Ὁ διδάσκαλος Γρηγόριος, Ἕλληνας τὴν
καταγωγή, γεννήθηκε τὸ 1799 καὶ ἦταν γόνος πλουσίων ἐμπόρων. Δεκαεπταετὴς
ξεκίνησε γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἔμεινε κατ’ ἀρχὰς ἐπὶ μία τριετία κοντὰ σὲ
Γέροντα, στὸ πατριαρχικὸ Κελλὶ τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου (φωτογραφία), τὸ ὁποῖο σήμερα εἶναι ἡ
ῥωσικὴ Σκήτη τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου τοῦ Σεραγιοῦ. Κατόπιν πῆγε στὸ Κελλὶ τοῦ Ὁσίου
Εὐθυμίου ποὺ ἀνήκει στὸ Ῥωσικό, στὸν Πνευματικὸ π. Μάξιμο, μὲ τὸν ὁποῖο ἔζησε
ἕνα ἔτος.
Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἄρχισε ἡ ἑλληνικὴ
ἐπανάστασις, ὁ δὲ Γρηγόριος ἀνεχώρησε ἀπὸ τὸν Ἄθωνα γιὰ τὸν Μοριᾶ, ὅπου
ἐνεγράφη στὴν Ἱερατικὴ Σχολή. Ὅταν ἡ ἐπανάστασις προχωροῦσε πρὸς τὸ τέλος,
ἑτοιμάσθηκε πάλι γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος.
Ἀλλά, ἐπειδὴ ἀκόμη ὑπῆρχαν Τοῦρκοι, ἔμεινε
δύο χρόνια στὴν Θεσσαλονίκη καὶ σπούδασε στὴν Σχολὴ ποὺ τότε εἶχε ἀνοίξει. Στὸν
Ἄθωνα ἐπέστρεψε τὸ 1835.
Σύντομα ἔγινε ῥασοφόρος στὴν Μονὴ
Ἁγίου Παντελεήμονος, ὅπου ἔζησε τρία ἔτη. Ἐν συνεχείᾳ πῆγε σὲ Καλύβη τῆς Μικρᾶς
Ἁγίας Ἄννης, ὅπου ἔμεινε ἄλλα τέσσερα, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴν Καψάλα γιὰ ἄλλα ἑπτὰ
ἔτη. Τότε ἔλαβε τὸ Σχῆμα στὸ χιλανδαρινὸ Κελλὶ Πατερίτσα ἀπὸ τὸν γνωστὸ Γέροντα
Νεόφυτο, ποὺ ἀσκήτευε στὴν σπηλιὰ τοῦ Ὁσίου Ἀθανασίου. Γιὰ νὰ εἶναι πλησιέστερα
στὸν Γέροντά του, ὁ π. Γρηγόριος μετοίκησε σὲ κάποιο Κελλὶ στὴν Βίγλα, ὅπου
ἔζησε ὣς τὸν θάνατό του. Τὸ Κελλί του, ὅπως καὶ τὰ ἐνδύματά του, ἦταν τόσο
πενιχρό, ὥστε ἐσωτερικῶς ἔμοιαζε μὲ σταῦλο.
***
Ἀπὸ τὶς σημειώσεις τοῦ π.
Παντελεήμονος, ὁ ὁποῖος ἐπισκέφθηκε τὸν π. Γρηγόριο περὶ τὸ ἔτος 1870.
-Τὸ νὰ ζῆ κανεὶς ἐκτὸς Μοναστηριοῦ,
σὲ Κελλί, εἶναι πολὺ καλό, ἀλλὰ πρέπει νὰ καλλιεργῆται ἡ νοερὰ προσευχή.
Σύμφωνα μὲ τοὺς Πατέρες, κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ κανόνος πρέπει νὰ ἐγκαταλείπεται
ἡ μελέτη χάριν τῆς προσευχῆς, ἐκτὸς ἐὰν χρειάζεται νὰ ξεκουρασθῆ ὁ νοῦς, ὅταν
ἐξαντληθῆ ἀπὸ τὴν ἔνταση τῆς καταστάσεως τῆς προσευχῆς· μπορεῖ τότε νὰ διαβασθῆ
ἕνα κάθισμα ἀπὸ τὸ Ψαλτήρι ἢ κάτι ἄλλο ποὺ ἀναζωογονεῖ τὸ πνεῦμα, καὶ ἐν
συνεχείᾳ νὰ ἀφοσιωθῆ ὁ ἄνθρωπος πάλι στὴν προσευχή. Εἶναι ἀνάγκη νὰ γίνει
κατανοητό, ὅτι τοὺς καρποὺς ἀποδίδει ἡ ἀδιάλειπτος εὐχή, ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ
ἀντικαταστήσει ὅλους τοὺς κανόνες καὶ τὶς προσευχές.
Μόνο μὲ τὸν κανόνα ὁ ἄνθρωπος δὲν
μπορεῖ νὰ ἀποκτήσει ταπείνωση, δάκρυα, τρυφερότητα, ἀγάπη, ὁπότε μένει ἄκαρπος.
Ἐπίσης, ἡ πολλὴ μελέτη σκορπίζει τὸν νοῦ, ἐνῶ ἡ προσευχὴ τὸν συγκεντρώνει. Μαζὶ
μὲ τὴν προσευχὴ λοιπὸν πρέπει νὰ ὑπάρχει ἐγκράτεια, ταπείνωσις, ἀγάπη πρὸς τὴν
ἀδελφότητα καὶ διαρκὴς προσοχή· σ’ αὐτὸ εὑρίσκεται ἡ ἐγγύησις τῆς ἐπιτυχίας. Ἂν
ὁ ἄνθρωπος ἀσκῆται στὴν προσευχὴ καὶ προσπαθῆ νὰ εὑρίσκεται στὴν ὑπηρεσία τῶν
ἄλλων δὲν ἔχει ὅμως ταπείνωση καὶ ἀγάπη, μάταιοι εἶναι ὅλοι οἱ κόποι καὶ οἱ
ἀγῶνες. Ἡσυχάζοντας κανεὶς στὸ κελλί του, πρέπει νὰ καταπονῆται χάριν ὅλων καὶ
ἐσωτερικῶς καὶ ἐξωτερικῶς.
***
-Στὴν τράπεζα πρέπει νὰ τρῶς τόσο,
ὥστε, ὅταν σηκώνεσαι, νὰ μπορῆς νὰ προσεύχεσαι. Ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴ τροφὴ ὁ νοῦς
σκοτίζεται, σὲ καταλαμβάνει νωθρότης καὶ δὲν μπορεῖς νὰ ἀφοσιωθῆς στὴν
ἀπερίσπαστη προσευχή· ἐπίσης, ἀπὸ τὴν πολλὴ τροφὴ ἀνάβουν τὰ σαρκικὰ πάθη. Σὲ
ταξίδι ἢ δύσκολη ἐργασία μπορεῖς νὰ τρῶς ὥσπου νὰ χορτάσεις· ἀλλά, ὅταν
εὑρίσκεσαι στὴν ἡσυχία, πρέπει νὰ ἐγκρατεύεσαι. Σὲ περίπτωση σωματικῆς
ἀδυναμίας ὁ ἡλικιωμένος μπορεῖ νὰ πίνει καθημερινῶς δύο ἢ τρία ποτηράκια κρασί.
***
-Ἀπὸ τὴν προσευχὴ ἀποκτῶνται τὰ
δάκρυα, ἡ πραότης καὶ οἱ ὑπόλοιπες ἀρετές. Οἱ ἅγιοι Πατέρες χαρακτηρίζουν τὴν
προσευχὴ ὡς ἑξῆς: δοξολογία, εὐχαριστία, ἐξομολόγησις καὶ παράκλησις. Ἐγὼ λέω
τρεῖς φορές: «Δόξα Σοι, ἀπρόσιτε, παντοδύναμε, ἀγαθὲ Δημιουργὲ τῶν ἁπάντων!»
καὶ συνεχίζω μὲ εὐχαριστία: «Σ’ εὐχαριστῶ Θεέ μου, γιὰ ὅ,τι Σὺ μοῦ ἔδωσες ἀπὸ
τὴν νεότητά μου ὣς τώρα, γιὰ ὅσα γνωρίζω ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅσα δὲν γνωρίζω». Κατὰ
τὸν ἴδιο τρόπο εὔχομαι τρεῖς φορές. Ἐν συνεχείᾳ ἐξομολογοῦμαι, ἀλλὰ αὐτὸ τὸ
κάνω συχνότερα: «Σὲ πίκρανα, ἀγαθὲ Κύριε, μὲ ὅλα τὰ ἁμαρτήματά μου». Στὸ τέλος
παρακαλῶ γιὰ βοήθεια, γιὰ ἔλεος, γιὰ νὰ μὲ στηρίζει ὁ Θεὸς στοὺς ἀγῶνες κατὰ
τῶν πειρασμῶν τοῦ ἐχθροῦ, ἰδιαιτέρως ὅμως προσεύχομαι νὰ μοῦ δώσει ὁ Κύριος
ἔλεος.
***
Ὁ μέγας Ἀββᾶς Μακάριος ἔλεγε: «Ἂν
κάποιος ζοῦσε ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἀδὰμ ἕως τὴν τελευταία ἡμέρα τοῦ κόσμου καὶ ἐπὶ
πλέον ἂν ἡ ζωή του ἦταν γεμάτη ἀπὸ τοὺς μεγαλυτέρους ἄθλους, ὅπως τοῦ Μεγάλου
Ἀντωνίου καὶ τῶν ὑπολοίπων Ἁγίων, ἀκόμη καὶ τότε τίποτε σχεδὸν δὲν θὰ εἶχε
ἐπιτελέσει ἀντάξιο τῆς δόξης ποὺ μᾶς ἀναμένει στὴν αἰώνια Βασιλεία».
Ἂν ζούσαμε σὲ τοῦτον τὸν κόσμο 60 ἢ
καὶ περισσότερα χρόνια καὶ μὲ αὐστηρότερες ἀσκήσεις, αὐτὰ δὲν θὰ ἐσήμαιναν
τίποτε σὲ σχέση μὲ τὴν μακαριότητα τῆς αἰωνιότητος. Αὐτὸς ὁ κόσμος,
συγκρινόμενος μὲ τὸν μέλλοντα ποὺ θὰ εἶναι ἀτελεύτητος, ἀποτελεῖ ἁπλῶς μία
στιγμή.
***
-Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέει ὅτι ὁ
Κύριος μᾶς σώζει κατὰ χάριν καὶ ὄχι κατὰ τὰ ἔργα· ὀφείλουμε ὅμως νὰ τηροῦμε τὶς
ἐντολές, διότι «πίστις χωρὶς τῶν ἔργων νεκρά ἐστι», τὰ δὲ καλὰ ἔργα ζωοποιοῦν.
Ὁ Κύριος ἐπιθυμεῖ νὰ ἐγκαταλείψουμε τὴν ἁμαρτία, εἶναι δὲ ἕτοιμος νὰ μᾶς
βοηθήσει· γι’ αὐτὸ μᾶς ἔχουν δοθῆ καὶ οἱ ἐντολές, γιὰ νὰ μὴν ἁμαρτάνουμε. Ἡ
παρθενία, ἐπὶ παραδείγματι, εἶναι μεγάλη ἀρετή, ἐνῶ ἡ πορνεία ἁμαρτία. Ἂν δὲν
ἀγωνιζόμεθα ὅμως καὶ δὲν ἔχουμε ἐγκράτεια, ἂν δὲν προσευχόμεθα καὶ δὲν
προσέχουμε, τότε ἡ ἁμαρτία θὰ μᾶς νικήσει καὶ θὰ πέσουμε στὴν πορνεία. Ἐπίσης,
ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι μεγάλη ἁμαρτία, ἐνῶ ἡ ταπείνωσις μεγάλη ἀρετή· καὶ ἂν δὲν
ἀγωνισθοῦμε, δὲν θὰ ἀποκτήσουμε τὴν ταπείνωση οὔτε βεβαίως καὶ τὶς ἄλλες
ἀρετές, καὶ δὲν θὰ ἀποφύγουμε τὴν ἁμαρτία.
***
-Πρέπει νὰ ἀγαποῦμε ὅλους τοὺς
ἀδελφούς, καὶ αὐτοὺς ποὺ μᾶς πληγώνουν ἢ μᾶς ἐνοχλοῦν, καὶ ποτὲ νὰ μὴν
θυμώνουμε μὲ κανέναν.
***
-Οἱ διδάσκαλοι τῶν μοναχῶν, οἱ
ἅγιοι Πατέρες, λέγουν: Μία ὥρα νὰ προσεύχεσθε μὲ τὸν νοῦ καὶ ἐν συνεχείᾳ νὰ
διαβάζετε τὰ κεφάλαια περὶ νήψεως ἀπὸ διάφορα πατερικὰ βιβλία: Φιλοκαλία, Εὐεργετινό,
Ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, Ἀββᾶ Ἰσαὰκ Σύρο καὶ ἄλλα, ἐπειδὴ μὲ τὴν μελέτη τῶν
Πατέρων ὁ ἄνθρωπος ἐνδυναμώνεται. Ἔπειτα, ἡ ἐνασχόλησις μὲ τὴν καρδιακὴ
προσευχὴ καὶ ἡ παραμονὴ στὴν εὐχὴ γιὰ ὅσο τὸ δυνατὸν μεγαλύτερο διάστημα
ἀποφέρει ὡς καρποὺς τὰ δάκρυα, τὴν τρυφερότητα, τὴν ταπείνωση, τὴν ἀγάπη καὶ
ἄλλες ἀρετές.
***
-Οἱ ἅγιοι Πατέρες ὁρίζουν οἱ
ἀκολουθίες τῶν ὡρῶν νὰ γίνονται μὲ συγκεκριμένο ἀριθμὸ κομποσχοινιῶν. Ἔτσι,
ὑπολογίζοντας τὸν χρόνο, εἶναι κανεὶς δυνατὸν νὰ ὁρίσει γιὰ τὸν ἑαυτό του τὸν ἀνάλογο
κανόνα καὶ νὰ ἀσχοληθῆ μὲ τὴν νοερὰ καρδιακὴ προσευχή. Ὁ ἀρχάριος μπορεῖ νὰ
κρατᾶ τὸ κομποσχοίνι στὸ χέρι, ἐπειδὴ αὐτὸ κατὰ κάποιον τρόπο τὸν κρατᾶ
ἄγρυπνο· χωρὶς κομποσχοίνι, εὔκολα ὑποπίπτει στὴν νωθρότητα ἢ στὴν ὑπνηλία.
***
-Μὴν ζητεῖτε καὶ μὴν παρακαλεῖτε νὰ
σᾶς δώσει ὁ Θεὸς δῶρα. Αὐτὸς γνωρίζει πότε καὶ τί πρέπει νὰ δώσει. Τὴν χάρη τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος ὁ Κύριος τὴν δίδει σὲ ὁρισμένους τώρα, σ’ αὐτὴν τὴν ζωή, σὲ
ἄλλους τὴν στιγμὴ τοῦ θανάτου καὶ σὲ ἄλλους μετὰ τὸν θάνατο. Ἔργο μας εἶναι νὰ
προσευχώμεθα συχνά. Ὅσοι προσπαθοῦν ἀλλὰ τίποτε δὲν λαμβάνουν, δὲν πρέπει νὰ
ἀμφιβάλλουν καὶ νὰ ἀπογοητεύονται. Καὶ αὐτοὶ θὰ βραβευθοῦν γιὰ τὸ κοπιαστικό
τους ἔργο. Ὅποιος ὅμως ζητεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ δῶρα, ἐπισύρει τὴν ὀργή του!
***
-Ἂν ὁ ἄνθρωπος κατὰ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς
βλέπει φῶς ἢ κάτι παρόμοιο, δὲν πρέπει νὰ στρέφει τὴν προσοχή του σ’ αὐτά,
ἐπειδὴ ὁ ἐχθρὸς μετασχηματίζεται καὶ σὲ ἄγγελον φωτὸς ἢ παίρνει τὴν μορφὴ τοῦ
ἰδίου τοῦ Θεοῦ.
***
-Γιὰ νὰ ἀνοιχθῆ ἡ καρδιά,
ἀπαιτεῖται χρόνος. Συνεχῶς συμβαίνουν ἀλλαγές· ἔρχονται δύσκολες στιγμές· ἀλλά,
ἂς ὑπομείνουμε, γνωρίζοντας ὅτι θὰ ἔλθει καὶ καιρὸς παρηγορίας.
***
Ἀπὸ τὴν ἀδιάκοπη μελέτη τοῦ ἑαυτοῦ
του καὶ τὴν συνεχὴ ἐνασχόληση μὲ τὴν καρδιακὴ εὐχή, ὁ Γέροντας κρατοῦσε πάντα
τὸ κεφάλι σκυμμένο, ὥστε τὸ πηγούνι του ἀκουμποῦσε στὸ στῆθος. Ἀκόμη καὶ κατὰ
τὴν διάρκεια συζητήσεων δὲν ἄλλαζε τὴν συνηθισμένη του στάση. Σπανίως σὲ κάποια
ἐντονώτερη ἔκφραση ἢ σὲ περίπτωση ἐρωτήσεως μὲ τὴν ὁποία τελείωνε μερικὲς φορὲς
τὴν ὁμιλία του –σήκωνε γιὰ λίγο τὸ κεφάλι, σὰν νὰ ἐξήταζε ἂν κατανοήσαμε τὰ
λόγια του.
***
Σχετικὰ μὲ τὸ θέμα τῶν ἐπισκέψεων
στοὺς μοναχούς, ὁ π. Γρηγόριος ἔλεγε:
-Ἂν κάποιοι ἔρχονται γιὰ νὰ
ἀκούσουν λόγο Θεοῦ ἢ γενικῶς γιὰ τὴν ὠφέλεια τῆς ψυχῆς, αὐτοὺς πρέπει νὰ τοὺς
δέχεται κανείς, ἐπειδὴ ὁ χρόνος ποὺ θυσιάζουμε δὲν πάει χαμένος· ὁ Κύριος θὰ
τὸν ἀναπληρώσει. Ἂν ὅμως ἔρχονται γιὰ νὰ ἀερολογοῦν ἢ νὰ ἐξετάζουν τὶς
μοναστηριακὲς ἐργασίες, πρέπει νὰ τοὺς ἀπομακρύνουμε. Ὁ Ἀββᾶς Ἰσαὰκ ὁ Σύρος σὲ
τέτοιους συνιστᾶ νὰ λέμε: «Ἔχω υἱοθετήσει κανόνα καί, ἂν δὲν τὸν τηρήσω, ἐπέρχεται
ταραχὴ στὴν ψυχή μου· γι’ αὐτό, πάτερ, σὲ παρακαλῶ, ὅταν ἔρχεται ἡ ὥρα τοῦ
κανόνος μου, συμπροσευχήσου λίγο μαζί μου».
Ἂν ὁ ἐπισκέπτης δείξει ὅτι δὲν ἔχει
σκοπὸ νὰ φύγει, κράτησέ τον καὶ πρότεινε νὰ προσευχηθῆ μαζί σου. Αὔξησε τότε
τὸν κανόνα σου, δύο ἢ καὶ τρεῖς φορὲς περισσότερο ἀπὸ τὸν συνηθισμένο, καὶ τὴν
ἑπόμενη φορὰ δὲν θὰ σὲ ἐνοχλήσει πιά.
***
Τὸ ἔτος 1871 –γράφει ὁ π.
Παντελεήμων- ἔτυχε νὰ ἐπισκεφθῶ τὸν Γέροντα Γρηγόριο μαζὶ μὲ ἕνα πολὺ γνωστὸ
λαϊκό, ὁ ὁποῖος λόγῳ τῆς οἰκογενειακῆς του καταστάσεως εἶχε ἰδιαίτερα
ἐρωτήματα. Ὁ Γέροντας μᾶς εἶπε τὰ ἑξῆς:
-Μερικὲς φορὲς μᾶς ἔρχεται ἀσθένεια
ἐξ αἰτίας ἁμαρτίας, ἀλλὰ κάποτε καὶ κατὰ παραχώρησιν Θεοῦ, γιὰ νὰ ἀποκτήσουμε
μέσῳ αὐτῆς τὴν αἰωνία μακαριότητα.
-Νὰ προσέχετε πολύ, ὥστε νὰ μὴν
δέχεσθε καμμία διαβολικὴ προσβολή. Ὁ διάβολος ἀσταμάτητα προσπαθεῖ νὰ βάλη στὸν
νοῦ μας λογισμοὺς γιὰ κάποιο ἄνομο ἔργο μὲ διάφορες ἀφορμές, ὅπως ἐπὶ
παραδείγματι στὴν θέα ἐξαιρετικῆς ὁμορφιᾶς ἢ σὲ κάτι παρόμοιο· αὐτὸ συμβαίνει,
διότι ὁ Κύριος καταδικάζει καὶ τὴν ἴδια τὴν ἐπιθυμία, λέγοντας· «πᾶς ὁ βλέπων
γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτῆς ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ».
Ἂν κάποιος πῆ στὸν ἑαυτό του: νέος
εἶμαι, θὰ ἱκανοποιήσω ὅλες τὶς ἐπιθυμίες καὶ τὰ πάθη μου καὶ μετὰ θὰ μετανοήσω
–καὶ φυσικὰ μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἁμαρτάνει- ὁ Κύριος δὲν θὰ τὸν ἀξιώσει τῆς
μετανοίας καὶ μπορεῖ νὰ τοῦ ἀφαιρέσει τὴν ζωή.
-Φυλαχθῆτε καὶ ἀπὸ τὴν ἀπόγνωση. Ἂν
συμβῆ νὰ γλιστρήσετε σὲ ἁμαρτία ἀκόμη καὶ θανάσιμη, νὰ σπεύσετε πρὸς τὸν Θεὸ μὲ
μετάνοια καὶ ἀμέσως νὰ ἐξομολογηθῆτε, ἐλπίζοντας στὸ ἔλεός Του. Ἀπὸ τέτοιον
ἄνθρωπο, καὶ ἂν πέφτει, ὁ Κύριος δέχεται τὴν μετάνοια· ἐνῶ, ἂν ἔχει ὅλες τὶς
ἀρετὲς καὶ δὲν ἔχει τὴν ταπείνωση, θὰ χάσει καὶ τὶς ἄλλες.
-Ὁ Θεὸς θέλει νὰ καλλιεργοῦμε τὶς
ἀρετὲς καὶ νὰ εἴμαστε ταπεινοί. Ὅταν ὅμως κάποιος τὶς καλλιεργῆ καὶ
ὑπερηφανεύεται, καὶ μόνο γι’ αὐτὸ θὰ χάσει τὴν ἀμοιβή. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέει
ὅτι ἔχουμε ὑποχρέωση νὰ διαφυλλάτουμε καὶ νὰ ἐφαρμόζουμε τὶς εὐαγγελικὲς
ἐντολές· καὶ ὅταν τὶς παραβαίνουμε, πάντα νὰ μετανοοῦμε, νὰ κλαῖμε καὶ νὰ
ταπεινωνώμεθα· τότε ὁ Κύριος μᾶς σώζει, ἀλλὰ κατὰ χάριν, ὄχι ἐπειδὴ μᾶς τὸ
ὀφείλει. Ἂν κάποιος δὲν τηρῆ τὶς ἐντολές, οὔτε ὁ Θεὸς θὰ τὸν σώσει· καὶ ἂν δὲν
μετανοῆ γιὰ τὰ ἁμαρτήματά του, δὲν θὰ ἀξιωθῆ τοῦ θείου ἐλέους. Ὁ Θεὸς ἐπιθυμεῖ
νὰ εἴμεθα καθαροί.
-Ὅ,τι καὶ ἂν κάναμε σ’ αὐτὸν τὸν
κόσμο εἶναι μάταιο· ὅ,τι ὅμως κάνετε τώρα, ἡ προσκύνησις σὲ ἱεροὺς τόπους, θὰ
σᾶς μείνει γιὰ πάντα!
-Εἶναι δυνατὸν κάποιος ἐρημίτης
μοναχὸς νὰ ἔχει μεγάλες ὑλικὲς ἀνάγκες. Ἂν τότε παρουσιασθῆ εὐεργέτης, ποὺ θὰ
τὸν βοηθήσει ὥστε νὰ μὴν ἀπομακρυνθῆ, λόγῳ βιοτικῆς μερίμνης, ἀπὸ τὴν ἄσκηση
καὶ τὴν μνήμη τοῦ Θεοῦ, ὁ Κύριος θὰ διαμοιράσει τὴν ἀμοιβὴ ποὺ δικαιοῦται ὁ
ἐρημίτης, δίδοντας τὴν μισὴ στὸν εὐεργέτη.
Ὅποιος δίδει ἐλεημοσύνη, ἂς
γνωρίζει ὅτι μοιράζει τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ καὶ ὅτι θὰ τοῦ δοθοῦν περισσότερα ἀπὸ
ὅσα προσφέρει!
***
Μία ἄλλη φορά, ὁ Γέροντας εἶπε:
-Γιὰ ὅλες τὶς ἀρετὲς ἡ ταπείνωσις
εἶναι ἀπαραίτητη, ὅπως ὁ ἀσβέστης γιὰ τὴν ἀνέργεση οἰκίας. Ἡ πέτρα μόνη της θὰ
γκρεμισθῆ, ἀλλὰ μὲ τὸν ἀσβέστη παραμένει σταθερή. Ἡ πέτρα εἶναι ἡ ἀρετή, ὁ δὲ
ἀσβέστης ἡ ταπείνωσις· ἡ σκέπη ὅμως εἶναι ἡ ἀγάπη.
-Νὰ μὴν νομίζουμε ὅτι ὁ Κύριος μᾶς
σώζει γιὰ τὶς νηστεῖές μας, τὶς μετάνοιες, τὶς ἀγρυπνίες καὶ τὰ ὑπόλοιπα· μᾶς
σώζει κατὰ τὴν χάριν Του!
-Ὅταν ὁ μοναχὸς ἡσυχάζει
προσευχόμενος στὸ κελλί του, πρέπει νὰ ἔχει μικρὸ ἐργόχειρο· μὲ αὐτὸ
συγκεντρώνεται ὁ νοῦς τοῦ ἀρχαρίου· τὸ ἐργόχειρο ὅμως ἐνδείκνυται μόνον ἐξ
αἰτίας ἀδυναμίας ἢ ἀπειρίας. Οἱ περισσότεροι ἅγιοι Πατέρες δὲν ἐνθαῤῥύνουν τὴν
χρήση ἐργοχείρου· θεωροῦν καλύτερη, ἀνώτερη καὶ πάνω ἀπὸ κάθε μέριμνα, τὴν ζωὴ
χωρὶς ἐργόχειρο. Ἕνας Ἀββᾶς εἶπε: «Δὲν ξέρω πῶς μποροῦν ὅσοι προσεύχονται στὴν
ἡσυχία νὰ ἀσχολοῦνται νύκτα καὶ ἡμέρα μὲ ἐργόχειρο. Ἐγώ, μόλις βγαίνω νὰ φέρω
νερό –καὶ μάλιστα κοντὰ καὶ χωρὶς νὰ βλέπω κανέναν ἐκείνη τὴν ὥρα- νιώθω νὰ
διασκορπίζεται ὁ νοῦς μου, ὥστε ἐπιστρέφοντας στὸ κελλί μου δὲν μπορῶ νὰ σταθῶ
ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ἴδια διάθεση μὲ τὴν ὁποία προσευχόμουν προηγουμένως».
-Ὁ Ὅσιος Δαβὶδ τῆς Θεσσαλονίκης
λέει: «Ὁ ἐρημίτης πρέπει νὰ περιφρουρῆται μὲ δύο ἀρετές: μὲ τὴν ταπείνωση καὶ
τὴν ἐγκράτεια. Ἡ ἐγκράτεια συνίσταται στὸ νὰ μὴν τρώει κανεὶς ἕως χορτασμοῦ,
ἐπειδὴ τότε σκοτίζεται ὁ νοῦς καὶ δὲν μπορεῖ οὔτε νὰ διαβάσει οὔτε νὰ
προσευχηθῆ οὔτε νὰ ἀποκτήσει πνευματικὴ αἴσθηση. Εἶναι προτιμότερο, ὅ,τι θὰ
μποροῦσε νὰ φάει κάποιος μία φορά, νὰ τὸ μοιράσει σὲ δύο γεύματα· ἔτσι, δὲν θὰ
ὑπερχορτάσει οὔτε τὴν μία οὔτε τὴν ἄλλη φορά».
Στὸν Εὐεργετινὸ ἀναφέρεται ὅτι
κάποιοι νήστευαν δύο συνεχεῖς ἡμέρες, ἐνῶ ἄλλοι κάθε δεύτερη ἡμέρα. Οἱ πατέρες
ὅμως τοὺς συμβούλευαν ὡς ἑξῆς: Σ’ ἐκείνους ποὺ νήστευαν δύο ἢ τρεῖς συνεχεῖς
ἡμέρες ἔλεγαν νὰ τρῶνε κάθε δεύτερη ἡμέρα, καὶ σὲ ὅσους νήστευαν κάθε δεύτερη
ἡμέρα νὰ τρῶνε καθημερινῶς, ἀλλὰ ὁ καθένας τους νὰ μὴν τρώει ποτὲ ἕως
χορτασμοῦ.
***
Ἐρωτήσαμε τὸν Γέροντα:
-Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ σταθῆ κάποιος
μὲ καθαρὴ προσευχὴ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ;
Ἐκεῖνος ἤθελε νὰ ὁμιλήσει περὶ
κανόνος, ἀλλὰ ῥώτησε:
-Πόσους ἀδελφοὺς ἔχεις στὴν
συνοδία;
-Τέσσερις, εἶπα.
-Ὅταν ὑπάρχουν πολλοὶ
ἄνθρωποι, ἀπήντησε, αὐτὸ εἶναι ἀδύνατον· καὶ ὅταν ἀκόμη ὁ ἄνθρωπος ζῆ
μόνος καὶ ἀγωνίζεται, πάλι ἀπαιτοῦνται χρόνια. Μπορεῖ νὰ ζῆ κάποιος μὲ
ὑποτακτικοὺς ἀλλὰ νὰ ἡσυχάζει, χωρὶς νὰ βγαίνει οὔτε γιὰ τὴν τράπεζα, νὰ
ἐμφανίζεται δὲ μόνο μία ἢ δύο ἡμέρες τὴν ἑβδομάδα χάριν συζητήσεως· μ’ αὐτὸν
τὸν τρόπο μπορεῖ νὰ ἐπιτύχει!
Μὲ ἀφορμὴ τὴν ἐπίσκεψή μας, ὁ
Γέροντας συμπλήρωσε:
-Ὁ Ἀββᾶς Ἰσαὰκ ὁ Σύρος εἶχε
πνευματικὸ ἀδελφό, τὸν ὁποῖον ἐπισκεπτόνταν. Ἐκεῖνος συνεχῶς διατηροῦσε τὴν
θύρα κλειστή, δεχόμενος μόνον ὅσους πήγαιναν κάθε δύο μῆνες ἢ σπανιότερα, ἀλλὰ
λόγῳ διδαχῆς. Ἂν κάποιος πήγαινε μόνο γιὰ νὰ περάσει τὴν ὥρα του, δὲν τοῦ
ἐπέτρεπε νὰ μείνει, ἐπειδὴ ὁ ἐνάρετος ἄνθρωπος ποτὲ δὲν ἔχει χρόνο γιὰ χάσιμο·
ἢ μελετᾶ ἢ προσεύχεται ἢ ἀσχολεῖται μὲ ἐργόχειρο ἢ ἀναπαύεται· δηλαδὴ καμμία
στιγμὴ δὲν ὑπάρχει γι’ αὐτὸν κενή!
***
Περὶ τῶν πειρασμῶν καὶ τῆς δειλίας
ὁ Γέροντας εἶπε:
-Ναί, οἱ δαίμονες ἔρχονται συχνά,
οὐρλιάζουν, θορυβοῦν καὶ τί δὲν κάνουν! Ἀκόμη καὶ πόρτες πλησιάζουν, τὶς
κτυποῦν λέγοντας «δι’ εὐχῶν», ἀλλὰ δὲν τὸ ὁλοκληρώνουν. Ὅμως καὶ τότε σὲ τίποτε
δὲν στρέφω τὴν προσοχή. Δὲν ἤθελα νὰ παλεύω μὲ πειρασμοὺς ποὺ προέρχονται ἀπὸ
ἀνθρώπους καὶ ἔφυγα στὴν ἔρημο· ὅμως δεῖτε! Τί ὑποφέρω ἐδῶ ἀπὸ τὸν διάβολο.
Γιὰ νὰ ζήσει κάποιος στὴν ἔρημο,
πρέπει νὰ ἔχει βαθειὰ ταπείνωση καὶ ἐγκράτεια, διότι αὐτὰ δὲν ἐπιτρέπουν στοὺς
δαίμονες νὰ τοῦ προξενήσουν κακό. Ἀλλὰ καὶ ἂν συμβῆ κάτι, ὁ Κύριος δὲν θὰ
ἐπιτρέψει πειρασμοὺς μεγαλυτέρους ἀπὸ τὶς δυνάμεις μας. Γιὰ νὰ μιλήσουμε
συντομώτερα: Ὅ,τι καὶ ἂν κάνει ὁ διάβολος, μὴν δίνεις καμμία προσοχή.
***
Γιὰ ὅσους μᾶς προκαλοῦν πόνο ὁ
Γέροντας εἶπε:
-Νὰ ἀγαπᾶμε· πρέπει νὰ ἀγαπᾶμε τοὺς
ἐχθρούς μας, οἱ ὁποῖοι μᾶς συκοφαντοῦν ἢ μᾶς κακολογοῦν καὶ μᾶς πληγώνουν
παντοιοτρόπως προκαλῶντας πόνο. Νὰ τὰ ὑπομένουμε ὅλα καὶ πάλι νὰ τοὺς ἀγαπᾶμε,
ἐπειδὴ ἡ ἐντολὴ τονίζει: «ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου»· ἐπίσης, στὸ «Πάτερ ἡμῶν»,
λέμε στὸν Κύριο: «ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς
ὀφειλέταις ἡμῶν».
Σχετικὰ μ’ αὐτὸ ὁ Γέροντας ἀνέφερε
ἕνα περιστατικό:
-Ἕνας θυμώδης λαϊκὸς ἦλθε σὲ μένα
μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ δαμάσει τὴν φύση του καὶ θὰ ὑπηρετήσει τὸν Κύριο ὡς
μοναχός. Ἔζησε μαζί μου δύο μῆνες, ἀλλὰ οὔτε μία ἡμέρα δὲν μπόρεσε νὰ
συγκρατήσει τὴν ὀργή του. Εἶχε τέτοια ὀργὴ ποὺ παρόμοια ποτὲ μέχρι τώρα δὲν ἔχω
ξαναδεῖ. Ὅσο καὶ ἂν προσπαθοῦσα νὰ τὸν πείσω, ὅσο καὶ ἂν ὑπέμενα, ὁ ἀδελφὸς
καθόλου δὲν διορθωνόταν. Καθημερινῶς δεχόμουν προσβολές· μὲ ὠνόμαζε «ζῶο», «γάϊδαρο»,
«μουλάρι», ὅ,τι τοῦ ἐρχόταν στὸν νοῦν. Καὶ ἐγὼ πάντα ἀπαντοῦσα:
-Ναί, ἔτσι ἀκριβῶς εἶναι, ἀδελφέ,
τέτοιος εἶμαι!
Ἐν τούτοις δὲν ἡσύχαζε, ἀλλὰ μὲ
περιέλουζε μὲ ἀκόμη περισσότερες ὕβρεις. Δύο μῆνες πέρασαν κατ’ αὐτὸν τὸν
τρόπο. Στὸ τέλος, ἐπειδὴ ἔβλεπα ὅτι δὲν θὰ ἀλλάξει, τοῦ εἶπα:
-Ἀδελφέ, δὲν μπορεῖς νὰ ζήσεις μαζί
μου.
-Καὶ γιατί; ῥώτησε.
-Ἐπειδὴ σ’ αὐτοὺς τοὺς δύο μῆνες
δὲν πέτυχες οὔτε μία φορὰ νὰ συγκρατήσεις τὴν ὀργή σου. Παρ’ ὅλα ὅσα σοῦ ἔλεγα
γιὰ τὴν συμπεριφορά σου, ἐσὺ τίποτε δὲν δεχόσουν!
Ὁ λαϊκὸς θύμωσε φοβερὰ ὅταν ἄκουσε
αὐτὰ τὰ λόγια, συγκέντρωσε ὅλα ὅσα μποροῦσαν νὰ βρεθοῦν στὸ καλύβι μου καὶ
ἤθελε νὰ φύγει.
-Γιατί συμπεριφέρεσαι ἔτσι;, τοῦ
εἶπα. Ἐσὺ δὲν ἔφερες τίποτε· τὰ πράγματα δὲν εἶναι δικά σου!
Δὲν ἤθελε νὰ ἀκούσει καὶ ἔφυγε.
Φυσικὰ θὰ μποροῦσα νὰ τὸν κρατήσω, νὰ πάω μαζί του στὴν Λαύρα καὶ νὰ τὸν
παραδώσω ὥστε νὰ τὸν κλείσουν στὸν πύργο, ἀλλὰ θυμήθηκα τὰ λόγια τοῦ
Εὐαγγελίου: «καὶ ἀπὸ τοῦ αἴροντός σου τὸ ἱμάτιον καὶ τὸν χιτῶνα μὴ κωλύσεις»·
ἐπίσης: «ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις
ἡμῶν». Τὸν συγχώρησα λοιπὸν ἀπὸ τὴν ψυχή μου.
Ὅταν ξεκίνησε, τὸν κοίταξα καὶ τὸν
λυπήθηκα στὴν δύσκολη κατάσταση ποὺ βρισκόταν. Ὁ ταλαίπωρος, ἐνῶ δὲν εἶχε
ἀπομακρυνθῆ πολύ, ἔπεσε στὸν δρόμο καὶ τὸν κατέλαβε παραφροσύνη. Τρεῖς μῆνες
τὸν βασάνιζε ὁ διάβολος. Σὲ κάποιο Μοναστήρι ὅμως διάβασαν ἐπάνω του τὸ
Εὐαγγέλιο καὶ ἔγινε καλά. Τότε ἦλθε καὶ σ’ ἐμένα γιὰ νὰ ζητήσει συγχώρηση,
φέρνοντας δέκα leva.
-Καὶ χωρὶς τὰ χρήματα σὲ συγχωρῶ,
τοῦ εἶπα, ἀλλὰ κοίταξε πῶς θὰ ἀπολογηθῆς στὸν Θεό.
Ἔτσι ἀποχωρισθήκαμε.
***
Ἄλλοτε, ἐνῶ συζητούσαμε γιὰ τὴν
θλιβερὴ κατάσταση ἑνὸς γνωστοῦ μου. ὁ Γέροντας εἶπε:
-Ἂν δὲν γίνεται διαφορετικά, πρέπει
καὶ στὸν γιατρὸ νὰ πᾶς καὶ νὰ ὑπακούσεις. Ἀλλὰ καλύτερα εἶναι νὰ παραδίδεσαι
ἀπολύτως στὸν Θεό, νὰ γίνει τὸ ἀρεστὸ σ’ Ἐκεῖνον, καὶ ταυτοχρόνως νὰ Τὸν
ὑπηρετῆς μὲ τὴν ἐλεημοσύνη καὶ μὲ διάφορα ἄλλα καλὰ ἔργα.
Ἂν ἡ γυναίκα πεθάνει, δὲν πρέπει νὰ
θρηνῆτε ὑπερβολικά, ἐπειδὴ ὁ θάνατος εἶναι ἀναπόφευκτος γιὰ ὅλους· γι’ αὐτὴν
δέ, ὅπως φαίνεται, ὁ Κύριος ἑτοίμασε ἀκριβῶς τούτη τὴν στιγμή. Ἐκεῖνος γνωρίζει
ὅτι, ἂν πεθάνει σὲ τέτοια κατάσταση, θὰ σωθῆ. Οἱ ἅγιοι Πατέρες γράφουν: «Καὶ ὁ
θάνατος μᾶς εἶναι μερικὲς φορὲς χρήσιμος· γι’ αὐτό, πρέπει γιὰ ὅλα νὰ
ἐγκαταλειπώμεθα στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ μὴν ἀναστατωνώμεθα».
***
Οἱ γονεῖς τοῦ π. Γρηγορίου ἦσαν
πολὺ πλούσιοι. Ὁ κληρονόμος ἀδελφός του τιμωρήθηκε μία φορὰ ἀπὸ τὸν Κύριο γιὰ
τὸ ἁμάρτημα τῆς πλεονεξίας. Ὁ Γέροντας τοῦ ἔγραψε, παρακαλῶντας νὰ στείλει
τουλάχιστον ἕνα μέρος τῆς περιουσίας ποὺ τοῦ ἀνῆκε, ἐπειδὴ δὲν εἶχε κανένα
ἐργόχειρο καὶ ζοῦσε μὲ τελεία στέρηση. Μολονότι τὸν παρεκάλεσε νὰ ἀφήσει τὸ
πάθος τῆς φιλαργυρίας, ὁ ἀδελφὸς δὲν ἔδωσε προσοχή. Τότε ἦλθε ὁ Κύριος μὲ τὴν
τιμωρία. Κλέφτες διέῤῥηξαν τὸ μαγαζί του καὶ ἅρπαξαν ὅλα ὅσα βρῆκαν· ἐπιπλέον ἡ
γυναίκα του ἔμεινε παράλυτη. Ἀργότερα, ὅταν ὀ ἀδελφὸς ἔγραψε στὸν π. Γρηγόριο
τὰ συμβάντα, τοῦ ἀπήντησε ὡς ἑξῆς: «Μέχρι τώρα ὁ Κύριος προσπαθοῦσε νὰ σὲ
συνεφέρει· ἂν ὅμως δὲν ἐγκαταλείψεις τὸ πάθος σου, μπορεῖ νὰ σοῦ ἀφαιρέσει καὶ
τὴν ζωή».
Τὰ πολλὰ χρόνια καὶ οἱ καθημερινοὶ
ἀγῶνες ὡδήγησαν τὸν Γέροντα στὸ κρεββάτι τοῦ θανάτου. Ἐπειδὴ ζοῦσε μόνος, χωρὶς
συνασκητὴ ἢ ὑποτακτικό, δὲν μπόρεσε νὰ ἐνημερώσει τὴν Ῥουμανικὴ Σκήτη γιὰ τὴν
ἀσθένειά του. Τυχαίως τοῦ ἔκανε ἐπίσκεψη ὁ ἐρημίτης π. Κάλλιστος, ὁ ὁποῖος
ζοῦσε κοντά του, καὶ βλέποντας τὴν κατάστασή του ἄρχισε νὰ ἔρχεται συχνότερα.
Ὁ π. Γρηγόριος ἔχασε τὶς σωματικές
του δυνάμεις καὶ τὸ ἔτος 1873, ἐνῶ ἦταν μόνος, παρέδωσε τὴν ψυχή του στὸν
Κύριο.
Από το βιβλίο Αγιορείτες
Πατέρες του 19ου αιώνος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου