Ὁ φημισμένος ἀσκητὴς Γέρων Παΐσιος ἔζησε
στὸ Ἅγιον Ὄρος 83 ἔτη, ἀνεπαύθη δὲ ἐν Κυρίῳ ὅταν ὑπερέβη τὰ 100.
Πῶς νὰ μὴν λυπᾶται κανεὶς ποὺ ὁ
θαυμαστὸς βίος του ἔμεινε ἀπαρατήρητος στὴν ἐποχή του! Ὁ π. Παΐσιος ξεχώριζε μεταξὺ
τῶν Γερόντων ποὺ ἔζησαν στὸν Ἄθωνα σχεδὸν ἐπὶ ἕναν αἰῶνα, διότι εἶχε ἐξαιρετικὴ
μνήμη καὶ μποροῦσε μὲ μεγάλη ἀκρίβεια νὰ ὁμιλῆ γιὰ γεγονότα περασμένων ἐποχῶν.
Εἶχε ἐπίσης μόρφωση καὶ ἰδιαιτέρως γνῶση τῶν ἱστορικῶν γεγονότων· σὲ μερικὰ
μάλιστα ἀπὸ αὐτὰ εἶχε λάβει μέρος καὶ ὁ ἴδιος κατὰ τὴν περίοδο τῶν 40 ἐτῶν ζωῆς
του στὴν Λαύρα, διότι ἦταν μεταξὺ τῶν ἀνωτέρων προεστώτων.
Ποῦ γεννήθηκε, ποιοί ἦσαν οἱ γονεῖς
του καὶ ποιό ὄνομα ἔφερε ὡς λαϊκὸς δὲν γνωρίζουμε. Ἦταν πάντως Ἕλληνας καὶ στὸ Ἅγιον
Ὄρος ἔφθασε τὸ ἔτος 1785. Ἀμέσως τὸν ὥρισαν τυπικάρη στὴν Λαύρα, διακόνημα τὸ ὁποῖο
ἐπιτελοῦσε σχεδὸν 40 χρόνια, ἐπειδὴ εἶχε ἐξαιρετικὴ φωνὴ καὶ γνώριζε καλὰ τὴν
μουσικὴ σημειογραφία.
Μὲ τὴν πάροδο τῶν χρόνων ἀπέσπασε τὸν
γενικὸ σεβασμὸ καὶ τὴν ἐκτίμηση τῶν προϊσταμένων. Τοῦ ἔδωσαν μεγάλο κελλὶ καὶ
βοηθό. Ἐπειδὴ ὅμως στὰ Ἰδιόῤῥυθμα Μοναστήρια ὁ καθένας συντηρεῖ τὸν ἑαυτό του ὅπως
μπορεῖ καὶ γνωρίζει, ἐκεῖνος, σὲ σύγκριση μὲ τοὺς ἄλλους, εἶχε πλούσιο τραπέζι,
ἔπινε καλύτερο κρασί, ἐνῶ νερὸ καθόλου δὲν χρησιμοποιοῦσε!
Μετὰ ἀπὸ 35 ἔτη τέτοιας ζωῆς, ἐξεῤῥάγη
ἡ ἑλληνικὴ ἐπανάστασις τοῦ 1821 καὶ οἱ Τοῦρκοι κατέκλυσαν τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἀπὸ τὰ
ἡλικιωμένα πρόσωπα τῆς Λαύρας μόνον ὁ ο. Παΐσιος –μὲ λίγους ἀκόμη ἀπὸ τὴν ἀδελφότητα-
ἔμεινε νὰ φυλάει τὸ Μοναστήρι. Ὅταν ἔφθασαν οἱ Τοῦρκοι στὸ Ὄρος, πολλὲς φορὲς τὸν
ἐβασάνισαν, ἀπαιτῶντας χρήματα. Ἐκεῖνος ὑπέφερε ἀμίλητος ὅλους τοὺς πόνους, χωρὶς
νὰ παύσει ταυτοχρόνως νὰ τοὺς ὑπηρετῆ. Οἱ κυριότεροι βοηθοί του ἦσαν ὁ Γέρων
Νεόφυτος –αὐτὸς ἀργότερα μετεκόμισε στὴν σπηλιὰ τοῦ Ὁσίου Ἀθανασίου, ὅπου
δοξάσθηκε μὲ τὸν ὑψηλό του βίο- καὶ ὁ Γεδεών. Καὶ οἱ δύο ἐκάρησαν μοναχοὶ ἀπὸ τὸν
ἴδιο καὶ ἔλαβαν τὸ Σχῆμα, πρὶν ἔλθουν στὸν Ἄθωνα οἱ Τοῦρκοι.
Ἐπειδὴ ὁ Γέρων Παΐσιος ἦταν
γλυκομίλητος καὶ ἐξυπηρετικός, σὲ σύντομο χρονικὸ διάστημα ἀπέκτησε τὴν εὔνοια τοῦ
πασᾶ καὶ ἡ θέσις του ἦταν τέτοια, ὥστε νὰ τὸν προστατεύει καθ’ ὅλην τὴν
διάρκεια τῆς παραμονῆς του στὸ Ἅγιον Ὄρος. Πρὶν ἀκόμη τὰ τουρκικὰ στρατεύματα
καταλάβουν τὸν ἱερὸ τόπο, ὁ πασᾶς Ἀβδοὺλ Ῥομποὺτ εἶχε σκοπὸ νὰ σφάξει ὅσους
μοναχοὺς θὰ εὕρισκε μπροστά του, διότι πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Ἁγιορείτας ποὺ ἔφευγαν
συμμετεῖχαν στὴν γενικὴ ἐπανάσταση. Ἀκολούθησε ὅμως διαταγὴ τοῦ σουλτάνου Μαχμοὺτ
νὰ μὴν φονεύσει τοὺς μοναχοὺς ποὺ ἔμειναν, ἀλλὰ νὰ μὴν τοὺς ἐπιτρέψει νὰ ἔχουν
τίποτε, οὔτε ζώνη νὰ περιζώνωνται.
Μετὰ τὴν ἀποχώρηση τῶν Τούρκων, ὅταν
πολλοὶ ἀπὸ τὴν ἀδελφότητα ἐπέστρεψαν, ὁ Γέρων Παΐσιος σκεπτόταν νὰ ἀκολουθήσει
τὸ παράδειγμα καὶ τὴν συμβουλὴ τοῦ π. Γεδεὼν καὶ νὰ μετακομίσει στὴν ἔρημο. Αἰσθανόταν
ὅμως ἀπόγνωση καὶ φόβο, μήπως δὲν θὰ ἦταν εἰς θέσιν νὰ ὑποφέρει τὶς στερήσεις τῆς
ἐρήμου, μετὰ ἀπὸ πλούσια ζωὴ 40 χρόνων στὴν Λαύρα. Ὁ Πνευματικὸς Νεόφυτος
Καραμανλῆς, ὁ ὁποῖος τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ζοῦσε σὲ σπήλαιο πίσω ἀπὸ τὴν Σκήτη τῶν
Καυσοκαλυβίων, ἐπανειλημμένως τὸν παρακινοῦσε νὰ ἀπομακρυνθῆ στὴν ἔρημο καὶ ἐν
τέλει τοῦ εἶπε ἀποφασιστικά:
-Ἕως πότε σκέπτεσαι νὰ ζῆς ἔτσι;
Νά, ἤδη σαράντα χρόνια δὲν πίνεις νερὸ παρὰ μόνον κρασί. Σὲ ὑπηρετοῦν καὶ σὲ
σέβονται. Ποῦ εἶναι ἡ μετάνοιά σου; Τώρα πρέπει ἄλλα τόσα χρόνια νὰ πίνεις νερὸ
καὶ νὰ φροντίζεις μόνος γιὰ ὅλα!
Ὁ π. Παΐσιος αἰσθάνθηκε τόσο μεγάλη
ἐπιθυμία καὶ ἀποφασιστικότητα γιὰ ἀλλαγή, ὥστε ἀπὸ ἐκείνη τὴν στιγμὴ ἄφησε τὴν
Λαύρα καὶ μέχρι τὸν θάνατό του, σαράντα ὁλόκληρα χρόνια, δὲν ἤπιε κρασὶ οὔτε ἔφαγε
λάδι καὶ γενικῶς ἔκανε αὐστηρὴ ἄσκηση.
Φεύγοντας ἀπὸ τὴν Λαύρα πῆγε στὸν
Πνευματικό· αὐτὸς τὸν ὑποχρέωσε νὰ σκάψει τὴν γῆ, νὰ σπείρει σιτάρι καὶ νὰ ἀσχοληθῆ
μὲ ποικίλες δύσκολες ἐργασίες, συγχρόνως δὲ νὰ νηστεύει αὐστηρά. Ἀφοῦ ἔζησε
μαζί του μικρὸ χρονικὸ διάστημα, ἀγόρασε Κελλὶ στὴν Σκήτη τῶν Καυσοκαλυβίων, μὲ
ἀρκετὴ ἔκταση γύρω ἀπὸ αὐτό. Ἀλλὰ τὸ μεγάλο Κελλὶ ἀπαιτοῦσε καὶ ἀνάλογη
φροντίδα, πρᾶγμα ἀσυμβίβαστο μὲ τὴν ἡσυχαστικὴ ζωή. Γι’ αὐτὸ ὁ π. Παΐσιος τὸ ἐγκατέλειψε
καὶ ἀγόρασε μικρὸ στὴν ἴδια Σκήτη, ὅπου ἔζησε περισσότερα ἀπὸ 20 χρόνια. Μετὰ τὰ
15 ὅμως δέχθηκε ὑποτακτικό του, τὸν ὁποῖον ἔκειρε μοναχό, δίδοντάς του τὸ ὄνομα
Εὐθύμιος.
Δεκαεπτὰ ἔτη πρὶν ἀπὸ τὴν κοίμηση
τοῦ π. Παϊσίου ὁ Κύριος παρεχώρησε βαρὺ πειρασμό. Μία νύκτα, χωρὶς φανερὴ αἰτία
κάηκε τὸ Κελλί του καὶ μόλις ποὺ πρόφθασε νὰ πηδήσει ἔξω. Μετὰ ἀπὸ ἐκείνη τὴν
πυρκαϊά, ὁ ἴδιος καὶ ὁ ὑποτακτικός του δὲν εἶχαν τίποτε. Μὴ γνωρίζοντας τί νὰ
κάνει σὲ τέτοια κατάσταση, ὁ Γέροντας ξεκίνησε νὰ πάει στὸν Πνευματικό, γιὰ νὰ ἐγκατασταθῆ
κοντά του. Ἀλλά, ὅταν εἶδε ὅτι τοῦ διετάρασσε τὴν ἡσυχία, μετὰ ἀπὸ 15 ἡμέρες ἐπέστρεψε
στὰ ἐρείπιά του. Προσευχήθηκε τότε στὸν Κύριο καὶ ἔλαβε πληροφορία τί νὰ κάνει
μαζὶ μὲ τὸν μαθητή του. Οἱ σκέψεις καὶ τοῦ ἑνὸς καὶ τοῦ ἄλλου κατηυθύνοντο πρὸς
τὸ ἔρημο παλαιὸ Κελλὶ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, γιὰ τὸ ὁποῖο ἡ Σκήτη ὥρισε ἀσήμαντη
τιμή. Ὁ Γέροντας ἀπεφάσισε νὰ τὸ πάρει, ἀλλὰ ποῦ νὰ βρῆ τὰ χρήματα;
Ἔτσι ἄρχισε τέτοιον ἀγῶνα, ποὺ ποτὲ
ὣς τότε δὲν εἶχε σκεφθῆ: Φορτώθηκε τὸν σάκκο καὶ ξεκίνησε νὰ πάει σὲ ὁλόκληρο τὸ
Ὄρος, νὰ ζητήσει ἐλεημοσύνη. Παλαιότερα ὁ ἴδιος ἔδινε ἐλεημοσύνη καὶ διέθετε ὅλο
τὸ Μοναστήρι, ἐνῶ τώρα πήγαινε νὰ ζητιανέψει ὡς πτωχός. Μόλις καὶ μετὰ βίας τὸν
βοήθησαν, ὥστε, ὅταν ἐπέστρεψε, ἔφερε μόνο λίγα νομίσματα καὶ τὰ ἔδωσε στὴν
Σκήτη γιὰ τὸ Κελλί. Τὸ ὑπόλοιπο χρέος ὁ Γέροντας μὲ τὸν μαθητή του τὸ πλήρωναν
λίγο-λίγο, ὅταν καὶ ὅπως ἔστελνε ὁ Κύριος.
***
Τὸ κύριο χαρακτηριστικὸ τοῦ
Γέροντος Παϊσίου ἦταν ἡ ἀπέραντη ἀγάπη, ἡ ὁποία ἐκδηλωνόταν καὶ μὲ λόγια καὶ μὲ
ἔργα. Ἂν κάποτε συνέβαινε νὰ παρατηρήσει ὅτι σὲ κάποιον κάτι λείπει, γιὰ
παράδειγμα ἕνα κρεμμύδι, ἀμέσως ἔτρεχε νὰ τὸ ξεῤῥιζώσει ἀπὸ τὸν κῆπό του, ἂν καὶ
ὁ ἴδιος δὲν μποροῦσε νὰ ἱκανοποιήσει οὔτε τὶς δικές του ἀνάγκες οὔτε καὶ τοῦ
μαθητοῦ του. Ἰδιαιτέρως ἐξέφραζε τὴν ἀγάπη του σὲ ὅσους τὸν προσέβαλλαν καὶ τὸν
μισοῦσαν.
Κατὰ τὴν συνήθεια τῆς Σκήτης,
πήγαινε στὴν Γεροντικὴ Σύναξη, στὴν ὁποία ἦταν ὑποχρεωμένος νὰ συμμετέχει, ἀλλὰ
προσπαθοῦσε νὰ τηρῆ σιωπὴ ὅταν οἱ πατέρες διαφωνοῦσαν γιὰ κάποιο ζήτημα. Ὁ
γνωστὸς ἐκεῖ Γέρων Βενιαμὶν ἄρχιζε ἐνώπιον ὅλων νὰ τὸν ἐλέγχει γιὰ τὴν σιωπή
του, νὰ τὸν ἐπιπλήττει καὶ νὰ τὸν προσβάλλει. Ὁ Γέροντας ἁπλῶς ἀπαντοῦσε:
-Συγχωρῆστέ με, χάριν τοῦ Κυρίου· ἐγὼ
εἶμαι πάντα σύμφωνος μὲ ὅλα ὅσα ὁ Κύριος σᾶς δείχνει ὅτι πρέπει νὰ κάνετε. Καὶ
πάλι σιωποῦσε.
Μόλις ἐπέστρεφε στὸ σπίτι, ζύμωνε
ψωμί, ἔψηνε λαγάνα καί –ζεστὴ ἀκόμη- τὴν πήγαινε στὸν π. Βενιαμίν. Τοῦ μιλοῦσε
μὲ ἀγάπη καὶ τοῦ προσέφερε τὴν λαγάνα, γιὰ νὰ δείξει μ’ αὐτὸ ὅτι οὔτε ἐλάχιστα
δὲν ἦταν θυμωμένος μαζί του. Ὅταν δεχόταν προσβολὴ ἀπὸ κάποιον, ὁ Γέροντας
πάντα προσπαθοῦσε νὰ τοῦ κάνει κάποια ἐξυπηρέτηση καὶ ἔλεγε συχνά:
-Ἡ ἀγάπη ποὺ δὲν εἶναι ἐμφανὴς στὰ ἔργα,
ἀκόμη καὶ στὰ μικρότερα, δὲν εἶναι τελεία!
Ὁ Γέροντας ὑπέμεινε πολλοὺς
πειρασμοὺς ἀπὸ τὸν διάβολο, ποὺ πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, ὅταν πλέον εἶχε
τυφλωθῆ, στάθηκε ἐνώπιόν του καὶ τοῦ εἶπε:
-Ἐσὺ ὅλο τὸ ἴδιο: «Κύριε Ἰησοῦ!» Ἂς
σοῦ ἀνοίξει τὰ μάτια τότε ὁ Ἰησοῦς! Τὸ βλέπεις· αὐτὸς δὲν σὲ βοηθεῖ, ἑπομένως
ματαίως τὸν καλεῖς.
Ὁ Γέροντας σταυροκοπήθηκε,
καταράσθηκε τὸν δαίμονα καὶ ἀμέσως ἐξαφανίσθηκε. Μετὰ τὸ γεγονὸς αὐτό, ἔλεγε στὸν
μαθητή του γιὰ νὰ τὸν ἐνισχύσει:
-Κράτα τὴν προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ· μὴν
τὸν ἀφήνεις καὶ μὴν φοβᾶσαι τὸν ἐχθρό!
***
Ὅπως ἔχει ἤδη ἀναφερθῆ, πρὶν ἀπὸ τὴν
ἄφιξη τῶν Τούρκων στὸ Ἅγιον Ὄρος ὁ π. Παΐσιος ἔκειρε τοὺς μετέπειτα γνωστοὺς
Γέροντας Νεόφυτο καὶ Γεδεών. Ὁ Νεόφυτος ἔζησε στὴν σπηλιὰ τοῦ Ὁσίου Ἀθανασίου
καὶ τὸ ἔτος 1860 ἀνεπαύθη ἐν Κυρίῳ.
Ὁ Γεδεών, ὁ ὁποῖος ἠσκεῖτο στὰ
Καυσοκαλύβια, στὸ Κελλὶ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ἦταν κατάκοιτος ἤδη ἑνάμιση χρόνο.
Τότε εἶχε ἐπιθυμία νὰ ἐπισκεφθῆ τὸν Γέροντα Παΐσιο, ἀλλὰ ἐξ αἰτίας τῆς σοβαρᾶς ἀσθενείας
του δὲν μποροῦσε νὰ τὴν πραγματοποιήσει. Ἔστειλε λοιπὸν τὸν μαθητή του Δαμιανὸ
στὸν π. Παΐσιο, γιὰ νὰ τοῦ μιλήσει ὡς ἑξῆς:
-Μὲ ἔστειλε ὁ Γέροντας νὰ σοῦ πῶ τὰ
ἑξῆς: «Ἐπειδὴ δὲν μπορῶ νὰ ἔλθω ὁ ἴδιος, στέλνω τὸν μαθητή μου νὰ σοῦ βάλει
μετάνοια ἐκ μέρους μου· καὶ ἐπειδὴ σὺ εἶσαι ὁ Γέροντάς μου, νὰ τηρήσουμε τὴν
τάξη. Πήγαινε πρῶτος ἐσὺ στὸν Κύριο καὶ ἑτοίμασε ἐκεῖ θέση καὶ γιὰ μένα!»
Ὅταν ὁ Γέρων Παΐσιος ἄκουσε αὐτὰ τὰ
λόγια, χάρηκε ἡ ψυχή του καὶ εἶπε:
-Εὐχαριστῶ τὸν π. Γεδεὼν γι’ αὐτὴν
τὴν εἴδηση. Αὐτὸς εἶναι ἡ αἰτία τῆς ἀναχωρήσεώς μου στὴν ἔρημο καὶ ἐδῶ τελειώνω
τὶς ἡμέρες μου!
Ἀφοῦ εἶπε αὐτὰ τὰ λόγια, ὁ Γέροντας
ἐδάκρυσε, ἐσιώπησε γιὰ λίγο καὶ μετὰ πρόσθεσε:
-Πὲς στὸν π. Γεδεὼν ὅτι τὸ τέλος
μας εἶναι κοντά. Ἂς κάνει λίγη ὑπομονὴ καὶ σύντομα θὰ συναντηθοῦμε!
***
Κατὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ Μεγαλομάρτυρος Ἀρτεμίου,
στὶς 20 Ὀκτωβρίου, ὁ Γέρων Παΐσιος ἐξῆλθε ἀπὸ τὸ κελλί του καὶ κάθησε στὸν ἥλιο,
γιὰ νὰ ζεσταθῆ. Ἡ ἡμέρα ἦταν καθαρὴ καὶ ζεστή, ἀλλὰ αὐτὸς αἰσθάνθηκε ὅτι
κρύωνε. Ἐπέστρεψε στὸ κελλί, ξάπλωσε στὸ κρεββάτι καὶ σκεπάσθηκε, ἀλλὰ μὲ
κανέναν τρόπο δὲν μποροῦσε νὰ θερμανθῆ. Ἀπὸ τότε δὲν σηκώθηκε γιὰ δέκα ἡμέρες.
Στὸ διάστημα αὐτό, καθὼς ἑτοιμαζόταν γιὰ τὸ πέρασμα στὴν ἄλλη ζωή, δὲν ἔφαγε
τίποτε· ἔτρεφε μόνον τὸ πνεῦμά του μὲ τὴν καθημερινὴ κοινωνία τῶν ἀχράντων
Μυστηρίων. Τὴν τελευταία ἡμέρα, ὅταν ὁ μαθητής του εἶδε πὼς ὁ Γέροντας ἔσβηνε,
τοῦ πρότεινε νὰ τελέσει ἐπάνω του τὸ ἅγιο εὐχέλαιο, καὶ ἐκεῖνος συμφώνησε
λέγοντας:
-Τώρα, βοηθῆστέ με ὅπως μπορεῖτε!
Ὁλόκληρη ἐκείνη τὴν νύχτα ὁ μαθητής
του Εὐθύμιος κάθησε δίπλα στὸ κρεββάτι τοῦ Γέροντος, ῥωτῶντάς τον πῶς νὰ ζήσει
μετὰ τὴν ἀναχώρησή του.
-Τέκνον μου, ἀπήντησε ὁ
Γέροντας, ἂν θέλεις νὰ σωθῆς, μὴ μεριμνᾶς γιὰ τὴν ζωή σου. Νὰ ἐξομολογῆσαι καὶ
νὰ κοινωνῆς συχνά. Νὰ ἔχεις ἀγάπη πρὸς ὅλους. Ἐκείνους ποὺ δὲν μποροῦν νὰ σὲ ὑποφέρουν,
ἀγάπησέ τους μὲ ὅλη σου τὴν καρδιὰ καί, ὅταν μπορῆς, ὑπηρέτησέ τους. Πάντα νὰ σὲ
καθοδηγῆ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ μνήμη τοῦ θανάτου. Μόλις χαράζει ἡ αὐγή,
σκέψου: θὰ ζήσω ὣς τὸ βράδυ; Καὶ τὸ βράδυ: θὰ δῶ τὸ πρωΐ; Ὅταν ἐνεργῆς ἔτσι, θὰ
ἔχεις ἀληθινὴ μετάνοια. Γιὰ τὶς σωματικὲς ἀνάγκες καὶ γιὰ τὴν τροφὴ μὴν μεριμνᾶς.
Ἀσχολήσου λίγο μὲ τὸ ἐργόχειρο. Καὶ μὲ αὐτὸ νὰ εἶσαι ἱκανοποιημένος. Ὁ Κύριος θὰ
φροντίσει γιὰ σένα. Μόνο μὴν ζητᾶς ἀφθονία· μὴν εἶσαι πλεονέκτης ἀλλὰ εὐχαριστημένος
μὲ τὰ λίγα. Ἐπίσης, μὴν φορτώνεις τὸν νοῦ σου μὲ ἐργασίες τοῦ Κελλιοῦ: αὐτὸ
πρέπει νὰ γίνει, ἐκεῖνο νὰ τελειώσει καὶ τὰ παρόμοια, ἐπειδὴ ἐξ αἰτίας τέτοιων
μεριμνῶν δὲν θὰ ἔχεις ψυχικὴ εἰρήνη καὶ ἀληθινὴ μετάνοια. Νὰ λέγεις ἀδιαλείπτως
τὴν εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ καὶ νὰ προσέχεις. Ἐὰν τηρῆς αὐτά, μὴν φοβᾶσαι νὰ κοινωνῆς
συχνὰ τῶν Ἁγίων Μυστηρίων.
Πρὶν ἀπὸ τὴν αὐγὴ εἶχε ἔλθει ὁ
Μολδαβὸς π. Δοσίθεος, ὁ Πνευματικὸς καὶ ὁ ἱερομόναχος ὁ ὁποῖος συλλειτουργοῦσε
μαζί του. Κοινώνησαν τὸν Γέροντα καὶ ἄρχισαν νὰ τελοῦν τὸ μυστήριο τοῦ Ἁγίου Εὐχελαίου.
Ὣς τὸ μέσον τῆς ἀκολουθίας ὁ ἀσθενὴς ἤλεγχε ἐλεύθερα τὰ χέρια, μποροῦσε νὰ τὰ ἁπλώνει
καὶ νὰ τὰ γυρίζει γιὰ τὴν ἐπάλειψη. Μετὰ τὸ τρίτο Εὐαγγέλιο, ἀτόνησαν οἱ
δυνάμεις του· ἔσβηνε συνεχῶς καὶ μὲ τὴν τελευταία εὐχή, σὰν νὰ ἀποκοιμήθηκε, ἀνεπαύθῃ
ἐν Κυρίῳ.
***
Ἀπὸ συζήτηση τοῦ π. Παντελεήμονος μὲ
τὸν μαθητὴ τοῦ π. Παϊσίου Εὐθύμιο.
Ὁ μαθητὴς τοῦ π. Παϊσίου Εὐθύμιος ἔζησε
κοντὰ του 25 χρόνια. Μὲ τὴν εὐκαιρία συζητήσεως περὶ τοῦ Γέροντός του, θυμήθηκε
τὸ γεγονὸς ποὺ μαρτυρεῖ γιὰ τὸν βαθμὸ τῆς καρδιακῆς εὐχῆς, τὸν ὁποῖον εἶχε ἐπιτύχει
ὁ π. Παΐσιος. Ὁ Εὐθύμιος ἦταν πολὺ ἁπλὸς ἄνθρωπος. Αὐτὸ τὸ χαρακτηριστικό του
μαζὶ μὲ τὴν ὑπακοὴ στὸν Γέροντα συνετέλεσαν στὴν ἀπόκτηση τῆς μεγάλης χάριτος
τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἐνεργοῦσε σ’ αὐτὸν ὅπως στοὺς τελείους, ὥστε νὰ ἀνυψώνει
διαρκῶς τὸν νοῦ πρὸς τὸν Θεό.
Κάποτε ὁ Γέρων Παΐσιος συζητοῦσε μὲ
ἕναν μοναχὸ γιὰ τὸ ὅτι ἡ εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ στοὺς τελείους ἀντικαθιστᾶ ὅλες τὶς ὑπόλοιπες
προσευχές. Ὁ Εὐθύμιος καθόταν κάπου κοντὰ καί, ὅταν τὸ ἄκουσε, ἄρχισε νὰ
συλλογίζεται: «Δηλαδὴ ὁ κανόνας τὸν ὁποῖο διαβάζουμε, οἱ διάφορες προσευχὲς
καὶ τὰ τροπάρια στὸν Κύριο, στὴν οὐράνια Βασίλισσα καὶ στοὺς Ἁγίους, δὲν εἶναι
προσευχές; Δηλαδὴ τέτοιες προσευχὲς δὲν φθάνουν στὸν Κύριο;» Καὶ ἀμφέβαλλε,
χωρὶς νὰ πιστεύει σὲ ὅ,τι εἶπε ὁ Γέροντας στὸν μοναχό.
Ἐκείνη τὴν στιγμὴ τὸν κατέλαβε
παράξενη αἴσθησις, σὰν νὰ σταμάτησε νὰ ἀναπνέει, καὶ κατὰ κάποιον τρόπο
κλείσθηκε στὸν ἑαυτό του. Τὸ κεφάλι του εἶχε γίνει ἐλαφρὺ καὶ δὲν τὸ αἰσθανόταν,
ἐνῶ ἡ ψυχή του εἶχε φωτισθῆ μὲ ἀνέκφραστο φῶς. Ὁ νοῦς ἦταν ἀνυψωμένος, χωρὶς νὰ
γνωρίζει καὶ ὁ ἴδιος πῶς καὶ ποῦ βρισκόταν· τότε ἐνώπιόν του ἀπεκαλύφθησαν
θαυμαστὰ μυστήρια. Ὁ Εὐθύμιος ἔπεσε σὲ ἔκσταση, ὅπως συμβαίνει σ’ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι
ἀσχολοῦνται μὲ τὴν νοερὰ προσευχὴ καὶ γιὰ κάποιο χρονικὸ διάστημα ἡ ἁρπαγὴ τοῦ
νοὸς καὶ ἡ σχέση τῆς συνειδήσεως μὲ τὸ πνευματικὸ ἀντικείμενο εἶναι τόσο ἰσχυρά,
ὥστε ὅ,τι εἶναι ἐξωτερικὸ νὰ μὴν γίνεται αἰσθητό. Καὶ καθὼς τοῦ ἀπεκαλύπτοντο
μεγάλα μυστήρια, ἐκεῖνος αἰσθάνθηκε ἔντονον φόβο, ἀλλὰ ἀμέσως μετά, χαρὰ
κατέλαβε τὴν ψυχή του καὶ σὰν νὰ σκιρτοῦσε, ἔλεγε τὰ ἑξῆς: «Μέγας εἶ,
Κύριε, καὶ θαυμαστὰ τὰ ἔργα Σου καὶ οὐδεὶς λόγος ἐξαρκέσει πρὸς ὕμνον τῶν
θαυμασίων Σου!» Κατὰ τὸ διάστημα αὐτό, τὸ σῶμα ἦταν ἐλεύθερο, σὰν νὰ μὴν εἶχε
βάρος, καὶ ὁ Εὐθύμιος εἶχε τὴν αἴσθηση ὅτι ἡ ψυχή του χωρίζεται ἀπὸ τὸ σαρκίο
του. Ἄρχισε λοιπὸν νὰ παρακαλῆ τὸν Κύριο νὰ μὴν πάρει τώρα τὴν ψυχή του, ἐπειδὴ
δὲν εἶναι ἀκόμη ἕτοιμη, καὶ ὁ ἴδιος θὰ Τὸν κηρύξει σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους.
Τότε ἄκουσε φωνή: «Σήκω καὶ κοίταξε τί συμβαίνει».
-Σηκώθηκα, ἔλεγε ὁ Εὐθύμιος,
καὶ καθόλου δὲν αἰσθανόμουν τὸ βάρος τοῦ σώματος. Τὴν ἴδια στιγμὴ τὸ φῶς τὸ ὁποῖο
βρισκόταν μέσα μου εἶπε:
-Εὐθύμιε, πιστεύεις τώρα αὐτὰ ποὺ
λέει ὁ Γέροντας, ἢ μήπως ζῆς στὴν προηγούμενη ἀπιστία; Ἂν δὲν πιστεύεις ἀπολύτως,
ἐγὼ θὰ φύγω ἀπὸ ἐδῶ!
-Πιστεύω, Κύριε, ἀνεφώνησα, ἀλλὰ
προσεύχομαι νὰ μὴν πάρεις τώρα τὴν ψυχή μου, ἐπειδὴ δὲν εἶμαι ἕτοιμος· καὶ ἐγὼ
θὰ ὁμολογήσω τὸ ὄνομά Σου ἐνώπιον ὅλων τῶν ἀνθρώπων.
Τότε μέσα μου ἄκουσα μία φωνή: «Νά,
περὶ τίνος ὡμιλοῦσαν ἐκεῖνοι· νά, τί εἴδους εἶναι ἡ προσευχή τους. Γι’ αὐτό, νὰ
πιστεύεις σ’ ἐκεῖνο ποὺ ἔλεγαν!»
Ὅταν ὁ Εὐθύμιος συνῆλθε, ἡ ἐνέργεια
τοῦ φωτὸς συνεχιζόταν καὶ ἡ καρδιά του σκιρτοῦσε ἀπὸ χαρά, ἐνῶ ὁ Γέρων Παΐσιος
τὶς στιγμὲς ἐκεῖνες συνέχιζε τὴν συζήτηση μὲ τὸν μοναχό. Ὅταν συνῆλθε ἀπὸ τὴν ἔκσταση,
ὁ Εὐθύμιος ἀντιλήφθηκε ὅτι τὰ μάτια του ἦταν σὰν ἀκίνητα· τὴν ὥρα τοῦ φωτισμοῦ
τῆς ψυχῆς τὰ μάτια ἦσαν ἀνοικτὰ καὶ ἔμειναν στυλωμένα πρὸς τὴν πλευρὰ ἐκείνη ποὺ
κοίταζε πρὶν ἀρχίσει τὸ ὅραμα. Γιὰ ἀρκετὴ ὥρα ἔτριβε τὰ μάτια του καὶ σήκωνε τὶς
βλεφαρίδες, ἀλλὰ ἐκεῖνες παρέμεναν ἀσάλευτες. Πέρασε ἀρκετὸ διάστημα ἔτσι, καὶ ἄρχισε
πλέον νὰ ἀπελπίζεται ὅτι δὲν θὰ μπορέσει νὰ τὰ ἐπαναφέρει στὴν ἀρχικὴ
κατάσταση· ἔκραξε ὅμως πρὸς τὴν οὐράνια Βασίλισσα γιὰ βοήθεια, καὶ τότε τὰ
βλέφαρα ἄρχισαν νὰ κινοῦνται.
Καθὼς συζητούσαμε μὲ τὸν π. Εὐθύμιο
γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ π. Παϊσίου πρὸς τοὺς ἐχθρούς, κάποιος παρετήρησε ὅτι εἶναι
δύσκολο νὰ τοὺς ἀγαπᾶμε μὲ ὅλην μας τὴν καρδιά, ὅταν βλέπουμε τὶς
προσχεδιασμένες ἐνέργειές του. Ὁ Εὐθύμιος, ἀκολουθῶντας τὸν Γέροντά του, εἶπε:
-Ἂν δὲν ἦταν δύσκολο, δὲν θὰ ὑπῆρχε
καὶ ἔπαθλο. Ὁ Χριστὸς εἶπε: «Ἐάν τις ἀγαπᾷ με, τὸν λόγον μου τηρήσει». Καὶ ἡ ἐντολή
του εἶναι νὰ ἀγαπᾶμε τὸν πλησίον, ἀκόμη καὶ τοὺς ἐχθρούς μας. Τότε εἴμαστε
παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, ὅπως ὁ ἴδιος λέει στὸ Εὐαγγέλιό Του. Ἀλλά, ἐπειδὴ ἡ ἀρετὴ εἶναι
ἀγώνας, ὁ Κύριος εἶπε: «Πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί». Εἶπε δηλαδὴ
ὅτι ὀλίγοι θὰ εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι θὰ ἀγωνίζονται νὰ τηροῦν τὶς ἐντολὲς τοῦ
Θεοῦ.
***
Τρεῖς μῆνες πρὶν ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ
Γέροντος Παϊσίου ἕνας Ῥῶσος μοναχὸς μαζὶ μὲ τὸν κατὰ σάρκα ἀδελφό του τὸν ἐπισκέφθηκαν
καὶ συζητοῦσαν ἀρκετὴ ὥρα. Τὸ ἀντικείμενο τῆς συζητήσεως ἦταν ἡ συχνὴ κοινωνία
τῶν Ἁγίων Μυστηρίων. Ὁ Γέροντας ῥώτησε τὸν λαϊκὸ πόσες φορὲς κοινωνεῖ. Ὅταν πῆρε
τὴν ἀπάντηση: «Μία φορὰ τὸν χρόνο», μὲ ἀγάπη τὸν ἐνουθέτησε ὅτι πρέπει νὰ
κοινωνῆ κάθε μῆνα ἢ τουλάχιστον μὲ τὴν εὐκαιρία κάθε νηστείας. Ὁ λαϊκὸς εἶπε ὅτι
ἐξ αἰτίας τῶν καθημερινῶν ἐργασιῶν δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἀκολουθήσει τὴν συμβουλή
του, ἀλλὰ ὁ Γέροντας δὲν συμφώνησε καὶ εἶπε:
-Ἂν κάποιος τὸ ἐπιθυμῆ πολύ, καὶ σὲ
περίπτωση ποὺ ἡ ἐργασία του εἶναι ἑκατὸ φορὲς περισσότερη, ἀκόμη καὶ ἂν διοικῆ ὁλόκληρη
τὴν χώρα, θὰ βρῆ τὸν χρόνο, ὅπως εὑρίσκει καὶ γιὰ τὶς γήϊνες ἐργασίες. Κατόπιν
μίλησε γιὰ τὴν ἀναγκαιότητα τῆς συχνῆς θείας Κοινωνίας, ἐπειδὴ διὰ μέσου αὐτῆς ἐπιτυγχάνεται
τέτοια ἕνωσις μὲ τὸν Κύριο, ὥστε εἴμεθα πλέον ἕνα πνεῦμα μαζί Του· καὶ χωρὶς ἕνωση
μὲ τὸν Χριστὸν σ’ αὐτὴν τὴν ζωή, πῶς θὰ ἑνωθοῦμε μὲ Αὐτὸν στὴν μέλλουσα;
Ὁ λαϊκὸς ἀντέδρασε λέγοντας:
-Πῶς μποροῦμε νὰ προετοιμαζώμεθα
τόσο συχνὰ γι’ αὐτὸ τὸ Μυστήριο, ὅταν εἴμεθα δεμένοι μὲ τὶς καθημερινὲς ἀσχολίες;
Σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο ὁ Γέροντας μίλησε
γιὰ τὴν οὐσία τῆς μετανοίας, ὅτι δὲν συνίσταται μόνο στὴν προφορικὴ ἐξαγόρευση ἁμαρτημάτων
στὸν Πνευματικό, ἀλλὰ εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ἔχουμε ἀδιαλείπτως τὸ βίωμα τῆς
μετανοίας καὶ κάθε στιγμὴ νὰ φυλάττουμε τὴν συνείδησή μας· νὰ τὴν προσέχουμε ἐν
σχέσει πρὸς τὸν Θεό, πρὸς τὸν πλησίον καὶ πρὸς τὰ πράγματα.
-Ὅταν προσέχεις τὴν συνείδησή σου
καὶ ἀκοῦς ὅ,τι σοῦ λέει, ἡ ἐξομολόγησίς σου ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ Πνευματικοῦ
θὰ εἶναι καθημερινή, εἰλικρινὴς καὶ πλήρης. Τότε χωρὶς δισταγμὸ θὰ μπορῆς συχνὰ
νὰ κοινωνῆς τῶν Ἁγίων Μυστηρίων. Ἀλλά, ἂν δὲν προσέχεις τὴν συνείδηση καὶ δὲν τὴν
ἀκοῦς σὲ ὅλα ὅσα κάνεις, ποιά θὰ εἶναι ἡ ἐξομολόγησις καὶ ἡ μετάνοιά σου;
Ἔφεραν τὴν συζήτηση καὶ στὴν
προσευχή. Ὁ Γέροντας ἔλεγε ὅτι πρωτίστως πρέπει νὰ τηροῦμε ὅλες τὶς εὐαγγελικὲς
ἐντολὲς ποὺ ἀναφέρονται στοὺς Μακαρισμούς: πνευματικὴ πτωχεία, ἐλεημοσύνη καὶ ἄλλες.
Μόνον τότε θὰ εἶναι δυνατὴ ἡ ἀληθινὴ προσευχή. Καὶ ἂν αὐτὴ δὲ εἶναι δυνατή,
μόνον ἂν ἀγαπᾶμε τὴν πνευματικὴ ἐργασία καὶ ἂν συνεχῶς ἀσκούμεθα. Ἀλλὰ σὲ κάθε
περίπτωση εἶναι ἀπαραίτητη ἡ ὑπομονή, ἐπειδὴ ὁ διάβολος ξεσηκώνεται ἐναντίον τῆς
συνηθείας τῆς προσευχῆς καὶ ἐπιτίθεται μὲ διαφόρους πειρασμούς. Ἂν ὁ ἄνθρωπος δὲν
ἔχει ὑπομονὴ καὶ πέσει στὴν νωθρότητα, ἡ προσευχητικὴ διάθεσις χάνεται καὶ γιὰ ἀρκετὸ
διάστημα δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιστρέψει.
***
Ὁ Γέρων Παΐσιος, ἀγωνιζόμενος μὲ ὅλη
του τὴν καρδιὰ γιὰ τὴν σωτηρία του, ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ τὴν 29η Ὀκτωβρίου τοῦ
ἔτους 1869, σὲ ἡλικία ἄνω τῶν 100 ἐτῶν, ἐκ τῶν ὁποίων τὰ 83 ἔζησε στὸ Ἅγιον Ὄρος.
Από το βιβλίο Αγιορείτες
Πατέρες του 19ου αιώνος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου