Ομιλία του Μοναχού Μωυσή Αγιορείτη, που πραγματοποιήθηκε στις
23.9.1995 στην αίθουσα του Πνευματικού Κέντρου της Ιεράς Μητροπόλεως Μαρωνείας
και Κομοτηνής στη σειρά εκδηλώσεων με τον γενικό τίτλο «Άγιον Όρος και Θράκη»
από τον Μορφωτικό Όμιλο Κομοτηνής και δημοσιεύθηκε στα Πρακτικά, Κομοτηνή 2001,
σσ. 151-167.
Θα εισέλθω αμέσως στο θέμα μου,
αφού μου επιτρέψετε παρακαλώ μία διευκρίνιση. Τα γεωγραφικά όρια του Αγίου
Όρους σε όλη την υπερχιλιετή ιστορία του ήταν συγκεκριμένα και σχεδόν σαφή[1].
Τα όρια της Θράκης κατά τις διάφορες περιόδους της πολυκύμαντης ιστορίας της
δεν ήσαν τα αυτά. Εμείς θ’ αναφερθούμε για λόγους ιστορικούς στην ευρύτερη
Θράκη, στη γνωστή Δυτική, με τους νομούς Έβρου, Ξάνθης και Ροδόπης, στην
Ανατολική με τους νομούς Αδριανουπόλεως, Καλλιπόλεως, Ραιδεστού και Σαράντα
Εκκλησιών και τη ΒΔ την Ανατολική Ρωμυλία[2].
Στην προχριστιανική Θράκη υπήρχε
μία φυλή φιλήσυχη, οι λεγόμενοι «κτίστες», οι οποίοι ζούσαν δίχως γυναίκες,
δίχως να τρώγουν κρέας, τρεφόμενοι κυρίως με φυτικές ουσίες. Σε ορισμένες δε
φυλές κατά τη γέννηση τέκνου έκλαιαν, για τις πικρίες του βίου που θα
συναντούσε, και στους θανάτους έχαιραν, πιστεύοντας ότι η άλλη ζωή είναι
ανώτερη της παρούσης. Γενικώς παρουσιάζεται έντονος πνευματικός και
θρησκευτικός βίος στους αρχαίους Θράκες[3], που θυμίζει την άσκηση και
την πίστη στην παροδικότητα αυτής της ζωής των Αγιορειτών πατέρων.
Τη Χαλκιδική κατοικούσαν Θράκες,
όπως και τον Άθωνα, ως αναφέρει ο Στράβων. Ιερά Παράδοση ανάγει τον
εκχριστιανισμό των κατοίκων του Άθω στο κήρυγμα της ίδιας της Θεοτόκου και τον
Απόστολο Παύλο να κηρύττει στην πλησιόχωρη περιοχή. Ο άλλος των πρώτων
αποστόλων Ανδρέας είναι ο πρώτος εκχριστιανιστής των Θρακών, όπου και είναι
ιδιαίτερη η τιμή της Θεοτόκου με πλήθος μονών και ναών[4].
Οι σχέσεις των δύο τόπων αρχίζουν
μ’ έναν παράδοξο τρόπο θα ’λεγε κανείς. Ο πρώτος επώνυμος όσιος του Αγίου
Όρους, ο σπηλαιώτης ακτήμων και γυμνητεύων Πέτρος ο Αθωνίτης, θέλησε να
ενταφιασθεί στις Φώκες της Θράκης τον Θ΄ αιώνα, από μοναχούς που μετέφεραν το
σκήνος του εκεί. Πριν εισέλθουν στην πόλη κόσμος πολύς έφθασε κι έλεγε: «Που
είναι ο Μέγας Πέτρος, όστις ήλθεν από το Όρος του Άθωνος; Θέλομεν να τον
προϋπαντήσωμεν». Τότε τελέσθηκαν πλήθος θαυμάτων και μεγάλες τιμές προσφέρθηκαν
από τον κλήρο και τον λαό της επαρχίας στο θαυματουργό και μυροβόλο λείψανο του
Αθωνίτη οσίου Πέτρου[5].
Περί τα τέλη του Ι΄ αιώνος από την
Αδριανούπολη έρχονται στη μονή Βατοπεδίου οι πλούσιοι ευγενείς Αθανάσιος,
Νικόλαος και Αντώνιος και με την προτροπή του αγίου Αθανασίου του Αθωνίτου
γίνονται οι νέοι κτίτορες της ωραίας και μεγάλης αυτής μονής[6]. Οι
τάφοι των τριών Θρακών οσίων βρίσκονται στο δεξιό μέρος της Λιτής του Καθολικού
και πρόσφατα ανακαλύφθηκαν τα τίμια λείψανά τους[7].
Το Παπίκιο όρος είναι τμήμα του
ορεινού τμήματος της Ροδόπης και βρίσκεται ΒΔ της Κομοτηνής, πάνω από τη
Βιστωνίτιδα λίμνη. Την εποχή αυτή βρίσκεται σε ακμή. Πρόκειται για μια
σημαντική μοναστηριούπολη, με σπουδαίες μονές όπως του Αγίου Ιωάννου της Ρίλας,
του Αγίου Λουκά και άλλες, των οποίων πρόσφατα ανακαλύφθηκαν ερείπια. Εδώ
μόνασαν η αυτοκράτειρα Μαρία Βοτανειάτη, που έκτισε δική της μονή και ενίσχυσε
οικονομικά τη μονή των Ιβήρων στο Άγιον Όρος, ο πρωτοστράτωρ Αλέξιος Αξούθ και
ο γιος του Μανουήλ ο Α΄, ο σεβαστοκράτωρ Αλέξιος, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς
και άλλοι[8].
Το 1195 ο των Σέρβων ζουπάνος
Στέφανος Α΄ Νεμάνια, γιος του αγίου Συμεών του Μυροβλύτη, κτίτορα της μονής
Χιλανδαρίου, εγκαταλείπει πλούτη, τιμές και δόξες και μονάζει σε μία των μονών
του Παπίκιου όρους, ύστερα από δωρεές σε αγιορειτικές μονές, στις οποίες
επιστρέφει ως μοναχός, και ιδιαίτερα στην Βατοπεδίου και Χιλανδαρίου[9].
Στις αρχές του ΙΓ΄ αιώνος, ύστερα
από Σύναξη τριών χιλιάδων Αγιορειτών Γερόντων, απεστάλη επιτροπή πατέρων στην
Καλλίπολη, για να υποστηρίξουν τα δικαιώματά τους στον αυτοκράτορα Νικαίας
Ιωάννη Γ΄ Δούκα Βατάτση και τον ηγεμόνα των Βουλγάρων Ιωάννη Ασάν. Ο δεύτερος
συνέστησε στη Ζαγορά της Θράκης Πατριαρχείο και καταπατούσε ελευθερίες των
Αγιορειτών[10].
Δύο χρυσόβουλλα του 1317 του
αυτοκράτορα Ανδρονίκου Β΄ του Παλαιολόγου εκδοθέντα υπέρ της ιεράς μονής
Χιλανδαρίου αναφέρονται σε δωρεές πλούσιων μετοχίων. Το 1321, κατά τον ιστορικό
Νικηφόρο Γρηγορά, «μήτε αροτριάν, μήτε σπείρειν, ούτε των πόλεων εξιέναι
εδύναντο επί έτος εν και μήνας δέκα»[11]. Δεν άφηναν τους Θράκες οι
ληστεύοντες Οθωμανοί να εργάζονται στα κτήματά τους. Το Άγιον Όρος μετά το 1340
υπάγεται στη σερβική δυναστεία, όπως και η Θράκη, με ηγεμόνα τον Στέφανο Δουσάν[12].
Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
άγιος Κάλλιστος ο Α΄, οικήτορας της αγιορειτικής μονής του Παντοκράτορος, το
1360 στέλνεται στη βασίλισσα της Σερβίας Ελισάβετ, στις Φέρες της Θράκης
ευρισκόμενη, για μια ισχυρή συμμαχία κατά των Τούρκων και φαίνεται πως την
επηρεάζει, αλλά ασθενεί κι αποθνήσκει[13].
Την ίδια εποχή πρόκριτοι
Αγιορείτες αποστέλλονται στην Αδριανούπολη στον Σουλτάν Μουράτ Α΄ (1360-1389)
προς επικύρωση των προνομίων τους και τότε εξεδόθησαν σχετικά φιρμάνια,
αντίγραφα των οποίων υπάρχουν σε ορισμένες αθωνικές μονές. Επί Μωάμεθ Β΄ του
Πορθητού αναγκάζονται οι Αγιορείτες να επισκεφθούν την Αδριανούπολη, για να
περισώσουν τα πολύτιμα κειμήλιά τους[14].
Σε μία επίσκεψη της Τιμίας Ζώνης
της Θεοτόκου από Βατοπεδινούς μοναχούς στην Αίνο της Θράκης προς προσκύνηση υπό
των πιστών η πρεσβυτέρα ενός ιερέως της πόλεως απέκοψε ένα τεμάχιό της χάρη
ευλαβείας προς ευλογία, το οποίο τελικά μεταμεληθείσα επέστρεψε στους συνοδούς
πατέρες. Η Αίνος υπήρξε πόλη με ιδιαίτερη θρησκευτικότητα, με πλήθος ναών,
μονών, παρεκκλησίων και αγιορειτικών μετοχίων. Αξίζει να σημειωθεί η μεγάλη
ευλάβεια των κατοίκων προς τη Θεοτόκο και τα προσωνύμια που της έδωσαν Ελεούσα,
Οδηγήτρια, Κορνεοφωλεά, Φανερωμένη, Παντοβασίλισσα, Σκαλωτή, Χαριτωμένη,
Ταξιδαριά, που την τιμούσαν πολύ οι ναυτικοί. Ο Ξηροποταμηνός μοναχός Καισάριος
Δαπόντες αναφέρει χαρακτηριστικά «πάνω στην Αίνον και θωρώ εδώ την Παναγίαν,
εις μίαν και θαυματουργήν κεύμορφην εκκλησίαν»[15].
Ο άγιος Αθανάσιος ο Α΄, πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως, γεννήθηκε στην Αδριανούπολη, νέος εκάρη μοναχός σε μονή της
Θεσσαλονίκης, κατόπιν μόνασε στο Άγιον Όρος με αυστηρή άσκηση και ιδιαίτερα στη
μονή Εσφιγμένου επί αρκετά έτη. Κατόπιν πήγε προσκυνητής των Αγίων Τόπων και
αναζητητής ασκητών στα όρη του Λάτρου, Αυξεντίου και Γαλήσιο, όπου
χειροτονήθηκε διάκονος και ιερεύς, κι επέστρεψε στο Άγιον Όρος. Από εκεί
μεταβαίνει στο θρακικό όρος του Γάνου και η αρετή του σύντομα ελκύει πολλούς
πλησίον του, μεταξύ των οποίων και αρκετές γυναίκες, για τις οποίες ίδρυσε
μονή, που φημίσθηκε για τη μεγάλη αρετή των μοναζουσών της.
Η φήμη της οσιότητός του τον
ανέβασε στον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως το 1289, απ’ όπου με κάθε
επιμέλεια μόχθησε για το καλό του ταλαιπωρημένου ποιμνίου του κι αναδείχθηκε
νέος Χρυσόστομος. Το 1293, μη δυνάμενος να παύσει τον δίκαιο έλεγχο των
παρανομούντων, οδηγήθηκε σε παραίτηση κι επέστρεψε στη μονή του. Μετά μία
δεκαετία τον επανέφεραν στον οικουμενικό θρόνο για μία οκταετία, κι η δεύτερη
αυτή πατριαρχία ήταν λαμπρότερη της πρώτης. Νέα σκάνδαλα όμως τον οδήγησαν σε
νέα παραίτηση και τον οδήγησαν ξανά στο αγαπητό του μοναστήρι. Έγινε για όλη τη
Θράκη ο παλαιός Αθωνίτης ασκητής ιατρός ψυχών και σωμάτων ο θαυματουργός,
πατέρας πτωχών λαϊκών και μοναχών ο ακτήμων, παράδειγμα με τη βιωματική ζωή του[16].
Ο όσιος Μάξιμος ο Καυσοκαλύβης (†1365) δεκαεπτά ετών από τη μικρασιατική Λάμψακο έρχεται στο όρος του Γάνου και
κείρεται μοναχός από τον λίαν ενάρετο Γέροντα Μάρκο, που η αρετή του, κατά τον
Συναξαριστή, ήταν γνωστή σε όλη τη Θράκη και τη Μακεδονία. Από εκεί ο θείος
Μάξιμος πηγαίνει στο Παπίκιον όρος, όπου κατά τον πόθο του συναντά ασκητές που
αγάπησαν θερμά και με ζήλο την αρετή και την τελειότητα. Στη συνέχεια
επισκέπτεται τα ιερά προσκυνήματα της Κωνσταντινουπόλεως και συνδέεται στενά με
τον άγιο Πατριάρχη Αθανάσιο, που αναφέραμε παραπάνω. Στο Άγιον Όρος που
καταλήγει ζει ζωή υπερθαύμαστη και ισάγγελη[17].
Ο άγιος Φιλόθεος ο Κόκκινος (†
1379) δέχθηκε καλή μόρφωση στη γενέτειρά του Θεσσαλονίκη και νέος πήγε στον
ιερό Άθωνα «τον χρυσούν όντως και φίλτατον, και πρόξενον των καλών εις όλους
τους εις αυτόν οικήσαντας και οικούντας, την πατρίδα των μοναζόντων», κατά τον
ανώνυμο βιογράφο του. Εκεί κατέληξε να γίνει ηγούμενος της Μ. Λαύρας, απ’ όπου
προχειρίσθηκε μητροπολίτης της πρωτόθρονης Ηράκλειας. Στις ησυχαστικές έριδες
κατά των αιρετικών ιδεών του Καλαβρού Βαρλαάμ και των ακολούθων του στάθηκε στο
πλευρό του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά.
Ο Ιωάννης Κατακουζηνός ανηγορεύθη
αυτοκράτωρ ενώ ήταν στο Διδυμότειχο. Αργότερα θέλησε να μεταβεί στην Ηράκλεια
και να καρεί μοναχός από τον παλαιό ηγούμενο της Μ. Λαύρας τον άγιο Φιλόθεο,
αλλά τελικά ο αυτοκράτορας κάλεσε τον άγιο Πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη.
Γεγονότα διάφορα ανάγκασαν τον άγιο να παραιτηθεί και να επιστρέψει στη φίλη
ησυχία του Αγίου Όρους. Στην Ηράκλεια ευρισκόμενος ο άγιος, οι Λατίνοι
κυρίευσαν τη Θράκη κι αιχμαλώτισαν πολλούς κατοίκους της. Ο άγιος «ωφέλησε πολύ
εις την ελευθερίαν των, διότι ως καλός ποιμήν έβαλε την ψυχήν του εις θάνατον ο
αοίδιμος, μη φοβηθείς την ωμότητα των Λατίνων, οπού κατ’ αυτού ελύσσων ως
υπερασπιστήν όντα του ορθοδόξου φρονήματος» κατά τον αγαθό βιογράφο του.
Μετά την αναχώρηση των Λατίνων ο
ιερός και σοφός Φιλόθεος συγκέντρωσε τους διασκορπισμένους Ηρακλειώτες, τους
παρηγόρησε, τους ενίσχυσε και τους απάλλαξε από τους βασιλικούς φόρους, όπως
και τους κατοίκους της Σωζόπολης, που είχαν την ίδια δεινή τύχη κι είχαν
υποστεί πολλές καταστροφές και δυστυχίες. Η νέα πατριαρχία του ήταν μεστή έργων
αγαθών. Αγάπησε την Εκκλησία και τους πιστούς κι άφησε ως πολύτιμη κληρονομιά
περίφημα συγγράμματα[18].
Ο άγιος Νήφων († 1508) μοναχός
ήλθε για μεγαλύτερη άσκηση στο Άγιον Όρος κι αγαπήθηκε πολύ από τους
Αγιορείτες. Δίχως τη θέλησή του εξελέγη μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κι από εκεί
προβιβάσθηκε στον πατριαρχικό θρόνο. Μετά τριετία αναχώρησε για την ησυχία και
μετέβη στη μονή του Τ. Προδρόμου Σωζοπόλεως. Η φήμη του δεν άργησε να φέρει
κοντά του πλήθη πιστών, που έρχονταν ως ακροατές της ιλαρής διδασκαλίας του,
επί μία διετία. Κλήθηκε ξανά στον πατριαρχικό θρόνο και μετά μία άλλη διετία
αποσύρθηκε στην Αδριανούπολη, όπου παρέμεινε σχεδόν έγκλειστος, σιωπών και
προσευχόμενος στο ναό του Αγίου Στεφάνου. Από εκεί με παρακλήσεις, ικεσίες και
τιμές παρελήφθη από τον αυθέντη της Βλαχίας Μέγα Ράντο κι αναδείχθηκε φωτιστής
της Βλαχίας, μ’ έργο θαυμαστό και πολύμοχθο. Τον μακάριο βίο του τελείωσε στον
αγαπητό του Άθωνα, στη μονή Διονυσίου[19].
Μεταξύ των μαθητών του αγίου
Νήφωνος είναι και ο οσιομάρτυς Ιάκωβος, που μαρτύρησε μαζί με τους δύο μαθητές
του, τον διάκονο Ιάκωβο και τον μοναχό Διονύσιο († 1519). Ο άγιος Ιάκωβος εκάρη
μοναχός στη μονή Δοχειαρίου, κατόπιν αποσύρθηκε στη σκήτη του Τ. Προδρόμου της
μονής Ιβήρων. Μετά από πολλούς, μακρούς και μεγάλους ασκητικούς αγώνες εξήλθε
του Αγίου Όρους και κήρυξε σε διάφορα μέρη. Από τα Τρίκαλα της Θεσσαλίας, που
φυλακίσθηκε από τους Τούρκους, οδηγήθηκε στο Διδυμότειχο μαζί με τους δύο
μαθητές του και υπέστη φρικτά βασανιστήρια.
Από το Διδυμότειχο μεταφέρθηκαν
δέσμιοι κι εξαντλημένοι στην Αδριανούπολη, που ήταν έδρα των πασάδων. Μη
βρίσκοντας αιτία εκείνοι για να τους θανατώσουν, προσπάθησαν να τους κάνουν ν’
αρνηθούν τον Χριστό, πράγμα που στάθηκε βέβαια αδύνατον. Με τόλμη ομολόγησαν
τον Χριστό Θεό Μόνο και Αληθινό και τελείωσαν τον βίο τους μαρτυρικά. Τους
κρέμασαν και τους τρεις. Οι πιστοί Αδριανουπολίτες αγόρασαν τα τίμια λείψανά
τους και τους έθαψαν μακριά της πόλεως, στην περιοχή του Αρβανιτοχωρίου. Μετά
τρία έτη, ύστερα από θαύμα, που τέλεσαν οι οσιομάρτυρες σε διερχόμενο ιερέα,
έγινε η ανακομιδή των τιμίων λειψάνων τους και ο ιερεύς έλαβε μαζί του μέρος
αυτών, τα οποία παρέδωσε στους μαθητές τους, που ήσαν στο Άγιον Όρος. Αργότερα
ο μοναχός Θεόφιλος πήγε στο Αρβανιτοχώρι και παρέλαβε και τα υπόλοιπα λείψανα
των αγίων, τα οποία τέλεσαν πολλά θαύματα[20].
Ο οσιομάρτυς Λουκάς († 1802)
γεννήθηκε στην Αδριανούπολη, στην ενορία του Αγίου Νικολάου και οι γονείς του
ονομάζονταν Αθανάσιος και Δομνίτσα. Σε ηλικία έξι ετών έμεινε ορφανός από
πατέρα και η μητέρα του τον μεγάλωνε με πολλές στερήσεις. Έτσι αναγκάσθηκε να
τον δώσει στην υπηρεσία ενός εμπόρου από τη Ζαγορά, ο οποίος όμως δεν τον
φρόντιζε και μόλις δεκατριών ετών πιέσθηκε και τούρκεψε. Μετανοημένος ήλθε στο
Άγιον Όρος και εκάρη μοναχός. Με τη βοήθεια πνευματοφόρων Γερόντων ενισχύθηκε
κι ετοιμάσθηκε για το μαρτύριο, το οποίο πραγματοποιήθηκε στη Μυτιλήνη το 1802[21].
Ο οσιομάρτυς Ιγνάτιος († 1814)
κατήγετο από τη Ζαγορά της Α. Ρωμυλίας. Οι γονείς του ονομάζονταν Γεώργιος και
Μαρία. Μετοίκησαν στην παρά τον Έβρο Φιλιππούπολη, όπου ο κατά κόσμον Ιωάννης
μ’ επίδοση έλαβε την εγκύκλιο μόρφωση κι έμαθε και τη σλαβονική γλώσσα. Νέος
μόνασε στη μονή της Ρίλας επί εξαετία, απ’ όπου αναχώρησε για την υπέρμετρη
σκληρότητα του Γέροντός του κι επέστρεψε στη Φιλιππούπολη.
Εκεί για την ανδρεία του ο πατέρας
του διετάχθη από τους Τούρκους να πολεμήσει τους Σέρβους. Εκείνος όμως δεν υπάκουσε
λέγοντας: «Αδύνατον να υπάγω εναντίον των ομοπίστων μου χριστιανών», έτσι η
τελείωσή του ήταν μαρτυρική. Τότε συνελήφθησαν η μητέρα και οι δύο αδελφές του
οσιομάρτυρος και με απειλές τις τούρκεψαν. Ο άγιος κρύφθηκε κι έτσι σώθηκε και
φυγαδεύθηκε στο Βουκουρέστι. Από εκεί οδηγήθηκε στο Άγιον Όρος, όπου εκάρη
μοναχός κι ετοιμάσθηκε για το μαρτύριο. Μαρτύρησε στην Κωνσταντινούπολη το 1814[22].
Ο οσιομάρτυς Χριστοφόρος καταγόταν
από την Αδριανούπολη και κατά κόσμον ονομαζόταν Χριστόδουλος. Παρασυρμένος από
ένα εξωμότη Αρμένιο δέχθηκε νέος τον μωαμεθανισμό. Όταν κατάλαβε το μεγάλο
σφάλμα του μετανόησε, εξομολογήθηκε και αναχώρησε για το Άγιον Όρος. Μόνασε στη
μονή Διονυσίου σε ηλικία δεκαεννέα ετών. Μετά μίας τετραετίας μοναχικά
παλαίσματα επέστρεψε στην πατρίδα του Αδριανούπολη και ομολογώντας τον Χριστό
καταδικάσθηκε «εις τον διά ξίφους θάνατον». Μαρτύρησε ψάλλοντας το «Χριστός
Ανέστη» στις 16 Απριλίου 1818, ημέρα Τρίτη της Διακαινησίμου και ώρα 8[23].
Ο οσιομάρτυς Αγαθάγγελος († 1819)
ήταν από την αρχαία πόλη Αίνο παρά τον Έβρο της Θράκης από γονείς πτωχούς στην
περιουσία αλλά πλούσιους στην ευσέβεια, τον Κωνσταντίνο και την Κρυσταλλία. Στο
άγιο βάπτισμα έλαβε το όνομα Αθανάσιος και μικρός έμεινε ορφανός από πατέρα.
Έτσι αναγκάσθηκε να ταξιδεύει με τα πλοία των συμπατριωτών του για να κερδίζει
τα λίγα για τη ζωή. Σ’ ένα ταξίδι του πιέσθηκε από τον Τούρκο κυβερνήτη του να
εξομόσει. Για την αμαρτία του πήγε στο Άγιον Όρος μετανοημένος, για να κλάψει.
Στη μονή Εσφιγμένου έλαβε το μοναχικό σχήμα κι ετοιμάσθηκε για το μαρτύριο.
Μαρτύρησε στη Σμύρνη το 1819[24].
Ο οσιομάρτυς Τιμόθεος († 1820)
καταγόταν από το χωριό Παράορα, παρά την κωμόπολη Κισσάνι ή Κεσσάνη της
Καλλιπόλεως της Α. Θράκης. Κατά κόσμον ονομαζόταν Τριαντάφυλλος. Νέος ήλθε σε
γάμου κοινωνία κι απέκτησε δύο θυγατέρες. Η σύζυγός του παρασύρθηκε από Τούρκο
κι εγκατέλειψε την οικογένειά της. Λυπούμενος για την απώλειά της και
φοβούμενος μη παρασυρθούν κι οι κόρες του τις έκρυψε στο χωριό του και φρόντιζε
για τη σωτηρία της συζύγου του. Με κοινή συμφωνία αποφάσισαν να τουρκέψει προς
καιρόν και ο Τριαντάφυλλος και κατόπιν να μονάσουν. Έτσι κι έγινε.
Πήγαν στην Αίνο κι από εκεί
κατέληξαν στις Κυδωνιές, όπου η σύζυγος εισήλθε σε μονή και ο Τριαντάφυλλος
αναχώρησε για το Άγιον Όρος, όπου μόνασε και ονομάσθηκε Τιμόθεος. Το μαρτύριο
του Αινίτη οσιομάρτυρος Αγαθαγγέλου τον πήγε στη μονή του, την Εσφιγμένου. Μετά
από προσεκτική προετοιμασία επέστρεψε στο χωριό του και πρώτο του μέλημα ήταν
να επισκεφθεί με τον συνοδό του ιερομόναχο ορισμένους αρνησίχριστους
συμπατριώτες του και με το παράδειγμά του να τους βοηθήσει να επιστρέψουν στην
πατρώα ευσέβεια. Συνελήφθησαν όμως από τον κριτή και υπεβλήθησαν σε φρικτά
βασανιστήρια.
Τέλος αποφασίσθηκε η θανάτωση του
Τιμοθέου στην Αδριανούπολη. Με χαρά και καρτερία υπέμεινε νέα μαρτύρια, ώστε οι
δήμιοί του απογοητεύθηκαν και ντροπιάσθηκαν. Στην Αδριανούπολη ήταν
φυλακισμένοι για την πίστη τους ο ιερομόναχος Νικόλαος, ο μοναχός Βαρνάβας
και ο συνοδός του Τιμοθέου ιερομόναχος Ευθύμιος, τους οποίους οι Τούρκοι
έδιωξαν, ύστερα από το ένδοξο μαρτύριο του Τιμοθέου, που τους κατήσχυνε. Ο
ιερομόναχος Γερμανός Εσφιγμενίτης, παρότι προσπάθησε, δεν κατάφερε, παρά τα
δώρα που υποσχέθηκε, να παραλάβει το μαρτυρικό σώμα, γιατί το έριξαν στον
ποταμό. Παραλαμβάνοντας τα ματωμένα ρούχα του πέρασε από το χωριό του κι έδωσε
ως ευλογία ένα μέρος στις κόρες του και τα υπόλοιπα έφερε στη μονή Εσφιγμένου,
τα οποία δέχθηκαν ως θείο δώρο[25].
Ο ιερομάρτυς Κωνστάντιος Λαυριώτης
από την Αδριανούπολη μαρτύρησε με άλλους δεκαέξι συμμοναστές του στη
Θεσσαλονίκη το 1820[26].
Όπως είναι γνωστό, τα μαρτύρια των
Νεομαρτύρων και μάλιστα στη Θράκη, με τις πολλές διώξεις και ταλαιπωρίες,
απέβησαν πηγή εμπνεύσεως κι ενισχύσεως των κατοίκων των περιοχών αυτών. Στο
προοίμιο του βίου του οσιομάρτυρος Αγαθαγγέλου, που αναφέραμε παραπάνω,
τονίζεται ιδιαίτερα: «Τα μαρτύρια μεγάλως ωφέλησαν το έθνος, αφού δι’ αυτών
επεξειργάσθησαν, μετά την αιχμαλωσίαν, την του γένους αποκατάστασιν. Διότι που
τότε σχολεία, που διδάσκαλοι, που πνευματικοί πατέρες; Σπάνια ήσαν τα πάντα·
μηδαμινά και ανίσχυρα τα ημέτερα· η πλημμύρα της ασεβείας πολλή, το κακόν
επροχώρει και ηπείλει να παρασύρη εις την απώλειαν όλα τα εν δυστυχία βιούντα
υπολείμματα των ομογενών μας. Δόξα όμως τω Αγίω Θεώ τω μη τελείως παραχωρήσαντι
την εξαφάνισιν του γένους ημών…»[27].
Εκτός των σχέσεων των δύο τόπων
διά των αγίων μορφών που αναφέραμε έχουμε πλήθος μαρτυριών, που φανερώνουν τον
ιερό σύνδεσμο και τα ωφέλιμα αποτελέσματα της σχέσεως αυτής. Ο επίσκοπος
Αδριανουπόλεως Γεράσιμος συνδέεται το 1541 δι’ επιστολών με τη μονή
Σιμωνόπετρας και γίνεται αφιερωτής 50 βιβλίων[28].
Μετά από ερήμωση της ωραίας μονής
του Δοχειαρίου ο ιερεύς Γεώργιος, οικονόμος της ιεράς μητροπόλεως
Αδριανουπόλεως, το 1568, την ανακαίνισε, με δαπάνη του ηγεμόνος της Μολδαβίας
Αλεξάνδρου και της συζύγου του Ρωξάνδρας, κι έλαβε το μοναχικό σχήμα ονομασθείς
Γερμανός[29].
Στα όρια της ίδιας μονής, στη θέση
που κατά παράδοση υπήρχε σκήτη, βρέθηκε επιγραφή που αναφέρει: «Ανηγέρθη εκ
βάθρων ο οίκος ούτος δι’ εξόδου Κυπριανού του Φιλιππουπολίτου εν έτει 1732»[30].
Ο από Φιλιππουπόλεως Οικουμενικός
Πατριάρχης Σεραφείμ ο Β΄ το 1759 μερίμνησε για την επαναλειτουργία της Σχολής
του Αγίου Όρους κι έστειλε τον Μετσοβίτη Νικόλαο να διδάξει[31].
Ο αρχιμανδρίτης Άνθιμος
Κομνηνός-Αγιοπαυλίτης (1762-1828) από τη Σηλυβρία αναδείχθηκε νέος κτίτορας της
μονής του. Διακόνησε επί πολλά έτη τη μονή στα μετόχια της Ρουμανίας,
συγκέντρωσε πολλά χρήματα κι απέκτησε υψηλές γνωριμίες, όπως με τον ιερομάρτυρα
Γρηγόριο Ε΄ και τον ηγεμόνα Μολδαβίας Μιχαήλ Σούτσο. Το 1816 προέκτεινε τα
επιβλητικά κτίρια της μονής, τη μεγέθυνε και την πλούτισε με πολύτιμα
αφιερώματα[32].
Το 1822 όσοι των Αγιορειτών
διασώθηκαν από το σπαθί του Αβουλαβούτ Πασά μεταφέρθηκαν με υδραίικα πλοία, με
αρκετά κειμήλια στη Σαμοθράκη[33].
Ο ηγούμενος της μονής Εσφιγμένου
αρχιμανδρίτης Αγαθάγγελος (1832-1871) από την Καλλίπολη, μετά από ταξίδι στη
Ρωσία (1847-1851) συγκέντρωσε αρκετά ελέη, μεταξύ των οποίων μέρος της
πολύτιμης σκηνής του Μ. Ναπολέοντος, κι ανακαίνισε σημαντικά τη μονή του, με τη
διεύρυνση του Καθολικού και την αγιογράφησή του, το κωδωνοστάσιο και τα
προπύλαιά της και την πλούτισε με τίμια λείψανα και κειμήλια[34].
Το περίτεχνο ασημένιο πουκάμισο
της θαυματουργής εικόνος του « Άξιον Εστί», που βρίσκεται στον πάνσεπτο ναό του
Πρωτάτου των Καρυών Αγίου Όρους, είναι έργο Θρακιώτη τεχνίτη κατά την επιγραφή:
«Μνήσθητι Δέσποινα Θεοτόκε η προστάτις του αγίου Όρους του Άθω, πάντων των εν
Μοναστηρίοις, σκήταις και κελλίοις Ιερομονάχων και Μοναχών του κοσμήματος της
αγίας Σου ταύτης εικόνος και αξίωσον πάντας της επουρανίου Σου βασιλείας.
Ετεχνιτεύθη διά χειρός Ιωάννου υιού Νικολάου Αινίτου κατά το 1836 έτος εν τη
ιερά Μονή του Βατοπεδίου…»[35].
Το 1849 στην αναγνώριση ως σκήτης
των παρά τις Καρυές κτισμάτων του Αγίου Ανδρέου λειτούργησε ο εφησυχάζων στη
μονή Βατοπεδίου μητροπολίτης πρώην Αδριανουπόλεως Γρηγόριος, ο οποίος
χειροθέτησε πρώτο Δίκαιο τον Ρώσο ιερομόναχο Βησσαρίωνα[36]. Το 1858
στην ταπεινή μας σκήτη του Αγίου Παντελεήμονος Κουτλουμουσίου αφιέρωσε ο πρώην
Σηλυβρίας Ιωαννίκιος μία αρχιερατική στολή[37].
Το 1859 κατά την υπάρχουσα
επιγραφή στην ιερά μονή Ξηροποτάμου: « Η περικαλλής θεία Τράπεζα ανιστορήθη μεν
και εκαλλωπίσθη μετά του εδάφους αυτής ομού και τας τραπέζας δι’ εξόδων του
Πανοσιωτάτου Αρχιμανδρίτου κυρίου Γαβριήλ Ξηροποταμινού εις μνημόσυνον αυτού
και ψυχικήν σωτηρίαν ιθαγενής υπάρχων της κωμοπόλεως Μαδύτου· εζωγραφίσθη δε
διά χειρών των οσιωτάτων αυταδέλφων Σωφρονίου και Νικηφόρου των Μοναχών εκ της
σκήτης της αγίας Άννης και εκ κωμοπόλεως Μαδύτου»[38].
Τον περασμένο αιώνα βρίσκουμε
αρκετούς Θρακιώτες να μονάζουν στο Άγιον Όρος και ιδιαίτερα από τις περιοχές
Αδριανουπόλεως, Καλλιπόλεως και Μαδύτου και μάλιστα στη σκήτη της Αγίας Άννης.
Οι πιο γνωστοί από αυτούς είναι οι παρακάτω Μαδυτινοί.
Ο Γέρων Γελάσιος της Καλύβης του
Αγίου Σεραφείμ άφησε φήμη στη σκήτη αδιάλειπτα προσευχομένου, φιλαδέλφου και
αγαθού μοναχού. Στην περίοδο της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821 υπέστη πολλά
δεινά από τους Τούρκους στην πατρίδα του Μάδυτο[39].
Από την ίδια πατρίδα και Καλύβη
ήταν ο Πνευματικός Ιωάσαφ († 1880), που άφησε φήμη σπουδαίου εξομολόγου[40].
Την ίδια φήμη είχε και ο συμπατριώτης του Πνευματικός Δαμασκηνός, Γέροντας της
Καλύβης των Αρχαγγέλων, στην οποία έζησε αυστηρή ασκητική ζωή. Συνεδέετο με
πολλούς αρχιερείς κι άρχοντες της Κωνσταντινουπόλεως[41]. Ο υποτακτικός
του Γέρων Νικήτας († 1890) υπήρξε μαθητής του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου κι
ακόλουθος του ασκητικού πνεύματος του Γέροντός του. Εκοιμήθη σε μεγάλη ηλικία[42].
Διακριτικός πνευματικός ήταν και ο
ιερομόναχος Γεράσιμος († 1914), που διακρίθηκε και ως ησυχαστής, νηστευτής και
μουσικός[43]. Ο μοναχός Ιωάσαφ († 1947) της Καλύβης των Αγίων Αναργύρων
έμεινε γνωστός ως ένας άριστος μοναχός[44]. Ο Γέρων Ιωάσαφ της Καλύβης
του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου για την αρετή του είχε σχέσεις με τον άγιο
Νεκτάριο Πενταπόλεως, που ήταν από τη Σηλυβρία[45]. Ο ιερομόναχος
Χρυσόστομος († 1952) της ίδιας Καλύβης ήταν σπουδαίος ψάλτης και καλλιγράφος[46].
Η Καλύβη των Εισοδίων της Θεοτόκου
στη σκήτη της Θεοπρομήτορος έχει μια ιδιαίτερη σχέση με την Α. Θράκη. Πρώτος
μιας ευλογημένης σειράς Μαδυτινών Αγιαννανιτών μοναχών, που προστίθενται στους
παραπάνω που μόλις αναφέραμε, είναι ο Γέρων Θεόφιλος († 1798-1918). Νέος υπέστη
πολλά δεινά στην πατρίδα του από τους Τούρκους. Μπροστά του αποκεφάλισαν τον
πατέρα του με το σκαλιστήρι στα κτήματά τους παρά τον Ελλήσποντο. Στην ηλικία
των δεκαεπτά ετών κατέφυγε στα βουνά με τον παππού του για να σωθεί.
Κατόπιν πήγε στην Κωνσταντινούπολη
και διδάχθηκε τη βυζαντινή μουσική από σοφούς δασκάλους τον συμπατριώτη του
μητροπολίτη Προύσης Χρύσανθο και τον Χουρμούζιο τον Χαρτοφύλακα. Νέος ήλθε στο
Άγιον Όρος, όπου μόναζε κι ο ανηψιός του Διονύσιος, που ήταν μουσικοδιδάσκαλος.
Δόθηκε σε μεγάλη άσκηση κι ο ύπνος του, κατά τον Μέγα Αρσένιο, ήταν μία ώρα την
ημέρα. Διακρίθηκε ως άριστος μουσικοσυνθέτης, μουσικοδιδάσκαλος και ιεροψάλτης.
Έργα του υπάρχουν τυπωμένα και χειρόγραφα. Ο Γέρων Θεόφιλος είχε σχέσεις μ’
επίσημα πρόσωπα· τον συμπατριώτη λόγιο μητροπολίτη Αμασείας Άνθιμο και άλλους.
Πηγαίνοντας προσκυνητής στον Πανάγιο Τάφο στα Ιεροσόλυμα, σε μεγάλη ηλικία,
πέρασε από την πατρίδα του. Ήταν η μόνη φορά που εξήλθε του Αγίου Όρους.
Εκοιμήθη σε ηλικία 120 ετών[47].
Ο Γέρων Θεόφιλος έκειρε μοναχό τον
Άνθιμο, γιο της αδελφής του Μαρίας, της οποίας οι Τούρκοι φόνευσαν νέο τον
σύζυγό της και προσπαθούσε να τη συνδράμει, τον μοναχό Χερουβείμ, που ήταν
αγιογράφος και στο εργαστήρι του μαθήτεψε ο άγιος Σάββας ο Νέος ο εν Καλύμνω (†
1948), τον ιερομόναχο Ναθαναήλ, που ήταν εξάδελφος του Ανθίμου, όπως και ο
ιερομόναχος Εφραίμ, και τέλος οι ευγενείς αυτάδελφοι ιερομόναχοι Μιχαήλ και
Γαβριήλ, που χειροτονήθηκαν από τον ενάρετο συμπατριώτη τους επίσκοπο Μετρών
και Αθύρας Δοσίθεο, που ασκούνταν στην Καλύβη του Αγίου Ευσταθίου. Η ευλογημένη
αυτή συνοδεία των Μαδυτινών-Αγιαννανιτών Θεοφιλέων έφθασε μέχρι τις ημέρες μας
κι έδωσε τίμιους μοναχικούς βλαστούς[48].
Το 1868 προσήλθε στη μονή Σίμωνος
Πέτρας ο από Κλαυδιουπόλεως μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως, Δελβίνου και Χειμάρας
(1848-1867) μητροπολίτης Παντελεήμων (1801-1805), ο οποίος μετονομάσθηκε Σίμων
κι έζησε παρά το σπήλαιο του αγίου Σίμωνος του Μυροβλύτου. Γεννήθηκε στη Μάδυτο
και ο πατέρας του ήταν ιερεύς. Προσέφερε όλη του την περιουσία στη μονή κι
έζησε ειρηνικά τα τελευταία του επτά έτη με ταπείνωση και ησυχία. Η ζωή του όλη
ήταν δοσμένη σε αγώνες και θυσίες. Χαρακτηρίζεται ως «μέγας της εθνικής
ελευθερίας εργάτης» και «λίαν εγκρατής και σώφρων»[49].
Η Μάδυτος ήταν πόλη με βαθειά
θρησκευτικότητα, είχε αρκετές εκκλησίες, παρεκκλήσια και μονές, όπως του Τ.
Προδρόμου, του Μ. Βασιλείου, του Αγίου Ευθυμίου Μαδύτου και της Κοιμήσεως της
Θεοτόκου. Έδωσε αρκετούς μοναχούς στο Άγιον Όρος και αρκετούς αρχιερείς στην
Εκκλησία. Εκτός αυτών που αναφέραμε από τη Μάδυτο ήσαν ο Πατριάρχης
Αλεξανδρείας Χριστοφόρος ο Β΄, ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος,
ο πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος Καβουρίδης και άλλοι[50].
Από τους τελευταίους μεγάλους
ευεργέτες της μονής Εσφιγμένου είναι ο αδελφός αυτής ιερομόναχος Γρηγόριος (†
1894) από την Καλλίπολη[51].
Εκτός των παραπάνω, από τη μελέτη
των διαφόρων μοναχολογίων των ιερών μονών, του περασμένου και του παρόντος
αιώνος, βρήκαμε αρκετά ονόματα Θρακών, περί τα τριακόσια με περισσότερους
μοναχούς στις μονές Μ. Λαύρας, Ιβήρων, Παντοκράτορος και Ξηροποτάμου,
περισσότερα στοιχεία των οποίων σε άλλη ευκαιρία θ’ αναφέρουμε, για να μη
κουράσουμε τώρα.
Αδελφός της μονής Ξηροποτάμου
υπήρξε ο επίσκοπος Μελισσηνός Παμφίλου (1857-1920) από τις Σαράντα Εκκλησίες,
που χειροτονήθηκε σε χωροεπίσκοπο Ταταούλων και το 1914 προήχθη σε μητροπολίτη
Μαρωνείας.
Αδελφός της μονής Μεγίστης Λαύρας
είναι ο νυν μητροπολίτης Καρπάθου και Κάσου Αμβρόσιος Παναγιωτίδης, που
γεννήθηκε στην Ξάνθη το 1939 και προσήλθε στη μονή της μετανοίας του αρκετά
νέος.
Ο αδελφός της μονής Παντοκράτορος
αρχιμανδρίτης Αθανάσιος απο την Καλλίπολη υπήρξε λόγιος αυτής και ο
αρχιμανδρίτης Αθανάσιος απο τη Μάδυτο προσήλθε σε αυτή από τον συμπολίτη του
αρχιμανδρίτη Στέφανο Παντοκρατορινό, από τον οποίο εισήχθη στη Μεγάλη του
Γένους Σχολή. Στη συνέχεια διετέλεσε καθηγητής και σχολάρχης της Αθωνιάδος Σχολής,
απόφοιτος της Θεολογικής Σχολής Αθηνών, στρατιωτικός ιερεύς, προϊστάμενος
κεντρικών ναών των Αθηνών και αρχιγραμματεύς της Ι. Κοινότητος του Αγίου Όρους[52].
Βιβλιογράφος μουσικού βιβλίου της
μονής Ζωγράφου είναι ένας Θεόδωρος (1728) από την Αίνο[53].
Ο αρχιμανδρίτης Θαλλέλαιος
Δημητριάδης υπήρξε Βατοπεδινός μοναχός και μαθητής της Αθωνιάδος Σχολής.
Γεννήθηκε στην Αίνο της Θράκης, στην οποία επέστρεψε μετά οκταετή παραμονή στο
Άγιον Όρος, και διορίσθηκε αρχιερατικός επίτροπος από τον μητροπολίτη Αίνου Ιωακείμ
Γεωργιάδη. Στους διωγμούς του 1914 και 1915 υπεραμύνθηκε των καταδιωκομένων
χριστιανών κι αγωνίσθηκε υπεράνθρωπα να περισώσει την περιουσία τους. Για τους
αγώνες του εξορίσθηκε στα Μάλγαρα, αγαπήθηκε και τιμήθηκε πολύ από πολλούς[54].
Αδελφός της μονής Ζωγράφου υπήρξε
ο ιερομόναχος Νεόφυτος από την Αδριανούπολη, που είναι συντάκτης των βίων των
αγίων και των ιστορικών των θαυματουργών εικόνων της μονής[55].
Θεωρούμε πως και μόνο με όσα
παραπάνω αναφέρθηκαν φαίνεται καθαρά η βαθειά θρησκευτικότητα και η πίστη των
ευσεβών κατοίκων στην Ορθοδοξία των ελληνικότατων περιοχών της Θράκης. Μεταξύ
των πολλών μονών της Θράκης και του Αγίου Όρους είχαμε συχνή επικοινωνία με την
ανταλλαγή επισκέψεων προς μελέτη, άσκηση και ησυχία.
Τα πολλά επίσης αγιορειτικά μετόχια
στις αναφερόμενες περιοχές, με τους σεβάσμιους και διδακτικούς Αγιορείτες
Γέροντες Οικονόμους ήταν μία προβολή του αθωνικού πνεύματος. Οι μονές: Μ.
Λαύρας· είχε μετόχι στην Αδριανούπολη, Βατοπεδίου· στο Διδυμότειχο, στα
Γανόχωρα, στην Ηρακλείτσα και στο Καργάτσι, με την προσοδοφόρο λίμνη Μπουρού
και τον γραφικό ναό του Αγίου Νικολάου, που διατηρείται μέχρι σήμερα και τα
έσοδα του μετοχίου διατίθενται για τη λειτουργία της Αθωνιάδος Σχολής, Ιβήρων·
στο Διδυμότειχο, με γυναικεία μονή στην Κορνεοφωλεά, στην Αδριανούπολη, στη
Στρωμνίτσα με αρχαίο ναό του Γενεσίου της Θεοτόκου, στην Ηρακλείτσα με μεγάλο
ναό και στη Σαμοθράκη, Καρακάλλου· στην Καλλίπολη, Διονυσίου· στη Φιλιππούπολη
και Στενήμαχο, Φιλοθέου· στην Αδριανούπολη και άλλα.
Επίσης αρχιερείς της Θράκης
υπογράφουν ως συνοδικοί πατριαρχικά έγγραφα, που αφορούν το Άγιον Όρος, το
επισκέπτονται ως έξαρχοι και παραμένουν σε αυτό ως εφησυχάζοντες. Μοναχοί
στέλνουν εργόχειρα, μεταφέρουν τίμια λείψανα προς αγιασμό των πιστών και συγκέντρωση
ελεών διά ξηράς και θαλάσσης. Σε κώδικα της μονής Σιμωνόπετρας βρίσκουμε
πληροφορίες πολύτιμες για την αξία αμφίων που προέρχονται από τη Βάρνα,
Φιλιππούπολη και Ζαγορά[56].
Όπως αντιλαμβάνεσθε είναι αδύνατον
να παρακολουθήσουμε στα χρονικά όρια μιας ομιλίας ιστορία υπερχιλιετή, δύο
τόπων με ζωηρή ιστορία και πλήθος σημαντικών και αξιολόγων γεγονότων και
περιπετειών. Οι τύχες της εκκλησιαστικής ιστορίας της ευρείας περιοχής της
μείζονος Θράκης, με την πολύπαθη Ανατολική Ρωμυλία και τις ακμάζουσες περιοχές
της Φιλιππουπόλεως, της Στενημάχου, της Βάρνας, της Σωζοπόλεως, της Αγχιάλου με
τον εθνομάρτυρα Ευγένιο Καραβία († 1821) και της Μεσημβρίας, με τις παλαιές και
ιστορικές μονές Αγίου Νικολάου του Αίμονος, Τ. Προδρόμου, Αγίου Βλασίου, Αγίας
Τριάδος, Αγίου Αντωνίου και Αγίας Άννης και τους περικαλλείς ναούς του Αγίου
Στεφάνου, του Χριστού Ακροπολίτου και της Παναγίας Βλαχερνών και τους
βυζαντινούς Παναγίας Ελεούσης, Αγίων Θεοδώρων, Αγίας Παρασκευής, Τ. Προδρόμου
(δύο), Αγίας Σοφίας και Ζωοδόχου Πηγής.
Η προς τη Ροδόπη περιοχή ήταν
γεμάτη σπουδαία μοναστήρια όπως Αγίου Γεωργίου, Αγίας Παρασκευής και Κηρύκου
Βοδενών, Αγίου Νικολάου Κουκλαίνης, Αγίου Γεωργίου Μπελασβίτζης, Αγίου
Νικολάου, Αγίων Αναργύρων Κρύτζμας, Αγίων Θεοδώρων Περοσβίτζης, Παναγίας
Βατσκόβου, Κοιμήσεως Θεοτόκου, Γενεσίου της Θεοτόκου Καλοφερίου, Παναγίας της
Κύκκου και άλλες[57].
Στην Ανατολική Θράκη πλήθος
εκκλησιαστικών επαρχιών επιτέλεσαν σημαντικό έργο στους μακρούς χρόνους της
τουρκοκρατίας, επέδρασαν ευεργετικά επί των ψυχών των υποδούλων και
δημιούργησαν ανθηρό πολιτισμό. Ας αναφερθούν έστω μόνα τα ονόματά τους:
Αδριανουπόλεως, με άξιους λογίους και φιλόπονους αρχιερείς, ορισμένοι εκ των
οποίων προήχθησαν στον Οικουμενικό θρόνο κι άλλοι μαρτύρησαν όπως ο Νικηφόρος
Πη- λουσιώτης († 1824), Μετρών και Αθύρων, με αρχιερείς που μόχθησαν για το
ποίμνιό τους, Αργυρουπόλεως, Βιζύης, με τους βυζαντινούς ναούς της Αγίας Σοφίας
και του Αγίου Νικολάου, Γάνου και Χώρας, με τον γνωστό μοναχικό οικισμό στο
όρος Γάνος και την μεγάλη ακμή του προ της Αλώσεως, Δέρκων, με 50 κοινότητες, πολλούς
ναούς και ιερείς προ του 1913, Ηρακλείας, με αξιόλογους αρχιερείς, αρκετοί των
οποίων πατριάρχευσαν, και ποίμνιο, στις αρχές του αιώνος μας εκατό χιλιάδων
πιστών, 200 εκκλησίες, 130 ιερείς και εκατό σχολεία με 7.000 μαθητές,
Θεοδωρουπόλεως, Καλλιπόλεως, με ακμάζοντα ελληνισμό σε δέκα ανθηρές κωμοπόλεις
της επαρχίας της, Μηδείας και Σωζοπόλεως, Μυριοφύτου και Περιστάσεως, Παμφύλου,
Ραιδεστού, Σαράντα Εκκλησιών, Σηλυβρίας, Τραϊανουπόλεως και Χαριουπόλεως[58].
Στη Δ. Θράκη έμειναν σήμερα οι
μητροπόλεις Αλεξανδρουπόλεως, με δραστήριο ιεράρχη, πολλούς νέους και ωραίους
ιερούς ναούς, δύο νέες μονές και τον αρχαίο βυζαντινό ναό στις Φέρες,
Διδυμοτείχου και Ορεστιάδος, με φιλόπονο ποιμενάρχη και τρεις μονές αφιερωμένες
στην Παναγία: της Θεοτόκου, που ανήκει στον Πανάγιο Τάφο, της Κορνεοφωλιάς –
Κοιμήσεως Θεοτόκου, μετόχι της μονής Ιβήρων και η ιστορική της Δαδιάς, του
Γενεσίου της Θεοτόκου, Μαρωνείας, με ακάματο κι έμπειρο ποιμένα, και τις μονές
Παναγίας Φανερωμένης – Βαθυρρύακος και Αγίου Δημητρίου Κασσιτερών, και Ξάνθης
και Περιθεωρίου με νέο ιεράρχη, λίαν φιλομόναχο και φιλοαθωνίτη, με τις μονές
Παναγίας Αρχαγγελιωτίσσης, Παναγίας Καλαμούς και Ταξιαρχών[59].
Ασφαλώς θα σας κούρασα με το
πλήθος των ονομάτων μητροπόλεων, ρασοφόρων, μονών και τόπων. Για κάθε όνομα
ίσως θα μπορούσαμε να μιλάμε για πολύ κι έχουν γραφεί βιβλία. Πίσω από κάθε
όνομα κρύβεται μια λαμπρή ιστορία. Καλούμεθα να μελετάμε την ιστορία μας για να
διδασκόμεθα. Το Άγιον Όρος στη μακρά ιστορία του υπήρξε ανώτερο σχολείο αρετής,
στο οποίο διδάχθηκαν πολλά πολλοί κι ενισχυμένοι επισκέφθηκαν τόπους σαν τους
δικούς σας για να τους φωτίσουν, ανορθώσουν κι αγιάσουν. Το έργο τους είναι
μεγάλο. Τους τιμάμε όχι μόνο ενθυμούμενοι αυτούς, αλλά μιμούμενοι το ήθος τους,
την αγάπη τους, την ταπεινότητά τους και τον ηρωισμό τους. Ένα ήθος γνήσιο, μια
αγάπη θυσιαστική, μια ταπεινότητα αξιοπρεπή κι αρχοντική, ένα ηρωισμό μοναδικό
κι ολόψυχο, προς υποστήριξη της θρησκείας και της γλώσσας, που αποτελούν τα
πόδια του Έθνους.
Σας ευχαριστώ θερμά για την
προσοχή σας και την υπομονή σας. Η ευλογία των αγίων του Άθω, που διάβηκαν τα
αιμοποτισμένα χώματά σας να είναι πάντα μαζί σας. Και πάλι ζητώ συγγνώμη αν σας
κούρασα και σας ευχαριστώ.
1. Χρήστου Κ.Π., Το Άγιον Όρος,
Αθήναι 1987, σσ. 17-19.
2. Κορομηλά Μ., Θρακική Τοπογραφία,
Αθήνα 1994.
3. Γριτσόπουλου Α.Τ., «Θράκη»,
Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τ. 6, Αθήναι 1965, στ. 527-530.
4. Όπ.π.
5. Γρηγορίου Παλαμά, Λόγος εις τον
Βίον του οσίου Πέτρου του Αθωνίτου, Άγιον Όρος 1991, σσ. 85-91.
6. Προσκυνητάριο Ιεράς Μεγίστης
Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος, σ. 10.
7. Όπ.π., σ. 32.
8. Θράκη, Αθήνα 1994, σ. 182.
9. Πόποβιτς Ιουστίνου αρχιμ., Βίος
και Πολιτεία των Αγίων Πατέρων ημών Σάββα και Συμεών, Αθήναι 1975.
10. Χρήστου Κ.Π., όπ.π., σ. 133.
11. Σμυρνάκη Γ. ιερομ., Το Άγιον
Όρος, Άγιον Όρος 19882, σ. 87.
12. Όπ.π.
13. Βίκτωρος Ματθαίου μοναχού, Ο
Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τ. 6, Αθήναι 19734, σ.
285.
14. Σμυρνάκη Γ., όπ.π., σ. 109.
15. Τζώγα Σ.Χ., «Μητρόπολις Αίνου»,
Θ.Η.Ε., τ. 1, στ. 1081.
16. Βίκτωρος Ματθαίου, όπ.π., τ. 10,
σ. 628 κ.ε.
17. Ιωαννικίου αρχιμ.., Ο
Καυσοκαλύβης, Ωρωπός 1985.
18. Δεντάκη Λ.Β., Βίος και Ακολουθία
του Αγίου Φιλοθέου (Κοκκίνου) Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως (1353-1354 και
1364-1376) του Θεολόγου, Αθήναι 1971.
19. Ο Άγιος Νήφων Πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως, Άγιον Όρος 1986.
20. Συναξαριστής Νεομαρτύρων,
Θεσσαλονίκη 19892, σ. 123 κ.ε.
21. Όπ.π., σ. 385 κ.ε.
22. Όπ.π., σ. 86 κ.ε.
23. Όπ.π., σ. 465.
24. Όπ.π., σ. 475 κ.ε.
25. Όπ.π., σ. 108 κ.ε.
26. Κώδιξ 123, Ι. Μ. Κωνσταμονίτου,
έτους 1845, Ιουλίου 28, Προσφώνησις εις τα κτητορικά σχόλια των Ι. Μοναστηρίων,
Παφνουτίου του Διδασκάλου, σσ. 173-4.
27. Βίκτωρος Ματθαίου, όπ.π., τ. 4,
σσ. 368-369.
28. Σιμωνόπετρα – Άγιον Όρος, Αθήνα
1991, σ. 296.
29. Σμυρνάκη Γ., όπ.π., σ. 567.
30. Όπ.π., σ. 571.
31. Όπ.π., σ. 142.
32. Βλάχου Κοσμά ιεροδ., Η
χερσόνησος του Αγίου Όρους Άθω, Βόλος 1903, σ. 274.
33. Σμυρνάκη Γ., όπ.π., σ. 180.
34. Αθανασίου αρχιμ., Ιερά Μονή
Εσφιγμένου, Αθήναι 1973, σσ. 83-84.
35. Σμυρνάκη Γ., όπ.π., σ. 697.
36. Όπ.π., σ. 454.
37. Χρυσοστόμου μοναχού, Σκήτη Αγίου
Παντελεήμονος Άγιου Όρους, Άγιον Όρος 1966, σ. 22.
38. Σμυρνάκη Γ., όπ.π., σ. 548.
39. Μωυσέως μοναχού, Ο Γέροντας Μιχαήλ
ο αόμματος, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 20.
40. Όπ.π.
41. Όπ.π., σ. 21.
42. Όπ.π.
43. Όπ.π.
44. Όπ.π.
45. Όπ.π.
46. Όπ.π., σ. 22.
47. Όπ.π., σ. 27 κ.ε.
48. Όπ.π., σ. 32 κ.ε.
49. Μωυσέως μοναχού, «Ηπειρώτες
Σιμωνοπετρίτες», ανάτυπο από το Ηπειρωτικό Ημερολόγιο, Ιωάννινα 1983, σσ.
127-129.
50. Παπαδοπούλου X., Μάδυτος, η πόλις
της χερσονήσου, Αθήναι 1890.
51. Σμυρνάκη Γ., όπ.π., σ. 650.
52. Προσκυνητάριον της Ιεράς Μονής
Παντοκράτορος, Θεσσαλονίκη 1993, σ. 99.
53. Καδά Ν.Σ., «Τα σημειώματα των
χειρογράφων του Αγίου Όρους (Μονή Ζωγράφου)», ανάτυπο από τα Βυζαντινά 17,
Θεσσαλονίκη 1994, σ. 149.
54. Κωταρά Ευγενίου αρχιμ., Η
σύγχρονος ελληνική ιεραρχία, σσ. 539-541.
55. Καδά Ν.Σ., όπ.π., σ. 158.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου