Ὁ Μοναχὸς Κοσμᾶς, κατὰ κόσμον Ἀνδρέας Παπαπέτρου, γεννήθηκε στὴν στὸ Γκρίμποβο στὶς 10 Μαρτίου 1952. Οἱ γονεῖς του Γεώργιος καὶ Δήμητρα ἦταν ἄνθρωποι ἁπλοὶ μὲ βαθιὰ πίστη στὸν Θεό. Ὁ νεαρὸς Ἀνδρέας διακρινόταν ἀπὸ μικρὸς γιὰ τὴν ἔφεση στὰ γράμματα. Τελείωσε ἀριστοῦχος στὴν πατρίδα του τὸ Δημοτικὸ καὶ τὸ Γυμνάσιο. Εἰσῆλθε στὴν Φιλοσοφικὴ Σχολὴ Ἀθηνῶν καὶ πῆρε τὸ πτυχίο του μὲ ἄριστα συνεχίζοντας μὲ μεταπτυχιακὲς σπουδὲς στὴν Ρώμη.
Ἤδη ἀπὸ τὴν νεότητά του διακρινόταν γιὰ τὸ εὐρὺ καὶ ἀνήσυχο πνεῦμα του, τὸ ὁποῖο δὲν μποροῦσε νὰ ἱκανοποιηθεῖ ἀπὸ μία ζωὴ συμβατικὴ καὶ «συνηθισμένη».
Ἔψαχνε γιὰ τὸ ἀπόλυτο, γιὰ πληρότητα ζωῆς καὶ ἐλευθερίας. Διαβάζοντας τοὺς βίους τῶν Ἁγίων καὶ γνωρίζοντας ἐνάρετους μοναχούς, πόθησε νὰ ἀκολουθήσει τὴν ζωή τους, μία ζωὴ κοντὰ στὸν Θεό, ἀπερίσπαστη, ἀσκητική, μὲ προσευχὴ καὶ ἐγκράτεια.
Ἔψαχνε γιὰ τὸ ἀπόλυτο, γιὰ πληρότητα ζωῆς καὶ ἐλευθερίας. Διαβάζοντας τοὺς βίους τῶν Ἁγίων καὶ γνωρίζοντας ἐνάρετους μοναχούς, πόθησε νὰ ἀκολουθήσει τὴν ζωή τους, μία ζωὴ κοντὰ στὸν Θεό, ἀπερίσπαστη, ἀσκητική, μὲ προσευχὴ καὶ ἐγκράτεια.
Ἔτσι, ἐγκαταλείποντας τὴν ματαιότητα τοῦ κόσμου, πῆρε τὴν μεγάλη ἀπόφαση καὶ τὸ 1984, σὲ ἡλικία 32 ἐτῶν, πῆγε στὸ Ἅγιο Ὄρος, στὴν Ἱερὰ Μονὴ Μεγίστης Λαύρας, ὅπου μετὰ ἀπὸ ἑνάμιση χρόνο, στὶς 17 Ἰανουαρίου 1986 ἔγινε μοναχὸς παίρνοντας τὸ μοναχικὸ ὄνομα Κοσμᾶς. Ἡ ἐπιλογὴ τοῦ ὀνόματος δὲν ἦταν τυχαία. Προστάτη του Ἅγιο θεωροῦσε τὸν ἁγιορείτη Ἅγιο Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλό, ὁ ὁποῖος μέσα σὲ πολὺ δύσκολες συνθῆκες, κατὰ τὰ μέσα τοῦ 18ου αἰῶνα μπόρεσε, ξεκινώντας ἀπὸ τὸ Ἅγιο Ὄρος νὰ μεταλαμπαδεύσει τὴν φλόγα τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καὶ τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Θεό, πρὸς τὰ περισσότερα μέρη τῆς τουρκοκρατούμενης τότε Ἑλλάδας. Χάρις στὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο τοῦ ἁγιορείτου νέου ἱερομάρτυρος Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, ἕνα μεγάλο μέρος τοῦ πληθυσμοῦ παρέμεινε χριστιανικὸ καὶ ὀρθόδοξο.
Μέσα στὴν Μονὴ τῆς Μεγίστης Λαύρας παρέμεινε ὁ π. Κοσμᾶς ὡς μοναχός ἑνάμιση χρόνο. Φλεγόμενος ἀπὸ τὸν πόθο τῆς ἡσυχίας, καὶ ἀφοῦ ἀσκήθηκε ἄλλο ἑνάμιση χρόνο στὴν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἐγκαταστάθηκε τὸ 1989 στὴν Καλύβη τοῦ Ἁγίου Βασιλείου-Ὁσίου Θεοφίλου Μυροβλύτου στὴν ἐρημικὴ περιοχὴ τῆς Καψάλας, στὰ ὅρια τῆς Μονῆς Παντοκράτορος μέσα σὲ αὐστηρὴ ἄσκηση καὶ κακοπάθεια. Εἶχε ἰδιαίτερο σύνδεσμο μὲ τὸν γνωστὸ ἁγιορείτη ἐνάρετο Γέροντα Παΐσιο. Ὅταν ὁ π. Κοσμᾶς εἶχε συναντήσει τὸν π. Παΐσιο, τότε αὐτός, δίχως νὰ τὸν γνωρίζει, τὸν κοίταξε καὶ τοῦ εἶπε: «Τί ὡραῖος τόπος ποὺ εἶναι ἡ Καλαβρία π. Κοσμᾶ!». Ὁ π. Κοσμᾶς ἀπόρησε, καὶ ἀπὸ τότε ἄρχισε μὲ πιὸ πολὺ ζῆλο νὰ ἐνδιαφέρεται καὶ νὰ μελετᾶ. Καρπὸς τῶν μελετῶν του ὑπῆρξε ἡ ἔκδοση τοῦ πρωτοτύπου κειμένου μὲ νεοελληνικὴ μετάφραση τοῦ Βίου τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ τοῦ Γραμματικοῦ τὸ 1992 καθὼς καὶ τοῦ πρωτοτύπου κειμένου τοῦ Βίου τοῦ Ὁσίου Ἠλία τοῦ Νέου (τοῦ Σικελιώτου), μὲ εἰσαγωγὴ καὶ μετάφραση στὰ νέα ἑλληνικὰ καὶ παράλληλη μετάφραση στὰ ἰταλικὰ ἀπὸ τὸν Stefano dell’ Isola, τὸ 1993 .
Μὲ ἐνέργειες τοῦ π. Κοσμᾶ τελέσθηκε στὶς 2.5.1993 θεία Λειτουργία στὸν παλαιὸ μικρὸ ναὸ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου στὸν Ἱέρακα τῆς Καλαβρίας ποὺ ἦταν κλειστὸς γιὰ αἰῶνες. Παρόντος τοῦ ἰδίου, ὁ Καλαβρὸς φιλόλογος Domenico Minuto ἀνέγνωσε στὰ ἰταλικὰ λόγο τοῦ π. Κοσμᾶ ποὺ ἄρχιζε ὡς ἑξῆς: «Ἤρθαμε ἐδῶ ἀπὸ τὴν ἀπέναντι στεριὰ ἀκολουθώντας τοὺς ἴδιους δρόμους ποὺ ἔκαναν οἱ εἰκόνες τῆς Παναγίας, μία ἀπὸ τὶς ὁποῖες, ἡ Ὁδηγήτρια (Madona d’ Istria) τοῦ Ἱέρακος, ἔφθασε ἐδῶ κάτω στὸ γιαλό. Τὶς ἴδιες διαδρομὲς ἔκαναν καὶ οἱ Ἅγιοι τῆς Καλαβρίας, ποὺ πήγαιναν ὅπου τοὺς ὁδηγοῦσε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Ἄλλωστε αὐτὴ ἡ θάλασσα περισσότερο μᾶς ἑνώνει, παρὰ μᾶς χωρίζει» .
Αὐτὸ τὸ ἴδιο Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ὁδήγησε τὸν π. Κοσμᾶ, μετὰ ἀπὸ μία σύντομη παραμονὴ στὴν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὄρους, νὰ μεταβεῖ τὸν ἑπόμενο χρόνο, Φθινόπωρο τοῦ 1994, στὴν Καλαβρία ὅπου παρέμεινε γιὰ 11 συνεχόμενα χρόνια μέχρι τὸ τέλος τοῦ 2005.
Ἔχοντας τὴν εὐλογία τοῦ πνευματικοῦ του ἐγκαταστάθηκε στὰ ἐρείπια τοῦ μοναστηριοῦ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεριστοῦ στὸ Μπιβόντζι. Ἀνεστήλωσε τὸν ἐρειπωμένο ναὸ μὲ πολλοὺς κόπους, ζώντας σὲ συνθῆκες ἰδιαίτερα δύσκολες. Ἀναφέρει σὲ ἕνα σχετικὸ κείμενο: «Μόλις πρωτοῆρθα νὰ μείνω μέσα στὰ ἐρείπια τοῦ Μοναστηριοῦ γοητεύθηκα ἀπὸ τὴν ἐρημιὰ... ἐπιθυμοῦσα ν᾿ ἀκουστοῦν ξανὰ οἱ ψαλμωδίες μας, ἡ ἑλληνικὴ λαλιά...» . Ἔγραφε ἐξομολογητικά: «Θυμοῦμαι νοσταλγικὰ τὰ πρῶτα χρόνια στὸ μοναστήρι, ὅταν ἡ ἐκκλησία ἦταν ξεσκέπαστη, ὅπου φώλιαζε ὁ γκιώνης. Χωρὶς νερό, χωρὶς ἠλεκτρικό. Ὅμως ἡ χάρη τοῦ ἁγίου ἦταν ἐμφανής... Προτίμησα τὸ ρόλο τοῦ καντηλανάφτη κι ὄχι τοῦ ἱεραποστόλου. Ἐδῶ ἔζησαν πολλοὶ ἅγιοι...».
Γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ τῆς Ὀρθοδοξίας στὴν Ἰταλία ἀναφέρει ἐπιγραμματικὰ ὁ π. Κοσμᾶς: «τρεῖς εἶναι οἱ παράγοντες ποὺ ἐπέτρεψαν καὶ προκάλεσαν τὴν ἐπιστροφὴ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὁ πρῶτος ἦταν ἡ ἔντονη ἐπιθυμία μερικῶν πεφωτισμένων, οἱ ὁποῖοι ἀνέπτυξαν σχέσεις μὲ τὴν Ἑλλάδα καὶ ἰδιαίτερα μὲ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ὁ δεύτερος εἶναι ἡ Ἑνωμένη Εὐρώπη, ἡ ὁποία ἐπιτρέπει ἄνετη καὶ ἀπρόσκοπτη κίνηση μεταξὺ τῶν πολιτῶν τῶν κρατῶν-μελῶν της... Ὁ τρίτος παράγοντας εἶναι ἡ ἀποϊεροποίηση τοῦ Δυτικοῦ κόσμου, ὁ ὁποῖος ἐναγωνίως ἀναζητᾶ τὸ ἱερό... Ἡ παρουσία μας σ᾿ ἕναν τόπο ποὺ εἶχε τραφεῖ μὲ φιλοκαλικὰ κείμενα κατὰ τὸ παρελθὸν εἶναι εὐπρόσδεκτη καὶ προκαλεῖ ποικίλες συζητήσεις, καλὲς περιέργειες καὶ ἐνδιαφέρουσες ἀναζητήσεις».
Γιὰ τὸ ἔργο τοῦ π. Κοσμᾶ στὴν Ἰταλία ὑπάρχουν σίγουρα πολλοὶ ἄνθρωποι μὲ πλούσιες προσωπικὲς ἐμπειρίες ποὺ θὰ εἶχαν πολλὰ νὰ ποῦν γιὰ τὸν ταπεινὸ μοναχό, τὸν διακονητὴ τῶν Ἁγίων, γιὰ τὴν ἀνιδιοτελῆ καὶ γεμάτη ἀγάπη προσφορά του σὲ ὅλους ἀδιακρίτως.
Μερικοὺς μῆνες μετὰ τὴν ἄδικη καὶ ὀδυνηρὴ ἀπομάκρυνση τοῦ π. Κοσμᾶ ἀπὸ τὴν Ἰταλία, ἐπανῆλθε στὴν Καψάλα τὸ καλοκαίρι τοῦ 2006 καὶ συγκεκριμένα στὴν Καλύβη τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου.
Στὸ ἱστορικὸ αὐτὸ ἐξάρτημα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παντοκράτορος ἔζησαν κατὰ τὸ παρελθὸν σπουδαῖες προσωπικότητες ὅπως ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ ἅγιος Μακάριος Κορίνθου καὶ ὁ ἅγιος Νήφων ὁ Χίος.
Στὴν ταπεινὴ αὐτὴ Καλύβη, τῆς ὁποίας ἦτο Γέρων, ἄφησε τὴν τελευταία του πνοὴ στὶς 12 Δεκεμβρίου 2010 (Ν.Η.).
Μέχρι τέλους, ὁ πόθος καὶ ἡ ἀγάπη του γιὰ τοὺς ἀδελφούς του στὴν Ἰταλία ἔφλεγε τὴν καρδιά του. Πρόσφατα ὁ Παναγιώτατος Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος τοῦ ἐμπιστεύθηκε καὶ πάλι τὴν ὑπόθεση τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεριστοῦ, ἡ ὁποία γιὰ τὸν π. Κοσμᾶ ἦταν τὸ ἔργο τῆς ζωῆς του. Τοῦτο ἀπετέλεσε μιὰ ἠθικὴ δικαίωση γι᾿ αὐτόν, ἂν καὶ δὲν πρόλαβε νὰ δεῖ τὴν πλήρη ἀποκατάστασή του.
Σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ τελευταῖα του κείμενα τολμᾶ νὰ ἀναφέρει ἐξομολογητικά ἀλλὰ καὶ προφητικά: «Ὅλες οἱ ὀμορφιὲς τοῦ κόσμου τούτου μοῦ ἄφησαν ἕνα κατακάθι πίκρας καὶ μαρασμοῦ... Πέρα ἀπὸ ἕνα ξεφάντωμα, πέρα ἀπὸ μιὰ αἰσθητικὴ ἀπόλαυση, πέρα ἀπὸ μιὰ ὕψιστη σαρκικὴ ἡδονή, ὁ Θεὸς μᾶς περιμένει πάντα στὴν ἄλλη ὄχθη ὅταν ἀποκαμωμένοι ἀπὸ τὸ ἀνικανοποίητο νιώθουμε τὴν παγερὴ μοναξιά μας... Πάντα ἀνοίγει ἕνα παράθυρο σκοτεινὸ ἀλλὰ ἀληθινὸ καὶ μᾶς δείχνει ἂν θέλουμε νὰ δοῦμε τὰ πράγματα διαφορετικά. Μὴ φοβηθεῖς τέτοια παράθυρα οὔτε νὰ σβήσης ἀπὸ τὴ μνήμη σου ἕναν αἰφνίδιο θάνατο ἑνὸς συμπολίτη σου γιατὶ θὰ χάσης ἕνα πολύτιμο ὀπτικὸ πεδίο. Οἱ ἀτυχίες εἶναι κοντά, ἕτοιμες νὰ ἀνοίξουν ρῆγμα στὴν τσιμεντένια αὐτοπεποίθησή μας. Μέσα ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ «ἀπαίσια» ρήγματα φθάνει ὁ Θεὸς ποὺ σέβεται κι ἀγαπᾶ τὴν μοναξιά μας. Τίποτε ἰσχυρότερο ἀπὸ τὴν ἀπελπισία». Καὶ σὲ ἕνα ἄλλο κείμενό του ἐπίσης ἀναφέρει: «Ἀναλογίζομαι τὸ ἔργο τοῦ Κυρίλλου καὶ τοῦ Μεθοδίου, τὸ ὁποῖο ἐξωτερικὰ ἀπέτυχε ἀλλὰ εἶχε μακροχρόνιες ἐπιπτώσεις. Ἀναλογίζομαι τὶς ταπεινώσεις καὶ τοὺς διωγμοὺς ποὺ ὑπέστησαν».
Πράγματι, ὁ συμπολίτης καὶ συμμοναστής μας π. Κοσμᾶς δὲν θὰ πρέπει νὰ σβήσει ἀπὸ τὴν μνήμη μας. Ὁ αἰφνίδιος θάνατός του μᾶς ἀνοίγει ἕνα πολύτιμο ὀπτικὸ πεδίο. Τὸ ἔργο του, πιστεύουμε, θὰ ἔχει μακροχρόνιες ἐπιπτώσεις. Ἄναψε τὸ κεράκι τοῦ ἁγιορειτικοῦ μοναχισμοῦ καὶ τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως μετὰ ἀπὸ πολλοὺς αἰῶνες στὴν Ἰταλία, καὶ τώρα, ἐλεύθερος στὸν οὐρανό, ἀπαλλαγμένος ἀπὸ κάθε πόνο, λύπη καὶ στεναγμό, συνεχίζει τὴν ἀποστολή του: νὰ εὔχεται γιὰ τοὺς ἀδελφούς του ποὺ τόσο ἀγάπησε.
Αἰωνία ἡ μνήμη τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Κοσμᾶ μοναχοῦ!
Νὰ ἔχουμε τὴν εὐχή του!
(π.Θεόφιλος Παντοκρατορινός)
( Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Σύναξη τεύχος 117 )
Ο π. Κοσμάς, Aγιορείτης μοναχός, κατά κόσμον Ανδρέας Παπαπέτρου, φιλόλογος, έγινε δόκιμος στη Μονή της Λαύρας στα τέλη του 1984 και εκάρη αρχές του 1986. Διέμεινε σε διάφορα μέρη του Αγίου Όρους μέχρι το 1994. Επί δέκα έτη βρισκόταν στην Κάτω Ιταλία (1994-2005). Εκοιμήθη στις 12.12.2010 στο κελί των Εισοδίων της Θεοτόκου στην Καψάλα του Αγίου Όρους.Στις συζητήσεις του επέμενε ιδιαίτερα στις «επιστροφές» της παπαδιαμαντικής αφήγησης ως σταθερού μοτίβου της. Περισσότερο αναφερόταν στον «Αμερικάνο» και στον «Νεκρό Ταξιδιώτη». Θεωρούσε ότι ο Παπαδιαμάντης ζούσε με την προσμονή της επιστροφής στη γενέτειρά του και ότι οι «επιστροφές» στο έργο του είναι κατά κάποιον τρόπο «αυτοβιογραφικές».
Το μοτίβο ολοκληρώνεται στον «Νεκρό Ταξιδιώτη», που δημοσιεύεται το 1910, λίγο πριν από τον θάνατο του μεγάλου συγγραφέα. Στο τρίτο μέρος των «Λογισμών και διαλογισμών» του «στη Μεγάλη Ελλάδα», που δημοσιεύτηκε αμέσως μετά τον θάνατο του, σχολιάζοντας το Συναξάρι της 25ης Αυγούστου για την επάνοδο του λειψάνου του Αποστόλου Βαρθολομαίου, ο π. Κοσμάς γράφει: «Νεκρός επιτύμβιος, θαλασσοπόρος γεγένησαι, ταις θείαις προστάξεσιν καταπειθόμενος, και ως ήλιος, προς Δύσιν εξ Εώας, Απόστολε έφθασας, καταφωτίζων αυτήν […] Ίσως ο επιμελητής του Παπαδιαμάντη θα έπρεπε να γράψει κάτι εδώ έχοντας υπ’ όψιν τον “Νεκρό Ταξιδιώτη” που έφθασε αρμενίζοντας στη Σκιάθο. Άλλωστε γνωρίζουμε ότι ήταν βαθύς και άπληστος αναγνώστης και γνώστης των Συναξαρίων»[1].
Ο π. Κοσμάς, πριν γίνει μοναχός, είχε βρεθεί για λόγους μεταπτυχιακών σπουδών στη Ρώμη. Τότε συνδέθηκε με κύκλο Ορθοδόξων Ελλήνων που κατοικούν μόνιμα εκεί και μεταστραφέντων. Η γνωριμία του με τους ανθρώπους αυτούς, όπως και το ενδιαφέρον του για τα απομεινάρια των ελληνοφώνων της πάλαι ποτέ Μεγάλης Ελλάδας, έφεραν τα βήματά του πάλι στην Ιταλία. Με ενέργειες των παραπάνω και δικές του τελέστηκε στις 2.5.1993 Θεία Λειτουργία στον παλαιό μικρό ναό του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου στον Ιέρακα της Καλαβρίας, που ήταν κλειστός για αιώνες. Παρόντος του ιδίου, ο Καλαβρός φιλόλογος Domenico Minuto ανέγνωσε στα ιταλικά λόγο του π. Κοσμά που άρχιζε ως εξής: «Ήρθαμε εδώ από την απέναντι στεριά ακολουθώντας τους ίδιους δρόμους που έκαναν οι εικόνες της Παναγίας, μια από τις οποίες, η Οδηγήτρια (Madona d’ Itria) του Ιέρακος, έφθασε εδώ κάτω στο γιαλό. Τις ίδιες διαδρομές έκαναν και οι Άγιοι της Καλαβρίας, που πήγαιναν όπου τους οδηγούσε το Πνεύμα του Θεού. Άλλωστε αυτή η θάλασσα περισσότερο μας ενώνει, παρά μας χωρίζει»[2]. Από το 1994 μέχρι το 2005 θα μείνει στην περιοχή. Θα εγκατασταθεί στα ερείπια του μοναστηριού του Αγίου Ιωάννου του Θεριστή στο Μπιβόντζι και θα το αναστηλώσει εκ θεμελίων. Ζώντας εκεί σε συνθήκες πολύ δύσκολες, χωρίς στοιχειώδεις προϋποθέσεις, σχεδόν στο ύπαιθρο, πέτυχε να ξαναλειτουργήσει το μοναστήρι και να γίνει ο νέος κτίτοράς του.
Ο π. Κοσμάς ζούσε με ένα όνειρο. Την αναβίωση του μοναχισμού και της Ορθοδοξίας στην ελληνόφωνη Μεγάλη Ελλάδα. Το όνειρό του ήταν «ουτοπικό». Άνθρωπος παθιασμένος με τις ιδέες του, δεν μπορούσε να αντιληφθεί την προβληματική του εγχειρήματος. Το όνειρό του δεν έγινε ούτε στιγμή Ουτοπία. Οι ουτοπίες απαιτούν άλλες προϋποθέσεις, ικανές να συνεγείρουν συλλογικότητες σε ένα όραμα που μπορεί να απειλήσει και τελικά να ανατρέψει την πραγματικότητα. Αντίθετα η «ουτοπία» του π. Κοσμά δεν πέτυχε τίποτε περισσότερο από τη δική του παρουσία, τη ζεστασιά του, τη φροντίδα για τους ανθρώπους που τον πλησίαζαν μέσα από μια ανιδιοτελή πέρα για πέρα συνείδηση. Πολλοί από μας συνάντησαν ανθρώπους που βρέθηκαν ή πέρασαν από κοντά του, κυρίως Έλληνες φοιτητές αλλά και Ιταλούς που ένιωσαν το πραγματικό ενδιαφέρον του για την πνευματική τους πορεία. Αλλά μέχρι εδώ και ουδέν πλέον.
Ο π. Κοσμάς αμύητος στην καθημερινότητα του βίου, «ασυνάλλακτος και αμαθής των ανθρωπίνων διδαγμάτων», σύμφωνα με αρχαίο ορισμό του μοναχού, δεν μπόρεσε να διαχειριστεί τις δυσκολίες και τα προβλήματα που ανέκυψαν κατά την ανάπτυξη του εγχειρήματός του. Το πρώτο ήταν η εκκλησιαστική γραφειοκρατία, που δεν μπόρεσε να αναγνωρίσει τον π. Κοσμά και να τον εντάξει σ’ ένα ευρύτερο πλαίσιο ποιμαντικής ευθύνης και εκκλησιαστικής μαρτυρίας. Τον αντιμετώπισε με τον συνήθη διαχειριστικό και διεκπεραιωτικό τρόπο της και τον θυσίασε στο πρώτο σκάλωμα. Το δεύτερο ήταν ο θρησκευτικός τυχοδιωκτισμός που συνυπάρχει με τη γνήσια αναζήτηση της εκκλησιαστικής αλήθειας των μεταστρεφομένων. Και το τρίτο και καθοριστικότερο ήταν ο αθέμιτος ανταγωνισμός των ορθοδόξων δικαιοδοσιών στη Διασπορά.
Η εκκλησιαστική γραφειοκρατία και ο θρησκευτικός τυχοδιωκτισμός δημιούργησαν τις προϋποθέσεις του διωγμού του από τη μονή το 2005. Μετά από λίγο η μονή πέρασε στη δικαιοδοσία της Ρουμανικής Εκκλησίας. Ο π. Κοσμάς επέστρεψε στο Άγιο Όρος και εγκαταστάθηκε στο κελί των Εισοδίων της Θεοτόκου της Καψάλας, πολύ κοντά στο κελί του Οσίου Θεοφίλου, όπου είχε εγκαταβιώσει παλαιότερα. Εκεί ζούσε με την προσδοκία της επιστροφής του στην Καλαβρία. Η εκκλησιαστική διοίκηση του ζήτησε πρόσφατα να γυρίσει για να βοηθήσει στην επανάκτηση της μονής. Για ένα εξάμηνο προ του θανάτου του, βρισκόταν εκεί. Παρά την κακή έκβαση της υπόθεσης, συνέχιζε να ελπίζει σε συναντήσεις πατριαρχών και στις αποφάσεις των ιταλικών δικαστηρίων στα οποία έφτασε ο ανταγωνισμός των δικαιοδοσιών.
Όπως είπαμε, οι ουτοπίες ανατρέπουν καταστάσεις και αλλάζουν την πραγματικότητα. Η περίπτωση του π. Κοσμά δεν ανήκει σ’ αυτήν την κατηγορία των κοινωνικών φαινομένων. Η δική του «ουτοπία» δεν άλλαξε την Καλαβρία, άλλαξε όμως τον ίδιο τον π. Κοσμά. Όσο ζούσε στο Άγιο Όρος κινούνταν στα πρόθυρα του ζηλωτισμού και υπερμαχούσε της «αδιάλλακτης» Ορθοδοξίας. Η παραμονή του στην Καλαβρία τον έκανε σ’ αυτό το θέμα εντελώς διαφορετικό. Η κατανόηση των άλλων, οι ουσιαστικές διαφορές μεταξύ των Εκκλησιών, τα πραγματικά προβλήματα του διαλόγου πέραν των δημοσίων δηλώσεων και των πανηγυρικών εμφανίσεων, η πορεία του Χριστιανισμού στον κόσμο άρχισαν να τον απασχολούν με άλλο τρόπο. Αυτό τον έφερε σε εσωτερική αντίθεση με έναν ολόκληρο κόσμο στον οποίο ανήκε και αγαπούσε. Χωρίς ποτέ να διαχωρίσει τη θέση του απ’ αυτόν, διαπίστωνε και εξέφραζε, όταν του ήταν δυνατό, τα αδιέξοδα αυτού του κόσμου, την άγνοια, τον στενό του ορίζοντα, την ανασφάλειά του και την αδυναμία του να κατανοήσει τις ευθύνες του. Θεωρούσε χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της κατάστασης τη συζήτηση περί Αντιχρίστου και συναφών θεμάτων που κατέχει σημαντική θέση σ’ αυτόν τον κόσμο εδώ και δύο περίπου δεκαετίες. «Τι θα ήταν ο Σολωμός χωρίς την ιταλική του παιδεία; Τι θα ήταν ο Φώσκολος χωρίς τη Ζάκυνθο; Τι προσθέτει, τι αφαιρεί και τι ελευθερώνει η “ξένη” παιδεία; Οι απαντήσεις δεν φθάνουν όλες στα περβόλια μας»[3].
Ο π. Κοσμάς είχε μεγάλη παιδεία. Τα εκκλησιαστικά κείμενα, τα δημοτικά τραγούδια, η λογοτεχνία έβρισκαν στο πρόσωπό του έναν ικανό αναγνώστη, που έβλεπε τις αποχρώσεις, άκουε τις φωνές και αντιλαμβανόταν τα κενά. Στα λίγα κείμενά του που δημοσιεύτηκαν, άνετα μπορεί κανείς να παρατηρήσει τα παραπάνω. Αυτόματα πάει το μυαλό μας αντιθετικά σε όσα ακούμε στις μέρες μας περί παραδόσεως και γλώσσας από ανθρώπους που κόπτονται για πράγματα που δεν καταλαβαίνουν. Σ’ αυτό το σημείο ας θυμηθούμε δύο παραπομπές του που φωτίζουν τη σκέψη και τη δράση του. Η μία είναι ένας αρχαίος απόλογος που χρησιμοποιούσε ο Βερνάρδος της Σάρτρ: «Είμαστε νάνοι πάνω στους ώμους γιγάντων. Έτσι βλέπουμε περισσότερο και μακρύτερα από αυτούς, όχι επειδή η όρασή μας είναι οξύτερη ή το ύψος μας μεγαλύτερο, αλλά επειδή μας σηκώνουν στον αέρα και μας ανεβάζουν στο γιγάντιο ύψος τους». Η άλλη παραπομπή του ήταν στον Μπενεντέτο Κρότσε: «Κάθε αληθινή ιστορία είναι ιστορία σύγχρονη». Ο π. Κοσμάς ανέπνεε μέσα στην παράδοση, αλλά είχε αίσθηση της πνευματικής πορείας και του χρόνου. Όπως έγραφε, «τα χάσματα και οι σιωπές της ιστορίας θα φωτισθούν και θα μιλήσουν από την πνευματική ζωή του μέλλοντος»[4].
Η επιστροφή του στον ιερό Άθωνα και η κοίμησή του
Ο π. Κοσμάς έφτασε στο κελί των Εισοδίων της Θεοτόκου στην Καψάλα από την Καλαβρία αρχές του περασμένου Δεκέμβρη. Στις δώδεκα του μηνός δεν εμφανίστηκε στη Θεία Λειτουργία της Κυριακής. Ούτε αργότερα στη μεσημεριανή τράπεζα που τον περίμεναν οι συνασκητές του. Τον ανεζήτησαν και τον βρήκαν νεκρό στο κελί του. Τον έθαψαν την επομένη πίσω από τον ναΐσκο του κελιού του, παλαιό Κυριακό της Σκήτης της Καψάλας κατά μία αρχαία παράδοση.
Όπως ο «Νεκρός Ταξιδιώτης», φαίνεται είχε τάξει εις την Παναγίαν να τον αξιώση να ταφή εις το χώμα της μικράς νήσου του κ’ η Παναγία του παρεχώρησε το ταπεινόν αίτημα. Και ο ναΐσκος του μικρού ασκητηρίου, όπως ήτο τότε το ύστερον κτισθέν μοναστήριον, ετιμάτο επ’ ονόματι των Εισοδίων. Εκείνο το παλαιόν ασκητήριον, το οποίον ασπροβολά ανάμεσα εις την βαθείαν πρασινάδαν της κοιλάδος, εις όλην την παραθαλασσίαν φάραγγα την πολυσχιδή από τις ράχες και τις ρεματιές. Δεν είχεν αποκτήσει ποτέ τίποτε. Έμεινεν ελεύθερος, τόσω μάλλον, όσω ήτο εις θεσιν να εκτιμήση την ελευθερίαν του, και να μη την απεμπολήση πλέον. Ήτο πλέον η πενήντα ετών. Η ζωή του αθόρυβος, ταπεινή και μετριόφρων. Εις τον θάνατόν του δεν ήθελε να δώση κόπον εις τους ανθρώπους. Ετάφη εις την εσχάτην γωνίαν του περιβόλου, την πλησιεστέραν προς την θάλασσαν.
Στο κείμενο που δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατό του, ο π. Κοσμάς γράφει: «Κάποιος στίχος πετάει πάνω από το Ιόνιο. Έρχεται από την Ανατολή. Άλλοτε χάνεται στον ουρανό κι άλλοτε τον ρουφάει η θάλασσα. Λίγο πριν φτάσει στο ακρογιάλι γλύστρισε μεσ’ από τα χέρια μου. Θα ξανάρθει;
Μαύρο μου χελιδόνι από την Αραπιά
κι άσπρο μου περιστέρι από τη Μοσχοβιά
αυτού ψηλά που πάτε για χαμηλώσετε»[5].
Ο στίχος που πετάει πάνω από το Ιόνιο και γλίστρησε από τα χέρια του π. Κοσμά είναι ο επόμενος του ίδιου δημοτικού τραγουδιού.
Να στείλω ένα γράμμα, γράμμα και γραφή
Να πείτε της καλής μου να μη με καρτερεί.
Ας ελπίζουμε ότι θα φθάσει στις ακτές του Ασπρομόντε στην Καλαβρία, την «καλή» του, ότι θα αναγνωρισθεί και θα φανερώσει την πιστότητα του αγαπημένου της που της είχε αφιερωθεί ολοκληρωτικά।
[1] Λογισμός 97, Νέα Εστία, τχ. 1839, Δεκέμβριος 2010, σελ. 996.
[2] «Άθως και Ιέραξ», Ο όσιος Γρηγόριος, 18, 1993, σελ. 60.
[3] Λογισμός 94, ό.π.
[4] «Άθως και Ιέραξ», ό.π., σελ. 61.
[5] Λογισμός 98, ό.π.
————————————————–
Μιά άλλη μαρτυρία για τον πατέρα Κοσμά που δημοσιεύτηκε στο Φόρουμ εκπαιδευτικών Θεσπρωτίας στις 10 Αυγούστου 2010.
Κάποτε μάλιστα βρεθήκαμε ακολουθώντας τις μουσικές περιπλανήσεις του αδερφού μου στα χώματα της Μεγάλης Ελλάδας. Γκρέτσια Σαλεντίνα και χωριό Καλημέρα, ταραντέλες και χοροί με τους Γκρεκάνους φίλους μας, Ρήγιο και Μπόβα Μαρίνα αλλά και Μονή του Αϊ – Γιάννη του Θεριστή. Στιγμές αξέχαστες για όλους μας. Αντιγράφω την περιγραφή από παλιότερη σχετική δημοσίευση:Θες να σου αναφέρω κι εγώ έναν εξαιρετικό κληρικό; Που τον σέβομαι και τον υπολήπτομαι τα μέγιστα; Είναι ο πάτερ Κοσμάς, όχι ο Αιτωλός – αλλά ο ηγούμενος της μονής του οσίου Ιωάννη του Θεριστή. Φιλόλογος στα νιάτα του, αγιορείτης μοναχός αργότερα, βρήκε το δικό του νόημα ζωής στο να κρατήσει ζωντανό τον ελληνισμό στην Κάτω Ιταλία. Εκεί και το μοναστήρι που σου ανέφερα.Τον επισκέφτηκα πρόπερσι μαζί με μία παρέα φίλων που μαζί μοιραζόμαστε μια άλλη μεγάλη αγάπη της ζωής μου: Τα πολυφωνικά τραγούδια. Και πήγαμε εκεί, να τραγουδήσουμε με τους γκρεκάνους της Γκρέτσια Σαλεντίνας και των χωριών της Καλαβρίας, να δούμε τόπους που και σήμερα κρατάνε ζωντανά τα ονόματα της Μεγάλης Ελλάδας. Και πήγαμε να γνωρίσουμε και τον πατρο-Κοσμά… Να του τραγουδήσουμε κι εκείνου ένα σκοπό ηπειρώτικο, να του θυμίσουμε λίγο πατρίδα… Διαλέξαμε τη Δεροπολίτισσα.
Μωρ! Δεροπολίτισσα μωρ’ καημένη
Μωρ! Δεροπολίτισσα ζη – μωρ’ ζηλεμένη
Άιντε συ θα πας στην εκκλησιά
Άιντε με λαμπάδες με κεριά
Άιντε για προσκύνα και για μας
Άιντε και για μας τους Χριστιανούς
Άιντε που μας πλάκωσ’ η Τουρκιά
Και μας σφάζουν σαν τ’ αρνιά
Σαν τ’ αρνιά την Πασχαλιά
Μας απάντησε με έναν εκκλησιαστικό ύμνο. Τα δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια όλων. Και μη νομίσεις πως η παρέα μας ήταν όλοι χριστιανοί… Μάλλον το αντίθετο. Και το ήξερε και ο πατρο-Κοσμάς… Όπως ξέρει και την ιστορία του τόπου που διάλεξε να ζήσει. Δες πως αρχίζει το φυλλάδιο που μοιράζει στους επισκέπτες του:
«Όλοι λίγο – πολύ ακούσαμε για τις αποικίες των αρχαίων Ελλήνων στη νότιο Ιταλία και τη Σικελία. Πόλεις όπως η Ελέα, ο Τάρας, η Σύβαρις, ο Κρότων, οι Επιζεφύριοι Λοκροί, το Ρήγιον, η Μεσσήνη, η Κατάνη και οι κυρίως οι Συρακούσες είναι πολύ γνωστές σε αυτούς που μελετούν την αρχαία ιστορία.Πνευματικά αναστήματα του ύψους ενός Αισχύλου, ενός Ηροδότου κι ενός Πυθαγόρα άφησαν την τελευταία τους πνοή εδώ. Φιλόσοφοι νόες, όπως αυτοί του Εμπεδοκλή από τον Ακράγαντα και του Παρμενίδη από την Ελέα προκαλούν και σήμερα δέος.»
Μπορεί και μιλά ο πατρο – Κοσμάς για τον Εμπεδοκλή, γιατί δεν είναι ένας πωρωμένος, φανατισμένος και αγράμματος κληρικός… Και μπορεί για τον ίδιο λόγο και αγκαλιάζει όλους τους επισκέπτες του, χριστιανούς και μη.
Έφυγα τότε από τα βουνά της Καλαβρίας και ονειρευόμουν τη μέρα που θα ξαναγυρίσω. Να προσκυνήσω στο μοναστήρι και να υποκλιθώ στον άγιο ηγούμενό του. Ώσπου σαν κεραυνός ξέσπασε η είδηση του θανάτου του. Τόσο νέος. Τόσο πολύτιμος. Ένας άγγελος που βιάστηκε να γυρίσει εκεί που πραγματικά ανήκει.
Και σαν να μην έφτανε η αβάσταχτη πίκρα του χαμού του, λίγους μήνες πριν αναζητώντας κάτι άλλο στο διαδίκτυο πληροφορήθηκα και το θλιβερό παρασκήνιο. Τη δική του αβάσταχτη πίκρα που πιθανότατα και έβαλε πρόωρο τέλος στη ζωή του. Το γκρέμισμα των κόπων του εκεί στην Κάτω Ιταλία από λάθη άλλων και την κακία των ανθρώπων.
Όπως κι αν έχει, τούτες τις μέρες που το Πολυφωνικό Καραβάνι βρίσκεται και πάλι στα άγια χώματα της Magna Grecia ο νους μου το ακολουθεί και δεν μπορεί παρά να θυμάται εκείνη τη σεβάσμια μορφή. Τον πατέρα Κοσμά, τον συντοπίτη μας, που με τι αγάπη και συγκίνηση μας υποδέχτηκε στο μοναστήρι του. Κι ένα μόνο χατίρι δε μας έκανε. Δε μας αποκάλυψε το αληθινό του όνομα. Κατάλοιπο μιας άλλης ζωής που άφησε για πάντα πίσω του όταν ντύθηκε το σχήμα του μοναχού. Και μόνο με το άγγελμα του θανάτου του μάθαμε πως λεγόταν Ανδρέας Παπαπέτρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου