Άλλον γέροντα προσφάτως κοιμηθέντα
και άξιον μνήμης έχομεν τον π. Θεοφύλακτον, υποτακτικόν του αειμνήστου γέροντος
Ιωακείμ Σπετσιέρη, ευλαβέστατον, σιωπηλόν, ησύχιον, ακτήμονα εις αφάνταστον
βαθμόν. Μετά τον θάνατον του γέροντός του πατρός Ιωακείμ έμεινε μόνος, μή
γνωρίζων δε εργόχειρον έζη μετά πολλής πτώχειας, όχι μόνον εκ της ελλείψεως
κάθε εσόδου αλλά κυρίως εκ της συνηθείας της αμεριμνίας και λιτότητος.
Μετέβαινε ενίοτε εις τας γειτονικάς καλύβας της Σκήτεως και προσέφερε υπηρεσίας,
όπως και όσον ηδύνατο, και του έδιδον οι γέροντες ολίγον φαγητόν. Είχε εις την
καλύβην του μερικάς κληματαριάς εις κρεβατά όπως συνηθίζεται εις το Άγιον Όρος
δια το περιορισμένον του χώρου. Πολλάκις οι διάφοροι κοσμικοί αλιείς και
προσκυνηταί του έκλεπτον τα σταφύλια. Ο γέρων Θεοφύλακτος πάντοτε
τους έβλεπε, αλλά εκρύπτετο δια να μην τον ίδωσιν εκείνοι και εντραπώσι και
ούτως αυτοί έκλεπτον τα σταφύλια, εις αυτόν δε έμενε μόνον ο κόπος της
περιποιήσεως έως ότου ωριμάσουν.
Ημείς διεμένομεν ακόμη εις τα
σπήλαια της Μικράς Αγίας Άννης, όταν ο π. Θεοφύλακτος μας επεσκέφθη.
Ο αείμνηστός μας γέρων τον υπεδέχθη μετά χαράς και καλοσύνης και τον ηρώτησε
διά την ζωήν του, πώς διάγει εις την καλύβην του· και αν είναι ευχαριστημένος.
Αφού είπε εις τον γέροντα γενικώς πώς είναι και τί σκέπτεται, και έμαθε και την
ιδικήν μας ζωήν, παρεκάλεσε τον γέροντα νά τον δεχθή νά έλθη και αυτός νά μένη
μαζί μας, διότι δέν ανεπαύετο νά συνέχιση ως ήτο. Ο γέρων τον παρηγόρησε και
του είπε νά μή φύγη από την καλύβην του, αλλά νά έρχεται κατά διαστήματα νά
μένη μεθ’ ημών διά νά αναπαύεται και πάλιν νά επιστρέφη εις την καλύβην του.
Αυτό εγένετο δι’ ολίγον. Ακολούθως
ηθέλησε νά γίνη Μεγαλόσχημος Μοναχός, διότι μέχρι τότε δέν ήτο. Τον ανεδέχθη
λοιπόν ο ιδικός μας γέρων και τον έκειρε μοναχόν εις τα σπήλαια της Μικράς
Αγίας Άννης. Ακολούθως η επαφή μας εγένετο στενωτέρα. Επεσκεπτόμεθα και ημείς
την καλύβην του, όταν επηγαίναμεν διά διαφόρους εργασίας εις την Νέαν Σκήτιν
ούτω δε απετελούσαμεν πλέον μίαν συνοδίαν. Κατά την περίοδον αυτήν εγεννήθη εις
ημάς η ιδέα της φυγής από τα στενά περιβάλλοντα της σπηλαιωτικής κατοικίας μας
εις την Μικράν Αγίαν Άνναν και εζητούσαμεν τόπον κατάλληλον διά νά
μεταφερθώμεν. Επληθύνθημεν και ο χώρος δεν επέτρεπε άλλην παραμονήν, διότι ήτο
στενός διά περισσοτέρους των τριών ή τεσσάρων, ενώ ημείς ήμεθα επτά. Τότε ο π. Θεοφύλακτος μάς
έδωκε την ιδέαν της Νέας Σκήτεως, με πρώτην βάσιν την ιδικήν του καλύβην, έως
ότου επεκταθώμεν εις ευρύτερον περιβάλλον. Όντως ούτως εγένετο και ανεχωρήσαμεν
διά την Νέαν Σκήτιν. Ο π. Θεοφύλακτος παρέμεινε εις την καλύβην του
μεθ’ ενός αδελφού εξ ημών και όλοι ομού εις τον κοινόν βίον υπό τον αείμνηστον
γέροντά μας εις τας νέας καλύβας όπου εμένομεν οι υπόλοιποι έξω από την Σκήτιν
κατά την παράδοσιν της κυριάρχου Μονής.
Αν και γέρων, ο π. Θεοφύλακτος,
εκράτησε το άπλαστον και ταπεινόν φρόνημά του και εφέρετο πάντοτε ως
υποτακτικός, ακόμη και εις τον νεώτερον αδελφόν της συνοδίας μας. Άκακος και
εξυπηρετικός υπεχώρει πάντοτε χωρίς ποτέ νά αντιλέγη η νά προβάλλη ιδικόν του
θέλημα ή διαμαρτυρίαν εις την μεταξύ μας αναστροφήν.
Εκείνο το οποίον κατ’ εξαίρεσιν
τον εχαρακτήριζε ήτο η ολόθερμος ευλάβεια και ο ζήλος του προς τους εικοσιένα
Αγίους Αναργύρους, την σύναξιν των οποίων εόρταζε η μικρή του εκκλησία. Η
πηγαία και αμείωτος πίστις του προς τούς Αγίους του, ως τους απεκάλει, τον
επαρηγόρει διά διαφόρων αντιλήψεων και εμφανίσεων τας οποίας προσεδόκει μετά
παιδικής απλότητος, διά τούτο δε και δέν υστερείτο αυτών ως συχνότατα μάς
διηγείτο. Ω μακάρια απλότης, η οποία δεν περιεργάζεσαι ούτε ψηλαφείς, αλλά
πιστεύεις όσα η θεία χάρις σε καταξιοί!
Ο πόλεμος, τον οποίον είχε σχεδόν
μονίμως ο ευλαβέστατος αυτός αγωνιστής, ήτο εν είδος λύπης, περίπου ως η
μελαγχολία, το οποίον συχνάκις τον ετυράννει, ιδίως όταν ήτο μόνος μετά τον
θάνατον του πρώτου γέροντος του π. Ιωακείμ. Εις τας δύσκολους στιγμάς του όταν
επιέζετο από τον πόλεμον αυτόν και έχανε το θάρρος του, εισήρχετο εις την
μικράν του εκκλησίαν και έλεγε το παράπονόν του εις τους προστάτας του Αγίους
Αναργύρους, οι οποίοι με κάποιαν ιδικήν των θεωρίαν τον επαρηγόρουν
αναλόγως.«Κάποτε, μάς είπε, πού ήμουν πολύ πνιγμένος από τον πόλεμόν μου αυτόν,
πήγα νά κοιμηθώ σχεδόν απελπισμένος και εις τον ύπνον μου βλέπω ότι πήγαινα
προς το Κυριακόν της Σκήτεως. Όταν βρέθηκα σε κάποιο σημείον στενόν, με τείχη
δεξιά και αριστερά, αισθάνθηκα φόβον πολύν και βλέπω» έξαφνα μπροστά μου στον
δρόμον ένα τεράστιο σκύλοι σε μέγεθος υπερφυσικό, ως λέοντα με άγριο βλέμμα και
διάθεσιν εναντίον μου. Τότε τα έχασα κυριολεκτικά: και άρχισα νά παρακαλώ τους
Αγίου μου νά με σώσουν. Δέν πρόλαβα σχεδόν νά παρακαλέσω, και στην στιγμήν
παρουσιάστηκαν δύο παλληκάρια όλο φώς και δόξα· άρπαξαν το θηρίο αυτό, το
έδεσαν με χονδρή αλυσίδα και μου είπανε: «Βλέπεις πώς τον δέσαμε και δέν μπορεί
νά σε βλάψη; Μή φοβάσαι λοιπόν, αλλά γύρισε στην καλύβη σου και ησύχαζε».
Ταυτοχρόνως μου έδωσαν και ένα όμορφο κάτασπρο ψωμάκι, και αμέσως ξύπνησα και
ήμουν όλος χαρά.
Άλλοτε πάλι είχα τον ίδιο πόλεμο
και η απόγνωσι με μάστιζε τρομερά. Εγνώριζα βέβαια ότι είναι πόλεμος, αλλά δεν
μπορούσα νά απαλλαγώ. Λόγω της απειρίας μου δεν το πολέμησα εξ αρχής, όταν μου
πρωτοεμφανίστηκε αυτό το πάθος, και μου έγινε μόνιμος σταυρός. Αφού κάθησα νά
ξεκουραστώ βλέπω μία ομάδα ανθρώπων διαφορετικής ηλικίας νά ανεβαίνη από τον
δρόμον του Κυριακού προς τά πάνω, πού ήταν η δική μου καλύβη, και μιλούσαν
μεταξύ τους. Εγώ πρόσεχα ποίοι ήσαν και πού θά πήγαιναν. Όταν πέρασαν το
σταυροδρόμι και πλησίασαν την δική μου εξώπορτα, σταμάτησαν γιά λίγο και τους
ακούω νά λέγουν ευκρινώς: «Δεν περνάμε από το καταγώγιό μας;». Πράγματι άνοιξαν
την πόρτα μου και μπήκαν μέσα με την σειρά ψάλλοντας το δικό τους απολυτίκιο:
«Την εικοσάριθμον ένθεον φάλαγγα, την εξαστράπτουσαν χάριν ουράνιον, των
Αναργύρων των λαμπρών το στίφος ανευφημούμεν…». Επροπορεύετο όλων ο Άγιος
Παντελεήμων, νεαρός, ξανθός, μεγαλοπρεπής και με παράσημον ιατρικής στό στήθος
του, και η ηκολούθησαν οι υπόλοιποι ψάλλοντας μελωδικώτατα όλο τους το
τροπάριο. Ανέβηκαν την σκάλα της καλύβης στον επάνω όροφο πού είναι η εκκλησία
τους, μπήκαν μέσα, στάθηκαν με την σειρά στους δύο χορούς και άρχισαν νά
ψάλλουν τροπάρια από την ακολουθία τους. Όταν τελείωσαν την ψαλμωδία, γύρισαν
πίσοο και έφυγαν προς το επάνω μέρος της Σκήτεως, αφού μου άφησαν την ευλογία
τους και πολλή παρηγοριά και επί σειράν ημερών ήμουν γεμάτος χαρά και
πνευματική ευτυχία».
Δεν εκράτουν σημειώσεις, ο
ταπεινός, όταν πολλάκις μοί εδιηγείτο τοιαύτας αντιλήψεις των Αγίων Αναργύρων,
και τας έκλεψεν η λήθη.
Ειδικώς εχαρακτήριζε τον
ευλογημένον αυτόν γέροντα εις όλην του την ζωήν η πολλή του υπομονή, διότι
πέραν των ποικίλων περιπετειών του μοναχικού του βίου, εσήκωνε και τον Σταυρόν
μιάς ισοβίου ασθενείας η οποία τον εταλαιπώρει μονίμως. Τον επόνει συνεχώς ο
στόμαχός του, χωρίς όμως νά είναι πάθημα στομαχικόν ως μερικοί ιατροί
διέγνωσαν, αλλά μάλλον του ήπατος· πολλάκις δε εδυνάμωνε πολύ. Όπως μάς έλεγε,
συχνά πήγαινε εις τους φίλους του, τους ιατρούς Αγίους Αναργύρους και τους
παρεπονείτο, διατί δεν τον θεραπεύουν, και τους έβλεπε εις τον ύπνον του νά του
λέγουν. «Εμείς, γέροντα, σε θεραπεύομεν εάν θέλης, αλλά αυτό δέν σε συμφέρει».
Αύτη η πληροφορία τον ανέπαυε δι’ αρκετόν καιρόν και μετά πάλιν συνέχιζε ο
Σταυρός του.
Όσον διεμένομεν ημείς εις την
Σκήτιν, είχε παρηγορίαν διότι είμεθα όλοι μαζί· όταν όμως ανεχωρήσαμεν δι΄ άλλα
μέρη του ιερού μας τόπου, ως ο Κύριος οικονόμησεν, έμεινε μόνος και κάπως
εδυσκολεύετο. Τον παρεκαλέσαμεν νά δεχθή νά έλθη μαζί μας, διότι μάς ήτο
αγαπητός, αλλά δεν ήθελε νά αποχωρισθή τους φίλους του, τους Αγίους Αναργύρους.
Εις το τέλος, όταν επληθύνθησαν αι σωματικαί του ασθένειαι και εχρειάζετο
συμπαράστασιν, ευλαβείς γέροντες της Σκήτεως τον συνώδευσαν έως τας Αθήνας δι’
ιατρικήν παρακολούθησιν, διότι επόνουν οι οφθαλμοί του και το φως του ηλαττούτο
σημαντικώς. Δυστυχώς όμως δεν επρόλαβε την θεραπείαν των οφθαλμών. Ανεπτύχθη
γλαύκωμα προκεχωρημένης μορφής και ούτως απώλεσε τελείως το φως του. Είχε όμως
και άλλην άσθένειαν, η οποία επίσης εξελίσσετο, ως δε διεπίστωσαν οι θεράποντες
ιατροί, ήτο καρκίνος εις τα τελευταία στάδια. Μετά ταύτα ειδοποιήθησαν οι
συγγενείς του και οι πατέρες της Σκήτεως ότι δεν είχε πλέον ανθρωπίνως ελπίδα
ζωής και θά έζει το πολύ είκοσιν ημέρας.
Οι ευλαβείς γέροντες της Σκήτεως,
και η ιδίως η φιλόχριστος αδελφότης των Αβραμαίων, ανέλαβον προθύμως την
επαναφοράν του εις την Σκήτην και την όλην του κηδεμονίαν και πρόνοιαν και τον
εκράτησαν πλέον πλησίον τους μέχρι των δυσμών του βίου του. Να μείνη πλέον εις
την καλύβην του ως τελείως τυφλός, ήτο αδύνατον. Τότε εφηρμόσθη εις τον
οσιώτατον και καρτερικώτατον τούτον γέροντα το λόγιον «Άλλαι μεν βουλαί
ανθρώπων, άλλα δε θεός κελεύει». Παρήλθον αι είκοσι ημέραι και πολλαί εικοσάδες
ήμερων ο δε γέρων Θεοφύλακτος έζησεν άλλα πέντε έτη χαριέστατος και
πλήρης διαύγειας και πίστεως, προσδοκών μετά πεπαρρησιασμένου θάρρους την
είσοδόν του εις την βασιλείαν των ουρανών, την οποίαν ησθάνετο αδιαλείπτως
ιδίως εις τας ημέρας κατά τας οποίας σωματικώς δεν έβλεπε.
Αν και ημποδίζετο να ίδη με τους
αισθητούς οφθαλμούς τα πράγματα του κόσμου τούτου, με τους οφθαλμούς όμως της
ψυχής, οι οποίοι ήσαν διαυγέστατοι και πλήρης θείου φωτισμού, έβλεπε τα
μυστήρια της αιωνίου ζωής και την κατάπαυσιν των δικαίων. Εις την σκληράν αυτήν
δοκιμασίαν της παντελούς τυφλώσεώς του έδειξε, ιώβειον υπομονήν, ώστε να
παρήγορη αυτός μάλλον τους βουλομένους να τον παρηγορήσουν, διότι είχε την
έσωθεν παρηγορίαν της χάριτος, η οποία τον εδρόσιζε πνευματικώς. Αυτό το
γνωρίζουν όσοι ηξιώθησαν να περασθούν η να διωχθούν «ένεκεν δικαιοσύνης».
Συχνά τον ήκουον να ψιθυρίζη μετά
χαρούμενου μειδιάματος οι ευλαβέστατοι και φιλόστοργοι πατέρες της Αβραμιαίας
συνοδείας, οι οποίοι προθύμως και αγογγύστως τον υπηρέτησαν. Όταν δε τον ηρώτων
να είπη με ποίον ομιλεί η τι βλέπει, τους έλεγε με την παιδικήν αθωότητα η
οποία πάντοτε τον εχαρακτήριζε: «Δεν βλέπετε την εικόνα της Παναγίας μας, πόσον
θαυμαστή και ωραία είναι;» Πολλάκις έβλεπε «το χρυσό του παλληκάρι», ως
συνήθιζε να αποκαλή τον άγιον Παντελεήμονα, τον έξαρχον των άγιων Αναργύρων.
Δι’ εμέ, όταν έπασχαν από τον
στόμαχόν μου, πολλά παρεκάλεσε τον άγιον Παντελεήμονα και τον είδε εις τον ναόν
του, εις το Κυριακόν της Σκήτεως του Κουτλουμουσίου και του είπε ότι θα γίνω
καλά και να μη κάμω εγχείρησιν την οποίαν είχον αποφασίσει οι θεράποντες μου
ιατροί. Είχον έλκος προκεχωρημένης μορφής και καμμία δίαιτα ούτε φάρμακον μοι
προσέφερε τίποτε. Μετά την αποχήν όλων των βλαπτόντων επί διετίαν και πλέον δεν
υπήρχε άλλη λύσις από την εκτομήν. Τότε επενέβη ο ένδοξος μεγαλομάρτυς του
Χριστού, ο συμπαθέστατος Παντελεήμων, και παρήγγειλε εις τον γέροντα
Θεοφύλακτον να μοι είπη επιτακτικώς να μη κάμω εγχείρησιν, αλλά να το αφήσω εις
την πρόνοιαν της Παναγίας μας. Αμέσως εθεραπεύθην τελείως, διά να το διαπιστώσω
δε και πρακτικώς επεσκέφθην τους θεράποντος ιατρούς μου, οι οποίοι εγνώριζον
την ασθένειάν μου εις όλην της την έκτασιν διά να μοι είπωσι τώρα εις ποίαν
κατάστασιν ευρίσκομαι. Μου έκαμαν ακτινοσκόπησιν και δεν εύρον απολύτως τίποτε,
παρά μόνον μικράν ουλήν παλαιάς επουλωμένης πληγής.
Άλλοτε πάλιν, όταν έγραφον τον
βίον του αειμνήστου γέροντος μας, και έφθασα εις το μέσον περίπου, με
εκυρίευσεν αποθάρρυνσις και με έκαμε να σταματήσω την συγγραφήν τελείως. Αφού
παρήλθον πολλαί ημέραι χωρίς να γνωρίζη κανείς τίποτε περί του πρακτέου, μοι
λέγει μίαν πρωίαν όλως χαρούμενος ο γέρων Θεοφύλακτος. Απόψε είδα τον
γέροντα μας Ιωσήφ και μου έδωκε δύο σφραγίδες για να σου τις δώσω. Η μία ήταν
έτοιμη με τα γράμματα της και η άλλη ακατέργαστη. Τον ρώτησα, τι να τις κάμη
γέροντα, και μου αποκρίθηκε. Δώστου τες και αυτός ξέρει τι να τις κάμη». Τότε
κατενόησα το νόημα, ότι δηλαδή πρέπει να συνεχίσω την βιογραφίαν την οποίαν
είχον αφήσει- και όντως μοι ήλθε ζήλος και μετά προθυμίας επεράτωσα τον βίον.
Κάποτε μοι είπε και αυτό το
παράδοξον, το οποίον σημειώνω διά τους ενδιαφερομένους. Κάποιος ευλαβής γέρων
ήθελε να χειροτονηθή ο υποτακτικός του ιερεύς. Εις την ζωήν του, τόσον την
παρούσαν όσον και την παρελθούσαν, ήτο άμεμπτος και συνάμα ευλαβέστατος με σημεία
της χάριτος και του θείου φόβου. Τον έστειλε λοιπόν ο γέρων εις πνευματικόν
άνδρα ευλαβή και διακριτικόν, διά να του δώση την απαραίτητον συμμαρτυρίαν διά
την χειροτονίαν. Αφού τον ηρεύνησεν ο πνευματικός περί όλης του της ζωής και
περί των λογισμών του ακόμη, δεν εύρε τίποτε, έστω και το ελάχιστον, το όποιον
να τον κωλύη από την χειροτονίαν. Όταν όμως έφθανε ο πνευματικός να υπογράψη
την συμμαρτυρίαν ημποδίζετο η χειρ του, πράγμα το όποιον και τον ίδιον τον
πνευματικόν εξέπληττε. Τότε του είπε: «Πήγαινε, παιδί μου, σήμερα στον γέροντα
σου και να έλθης αύριον, και κάμε και συ λίγη προσευχή να μας φώτιση ο Θεός».
Έφυγε ο υποτακτικός εις το κελλίον του, και ο πνευματικός προσηύχετο να του
δείξη ο Θεός διατί ημποδίζετο να δώση συμμαρτυρίαν, αφού δεν υπάρχει ουδέν
κώλυμα.
Την άλλην ημέραν ήλθε ο μοναχός
εις τον πνευματικόν διά τον ίδιον σκοπόν, αλλά πάλιν ο πνευματικός ημποδίζετο
να υπογράψη. Τότε ήρχισε να έρωτα τον νέον μετά λεπτομέρειας από την νεαρωτάτην
του ηλικίαν, εάν ενεθυμείτο τίποτε, αν έβλαψε κανένα η αν είδε καμμίαν εικόνα
τρομακτικήν, η οποία να του προεκάλεσε λύπην ή κάποιαν απορίαν και ο νέος
εμνήσθη του εξής γεγονότος: Όταν ήτο μικρός, περίπου πέντε ετών, έπαιζε
σχοινίον και ενεπλέχθη εις αυτό μία έγκυος γυνή και έπαθε αποβολήν! Τότε κατάλαβε
ο πνευματικός διατί ημπόδιζε η χάρις την έκδοσιν της συμμαρτυρίας, διότι η γυνή
ήτο έγκυος, εφ’ όσον δε ενεπλέχθη εις το σχοινίον του παιδιού, έπεσε και έπαθε
αποβολήν, και άρα η πράξις επείχε θέσιν φόνου και ως φονεύς ο μοναχός δεν
ηδύνατο να γίνη ιερεύς! Αυτό το ήκουσα και εκ δευτέρου προσώπου μετά πάσης
λεπτομέρειας και ας προσέξουν οι, ενδιαφερόμενοι υπεύθυνοι, ως και ο γέρων Θεοφύλακτος μοι
ηρμήνευσε.
Ημείς τώρα πάλιν εις τον σκοπόν
του προκειμένου μας, τον γέροντα Θεοφύλακτον, τον καρτερικώτατον ήρωα της
υπομονής, τον όποιον αν και εβάρυνον και εταλαιπώρουν αι ασθένειαι, ήτο
κατάδηλος η μακάρια ελπίς εις το φωτεινόν του πρόσωπον. Αυτή είναι το πλήρωμα
της πνευματικής χαράς, το όποιον γεύονται εκείνοι των οποίων κατά την Γραφήν, ο
μισθός είναι «πολύς εν τοις ουρανοίς». Όντως ο μακάριος ούτος γέρων κατά τον
Παύλον «τον δρόμον ετελείωσε και τήν πίστιν ετήρησε». Το κεχαριτωμένον μειδίαμα
της εν Χριστώ νηπιότητός του δεν έλειπε εκ των χειλέων του. Εις οιονδήποτε τον
εχαιρέτα η απόκρισίς του ήτο καθαρώς πνευματική. Εις τους πλησιέστερους του δε,
τους οποίους ενεπιστεύετο, απεκάλυπτε την εσωτερικήν του γαλήνην και ενέργειαν
της χάριτος, η οποία του προεκάλει, ως έλεγεν, η αδιάλειπτος ευχή, η οποία
μάλιστα ηυξήθη προς το τέλος του.
Με την μακαρίαν ελπίδα, η οποία
αδιαλείπτως έδρόσιζε την αθώαν του ψυχήν, έφθασεν εις το τέρμα της ζωής του ο
φιλόπονος και καρτερικός γέρων Θεοφύλακτος, και ετελειώθη πλήρης ήμερων,
εις ηλικίαν ενενήκοντα ενός ετών διά να προστεθή εις την σειράν τον πατέρων
μας, τους οποίους μετά ζήλου και αυταπαρνήσεως εμιμήθη.
Πηγή: Γέροντος Ιωσήφ, Οσίων Μορφών
Αναμνήσεις, Ψυχωφελή Βατοπαιδινά 4, β’ Έκδοσις, Ιερά Βασιλική και Πατριαρχική
Μεγίστη Μονή του Βατοπαιδίου Αγίου Όρους, 2003.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου