Το καθεστώς
του Αγίου Όρους αποτέλεσε για πρώτη φορά αντικείμενο ρύθμισης διεθνών συνθηκών
περί τα τέλη του 19ου αιώνα, όταν η παρουσία στη χερσόνησο πολυάριθμων μη
ελληνικής καταγωγής (αλλογενών) μοναχών, προκάλεσε το σχετικό πολιτικό
ενδιαφέρον αρχικά και κυρίως της Ρωσίας, ακολούθως όμως και άλλων κρατών
(Ρουμανίας, Σερβίας και Βουλγαρίας).
Άξιο αναφοράς αποτελεί το γεγονός ότι από
τις είκοσι μονές του Αγίου Όρους, η μονή του Αγ. Παντελεήμονος είχε περιέλθει,
ήδη από το έτος 1860, υπό τον άμεσο έλεγχο των Ρώσων, οι οποίοι, προκειμένου να
προωθήσουν την πολιτική τους επεδίωξαν επιπρόσθετα (αν και χωρίς επιτυχία) να
ανατρέψουν το παγιωμένο αγιορειτικό καθεστώς, ανυψώνοντας παράνομα δύο
εξαρτήματα της επιρροής τους (Σκήτες Αγίου Ανδρέα και Προφήτη Ηλία) στην τάξη
των κυρίαρχων μονών.
Όπως
αποδείχθηκε από τις διεθνείς εξελίξεις που επακολούθησαν, η εγκαταβίωση στον
Άθωνα ενός ασυνήθιστα μεγάλου αριθμού αλλογενών μοναχών, πολύ συχνά δεν είχε
σαν κίνητρο την αφιέρωση στα μοναχικά ιδεώδη αλλά την τεχνητή αλλοίωση -
κάποτε, μάλιστα, με τρόπο απροκάλυπτα μεθοδευμένο - της δημογραφικής σύνθεσης
των αγιορειτών. Με τον τρόπο αυτό δημιουργούνταν προσχήματα για διεθνή
διπλωματική ανάμιξη, ακόμη και ευθεία επέμβαση, των ενδιαφερομένων
κρατών.
Ωστόσο,
από την άλλη πλευρά, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι το Άγιο Όρος είχε από
τους μεσοβυζαντινούς κιόλας αιώνες αποκτήσει έναν σαφώς πολυεθνικό και
διορθόδοξο χαρακτήρα, γεγονός που είχε πλέον καταστεί κυρίαρχο στοιχείο του
αθωνικού καθεστώτος. Άλλωστε, ανέκαθεν οι αγιορείτες αρνούνταν τον εθνικά μονοσήμαντο
χαρακτήρα της μοναστικής πολιτείας τους, θεωρώντας ταυτόχρονα τον οποιασδήποτε
προέλευσης εθνικισμό ως ασυμβίβαστο με τη θρησκευτική τους πίστη καθώς και τους
αθωνικούς θεσμούς.
Μέσα
στο κλίμα αυτό, ιδιαίτερη αίσθηση είχε προκαλέσει στη διεθνή διπλωματία η
σπουδή της ρωσικής πολιτικής να αναγάγει σε ζήτημα διεθνούς ενδιαφέροντος το
καθεστώς του Αγ. Όρους, όπως δεν είχε πράξει μέχρι τότε κανένα άλλο κράτος. Η
Ρωσία, πιο συγκεκριμένα, αξίωσε και πέτυχε τη συμπερίληψη προστατευτικής ρήτρας
ειδικά για τους υπηκόους της αγιορείτες μοναχούς στη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου
(03.03.1878). Πιο συγκεκριμένα πρόκειται για το άρθρο 22, που υποχρέωνε την
Τουρκία να αποδεχθεί ότι οι ρωσικής καταγωγής μοναχοί του Αγ. Όρους θα
απολάμβαναν τα ίδια δικαιώματα και προνόμια με όλους τους υπόλοιπους αθωνίτες.
Ωστόσο,
ο ανωτέρω όρος της συνθήκης του Αγ. Στεφάνου, με το έντονα εθνικό χρώμα που τον
διέκρινε, τροποποιήθηκε λίγο μετά, με τη συνθήκη του Βερολίνου (13.07.1878). Το
άρθρ. 62 § 8 της τελευταίας, έχοντας εθνικά αποχρωματιστεί, με μία γενικότερη
διατύπωση του περιεχομένου του, επέβαλε την προστασία των δικαιωμάτων όλων
ανεξαιρέτως των αγιορειτών μοναχών, ανεξαρτήτως της όποιας εθνικής τους
καταγωγής. Το ακόμη πιο σημαντικό ωστόσο είναι ότι και οι δύο αυτές συνθήκες
αναγνώρισαν ρητώς και για πρώτη φορά διεθνώς, το ειδικό προνομιακό καθεστώς του
Αγίου Όρους, ειδικώς μάλιστα η συνθήκη του Βερολίνου την πλήρη ισότητα των
δικαιωμάτων μεταξύ όλων των αγιορειτών μοναχών.
Στις
2 Νοεμβρίου του 1912 άγημα του ελληνικού στόλου εγκαθίσταται στη Δάφνη, επίνειο
του Αγίου Όρους, γεγονός που σηματοδοτούσε τη λήξη της μακραίωνης τουρκικής
κατοχής της χερσονήσου. Ωστόσο, αυτό δεν σήμαινε οπωσδήποτε και την οριστική
του ένταξη στην ελληνική επικράτεια, καθώς εκκρεμούσε η διεθνής οριστική συμφωνία
μεταξύ των ενδιαφερομένων δυνάμεων για το μέλλον της επικυριαρχίας στον
Άθωνα.
Είναι
γνωστές οι μακροχρόνιες και μεθοδικές προσπάθειες της Ρωσίας να αναμιχθεί, μέσω
των πολυάριθμων υπηκόων της μοναχών, στις εσωτερικές υποθέσεις του Αγίου Όρους,
με στόχο την προώθηση των γεωπολιτικών της συμφερόντων στον Άθω αλλά και στην
ευρύτερη Ανατολή. Η προσωρινή νομική αβεβαιότητα που επικράτησε ως προς το
μέλλον του καθεστώτος του Αγίου Όρους μετά την απελευθέρωσή του, φάνηκε να
ευνοεί τα σχέδια αυτά. Και τούτο διότι η συνθήκη του Λονδίνου (17-30 Μαΐου
1913) περί ειρήνης μεταξύ Τουρκίας και βαλκανικών συμμάχων, με την οποία έληγε
ο πρώτος βαλκανικός πόλεμος, ανέθετε με το άρθρο 5 αυτής στους αρχηγούς των έξι
μεγάλων δυνάμεων «την φροντίδα ν’ αποφασίσωσι περί της τύχης πασών των
Οθωμανικών νήσων του Αιγαίου Πελάγους, εκτός της Κρήτης, και περί της
Χερσονήσου του Άθωνος».
Στην
πρεσβευτική συνδιάσκεψη του Λονδίνου, που ήταν το ίδιο διάστημα σε εξέλιξη, η
Ρωσία παρουσίασε (12.05.1913) υπόμνημα ρώσων αγιορειτών μοναχών, με το οποίο
αυτοί αξίωναν αφενός μεν την αναγνώριση της ανεξαρτησίας και ουδετερότητας του
Αγίου Όρους, υπό τη διεθνή προστασία της Ρωσίας και των βαλκανικών κρατών,
αφετέρου δε την αντιπροσώπευση των αθωνιτών μοναχών στα όργανα αυτοδιοικήσεώς
του βάσει της εθνικής αριθμητικής τους αναλογίας.
Η
ανωτέρω τροπή οδήγησε τις διαπραγματεύσεις σε περιπλοκή και αδιέξοδο, ιδίως
όταν ανάλογες αξιώσεις συμμετοχής στην επιδιωκόμενη διεθνή συγκυριαρχία επί του
Αγίου Όρους προέβαλαν τόσο η Αγγλία όσο και η Αυστρία, ισχυριζόμενες ότι στη
χερσόνησο εγκαταβίωναν και δικοί τους υπήκοοι, κυπριακής καταγωγής μοναχοί στην
πρώτη περίπτωση, και αγιορείτες καταγόμενοι από τη Βοσνία και Ερζεγοβίνη, στη
δεύτερη.
Ωστόσο,
η έντονη αντίδραση των αγιορειτικών μονών (εξαιρουμένης της ρωσικής του Αγ.
Παντελεήμονος), που εκδηλώθηκε με την υποβολή αντίστοιχου Υπομνήματος εκ μέρους
της Ιεράς Κοινότητας προς τον πρόεδρο της πρεσβευτικής συνδιάσκεψης, απέτρεψε
μία λύση προς την κατεύθυνση της συγκυριαρχίας, η οποία διαφαινόταν ως η πιθανότερη
εξέλιξη.
Είναι
χαρακτηριστικό ότι η συνδιάσκεψη οδηγούνταν αρχικά στην απόφαση να αποτελέσει
το Άγιο Όρος αυτόνομο έδαφος, «κατά τα ανέκαθεν κρατούντα»
αυτοδιοικούμενο από τις είκοσι μονές του, κάθε μία από τις οποίες θα συνέχιζε
να έχει μία ψήφο.
Τελικώς,
με το Πρωτόκολλο στο οποίο κατέληξε η πρεσβευτική συνδιάσκεψη του Λονδίνου
(Νοέμβριος 1913), δεν έγιναν δεκτές οι προτάσεις για διεθνή επικυριαρχία και
αποφασίστηκε να παραμείνει το Άγιο Όρος «αυτόνομο και ουδέτερο», στο οποίο η
διοίκηση θα ασκείται συλλογικά από τις είκοσι μονές του.
Το
ίδιο έτος, με τις συνθήκες ειρήνης του Βουκουρεστίου (28.7-10.8.1913) και των
Αθηνών (1/14.11.1913), το Άγ. Όρος εντάχθηκε, χωρίς ιδιαίτερη αναφορά, στα όρια
της ελληνικής επικράτειας. Ακολούθησε η συνθήκη του Νεϊγύ (14/27.11.1919), που
αναγνώρισε de jure την κυριαρχία της Ελλάδος.
Την
ελληνική επικυριαρχία στο Όρος αναγνώρισε η συνθήκη των Σεβρών (10.8.1920), που
επικυρώθηκε με εκείνη της Λωζάννης (24.7.1923).
Τέλος,
η έκρηξη του πρώτου παγκόσμιου πολέμου (Αύγουστος 1914) ανέστειλε τα σχέδια της
Ρωσίας για θέση του Αγίου Όρους υπό διεθνή επικυριαρχία, ενώ με την Οκτωβριανή
Επανάσταση (1917) αυτά ματαιώθηκαν οριστικά.
Χρήστος Α. Αποστολίδης
Δικηγόρος
Παρ’ Αρείω Πάγω
Υπ.
Διδάκτωρ Νομικής Σχολής Α.Π.Θ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου