Ἐπὶ τιμῇ Ἔφορος Ἀρχαιοτήτων
Ἱστορικὴ τοποθέτησις, ἀνάγνωσις καὶ
γενικὴ ἐξήγησις τῆς «Καινῆς Εἰκόνος» τῆς Ἱστορήσεως Πρωτάτου
Ἀπὸ τὸ 1845 ἕνα ἐμμένον ἀλλὰ καὶ μᾶλλον ἐπιδεινούμενο αἴνιγμα εὑρίσκεται νὰ συντρέχῃ μεταξὺ τῶν πολλῶν σημαντικῶν εἰκαστικῶν θεμάτων ποὺ περιλαμβάνονται στὴν εὐρυτέρα μελέτη τῆς Ἱστορήσεως τοῦ Πρωτάτου [δηλαδὴ τῆς εἰκαστικῆς ἱστοριογραφίας ποὺ διαμορφώνει τὴν θεματογραφία τῶν εἰκόνων της]. Στὶς ἡμέρες μας ἡ χρονικὴ τοποθέτησις τῆς ἱστορήσεως ἐντοπίζεται κυμαινομένη σὲ μία εὐρεία περίοδο ἐκτεινομένη ἕως καὶ ἑξῆντα ἔτη (1262-1322), ὅταν ἡ ἱστορικὴ της ἀντιστοίχησις παραπέμπεται σὲ τρεῖς διαφορετικὲς ἡγεμονικὲς ἐκπροσωπήσεις. Καθ’ὅλη αὐτὴ τὴν μακρὰ περίοδο παρατηρεῖται ἕνα φαινόμενο ὅπου κάθε νέα μελετητικὴ τοποθέτησις τείνει νὰ ἐπεκτείνῃ περαιτέρω τὸν ὑφιστάμενο ἐπιστημονικὸ γρῖφο, ἀντὶ νὰ προκύπτουν κριτικὲς ἀποτιμήσεις καὶ συνθέσεις ἢ διασαφήσεις τῶν πολλῶν διαφορετικῶν ἐπιστημονικῶν προτάσεων.
Μὲ βάσι τὴν μελέτη τῆς ἱστορικῆς
θεματογραφίας τῶν εἰκόνων τῆς ἱστορήσεως, μία συνολικὴ πρωτογενὴς
ἀρχαιολογική/φιλολογικὴ ἀνάγνωσις προέκυψε κατανεμημένη σὲ τέσσερις ξεχωριστές ἀναγνώσεις,
συνθέτοντας συνολικῶς μία Καινὴ Εἰκόνα χαρακτηριστικὴ τοῦ κόσμου τῶν τότε
χρόνων.
Ἡ 1η ἀνάγνωσις περιέχει μία
διαχρονικὴ διάστασι· ἀποδίδει ἕνα εἰκαστικὸ ἱεροκοσμικὸ ἔπος συναρμοσμένο ἀπὸ
ἀπεικονίσεις ἱερῶν γεγονότων καὶ προσώπων ποὺ ἐκτείνονται, ἀπὸ τὴν κατὰ τὴν
Βίβλο δημιουργία του κόσμου, σὲ ἕνα μακρὸ χρονικὸ διάστημα 6508 ἐτῶν, ἕως τὸ
1.000 μ.Χ. Ἡ 2α ἀνάγνωσις εἶναι ἐπίσης διαχρονική· παραπέμπει εἰκαστικῶς στὸ
ἐτησίως ἐπαναλαμβανόμενο ἑορτολογικὸ ἔπος κινουμένων καὶ ἀκινήτων ἑορτῶν τῆς
Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, σὲ ἀναφορὰ ἐν πρώτοις πρὸς τὴν τιμὴ καὶ τὴν
προσκύνησι τῶν εἰκόνων καὶ κατὰ δεύτερον ὡς κατήχησις στὴν δογαματικὴ
διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ 3η διαχρονικὴ ἀνάγνωσις προέκυψε ἀπὸ τὴν
τοπογραφικὴ διάταξι τῆς ἱστορικῆς θεματογραφίας τοῦ 96% τῶν εἰκόνων τῆς
ἱστορήσεως, καὶ ὅπως αὐτὴ ἀντιστοιχεῖται στὴν καθημερινὴ ἐπαναλαμβανομένη
τελετὴ τῆς Μυσταγωγίας τῆς Θείας Λειτουργίας. Τὸ σύνολο τοῦ ποσοστοῦ τῶν
προαναφερομένων εἰκόνων, ὅπως εἶναι ἐνταγμένο σὲ ὀκτὼ εὐρύτερες ἑνότητες, ἐντοπίζεται
ἀκριβῶς ἀντιστοιχούμενο πρὸς τὴν πορεία ποὺ συνιστοῦν τὰ ἐπὶ μέρους τμήματα τῆς
τελετῆς της Θείας Λειτουργίας. Ἡ 4η τέταρτη ἀνάγνωσις συμβαίνει νὰ ἀπηχῇ καὶ
παραπέμπῃ στὴν ἐπικαιρότητα τῶν χρόνων 1289-1293. Ἡ ἀνάγνωσις αὐτὴ προέκυψε ἀπὸ
τὴν μελέτη τοῦ ὑπόλοιπου 4% τῶν εἰκόνων τῆς ἱστορήσεως, ἡ ὁποία ἐντόπισε
ἱστορικὲς ἀναφορὲς πρὸς γεγονότα τῶν χρόνων 1280-1290. Ἐν γένει ἡ προσεκτικὴ
μελέτη τῶν εἰκόνων αὐτῶν ἐν τέλει ὑποστήριξε τὴν Καινὴ ἱστορική ἐξήγησι τοῦ
συνόλου της ἱστορήσεως. Δι’αὺτῆς προκύπτει ὅτι μᾶλλον ἡ ἱστόρησις δημιουργήθηκε
ὥστε νὰ σημάνῃ εἰκαστικῶς, τὴν Ἀνακεφαλαίωσι ἡ ὁποία συνιστοῦσε τὴν οὐσιώδη
πλευρὰ τῆς αὐτοκρατορικῆς Ἀνανεώσεως/Ἀνακαινίσεως ποὺ ὁ Ἀνδρόνικος Β΄
προσπάθησε νὰ καθιερώσῃ παραλλήλως πρὸς τὴν 1η Πατριαρχία τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου Α
'(1289 - 1293).
Συμφώνως πρὸς τὴν ἐπίσημη Ἑλληνικὴ
Ἐκκλησιαστικὴ ὁρολογία, τὰ ὀνόματα ἀνανέωσις-ἀνακαίνισις καὶ πρόοδος δὲν
σημαίνουν μία καινοτὸμο ἐνδοϊστορικὴ κοσμικὴ πρόοδο ἀλλὰ μία ἱερο-κοσμικὴ
πρόοδο, καθ’ὑπέρβασιν τῆς ἱστορίας· μία πρόοδο ὡς ἀποτέλεσμα μετανοίας καὶ
ἐπιστροφῆς στὶς πνευματικὲς ἀπαρχὲς τῆς Καινῆς Διαθήκης, καὶ σὲ ἐπέκτασι τῆς
Ὀρθοδόξου συνοδικῆς παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, κυρίως ὅπως
αὐτὴ οἰκοδομήθηκε ὡς καινὴ στὸ πλαίσιο τῆς πολιτογραφία τοῦ κόσμου τῆς 1ης μ.Χ.
χιλιετίας. Ὅμως μία τέτοια ἀντίληψις προκύπτει 14 οὐσιωδῶς ἀντιλεγομένη πρὸς
κάθε καινοτόμο ἐνδοκοσμικὴ πρόοδο, σύμμετρη πρὸς τὴν εὐρυτέρα μεταμεσαιωνικὴ
παράδοσι τῆς 2ας μ.Χ. χιλιετίας πολιτογραφίας τοῦ Δυτικοῦ κόσμου· μία παράδοσι
προσανατολισμένη σὲ μία ἐνδοϊστορικὴ κοσμικὴ πρόοδο, πρόοδο πρὸς μια ἰδεατὴ
ἱστορικὴ ἐξέλιξι, μέσα ἀπὸ ρήξεις πρὸς κάθε σύγχρονη ἤ προγενεστέρα ἱστορικὴ
πραγματικότητα. Στὴν πρᾶξι ὅλη ἡ ἀσυμμετρία ἐν σχέσει προς τὴν μεταξὺ τῆς 1ης
και 2ας μ.Χ. χιλιετίας διαφορετικὴ ἀντίληψι περὶ Ἀνανεώσεως καὶ Προόδου,
ἐπαληθεύει ὅσα ὁ Σκῶτος πολιτικὸς φιλόσοφος, Walter Bryce Gallie (1912–1998),
πολιτικῶς θεώρησε ὡς οὐσιωδῶς ἀντιλεγόμενες ἀντιλήψεις/ essentially contested
concepts.
Πολύ περισσότερο ἀπὸ τὴν
προαναφερομένη θεωρία τοῦ Gallie, μία ἄλλη ἀντίστοιχη πολιτικὴ θεώρησις
εὑρίσκεται νὰ ἐπαληθεύεται μὲ τὴν καθιερωμένη ἐξήγησι τῆς ἱστορήσεως τοῦ
Πρωτάτου· αὐτὴ προέρχεται ἀπὸ τὸν πολιτικὸ διανοητὴ Edward Said (1935-2003),
καὶ καθηγητὴ στὸ Πανεπιστήμιο Columbia, ὁ ὁποῖος εἰδικεύτηκε στὶς ἀποικιακὲς
σπουδές, ἐπικεντρωμένος στὸ φαινόμενο τοῦ Δυτικοῦ πολιτισμικοῦ ἡγεμονισμοῦ στὴν
Ἀνατολή/ Occidental cultural imperialism to the Orient. Συμφώνως πρὸς τὴν
καθιερωμένη ἀκαδημαϊκὴ ἐξήγησι, ἡ ἱστόρησις τοῦ Πρωτάτου παρουσιάζεται ὡς ἕνα
μνημεῖο δυναμικῶς προαναγγελτικό, κατὰ κάποιο τρόπο, τῶν μετα- μεσαιωνικῶν
δυτικῶν ἀρχῶν. Τοιουτοτρόπως μᾶλλον συνιστᾷ ἕνα κλασικὸ ἐπιστημονικὸ oriental
μελετητικὸ παράδειγμα/paradigm, καὶ τοῦτο διότι ἡ καθιερωμένη παρουσίασις
προκύπτει ὅλως ξένη πρὸς τὴν ἱστορικὴ πραγματικότητα στὴν ὁποία ἐντάσσεται καὶ
ἀναφέρεται ἡ ἱστόρησις. Ἐπὶ πλέον στὴν τρέχουσα ἐξήγησι ἐν πρώτοις δὲ ἔχει κατὰ
κανένα τρόπο σημασιολογηθῇ τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ Πρωτᾶτον εἶναι ὁ Καθολικὸς Ναὸς
τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος στὸ Ἅγιον Ὄρος τοῦ Ἄθωνος· κατὰ δεύτερον πλήρως παραθεωρεῖται
καὶ ὅτι ἡ Ἁγιορειτικὴ Κοιινότης διεθνῶς πανθομολογεῖται ὡς ἡ κατὰ τὴν 2η
χιλιετία Κιβωτός τοῦ Ορθοδόξου Κόσμου, ὅπου διατηροῦνται ζωντανὲς οἱ ἀρχὲς περὶ
Καινῆς προόδου τοῦ ἀνθρώπου, συμφώνως πρὸς τὸ ὀρθόδοξο χριστιανικὸ δόγμα τῆς
1ης μ.Χ. χιλιετίας.
Σχετικά:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου