Το κείμενο που ακολουθεί και θα
παρατεθεί σε συνέχειες αποτελεί την ομιλία του μακαριστού Γέροντα Μωυσή
Αγιορείτη, στην εσπερίδα που πραγματοποιήθηκε για τον Άγιο Παΐσιο τον Αγιορείτη
τον Ιούνιο του 2004 στη Βέροια.
Από αρκετό καιρό, ειλικρινά, από
αρκετούς παρακινούμουν να γράψω κι εγώ κάτι περισσότερο απ’ όσο έχω
γράψει για τον μακαριστό Γέροντα Παίσιο τον Αγιορείτη, που μία περίπου δεκαετία
υπήρξα γείτονάς του. Έβλεπα από το παράθυρό μου καθημερινά ένα πλήθος κόσμου να
πηγαίνει και να έρχεται στο ταπεινό καλύβι του, της Παναγούδας, για να λάβει
ευχή, ευλογία, παραμυθία, λύση αποριών και προβλημάτων. Ορισμένοι, πριν ή μετά,
στάθμευαν και στο δικό μας καλύβι για να μας πούν τους πόνους τους ή την
αναψυχή και την ειρήνευση, μετά τη συνάντησή τους με τον μακαριστό Γέροντα.
Έχω ήδη πεί ότι έχουν γραφεί πολλά
για τον Γέροντα. Έτσι δεν θα είχα κάτι σημαντικό να προσθέσω. Ο φιλοαθωνίτης
Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων που
έχει γευθεί άφθονο αθωνικό μέλι, και κατά την ενταύθα παραμονή του και κατά τις
πολλές προσκυνηματικές επισκέψεις του, θέλησε μετά την επιτυχή τιμητική
εκδήλωση που είχε κάνει στην έδρα της θεόσωστης επαρχίας του για τον μακαριστό
Γέροντά του Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη, Υμνογράφο της Μεγάλης του Χριστού
Εκκλησίας, να πραγματοποιήση μια
παρόμοια εκδήλωση για τα δέκα χρόνια της προς
Κύριον εκδημίας του Γέροντος Παισίου στις 21-3-2005 στην αίθουσα χώρου Τεχνών
στη Βέροια. Επέλεξε να ’μαι κύριος ομιλητής της σεμνής και μετά μεγάλης
κοσμοσυρροής εκδηλώσεως εκείνης. Η ομιλία αυτή επανελήφθη στη Φλώρινα κατόπιν
προσκλήσεως του φιλομονάχου Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Φλωρίνης, Πρεσπών και
Εορδαίας κ. Θεοκλήτου και στην αίθουσα του Πνευματικού Κεντρου της Ενορίας του
Ιερού Ναού Αγίου Δημητρίου Σερρών, κατόπιν προσκλήσεως του φιλοαγιορείτου
Πρωτοπρεσβυτέρου Χρήστου Μάνθου.
Τα κείμενα αυτά βασικά είναι μια
ομιλία που αργότερα λίγο επαυξήσαμε. Ο Σεβασμιώτατος Βεροίας θέλησε να την
τυπώσει. Παραιτήθηκα αμέσως των όποιων συγγραφικών δικαιωμάτων. Ζήτησα τα τυχόν
έσοδα εκ της πωλήσεως του βιβλίου να διατεθούν υπέρ των αναγκών της
ανεγειρόμενης και πολλά υποσχόμενης ανδρώας Κοινοβιακής Ιεράς
Μονής Παναγίας Δοβρά Βεροίας, με τους Μοναχούς της οποίας από ετών
συνδεόμεθα πνευματικώς. Μάλιστα ο Γέροντας Παίσιος πάντα αγαπούσε και
παρακινούσε την ανάπτυξή του παντού, λέγοντας πως ο κόσμος όσο περνά ο χρόνος,
θα ’χει πιο μεγάλη ανάγκη τους Μοναχούς και τα Μοναστήρια και θα τρέχει
προς πνευματική βοήθεια προς αυτούς. Μία πνευματική κυψέλη για όλη την εκεί
περιοχή πανθομολογουμένως έχει καταστεί και η Μονή Παναγίας Δοβρά, με τη ζωή
της συνεχούς θείας λατρείας, προσευχής και ιεραποστολής.
Εμείς θελήσαμε απλά και ταπεινά να
μην κουράσουμε με πολλά, αλλά να τηρήσουμε τον λόγο του φιλαγίου και φιλοπάτορα
Γέροντα, που γράφοντας για εναρέτους Αγιορείτες Πατέρες, προλογίζοντας έγραφε:
«Οι απόγονοι πάντοτε έχουν ιερό καθήκον να γράφουν τα θεία κατορθώματα των
Αγίων πατέρων της εποχής τους και τον φιλότιμο αγώνα που έκαναν για να
πλησιάσουν στον Θεό. Φυσικά, με το να γράφουμε για τους Αγίους μας, πάλι εμείς
ωφελούμαστε, διότι μ’ αυτόν τον τρόπο θυμόμαστε και προσπαθούμε να τους
μιμηθούμε, και οι Άγιοι τότε συγκινούνται περισσότερο και μας βοηθούν για να
φθάσουμε και εμείς κοντά τους».
Μακάρι να συγκινηθούμε από την
ανάγνωση και να ζεσταθούμε για να φιλοτιμηθούμε και δίχως αναβολές και
προφάσεις να οδηγηθούμε προς ανάνηψη και ανάταση πνευματική.
Αγιοτρόφος εικοστός αιώνας
Συχνά κατηγορείται η εποχή μας για
την κρίση των πνευματικών αξιών, και δικαίως, για την κοσμικότητα και την αγάπη
την μεγάλη των πολλών στην ύλη, τη σάρκα, το χρήμα και τη δόξα. Όμως και στις
ημέρες μας δεν τέλειωσαν οι λάτρεις του πνεύματος, οι ανδρείοι αγωνιστές, οι φίλοι
του Θεού, οι χαρισματούχοι πατέρες, οι Άγιοι. Τον εικοστό αιώνα έχουμε τους
αναγνωρισμένους Αγίους Ιωάννη της Κροστάνδης, Λουκά της Κριμαίας, Μεθοδία της
Κιμώλου, Νεκτάριο Πενταπόλεως, Νικόλαο Πλανά, Σιλουανό Αθωνίτη, Σάββα της
Καλύμνου, Άνθιμο της Χίου, Χρυσόστομο Σμύρνης, Αρσένιο Καππαδόκη. Επίσης
ονομαστούς Γέροντες όπως: Αμφιλόχιο της Πάτμου, Φιλόθεο Ζερβάκο, Δημήτριο
Γκαγκαστάθη, Κλεόπα της Ρουμανίας, Ιουστίνο της Σερβίας, Γεώργιο Καρσλίδη,
Ιάκωβο Τσαλίκη και τους Αγιορείτες· Δανιήλ Κατουνακιώτη, Καλλίνικο Ησυχαστή,
Ιγνάτιο Πνευματικό, Ιερώνυμο Σιμωνοπετρίτη, Κοδράτο Καρακαλληνό, Φιλάρετο
Κωνσταμωνίτη, Τύχωνα Ρώσο, Αθανάσιο Γρηγοριάτη, Σάββα Μικραγιαννανίτη, Ιωσήφ
Σπηλαιώτη, Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη, Πορφύριο Καυσοκαλυβίτη, Εφραίμ
Κατουνακιώτη, Παΐσιο Αγιορείτη. Περί αυτού του τελευταίου θα αναφερθούμε στη
συνέχεια.
Ο Γέροντας Παΐσιος γεννήθηκε στα
Φάρασα της αγιοτόκου Καππαδοκίας στις 25 Ιουλίου του 1924. Τα Φάρασα βρίσκονταν
διακόσια χιλιόμετρα περίπου νότια της Καισάρειας. Παρότι χωμένα στα βάθη της
Τουρκίας, διατήρησαν απαραχάρακτη την Ορθόδοξη πίστη και την Ελληνική
συνείδηση. Οι Φαρασιώτες είχαν μεγάλη και καλή φήμη για την ευσέβειά τους, την
ευλάβεια και την ανδρεία τους. Λειτουργούσαν πενήντα Εκκλησίες. Καυχιόνταν,
γιατί ήταν φορείς της αρχαίας Καππαδοκίας ασκητικομαρτυρικής παραδόσεως, των
γνωστών Καππαδοκών Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας μας.
Ο Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης
Τελευταίος απόγονος αυτών ήταν ο
ταπεινός εφημέριος των Φαράσων, ο Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης, ο μεγάλος κρυφός
ασκητής, που η θερμή προσευχή του θαυματουργούσε σε χριστιανούς και
μουσουλμάνους αναγκεμένους, που έφθαναν στο φτωχικό του οίκημα απ’ όλη την
αγιοτόκο Καππαδοκία. Άριστος βιογράφος του υπήρξε ο Γέροντας Παΐσιος, που μας
τον έκανε γνωστό και προσφιλή με την ωραία βιογραφία του. Ο Άγιος Αρσένιος
βάπτισε τον π. Παίσιο και τον ονόμασε στην Αγία κολυμβήθρα Αρσένιο, δίνοντας τ’
όνομά του, προλέγοντας ότι θα γίνει Μοναχός, θεωρώντας τον συνεχιστή του έργου
του. Ο γνωστός Θεσσαλονικιός λογοτέχνης Νικόλαος Πεντζίκης έλεγε χαρακτηριστικά
κρατώντας κάποτε την πρώτη έκδοση του βιβλίου για τον Άγιο Αρσένιο: «Ο ζων π.
Παΐσιος είναι ο κοιμηθείς π. Αρσένιος, και ο κοιμηθείς π. Αρσένιος είναι ο ζων
π. Παΐσιος».
Η οικογένεια του π. Παϊσίου
Η οικογένεια του π. Παϊσίου ήταν
ευλογημένη και ευλαβέστατη. Η γιαγιά του ΧατζηΧριστίνα ζούσε σαν Μοναχή με
νηστείες, αγρυπνίες και προσευχές. Το κανονικό του επώνυμο ήταν Χατζηδιγενής.
Κατόπιν έλαβε το Θεοδόσιος και τελικά Εζνεπίδης, που σημαίνει ξένος. Ο καλός,
φιλότιμος κι εργατικός του πατέρας, ονομαζόταν Πρόδρομος. Η μητέρα του που ήταν
συγγενής του Οσίου Αρσενίου, ονομαζόταν Ευλογία, την έλεγαν και Ευλαμπία.
Διακρινόταν για τη σύνεσή της και την υπομονή της. Ο π. Παΐσιος ήταν το όγδοο
παιδί των γονέων του από τα δέκα που είχαν.
Στη φοβερή και πολύ δακρύβρεκτη
μικρασιατική καταστροφή ο π. Παΐσιος, μωρό στις φασκιές, μεταφέρθηκε στη μητέρα
πατρίδα με πλοίο στον Πειραιά κι από ’κεί στην Κέρκυρα, όπου κατά την πρόρρησή
του εκοιμήθη κι ετάφη ο Άγιος Αρσένιος·
«σαράντα μέρες θα ζήσω στην Ελλάδα
και θα πεθάνω σ’ ένα νησί», είχε πεί, κι από κεί στην Ηγουμενίτσα και τέλος
στην Κόνιτσα της Ηπείρου.
Η ευλαβής μητέρα του
Η μητέρα του π. Παϊσίου, η
ευλογημένη όντως Ευλογία υπήρξε η πρώτη του δασκάλα στον δρόμο του Θεού, στην
ορθόδοξη αληθινή πνευματική ζωή. Τον δίδασκε κυρίως με το βιωμένο της
παράδειγμα την αγία ταπείνωση, την καθαρή ταπείνωση, τη θεοποιό ταπείνωση.
Ακόμη την ευαγγελική εγκράτεια, από μικρό παιδί τη θεαγάπητη απλότητα, τη
χρήσιμη φρονιμάδα, τη φιλότιμη εργασία, τη θεοστήρικτη προσευχή και την
ασκητική νηστεία. Από μικρός ήταν αξιαγάπητος απ’ όλους, για την υπακοή, την
προθυμία και την αγάπη του τη μεγάλη και ατσιγκούνευτη.
Παιδικοί χρόνοι
Οι πρώτες του αναγνώσεις ήταν το
Ευαγγέλιο κι οι βίοι των θεοφόρων Αγίων. Ήθελε όλους να τους μιμηθεί. Από νωρίς
ήθελε να ακολουθήσει τον βίο των Οσίων. Νήστευε, προσευχόταν, κρυβόταν,
αγρυπνούσε, αποσυρόταν και μελετούσε πολύ. Τελείωσε μόνο το Δημοτικό Σχολείο.
Κατόπιν ακολούθησε την τέχνη του ξυλουργού την οποία εξασκούσε με επιμέλεια και
φόβο Θεού, μη παίρνοντας χρήματα από τους πτωχούς και μοιράζοντας ελεημοσύνες
από τα πολύ λίγα έσοδα. Μόλις 15 ετών είχε την πρώτη θαυμαστή εμφάνιση του
Κυρίου στη ζωή του! Ενώ προσευχόταν είδε μπροστά του τον Κύριο να του λέγει:
«Αρσένιε, εγώ ειμι η ζωή και η Ανάστασις. Ο πιστεύων εις εμέ καν αποθάνη
ζήσεται».
Από μικρός ζούσε σαν Μοναχός.
Προετοιμαζόταν για τη μοναχική ζωή, τη ζωή της από μεγάλης αγάπης ολοκληρωτικής
αφιερώσεως κι αφοσιώσεως στον Κύριο. Η γνήσια μικρασιατική λαϊκή ευσέβεια, η
ασκητική παράδοση του μυροβόλου συναξαριστή, οι εγκρατείς αγαθοί γονείς του, το
καθαρό περιβάλλον, οι υγιείς νεανικές συναναστροφές του, έδωσαν μια καρδιά
ηφαίστειου πυρακτωμένου, που έκαιγε από μεγάλη αγάπη προς τον Θεό και τον
άνθρωπο. Ήταν ένας συνετός, σοβαρός, διακριτικός και χαριτωμένος
παιδαριογέροντας, όπως αναφέρεται στο βιβλίο του Οσίου Σάββα του Ηγιασμένου. Συγκερνούσε
το αυθόρμητο στοιχείο του νεανικού ενθουσιασμού και της γεροντικής σοφίας,
πράγμα δύσκολο και σπάνιο. Η ζωή του η ίδια δίδασκε και τους άλλους, μικρούς
και μεγάλους. Αγαπούσε τα μικρά παιδιά πολύ κι αντί για παραμύθια τους έλεγε με
ζέση βίους Αγίων. Προτιμούσε να δίνει παρά να παίρνει, ν’ αδικείται ο ίδιος και
να μην αδικεί ποτέ τους άλλους. Στα δύσκολα χρόνια της κατοχής, το σπίτι του
έγινε πλούσια ελεήμονα πηγή για τους φτωχούς, πεινασμένους, αγαπητούς
συμπατριώτες του. Στον ανταρτοπόλεμο ταλαιπωρήθηκε πολύ, δίχως να καμφθεί η
ειλικρίνειά του, η δικαιοσύνη και η πίστη του. Η νεότητά του διήλθε μέσα στη
φιλοθεΐα, φιλαδελφεία, φιλανθρωπία κι αγαθοεργία. Ο αγαθός χαρακτήρας του
αγαπούσε τα ταπεινά έργα, τους ταπεινούς ανθρώπους, τις ταπεινές σκέψεις. Είχε
φτιάξει μέσα του ένα «εργοστάσιο καλών λογισμών», όπως ο ίδιος αργότερα συχνά
έλεγε. Έτσι ο καλοδιάθετος και καλοπροαίρετος από τις δοκιμασίες και τους
πειρασμούς της ζωής, ωρίμαζε πνευματικά και ωραιοποιείτο ψυχικά.
Στρατιωτική θητεία
Το 1945 πήγε να υπηρετήσει την
Πατρίδα εκπληρώνοντας τη στρατιωτική του θητεία. Τοποθετήθηκε στη θέση των
διαβιβάσεων. Η ειδικότητά του ήταν ασυρματιστής. Χαιρόταν που αντί για όπλο
κρατούσε τον ασύρματο. Ειδικότητα που διατήρησε ισόβια, στέλνοντας συνεχή μηνύματα
στον ουρανό, κάνοντας το κομποσχοίνι όπλο δυνατό κατά του πονηρού διαβόλου.
Χαιρόταν να εξυπηρετεί τους
άλλους. Ορισμένοι στην αρχή τον πέρασαν για αγαθό. Δεν άργησαν όμως να τον
εκτιμήσουν απέραντα. Οι κακουχίες τον ταλαιπώρησαν μα δεν τον έκαμψαν. Έδινε
κουράγιο σε όλους, γινόταν θυσία, προσφορά, δίχως να υπολογίζει τον εαυτό του.
Πέντε χρόνια έμεινε στρατιώτης λόγω των δύσκολων συνθηκών της εποχής και του
ανταρτοπόλεμου. Απολυόμενος του Εθνικού Στρατού, θα ενεγράφετο σ’ ένα άλλο
στράτευμα, ισάγγελο, μοναχικό, ισόβιο που θα τον οδηγούσε στην αγκαλιά του
Θεού, στη μακαρία μοναχική πολιτεία του ιερού Άθωνος, του πανσέβαστου
Περιβολιού της Παναγίας που θα το αγαπούσε υπέρμετρα σε όλη την ωραία κατοπινή
του ζωή.
Στο Περιβόλι της Παναγίας
Σε μια επιστολή του ταπεινά ο
Γέροντας αναφέρει: «Πολύ ταλαιπωρήθηκα ως αρχάριος μέχρι να βρω αυτό που
επιθυμούσα. Φυσικά κανείς δεν μου έφταιξε για να ταλαιπωρηθώ, παρά οι πολλές
αμαρτίες μου (για να εξοφλήσω μερικές), όπως επίσης και η χωριατοσύνη μου ήταν
κι αυτή δεύτερη αιτία για να ταλαιπωρηθώ, που εμπιστευόμουν τον εαυτό μου σ’
όποιον εύρισκα. Ευχαριστώ πολύ τον Θεό για όλα, διότι όλα με ωφελήσανε πολύ…».
Περιέρχεται Σκήτες και Κελλιά αναζητώντας το ευώδες άνθος της αρετής: Στις
Καρυές, στα Καυσοκαλύβια, την Αγία Άννα, στη Νέα Σκήτη κι αλλού.
Επιστρέφει για λίγο στην Κόνιτσα και το 1953 επανέρχεται μόνιμα στο πεφιλημένο
Άγιον Όρος, τον τόπο της θεοφιλούς αρετής, ασκήσεως και αγιότητος.
Στην Ιερά Μονή Εσφιγμένου
Επισκέπτεται τότε και παραμένει
στην αυστηρή Κοινοβιακή Μονή Εσφιγμένου, όπου είχε αγωνιστές πατέρες, με ζέοντα
κατά Θεόν ζήλο. Όπως έλεγε αργότερα ο Γέροντας, πολύ ωφελήθηκε από τη γνήσια
αγωνιστική ζωή τους, πιο πολύ και από τα συναξάρια, από τη σιωπή τους κι όχι
τόσο από τον λόγο τους, από την εγκράτεια και το φωτεινό τους παράδειγμα,
που είναι το καλύτερο βιβλίο.
Υπήρξε πρόθυμος διακονητής και
απέδιδε σε όλα τα διακονήματα που του ανέθεταν: Του παρατραπεζάρη –
βοηθού στην τραπεζαρία, του παραμάγειρα – βοηθού στον φούρνο, του
παραρχοντάρη – βοηθού στον ξενώνα, ξυλουργού και αλλού. Παντού και πάντοτε
πρόθυμος κι αποδοτικός. Πρώτος στην Ακολουθία, πρώτος στη διακονία, αναπαυόμενος
ελάχιστα, αγρυπνώντας ολονύκτια και στις μακρές Ακολουθίες του καθολικού πάντα
όρθιος, προσεκτικός και κατανυκτικός. Οι δαίμονες ενοχλούνταν από τον ταπεινό
του αγώνα και τον ενοχλούσαν με λογισμούς επιστροφής στους δικούς του, πως
είναι τάχα άρρωστοι και τον χρειάζονται, αλλά και οφθαλμοφανείς επιθέσεις. Ο
δόκιμος Αρσένιος με τη χάρη του Παντοδύναμου Θεού, ήταν τολμηρός κι έλεγε στον
δαίμονα: «Να ’ρχεσαι, διότι μου κάνεις καλό. Με βοηθάς να θυμάμαι τον Θεό όταν
τον ξεχνώ και να προσεύχομαι». Έτσι, πού να έμενε ο πειρασμός; Εξαφανιζόταν
αμέσως. Δεν είναι χαζός να προξενεί στεφάνια στον Μοναχό. Οι δαιμονικές
πλεκτάνες είναι συνήθως περίτεχνες, αλλά οι αληθινοί άνθρωποι του Θεού βρίσκουν
παντα τρόπους να τις εξουδετερώνουν και να τις διαλύουν.
Στις 27.3.1954 εκάρη Μοναχός από
τον Ηγούμενο Καλλίνικο κι έλαβε κατά την ρασοευχή το όνομα Αβέρκιος. Ο
πνευματικός του αγώνας μεγάλωσε. Κυρίως εντοπιζόταν στη μέτρια ασκητικονηπτική
μελέτη, στη συνεχή προσοχή κι εγρήγορση, στην αέναη προσευχή και την επιμελή
νήψη. Δεν άφηνε διόλου αυτή τη μυστική εργασία του. Η επιμέλεια στην ασκητική
ζωή είναι κεντρικής σημασίας και αξίας.
Έτσι τον σκίασε η Θεία Χάρη, καθώς
ο ίδιος λέει: «Μια νύχτα, ενώ προσευχόμουν όρθιος, ένιωσα κάτι να κατεβαίνει
από πάνω και να με περιλούζει ολόκληρο. Αισθανόμουν μια αγαλλίαση και τα μάτια
μου έγιναν δύο βρύσες που έτρεχαν συνέχεια δάκρυα. Έβλεπα και ζούσα αισθητά τη
Χάρη». Η απλότητα και περιεκτικότητα της περιγραφής της θείας επισκέψεως, είναι
δηλωτική και της γνησιότητός της. Η αγάπη του όμως η μεγάλη για την ιερά
ησυχία, τη μεγαλύτερη άσκηση και την ερημική ζωή, τον έκανε ν’ αναχωρήσει από
το Μοναστήρι των πρώτων άθλων του με την ευλογία του Ηγουμένου του. Η ησυχία
θέλγει πάντα από νωρίς τους εραστές του Θεού, τους φίλους και πιστούς
ακολούθους του. Αγαπούν το αμέριμνο, το ησύχιο, το αδιάσπαστο.
Μετέβη στην Ιερά Σκήτη Αγίου
Παντελεήμονος – Κουτλουμουσίου στην υπακοή του λίαν εναρέτου Ιερομονάχου
Κυρίλλου, Γέροντος της μικρής και φτωχής Καλύβης των Εισοδίων της Θεοτόκου, του
κατοπινού Ηγουμένου της Μονής Κουτλουμουσίου. Δεν έμεινε όμως πολύ εκεί καθώς
ήθελε, λόγω κάποιου πειρασμού. Αναχωρούσε από τόπο σε τόπο για κάτι καλύτερο
και ευαρεστότερο στον Κύριο. Μετέβη στη Μονή Φιλοθέου, όπου είχε ένα μακρινό
συγγενή του εκεί, τον Ιερομόναχο Συμεών, και ανέλαβε με προθυμία διακόνημα.
Συνέχισε την αυστηρή του άσκηση, την αγρυπνία και προσευχή, πάντα στο πνεύμα
της ταπεινώσεως, αλλά και της δόλιας επιθέσεως των πονηρών πνευμάτων. Συχνά τον
ταλαιπωρούσαν σοβαρά προβλήματα της υγείας του. Ένα διάστημα αναγκάστηκε να
επιστρέψει στην Κόνιτσα για θεραπεία, δίχως να πάει στο σπίτι του, συνεχίζοντας
απαράβατα το μοναχικό του πρόγραμμα. Επιστρέφοντας στη Μονή Φιλοθέου, εκάρη
Μικρόσχημος στις 3.3.1957 κι ονομάσθηκε Παΐσιος, προς τιμήν του Αγίου Μεγάλου
Παϊσίου, όνομα που τίμησε περισσά κι αγαπήθηκε από πολλούς, μα πολλούς
ανθρώπους.
Έγραφε τότε με στίχους στην
αγαπητή του μητέρα: «Διά μητέρα εις το εξής, θα έχω την Παναγίαν να με φυλάξει
αβλαβή απ’ του εχθρού την πανουργίαν. Μάνα μου με κατάνυξιν, στην έρημον εδώ
στην ησυχίαν θα εύχομαι πάντα διά εσέ και δι’ όλην την πολιτείαν».
Αγαπούσε πολύ ο Γέροντας Παΐσιος
τα απλά, καλοκάγαθα κι ενάρετα Γεροντάκια του Αγίου Όρους, για να τα
συμβουλεύεται και μιμείται, όπως τον μακαριστό Γέροντα Αυγουστίνο τον Ρώσο
Κελλιώτη Φιλοθεΐτη, τον θεατή του ακτίστου Θαβωρίου Φωτός και της Παναγίας, τον
ευλαβή ερημίτη Πέτρο, που προείδε το τέλος του κι ήθελε να γίνει υποτακτικός
του κι άλλους πολλούς, που αναφέρει στο ωραιότατο βιβλίο του «Αγιορείται
Πατέρες» που δείχνει την αληθινή εικόνα του αγιοτρόφου αγιότεκνου Άθωνα στα
πρόσωπα των ασκητικών αυτών ιερών μορφών.
Ενώ ζητούσε με πόθο ψυχής ένθεο να
φύγει για την έρημο, η Παναγία τον πήγε στον κόσμο. Την Παναγία τη λάτρευε κι
Εκείνη πολλές φορές τον βοηθούσε στη ζωή του. Η έντονη θεομητροφιλία του είναι
συγκινητική. Της έκανε πάντα υπακοή.
Η Παναγία τον έφερε στο Μοναστήρι
της στο Στόμιο Κονίτσης. Ήταν Αύγουστος του 1958. Με τις ακάματες ενέργειές του
και πάντα με τη βοήθεια της Παναγίας ανακαίνισε το κατεστραμμένο Μοναστήρι της,
με σκληρούς αγώνες, εράνους, προσευχές και θυσίες. Ο ίδιος έγινε φωτεινό
παράδειγμα αληθινού Μοναχού κι ακριβούς χριστιανού για όλους τους προσκυνητές
και τους γύρω κατοίκους που τον σέβονταν υπερβολικά και στο πρόσωπό του έβλεπαν
πιο αληθινή έκφραση του μοναχισμού.
Τον Οκτώβριο του 1958 μετέβη στην
Κέρκυρα, για να κάνει την Ανακομιδή των Λειψάνων του παπά που τον είχε βαφτίσει
στα Φάρασα. Επρόκειτο για τον Όσιο Αρσένιο τον Καππαδόκη. Με τη βοήθεια ενός
φίλου του που ήταν μαζί στον στρατό και του είχε σώσει τη ζωή, με προσευχή κι
ευλάβεια σύναξε τα Τίμια Λείψανα και τα πήρε μαζί του. Αργότερα τα παρέδωσε στο
Μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου Σουρωτής Θεσσαλονίκης, όπου έγιναν
πηγή αστείρευτων θαυμάτων.
Προσπαθούσε διακριτικά στο Στόμιο
και τη φιλοξενία να διατηρεί και το αυστηρό μοναχικό του πρόγραμμα να μη χαλά.
Συχνά έφευγε και κρυβόταν σε σπηλιές για πιο απερίσπαστη προσευχή. Ενδιαφερόταν
όμως και για τους φτωχούς κι ανήμπορους των γύρω χωριών και τους βοηθούσε
ποικιλότροπα. Φρόντιζε επίσης για την ψυχική σωτηρία των ανθρώπων που
ο Θεός του έφερε κοντά του. Με ζήλο και διάκριση έδιωξε τους ευαγγελικούς
από την Κόνιτσα και τους μακρακιστές. Επίσης μετά από κατήχηση βάπτισε μερικούς
μουσουλμάνους. Η αγάπη του για την ορθόδοξη πίστη ήταν απεριόριστη.
Ο Θεός για τον υπεύθυνο, φιλότιμο
και μόνιμο αγώνα του, τον ενίσχυε κατά καιρούς με θείες παρακλήσεις, εξαίσιες
παρηγοριές και οράματα. Ο Γέροντας ήταν πάντα προσεκτικός κι έλεγε:
«Χρειάζονται τα οράματα, και από τον Θεό να είναι, να μην τα παραδεχόμαστε
εύκολα. Και ο Θεός τρόπον τινά χαίρεται, διότι έτσι δείχνουμε ταπείνωση και
προσοχή, που ζητά από μας. Γνωρίζει εκείνος μετά να μας δείξει αυτό που θέλει
και να μας διδάξει με άλλον τρόπο». Αυτή είναι η πραγματική διάκριση, η
μεγαλύτερη αρετή κατά τον Αββά Ποιμένα.
Η μεγάλη αγάπη του Γέροντα προς
Θεό και άνθρωπο, εξαπλώνονταν και σε όλη την κτίση. Είχε πιάσει φιλία μ’ ένα
ελάφι του δάσους κι ερχόταν και το τάιζε με τα χέρια του. Το ίδιο και με μια
αρκούδα. Στον απαθή ημερεύουν και τα θηρία, όπως τον Όσιο Γεράσιμο τον
Ιορδανίτη που είχε φιλία μ’ ένα λιοντάρι και τον Άγιο Σεραφείμ του Σάρωφ με μια
αρκούδα. Η αληθινή του αγάπη για την ησυχία τον έκανε να τρέχει σαν ελάφι
μακρυά από τον κόσμο. Η αγάπη του για τον Θεό τον έκανε στο τέλος του
Σεπτεμβρίου του 1962 να μεταβεί σ’ ένα άλλο Άγιον Όρος. Στο θεοβάδιστο Όρος
Σινά του Θεόπτη Προφήτη Μωυσή και της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Αικατερίνης. Πήρε
ευλογία να ασκητέψει στα ασκητήρια των Οσίων Γαλακτίωνος και Επιστήμης με
υπεράνθρωπη άσκηση. Ο Όσιος Εφραίμ ο Σύρος λέγει: «Μοναχός ακτήμων αετός
υψιπέτης». Ένας τέτοιος θαρραλέος αγωνιστής του πνεύματος ήταν ο π. Παίσιος.
Ένα μικρό κονσερβοκούτι, του ήταν κατσαρόλα, μπρίκι, ποτήρι και παγούρι.
Πλούτος η πενία, αναφαίρετη περιουσία η ελευθερώτρια ακτημοσύνη. «Μακάριοι
όντως οι μηδέν έχοντες και τα πάντα κατέχοντες», που θεωρούν τα πάντα «σκύβαλα
ίνα Χριστόν κερδίσουν».
Έφτιαχνε μικρά ξυλόγλυπτα
εργόχειρα και τα ’δινε στο Μοναστήρι και με τα χρήματα αγόραζε πράγματα
για τους Βεδουίνους και ιδιαίτερα για τα φτωχά και πεινασμένα βεδουϊνάκια.
Ζούσε για τους άλλους. Στην τραχειά Σιναΐτικη έρημο ήταν πολλές και περίτεχνες
οι δαιμονικές παγίδες. Με τη Χάρη του Θεού και την ταπείνωσή του τις νίκησε
όλες. Τη μοναξιά και την ακηδία νικούσε με το κομποσχοίνι. Για παρηγοριά είχε
τα πουλιά της ερήμου και για παρέα τ’ άγρια θηρία που ημέρευαν κοντά του.
Αργότερα έλεγε πως «στο Σινά έζησα μεγαλύτερες καταστάσεις με άλλο τρόπο, απ’
ότι στο Άγιον Όρος». Έζησε μυστικά τη θέα των αθεάτων, τη χαρμονή της θέας του
Θεού, τη φοβερή Μωϋσιακή θεοπτία στις σχισμές των βράχων, τις μακρές νύχτες,
τις ολονύχτιες στάσεις, τις πυρφόρες αναβάσεις, τις θεϊκές ανατάσεις.
Επανερχόμενος στο πανσέβαστο Άγιον
Όρος κατευθύνθηκε στην Ιβηρίτικη Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου – Ιβήρων τον Μάιο
του 1964. Στην παλαιά Καλύβη των Αγίων Αρχαγγέλων που επισκευάζει, συνεχίζει
τον τίμιο και φιλόθεο και υπεύθυνο αγώνα του. Γράφει σε επιστολή του: «Αργότερα
σκέπτομαι να κάμω καλυβούλες ανά εκατό μέτρα διά τους αδελφούς, διά να υπάρχει
το μαζί όλοι και το ξεχωριστά όλοι, διότι έχω ζήσει όλες τις ζωές και είδα στην
ησυχία το καταστάλαγμα». Έτσι κι έγινε. Μαζί και χωριστά. Με όλους φίλος και με
όλους ξένος κατά τον εξαίσιο Αββά Ισαάκ τον Σύρο, που πολύ μελετούσε και
αγαπούσε.
Πνευματικό του είχε τον
πνευματοφόρο παπα-Τύχωνα τον Ρώσο, για τον οποίο αργότερα δίκαια έγραψε πολλά
άξια και επαινετικά λόγια, από τον οποίο κι έγινε Μεγαλόσχημος στις αρχές του
1966 στο Σταυρονικητιανό Κελλί του Τιμίου Σταυρού. Παρότι δεν έχει καλή υγεία,
ασκείται συνεχώς θεοφιλώς. Ζητά επίμονα να κρύβεται, να αγρυπνεί, να προσεύχεται
για ζώντες και κεκοιμημένους, κυρίως για κεκοιμημένους, να αισθάνεται μια
μεγάλη χαρά. «Η ουράνια χαρά είναι ένα άλλο πράγμα. Είναι ενέργεια της Θείας
Χάριτος» έλεγε. Εκεί τον πρωτογνωρίσαμε το 1972, όπου μας κράτησε για ώρες να
μας μιλά ακούραστα για τον Θεό, την Παναγία, τους Αγίους…
Πολύ τον ωφέλησε συχνά –έλεγε– η
ασθένεια. Κυρίως έπασχε από σοβαρή νόσο των πνευμόνων, για την οποία
εγχειρίσθηκε κι έμεινε πολλούς μήνες στο νοσοκομείο, απ’ το οποίο εξήλθε με
μισό πνεύμονα. Τότε συνδέθηκε με κάποιες νέες, οι οποίες αργότερα ίδρυσαν το
Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου της Σουρωτής Θεσσαλονίκης.
Επιστρέφοντας ο Γέροντας στο Άγιον Όρος, άφησε την αγαπητή Σκήτη των Ιβήρων και
πορεύθηκε σε πιο ξηρό κλίμα.
Κατευθύνθηκε στα εράσμια, τα
πάντερπνα και ησυχαστικά Κατουνάκια και κατοίκησε σ’ ένα φτωχικό ξεροκάλυβο,
συνδεόμενος με τους εκεί ταπεινούς ασκητές, τους οποίους φρόντιζε σε ό,τι
είχαν ανάγκη. Οι κλέφτες δεν είχαν κάτι να του κλέψουν, γιατί δεν είχε τίποτε.
Έκρυβε τα δάκρυά του, τη νηστεία και την αρετή του, προσποιούμενος τον
πολύφαγο, και οινοπότη. Προσευχόμενο τον έλουζε το Άκτιστο Φως κι έλεγε
χαρακτηριστικά· «και με κλειστά τα μάτια το βλέπει κανείς, και με ανοιχτά, και
τη νύχτα με το σκοτάδι και την ημέρα με τον ήλιο». Πρόκειται οπωσδήποτε για ένα
άλλο Φως, υπερουράνιο, χαροποιό, θεϊκό, θαβώρειο, των ακτίστων ενεργειών της
Τρισαγίου και Παμφαούς Θεότητος.
Στη μονή Σταυρονικήτα και στο
Κελλί του Τιμίου Σταυρού
Τον Αύγουστο του 1968 πήγε να
βοηθήσει στην επάνδρωση και κοινοβιοποίηση της Μονής Σταυρονικήτα. Τον επόμενο
μήνα εκοιμήθη ο λίαν ενάρετος Γέροντάς του παπα Τύχων, που προαισθάνθηκε το
τέλος του, κι εγκάρδια του έδωσε την ευλογία του να κατοικήσει στο ταπεινό του
οίκημα, στο Κελλί του Τιμίου Σταυρού. Από εκεί έγραφε σ’ επιστολή του:
«Βρίσκομαι στη γλυκειά μου ησυχία (που από μόνη της είναι μυστική προσευχή)…
εύχεσθε να αφανισθώ μάλλον παρά να εμφανίζομαι, διότι μόνον τότε θα εκτελέσω
τον προορισμό μου. Είναι αλήθεια ότι όταν αφανίζωμαι τότε νοιώθω τον εαυτό μου
να βρίσκεται κοντά στον ταλαιπωρημένο κόσμο». Πρόκειται για την «ένδοξη αδοξία»
κατά τον Άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, τη φίλη όλων των Αγίων, την όντως γλυκειά
ιερά ησυχία. Ενώ στην αρχή απαντούσε σχεδόν σε όλες τις επιστολές, κατόπιν
κουράστηκε και τις απαντήσεις τις έστελνε προσευχόμενος για τον κάθε
επιστολογράφο του. Όπως και για τα σημειώματα που άφηναν οι επισκέπτες στην
εξώθυρά του με διάφορα πονεμένα αιτήματά τους. Ο πολύς κόσμος τον κούραζε, αλλά
υπέμενε και προσπαθούσε όλους να τους βοηθήσει που είχαν τόσες ανάγκες και τους
λυπόταν η φιλεύσπλαχνη καρδιά του, που ήθελε να την κόψει κομματάκια, αν
μπορούσε, να τη μοιράσει αντίδωρο στους αναγκεμένους.
Ο Θεός τον παρηγορούσε και τον
βοηθούσε με θαυμαστές φωταψίες, που τον έσωζαν από τα ασέληνα σκοτάδια της
νυχτας και τους πολλούς κινδύνους του δάσους, αλλά και με τις εμφανίσεις
προσφιλών Αγίων, όπως του φιλτάτου του ίδιου του Χριστού. «Θα άξιζε να
αγωνίζεται κανείς χίλια χρόνια, για να δεί αυτή την ωραιότητα…». Ο
Γέροντας αγαπούσε την παράδοση κι ευθαρσώς αντιδρούσε στους εκκλησιαστικούς
νεωτερισμούς. Σ’ ένα παπά που υποστήριζε την αφαίρεση του ράσου, του έδωσε ένα
καρπό λέγοντας· «παπάς αράσοτος ίσον άσωτος». Τον Ιερέα τον ήθελε πάντα
ταπεινό, σεμνό, ευλαβή, κατανυκτικό, διδακτικό και σιωπώντα κι έτρεφε μεγάλη
εκτίμηση σε όλους τους Ιερείς, στους οποίους έβαζε εγκάρδια μετάνοια.
Γράφοντας τον βίο του Οσίου
Αρσενίου, επεθύμησε να επισκεφθεί την ιδιαιτέρα πατρίδα του. Τα Φάρασα δυστυχώς
τα βρήκε πολύ διαφορετικά απ’ ό,τι του τα είχαν περιγράψει οι δικοί του. Δεν
είχαν την παλιά αρχοντιά τους. Οι Ναοί ήταν τζαμιά και σταύλοι. Σαν να μην
αγαπούσαν οι άνθρωποι τον τόπο, να μην ήταν δικός τους. Άλλοτε πήγε στη μακρινή
Αυστραλία. Το πέρασμά του ήταν για πολλούς μεγάλη ευλογία, επίσκεψις
Αγίου. Πήγε προσκύνημα στα Ιεροσόλυμα και το Σινά, να θυμηθεί τους παλαιούς του
αγώνες.
Ο Γέροντας ήταν αληθινά
χαρούμενος, χαριτωμένος και χαριτολόγος. Ανέπαυε τους πονεμένους με λόγια
εγκάρδια, με επιτυχημένα παραδείγματα και μερικές φορές και με έξυπνα αστεία,
για να διώξει την κατήφεια και τη στενοχώρια των ανθρώπων. Είχε μια καθαρή
γνησιότητα, λεβέντικη ντομπροσύνη και πλούσια χάρη.
Στο Κελλί της Παναγούδας
Μετά δεκαετή περίπου υπομονετική
άθληση στο Κελλάκι του Τιμίου Σταυρού, μετέβη στο Κελλί της Παναγούδας, κοντά
στη Μονή Κουτλουμουσίου, απέναντι από τη Σκήτη του Αγίου Παντελεήμονος, όπου
έμελλε να γίνει νέα Σιλωάμ πολλών ψυχοσωματικών ασθενειών. Πάλι εδώ οράματα και
θείες αποκαλύψεις. Του παρουσιάσθηκαν οι Άγιοι Παντελεήμων και Λουκιλλιανός.
Στον Άγιο Παντελεήμονα είχε ιδιαίτερη ευλάβεια. Στην Εικόνα του τη θαυματουργή
της Σκήτης, έλεγε σ’ έναν Μοναχό, πως «είναι ίδιος ο Άγιος», αφού τον είχε δεί
ζωντανά. Επίσης του εμφανίσθηκε ο Άγιος Βλάσιος Σκλαβαίνων Αιτωλοακαρνανίας και
η Παναγία, που του είπε να δέχεται τον αναγκεμένο κόσμο.
Ο κόσμος καθημερινά αυξανόταν.
Ζούσε για να προσφέρεται και να θυσιάζεται, δίχως να υπολογίζει τον φιλάσθενο
εαυτό του. Οι άνθρωποι είχαν πολλά και μεγάλα προβλήματα κι έκαμπταν την πολλή
του αγάπη. Όλους τους έπαιρνε καθημερινά στην προσευχή του, μνημόνευε
ικετευτικά χιλιάδες ονόματα που τους είχε κατά κατηγορίες: Καρκινοπαθείς,
καρδιοπαθείς, τοξικομανείς, τραυματίες τροχαίων ατυχημάτων κ.λπ. Το
νοσηλευτήριό του ήταν πάντα γεμάτο!
Ιδιαίτερα προσευχόταν για τους
κεκοιμημένους. «Αυτοί έχουν πιο πολλή ανάγκη, έλεγε. Δεν μπορούν να κάνουν
τίποτε για τον εαυτό τους. Σε μας ελπίζουν». Κάποτε που πήγε ένας Μοναχός να
του εκμυστηρευθεί τον λογισμό του για την ιεραποστολή στον κόσμο, του είπε:
«Πάτερ μου, αν καθήσεις στο Κελλί σου κι ένα κολασμένο τον πας πιο πάνω με το
κομποσχοίνι σου, είναι προτιμότερο από το να χορτάσεις χιλιάδες φτωχούς».
Άλλοτε που τον επισκεφθήκαμε είπε στον συνοδό μου, που του ζήτησε να
προσεύχεται για τον πρόσφατα κοιμηθέντα αδελφό του: «Τον μνημονεύω. Κάθε βράδυ
από δω φεύγει μια αμαξοστοιχία και αφού πάει που πάει, δεν την αφήνω άδεια.
Έτσι λέω Γεωργίου και όλοι οι Γεώργιοι, Μαρίας και όλες οι Μαρίες, Σπυρίδωνος
και όλοι οι Σπυρίδωνες…». Ήταν ένας έξυπνος και σπουδαίος σταθμάρχης, με μια
αστάθμευτη αμαξοστοιχία όλο πόνο και αγάπη υπέρ ζώντων και κεκοιμημένων…!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου