Όταν είχα πάει στο Κοινόβιο (ΣΗΜ. στην Ιερά Μονή Εσφιγμένου
το έτος 1953), με έβαλαν ως αρχάριο να βοηθώ τον τραπεζάρη. Τότε ένα γεροντάκι
ογδόντα χρονών, τελείως εξαντλημένο, μου ζήτησε να του πηγαίνω στο κελλί του
καμμιά σούπα. Τέλειωνα λοιπόν την διακονία μου και του πήγαινα την σούπα.
Μια μέρα με είδε ένας αδελφός και μου είπε: «Μην τον
καλομαθαίνης, γιατί μετά θα σου ζητάη συνέχεια βοήθεια και δεν θα σε αφήση να
ησυχάσης· ούτε τα πνευματικά σου θα μπορής να κάνης. Εγώ ξέρεις τι έπαθα; Πήγα
μια φορά λίγο να τον βοηθήσω, γιατί ήταν κρυωμένος, και μετά δεν με άφηνε
ήσυχο· χτυπούσε κάθε λίγο τακ – τακ τον τοίχο. "Κάνε αγάπη, έλα,
γύρισέ με λίγο". Ύστερα από λίγο, τακ – τακ "Κάνε αγάπη, βάλε
μου ένα ζεστό τούβλο" (ΣΗΜ. παλαιότερα ζέσταιναν τούβλα και τα χρησιμοποιούσαν
αντί για θερμοφόρες). Τούβλο – τσάι, τούβλο – τσάι, πού να προφάσω μετά να κάνω
τα πνευματικά μου! Αγανάκτησα!».
Ακούς εκεί πέρα; Είναι φοβερό! Το γεροντάκι να υποφέρη, να
βογγάη, να του ζητάη κάτι για να ανακουφισθή, και εκείνος να μη θέλη να πάη,
για να μη διακόψη τα πνευματικά του! Αυτά είναι τελείως ξερά πράγματα. Πιο πολύ
θα μετρούσε για τον Θεό το "τούβλο – τσάι" παρά οι μετάνοιες και τα
κομποσχοίνια που έκανε…καθ' όλην την εντέλειαν! Από την μια έλεγε: "Κύριε
Ιησού Χριστέ, ελέησόν με", και από την άλλη: "Άσε με ήσυχο"!
Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου,
Λόγοι ΣΤ΄, Περί προσευχής,
έκδοση Ιερόν Ησυχαστήριον
"Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος",
Σουρωτή Θεσσαλονίκης, 2012, σσ. 35-36.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου