένος ὀφθαλμὸς τῆς μετανοίας», ὅπως τὸν ἀποκαλοῦσαν, ὁ τέλειος ὑποτακτικὸς, ποὺ ἔζησε ὑπὸ τὴν καθοδήγησι ἑνὸς Σύρου ἀσκητοῦ στὴν ὑπακοή, στὴν ἀπόλυτη πτωχεία, τὴν νηστεία καὶ τὴν προσευχὴ γιὰ τέσσερα χρόνια. Ἀργότερα ἀποσύρθηκε σὲ μιὰ σπηλιὰ, μόνος μόνῳ Θεῷ, ἀφιερωμένος στὴν ἄσκησι καὶ στὴ μελέτη τῶν γραφῶν. Ὅταν ἐκλήθη νὰ γίνη Πατριάρχης στὴν Βασιλεύουσα, μετέφερε αὐτὴν τὴν μοναχική του ἐμπειρία καὶ ζοῦσε ὡς ἐν νεκροῖς ἐλεύθερος, μακρυὰ ἀπὸ τὰ τοῦ κόσμου καὶ ταυτόχρονα μετέχοντας στὸν πόνο, στὸν ἀγῶνα καὶ στὶς ἀγωνίες τοῦ κόσμου, νουθετῶντας, στηρίζοντας, ὁδηγῶντας σὲ μετάνοια τοὺς ἁμαρτωλούς. Ἐμφορούμενος ἀπὸ τὸ ἀσκητικὸ αὐτὸ πνεῦμα συνέταξε τὴ Θεία Λειτουργία ποὺ τελοῦμε καθημερινὰ «ὑπὲρ τῆς οἰκουμένης, ὑπὲρ τῆς Ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. . . εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, εἰς κοινωνίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἰς βασιλείας οὐρανῶν πλήρωμα». Μετὰ ἀπὸ διωγμούς, ἐξορίες, συκοφαντίες, ἀσθένειες καὶ μεγάλη περιφρόνησι τελειώνει δηλαδὴ ἀρχίζει τὴν ζωή του λέγοντας: «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν». Καὶ φθάνει σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο, ἐπειδὴ ἐναπέθεσε τὸν ἑαυτό του στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. «Σοὶ παρακατατιθέμεθα τὴν ζωὴν ἡμῶν ἅπασαν καὶ τὴν ἐλπίδα».
Οἱ Ἅγιοι Τρεῖς Ἱεράρχες ἔλαμψαν καὶ λάμπουν ὡς ἀστέρες πολύφωτοι στὸ στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴν ζωή τους, μὲ τὸν λόγο τους καὶ μὲ τὴν σιωπή τους. Ἔζησαν κατ’ ἀρχὴν στὴν ἄσκησι, στὴν μελέτη, στὴν προσευχὴ, παραδομένοι ὁλοκληρωτικὰ στὸν Θεὸ. Καὶ ὄντας μόνοι, ἦσαν μαζὶ μὲ ὅλους. Ἤθελαν νὰ χαθοῦν, νὰ ἐξαφανισθοῦν, νὰ μὴν ὑπάρχουν. Εἶχαν διαγράψει τὸν ἑαυτό τους. Ὁ Θεὸς ὅμως, ὁ πάντα ποιῶν εἰς εὐεργεσίαν τῆς ζωῆς ἡμῶν, ἐνήργησε διαφορετικά. Τοὺς στέλνει στὸν κόσμο γιὰ νὰ ποιμάνουν τὸν βασανισμένο ἀπὸ τὶς αἱρέσεις καὶ πονεμένο ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὶς ἀδυναμίες λαὸ τοῦ Θεοῦ· νὰ στηρίξουν τὴν νεότητα παιδαγωγῶντας την. Καὶ ἐνῶ ζοῦσαν στὸν κόσμο, δὲν ἔφυγαν ποτὲ ἀπὸ τὴν ἔρημο.
Τί νὰ πρωτοθαυμάση κανείς; Τῆς ψυχῆς τους τὴν καθαρότητα; Τοῦ σώματος τὸν ἁγιασμό; Τὴν χρηστότητα τῶν τρόπων; Τὴν λαμπρότητα τοῦ βίου; Τὴν εὐκοσμία τῶν ἠθῶν; Τὴν ἄσαρκον πολιτείαν; Τοὺς ὑπὲρ τῶν ὀρθῶν δογμάτων ἀγῶνας καὶ ἱδρῶτας; Τοὺς διωγμούς; Τοὺς πολέμους; Τοὺς κινδύνους; Τὸν θάνατον;
Ἔγιναν τὰ πάντα τοῖς πᾶσι. Ὁ Θεὸς τοὺς ἐθαυμάστωσε μὲ οὐράνια χαρίσματα, μὲ κατορθώματα ποὺ ξεπερνοῦν τὰ ἀνθρώπινα. Χαρίτωσε τὰ ἅγια Λείψανά τους. Καὶ γίνονται πρέσβεις πρὸς τὸν Θεὸ γιὰ ὅλους μας. Γίνονται εἰδικὰ οἱ προστάτες τῶν γραμμάτων, προστάτες τῶν διδασκόντων καὶ διδασκομένων.
Παναγιώτατε, εἶναι μεγάλη εὐλογία γιὰ τὴν Ἐκκλησία ἡ μεταφορὰ τῶν ἱερῶν Λειψάνων τῶν ἁγίων ἐκ τῶν προκατόχων Σας,  Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ἀπὸ τὴν Δύσι στὴν Βασιλεύουσα Πόλι μερίμνῃ τῆς Ὑμετέρας Παναγιότητος. Καὶ σήμερα πρόκεινται εἰς προσκύνησιν καὶ ἁγιασμὸν τῶν πιστῶν ἐν τῷ πανσέπτῳ πατριαρχικῷ ναῷ ὁμοῦ μετὰ τοῦ ἱεροῦ Λειψάνου τοῦ ὁμόφρονός των Βασιλείου τοῦ Μεγάλου.
Ὁ Μέγας Βασίλειος, στὴν Λειτουργία ποὺ συνέταξε, παρακαλεῖ τὸν Θεόν: «τὰ νήπια ἔκθρεψον, τὴν νεότητα παιδαγώγησον». Βλέπει κανεὶς τὴν φροντίδα, τὸν πόνο καὶ τὴν προσευχὴ τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴν νεότητα. Ἕνας μαθητὴς τῶν Μεγάλων Ἱεραρχῶν ἀρκετοὺς αἰῶνες ἀργότερα, ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς, ἀπὸ τὸ σκαμνί του, ποὺ εἶναι ὁ τάφος του, ὅπως ὁ ἴδιος χαρακτηριστικὰ λέγει, καὶ μιλάει ὁ νεκρὸς ἑαυτός του (καὶ ἐπειδὴ εἶναι νεκρὸς καὶ ἅγιος τὰ λόγια του εἶναι διαχρονικά), προέτρεπε τοὺς ἀνθρώπους λέγοντας: «Τὸ σχολεῖον ἀνοίγει τὲς ἐκκλησίες, τὸ σχολεῖον ἀνοίγει τὰ μοναστήρια. Ἀπὸ τὸ σχολεῖον μανθάνομεν τὸ κατὰ δύναμιν τί εἶναι Θεός, τί εἶναι ἁγία Τριάς, τί εἶναι ἄγγελοι, ἀρχάγγελοι, τί εἶναι δαίμονες. Τί εἶναι Παράδεισος, τί εἶναι κόλασις, τί εἶναι ἁμαρτία, ἀρετή. Τί εἶναι Βάπτισμα, τί εἶναι τὸ ἅγιον Εὐχέλαιον, ὁ τίμιος γάμος, τί εἶναι ψυχή, τί εἶναι κορμί. Ἀνίσως καὶ δὲν ἤτανε σχολεῖα, ποῦ ἤθελα ἐγὼ νὰ μάθω νὰ σᾶς διδάσκω; Τὰ πάντα ἀπὸ τὸ σχολεῖον τὰ μανθάνομεν καὶ χωρὶς αὐτὸ περιπατοῦμεν εἰς τὸ σκότος». Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς μιλάει ἁπλᾶ, προσωπικὰ καὶ ταυτόχρονα νοιώθεις ὅτι μιλάει ὁ Θεὸς δι’ αὐτοῦ, ἐπειδὴ πονάει γιὰ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὰ νέα παιδιά.
Σήμερα ποὺ κλονίζονται οἱ ἀξίες, κλονίζονται τὰ πάντα καὶ ὑπάρχει αὐτὴ ἡ εὐδαιμονία, ἡ ἄνεσι καὶ ἡ εὔκολη ροπὴ πρὸς τὸ κακό, ἡ προσευχὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας «τὴν νεότητα παιδαγώγησον» γίνεται πιὸ ἔντονη. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ πνευματικὴ μήτρα ὅπου ἀναπτύσσεται καὶ ζωογονεῖται ὁ ἄνθρωπος· γιατὶ αἰσθάνεται ὅτι ὁ Κύριος εἶναι ἡ βοήθεια τῶν ἀβοηθήτων, ἡ ἐλπὶς τῶν ἀπηλπισμένων, ὁ σωτὴρ τῶν χειμαζομένων, ὁ ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων. Μέσα στὴν Ἐκκλησία ὁ εὐαίσθητος καὶ πονεμένος νέος ποὺ ἀναζητεῖ, ὄντας κουρασμένος ἀπὸ τὶς κοσμικὲς ἐπιθυμίες, ἀπὸ τὸν φόρτο τῶν μαθημάτων καὶ ἐνίοτε ἀπὸ τὶς πιέσεις καὶ τὶς συνεχεῖς συμβουλὲς τῶν μεγάλων, βρίσκει μιὰ ἀνάπαυσι ποὺ τοῦ γεμίζει τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα. Ἀκούει μυστικὰ τὴν φωνὴ τοῦ Κυρίου: «Δεῦτε πρός με  πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς». Αἰσθάνεται ὅτι ἡ ἐμπιστοσύνη στὸν Θεὸ δίνει τὴν ἀπόλυτη ἀσφάλεια. Γεμίζει ἀπὸ φῶς ὅλη του ἡ ὕπαρξι, ἔχει δεχθῆ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ «ποὺ ἀνιστᾶ τοὺς νεκροὺς καὶ ἀνορθοῖ τοὺς κατερραγμένους». Παίρνει μιὰ ἄλλη δύναμι ζωοποιό, σηκώνει τὸν προσωπικό του σταυρὸ καὶ συνεχίζει τὸν ἀγῶνα του δοξάζοντας γιὰ ὅλα τὸν Θεό. Τελικὰ οἱ δοκιμασίες καὶ οἱ ἀποτυχίες ποὺ πέρασε γίνονται μεγάλες εὐλογίες καὶ ἐπιτυχίες. Ἡ Ἐκκλησία σέβεται τὸν ἄνθρωπο.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος στὴν εὐχὴ τῆς Ἁγίας Ἀναφορᾶς λέγει: «Εὐχαριστοῦμέν σοι ὑπὲρ πάντων, ὧν ἴσμεν καὶ ὧν οὐκ ἴσμεν, τῶν φανερῶν καὶ ἀφανῶν εὐεργεσιῶν τῶν εἰς ἡμᾶς γεγενημένων.» Οἱ ἀφανεῖς εὐεργεσίες, ποὺ δὲν τὶς γνωρίζομε, εἶναι πολὺ περισσότερες ἀπὸ τὶς φανερὲς καὶ μπορεῖ νὰ εἶναι δοκιμασίες διὰ τῶν ὁποίων μᾶς ἐπισκέπτεται ὁ Θεός.
Ἕνας ἄλλος γνήσιος ὑποτακτικὸς τῶν μεγάλων ἱεραρχῶν, ἕνα ἀμάραντο ἄνθος τῆς Ἁγιορειτικῆς ἐρήμου, ποὺ μεταφυτεύθηκε θείᾳ ἐπινεύσει στὸ κέντρο τῆς Ἀθήνας, ἕνας ἄριστος σύγχρονος παιδαγωγός, ὁ μακαριστὸς Γέροντας Πορφύριος, ποὺ ἀνάλωσε τὸν ἑαυτό του γιὰ νὰ στηρίξη κουρασμένους καὶ πονεμένους ἀνθρώπους, εἰδικὰ νέους, ἔλεγε: «Νὰ βλέπωμε τὸν Θεὸ στὸ πρόσωπο τῶν παιδιῶν καὶ νὰ δώσωμε τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ στὰ παιδιά. Ἡ ἁγιότητα τῶν γονέων εἶναι ἡ καλύτερη ἐν Κυρίῳ ἀγωγή. Μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἁγιωσύνη τῶν γονέων καὶ τῶν ἐκπαιδευτικῶν μποροῦν νὰ βοηθηθοῦν τὰ παιδιὰ στὸ σχολεῖο. Μὲ ἀνθρώπινους τρόπους δὲν διορθώνονται οἱ κακὲς καταστάσεις. Μόνο μὲ τὴν προσευχὴ φέρνετε ἀποτέλεσμα. Νὰ μπῆ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ στὴν ψυχή τους καὶ νὰ τὰ ἀλλοιώση».
Παναγιώτατε Πάτερ καὶ Δέσποτα,
«τοῖς τῶν μεγάλων ἱεραρχῶν ῥήμασι καὶ ἴχνεσι ἑπόμενος» αἴρετε καὶ Ἐσεῖς τὸν σταυρὸ τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ζῆ μέσα στοὺς αἰῶνες ὡς μηδὲν ἔχουσα καὶ τὰ πάντα κατέχουσα· μὲ προσευχή, καρτερία, σιωπή, μὲ εὐγένεια καὶ πολλὴ ὑπομονὴ, ὑπακούοντας στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀντλῶντας δύναμι ἀπὸ τὴν Θεία Λειτουργία, ὅπου ὁ Κύριος ἀεὶ σφαγιάζεται ἁγιάζων τοὺς μετέχοντας εἰς Αὐτόν. Παίρνετε δύναμι προσκυνῶντας τὰ ἱερὰ καὶ ὅσια τῆς πίστεώς μας. Ἀναπαύεσθε μὲ τὸ νὰ κουράζεσθε γιὰ τοὺς ἄλλους. Δὲν εἶναι ἄνευ σημασίας ὅτι πρὶν ἀρχίσετε τὴν εἰρηνική σας πορεία ἀνὰ τὴν οἰκουμένη ἤλθατε πρῶτα στὸ Ἅγιον Ὄρος, στὸν τόπο τῆς προσευχῆς καὶ τῆς ἡσυχίας, γιὰ νὰ πάρετε τὴν εὐλογία τῆς Παναγίας, γιὰ νὰ προσευχηθῆτε. Καὶ τώρα ποὺ ἀρχίσατε νὰ διανύετε τὴν τρίτη δεκαετία τῆς πατριαρχικῆς Σας διακονίας, πάλι ἀπὸ τὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας ξεκινήσατε. Τὸ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου «τὴν νεότητα παιδαγώγησον» εἶναι ἡ προσευχὴ καὶ ἡ μέριμνά Σας. Ἀγωνίζεσθε γιὰ τὴν ἐπαναλειτουργία τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Χάλκης, ἀγωνίζεσθε γιὰ τὴν Μεγάλη τοῦ Γένους Σχολή, γιὰ τὰ Ἐκπαιδευτήρια καὶ γιὰ τὰ παιδιὰ τῆς ὁμογένειας, ἀκόμη γιὰ τὴν Ἀθωνιάδα Σχολή. Ἀγωνίζεσθε γιὰ ὅλους. Ἡ χαρὰ καὶ ἡ συγκίνησί Σας ὅταν ἔρχωνται νέοι καὶ νέες, μαθητὲς καὶ μαθήτριες στὴν Βασιλεύουσα, εἶναι μεγάλη. Καὶ αὐτοὶ κοντά Σας βλέπουν τὸν Πατέρα ποὺ θὰ τοὺς ἀκούση καὶ θὰ σταλάξη βάλσαμο στὶς εὐαίσθητες ψυχές τους, θὰ τοὺς μεταδώση τὸ μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως, τῆς χαρᾶς ποὺ ἔρχεται ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ διὰ τῆς ἄρσεως τοῦ προσωπικοῦ τους σταυροῦ· θὰ τοὺς μεταδώση φῶς ἀπὸ τὴν ἀκοίμητη κανδήλα τοῦ Φαναρίου, τὸ φῶς τῶν Ἱερῶν Παραδόσεών μας, τὸ φῶς τῆς Ὀρθοδοξίας, τὸ φῶς τῆς Εὐαγγελικῆς ἀληθείας, ποὺ οἱ Ἅγιοι Τρεῖς Μεγάλοι Ἱεράρχες καὶ ὅλοι οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ἐπώνυμοι καὶ ἀνώνυμοι, «παρέδωκαν τῇ Ἐκκλησίᾳ».
Ὧν ταῖς ἁγίαις πρεσβείαις καὶ Ὑμετέραις θεοπειθέσι Πατριαρχικαῖς εὐχαῖς, Χριστὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἐν ὁμονοίᾳ καὶ εἰρηνικῇ καταστάσει ἡμᾶς διαφυλάξαι καὶ τῆς οὐρανίου Αὐτοῦ Βασιλείας ἀξιώσαι. Ἀμήν.
http://www.ec-patr.org

2 σχόλια:

  1. Ανώνυμος30/1/14, 9:08 π.μ.

    ΑΞΙΟΣ ΥΠΟΤΕΛΗΣ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ Ο π.ΝΑΘΑΝΑΗΛ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ανώνυμος30/1/14, 9:54 μ.μ.

    ''...Δυστυχῶς, μερικοί ἀπό ἐμᾶς ἔχουμε παράλογες ἀπαιτήσεις ἀπό τούς ἄλλους. Θέλουμε οἱ ἄλλοι νά ἔχουν τόν ἴδιο μέ ἐμᾶς πνευματικόν χαρακτήρα. Ὅταν κάποιος ἄλλος δέν συμφωνῆ μέ τόν χαρακτήρα μας, δηλαδή ἤ εἶναι ὀλίγον ἐπιεικής ἤ ὀλίγον ὀξύς, ἀμέσως βγάζομε τό συμπέρασμα ὅτι δέν εἶναι πνευματικός ἄνθρωπος. Ὅλοι χρειάζονται εἰς τήν Ἐκκλησίαν. Ὅλοι οἱ Πατέρες προσέφεραν τάς ὑπηρεσίας των εἰς Αὐτήν. Καί οἱ ἤπιοι χαρακτῆρες καί οἱ αὐστηροί ''.

    (π. Παΐσιος)

    ΑπάντησηΔιαγραφή