Παντελής Φουντάς
Δρ Αρχιτέκτων, Αρχαιολόγος
Πρωτάτο ΙΙΙ: Επανερμηνεία του
ρόλου κεντρικών παραστάσεων με παρεπόμενα για την όλη δομή του εικονογραφικού
προγράμματος
Περίληψη της Εισήγησης:
Αποτελεί κοινή παραδοχή ότι η
τοιχογράφηση στο Πρωτάτο ακολουθεί το εικονογραφικό πρόγραμμα που διαμορφώθηκε
μετά την Εικονομαχία για να κοσμεί εκκλησίες με τρούλλο. Κατά την πλήρη
εφαρμογή του προγράμματος αυτού, η ιεράρχηση των εικονογραφικών επιλογών σε
επάλληλες ζώνες με κορύφωση την παράσταση της ουράνιας Βασιλείας (σύμφωνα με
αποκρυσταλλωμένες θεολογικές αντιλήψεις) αναδεικνύει την κεντρική επιστέγαση
του ναού με θόλο (ή με κάποια υποκατάστασή του), σαν μία αρχιτεκτονική συνθήκη
απαράγραπτη.
Κατά την περίοδο των Παλαιολόγων,
τα βασικά ζητήματα αλληλεξάρτησης ή αμοιβαίας ανταπόκρισης μνημειακής
αρχιτεκτονικής και εικονογραφικού προγραμματισμού αντιμετωπίζονταν κατά κανόνα
δημιουργικά και ευρηματικά. Χρειάζεται ακόμη να υπογραμμισθεί ότι πρόκειται για
τον «μητροπολιτικό» ναό των αγιορειτών μοναχών που διακρίνονταν ανέκαθεν για
την ευαισθησία στην έκφραση της ακρίβειας και πληρότητας του δόγματος.
Για τους λόγους αυτούς, ένα
ερώτημα που θα περίμενε κανείς να τεθεί εγκαίρως, στο πλαίσιο της σχετικής
προβληματικής για το Πρωτάτο ΙΙΙ, σαν άμεση κριτική αντίδραση στη θεωρητική
πρόταση για στέγαση του μεσαίου κλίτους με τυπική ξύλινη στέγη –και μάλιστα
χωρίς φωταγωγό (!) – είναι περίπου το ακόλουθο:
Πώς ήταν δυνατό να γίνει αποδεκτή
(από «πάτρωνες» και εμπειρότατο καλλιτεχνικό συνεργείο) μία εφαρμογή του
μεταεικονομαχικού προγράμματος, προορισμένη για μια αρχιτεκτονική εκδοχή τέτοια
που δεν θα επέτρεπε να ολοκληρωθεί η επιτακτικά χριστοκεντρική δομή του και
μάλιστα στην κορυφαία έκφρασή της, δηλαδή την επίστεψή της με την παράσταση του
Παντοκράτορα; Πώς προέκυψε τόσο απρονόητα – έστω και ως αποτέλεσμα αναγκαστικών
μετατροπών στην ανωδομή, μια αρχιτεκτονική εντελώς ανυποψίαστη για τις
προτεραιότητες της εικονογράφησης που έμελλε ευθύς αμέσως να υποδεχθεί;
Δεν είναι όμως μόνη η γενική
διάρθρωση του εικονογραφικού προγράμματος που μαρτυρεί ότι δεν έχει διασωθεί
ολόκληρη η εικονογράφηση στο Πρωτάτο. Είναι και μερικές ουσιώδεις εικονολογικές
προεκτάσεις συγκεκριμένων κεντρικών παραστάσεων. Επειδή τις σχετικές αναλυτικές
επισημάνσεις της διδακτορικής μας διατριβής η παραπέρα διερεύνηση που
ακολούθησε, ενίσχυσε με πρόσθετα επικυρωτικά στοιχεία, θα υπενθυμίσουμε, χάριν
της απαραίτητης εποπτείας, το ειδικότερο πλαίσιο αναφοράς τους.
Οι οκτώ μορφές από την Π. Διαθήκη
που εικονίζονται ολόσωμες στα εσωρράχια των δύο μεγάλων τόξων, ως ετερόκλιτες
δεν απαρτίζουν ενιαία ομάδα, ούτε ομαδοποιούνται ανά τόξο. Διακρίνονται με βάση
τη στάθμη τους σε δύο ανισοϋψείς τετράδες με (ισοστάσια) μέλη, που «υποδύονται»
ξεχωριστούς εικονογραφικούς ρόλους, άσχετους με την εκπροσώπηση της τυπικής
ομάδας των προφητών. Οι μορφές της χαμηλότερης τετράδας υπομνηματίζουν
παρακείμενες, ισόσταθμες σκηνές από τον χριστολογικό κύκλο. Στην 16 ανώτερη
στάθμη εικονίζονται τέσσερις αρχιερείς που επιτελούν σύνθετο συμβολικό και
υπομνηματιστικό ρόλο. Επιλέχθηκαν κατ΄ αρχήν ως προδιατυπώσεις μιας διττής
θεώρησης της αρχιερωσύνης του Χριστού.
Κατά την πρώτη θεώρηση που
υπαινίσσεται εδώ η παρουσία τριών (λευϊτικής καταγωγής) αρχιερατευσάντων, και
πρεσβεύεται από Θεολόγους της περιωπής Γρηγορίου του Ναζιανζηνού και Γρηγορίου
του Παλαμά, ο Χριστός δεν καταγόταν μόνον από τη βασιλική γενιά του Δαυίδ, αλλά
και από την ιερατική φυλή του Λευΐ («[…] ἀφ΄
αἵματος Ἀαρών»). Αυτή η χριστολογική παράδοση «συνάπτει» την
εν λόγω ομάδα στην αμέσως ανώτερη ζώνη των προπατόρων, ώστε να συμπληρωθεί
«γενεαλογικά» η διπλή, μεσσιανική αναφορά στο Χριστό ως Βασιλέα και ως Αρχιερέα.
Κατά την δεύτερη θεώρηση, που
υπαγορεύεται από την συναρίθμηση στην ιερατική ομάδα και του αγενεαλόγητου, του
«χρόνου καί φύσεως ὑπεράνω» αρχιερέα Μελχισεδέκ,
εξαίρεται ο πέραν της θεσμοθετημένης λευϊτικής ιερωσύνης, υπερβατικός και
αιώνιος χαρακτήρας της αρχιερωσύνης του Χριστού.
Παράλληλα, η παράσταση των
τεσσάρων αρχιερέων (με τη συναπεικόνιση του συνόλου σχεδόν των ιερών συμβόλων
και σκευών της Σκηνής του μαρτυρίου) παραπέμπει στην λευϊτική ιερουργία, ως
«σκιώδη» προτύπωση της θείας Λειτουργίας.
Η αναφορά στον θεοπρεπή χαρακτήρα
της αρχιερωσύνης του Χριστού ως αρχιθύτου και θύματος και η συγκριτική
συσχέτιση της λευϊτικής ιεροτελεστίας και της χριστιανικής ιερουργίας ως
επίγειας και επουράνιας Λειτουργίας, αναπτύσσονται διεξοδικά στην ειδική
επιστολιμαία διδασκαλία της Κ. Διαθήκης. Επίσης εκφράζονται στη λατρεία με
σχετικές συμβολικές αλλά και ρητές υπομνήσεις που περιέχονται ιδιαίτερα στις
αρχαιότερες Λειτουργίες. Η συγκεκριμένη προσωπογραφική σύνθεση αυτής της ομάδας
(που με μικρές παραλλαγές συναντιέται και σε άλλα παλαιολόγεια μνημεία), δεν
γίνεται κατανοητή παρά μόνον μέσα από τις ειδικές μνείες των τεσσάρων ονομάτων
σ΄αυτές τις δύο πηγές.
Σχετικά:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου