Προηγούμενο:
Ας γίνουμε λίγο πιο συγκεκριμένοι.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας γνωρίζουν ότι το κακό προκαλείται, μεγεθύνεται και
διαιωνίζεται από κοινωνικούς μηχανισμούς. Γνωρίζουν όμως ακόμη ότι όλα αυτά
είναι τελικώς καρποί δύο μεγάλων παθών: της πλεονεξίας και της φιλαυτίας. Η
πλεονεξία καταργεί την ισονομία. Επινοεί κάθε μέσο κερδοσκοπίας και επιβάλλει
το νόμο της ανισότητας, ώστε, καθώς λέει κάποιος Άγιος, «άλλοι παθαίνουν ναυτία
από τον κορεσμό, κι άλλοι πεθαίνουν από την πείνα και τη στέρηση».
Το άλλο αδελφό πάθος, η φιλαυτία
-δηλαδή η παράλογη αγάπη προς το σώμα μας- ξεριζώνει τη φιλανθρωπία. Ενισχύει
και εξαγιάζει την πλεονεξία. Κατατεμαχίζει την ίδια την ανθρώπινη φύση, αφού ο
καθένας ασχολείται και μεριμνά μόνο για τον εαυτό του.
Εξαιτίας αυτής, της
φιλαυτίας, γινόμαστε σε όλα ιδιοτελείς και καταναλωτικοί -καταναλώνουμε τον
κόσμο για να ικανοποιήσουμε τα πάθη μας, σχετιζόμεθα με ανθρώπους στοχεύοντας
στο ατομικό συμφέρον, και το ίδιο μπακαλίστικο πνεύμα μεταφέρουμε στη σχέση μας
με τον Θεό. Η φιλαυτία μας κάμει να θέλουμε να αποκτούμε, να κατέχουμε κατ’
αποκλειστικότητα ακόμη και την αγάπη των άλλων.
Η θεραπεία μας λοιπόν έρχεται μέσα
από την καταπολέμηση της πλεονεξίας και της φιλαυτίας. Ο πρακτικός τρόπος για
την αντιμετώπιση της πρώτης -της πλεονεξίας- είναι η άσκηση και παραμονή μας
στα χρειώδη, στα αναγκαία. Σκοπός της αληθινής ασκήσεως είναι να πάψουν οι
σκέψεις, οι ενέργειες και οι επιθυμίες μας να ριζώνουν στην εγωκεντρικότητα, να
πάψουν να υποκινούνται από την ιδιοτέλεια. Οι αισθήσεις απαιτούν συνεχώς ολοένα
και περισσότερα, τρέφουν την ανικανοποίητη βουλιμία μας. Όταν με την άσκηση
παραιτούμεθα από τις απαιτήσεις αυτές, αρκούμεθα στα αναγκαία για τη ζωή μας,
σύμφωνα με την προτροπή του αποστόλου Παύλου: αρκούμεθα στην απλή τροφή, το
απλό ένδυμα, το απλό κατάλυμα, αυτά δηλαδή που πραγματικά χρειαζόμεθα. Έτσι,
μαθαίνουμε να χρησιμοποιούμε σωστά τα πράγματα, και όλη την κτίση, να την
εκτιμάμε ως δωρεά του Θεού, να την περιποιούμεθα, να τη σεβόμεθα. Οι Άγιοι
μάλιστα, επειδή ακολουθούν το Ευαγγέλιο, ανατρέπουν τις κοινωνικές συμβάσεις. Ο
αληθινός πλούτος είναι η πτώχεια τους. Αυτό που έχουν είναι μόνο αυτό που
δίνουν. Η αληθινή τους δύναμη είναι η δύναμη της αυταπάρνησής τους, η δύναμη
της συμμετοχής τους στο σταυρό του Χριστού. Είναι ο αντίποδας της κοσμικής
δυνάμεως.
Όμως έρχεται η φιλαυτία και μας
ψιθυρίζει στο αυτί ότι πρέπει να φροντίζουμε και να μεριμνάμε για το σώμα μας
και την άνεσή του, και μάλιστα να δώσουμε προτεραιότητα σ’ αύτη τη φροντίδα,
άσχετα με τις ανάγκες των άλλων. Μάλιστα, η τρέχουσα φιλοσοφία ζωής μας υποδεικνύει
να φροντίζουμε μόνο για το ατομικό η το οικογενειακό μας συμφέρον, και να
αφήνουμε όλα τα άλλα στους επαγγελματίες, είτε δημόσιους λειτουργούς, μισθωτούς
η ποιμένες. Ο κόσμος του καθενός θεωρείται ο κλειστός οικογενειακός του κύκλος
και τίποτε παραπέρα. Και συχνά, οποίος βγαίνει από αύτη τη νοοτροπία θεωρείται
από το περιβάλλον του υπερβολικός, ανόητος, γραφικός.
Η χριστιανική φιλοσοφία προβάλλει
στη θέση της φιλαυτίας την αγάπη. Η αγάπη αύτη δεν μπορεί παρά να είναι
έμπρακτη, σαρκωμένη. Η πρωταρχική ευαγγελική εντολή, που κλείνει μέσα της όλες
τις άλλες, ονομάσθηκε χρυσός κανόνας. Σου υποδεικνύει όχι τι να μη κάνεις, αλλά
τι να κάνεις: να αγαπήσεις στην πράξη. Σου ζητά δηλαδή κάτι πιο δύσκολο και πιο
ουσιαστικό. Σου λέει: όχι απλώς να μην κάνεις στους άλλους αυτό που δεν θέλεις
οι άλλοι να κάνουν σε σένα. Αλλά κάτι πολύ περισσότερο: να κάνεις στους άλλους
αυτό που θέλεις να κάνουν οι άλλοι σε σένα.
Ο Χριστός φέρνει στον κόσμο ένα
καινούργιο ήθος. Σ’ αυτούς που ζήτησαν εξουσία, τιμή και δόξα, ο Χριστός είπε:
«Δεν ήλθα να με διακονήσουν, αλλά να διακονήσω. Και για να δώσω τη ζωή μου
λύτρο για τους ανθρώπους.» Αυτός είναι ο ανατρεπτικός λόγος Του προς τους
μαθητές του και προς όλους, όσοι θέλουν να τον ακολουθήσουν. Ο κόπος της αγάπης
είναι η ευγενέστερη έκφραση του χριστιανικού ήθους. Άφορα στον χριστιανό που
ζει στον κόσμο, αλλά και στον μοναχό που εγκατέλειψε τον κόσμο, ακόμη και στον
απρόσιτο ερημίτη. Διαβάζουμε στις διηγήσεις των Αγίων για ανθρώπους σπουδαίους,
που αποτάχθηκαν τον κόσμο και έγιναν «ξενοδόχοι», και καθημερινά ξένιζαν
πτωχούς, τρέφοντάς τους από την περιουσία που είχαν αποκτήσει στον κόσμο. Όλοι
καλούμεθα να προσφέρουμε τον κόπο της αγάπης μας. Γιατί ο Θεός είναι αγάπη, και
αυτός που μένει εν τη αγάπη, μένει εν τω Θεώ. Η διακονία είναι πλούτος καρδιάς,
ο γλυκύτατος καρπός της αγάπης προς τον Θεό και προς τον πλησίον. Είναι το
ενέργημα της συμπάθειας, που βρύει από την ψυχή προς όλους, αφού η διακονία δεν
προσφέρεται μόνο στο συγγενή και φίλο, αλλά στον πλησίον.
Ας θυμηθούμε στο σημείο αυτό δύο
παραβολές του Κυρίου μας. Η μία είναι η παραβολή της Κρίσεως. Κατά την τελική
Κρίση, τη Δευτέρα Παρουσία, θα ξεχωρίσει ο Υιός του ανθρώπου τους ανθρώπους,
όπως ο βοσκός τα πρόβατα από τα ερίφια. Σ’ αυτούς που έχουν τη μερίδα τους με
τον πονηρό θα πει: «Πείνασα και δεν μου δώσατε να φάω, δίψασα και δεν μου
δώσατε να πιω, ήμουν ξένος και δεν με περιμαζέψατε, γυμνός και δεν με ντύσατε,
άρρωστος και φυλακισμένος και δεν ήρθατε να με δείτε.» Τότε θα πουν αυτοί,
«Κύριε, πότε σε είδαμε;» Κι εκείνος θα απαντήσει, «Σας βεβαιώνω πως, αφού δεν
κάνατε αυτά σε έναν από τους ελάχιστους αδελφούς μου, ούτε σε μένα το κάνατε».
Προσέξτε: οι άνθρωποι αυτοί θα έχουν πεποίθηση, όπως πολλοί σήμερα, ότι κανένα
κακό δεν διέπραξαν, κανέναν άνθρωπο δεν έβλαψαν, πολλοί απ’ αυτούς θα έχουν
ζήσει μια ήσυχη ζωή, αναπαυμένοι στη μικρή ή μεγάλη τους περιουσία, στο σπιτικό
τους, ανάμεσα στους δικούς τους ανθρώπους. Άλλα είναι αρκετό αυτό; Όχι μόνο δεν
είναι αρκετό, αλλά, σύμφωνα με την παραβολή, λογίζεται ως περιφρόνηση του
Χριστού, αφιλανθρωπία, απομάκρυνση από τη θεϊκή ευλογία.
Η δεύτερη παραβολή είναι εκείνη
του άφρονος πλουσίου. Εκείνου που οικοδόμησε μεγαλύτερες αποθήκες, για να
φυλάξουν τη σοδειά του, και είπε στην ψυχή του: Ψυχή, έχεις πολλά αγαθά για
πολλά χρόνια. Αναπαύσου, φάγε, πιες, ευφραίνου. Παρατηρούμε ότι στην περίπτωση
του ανθρώπου αυτού η προέλευση του πλούτου δεν φαίνεται να είναι καρπός αδικίας
και κλοπής. Ο άφρων ήταν γαιοκτήμονας, και η γη του απλώς έδωσε μεγαλύτερη
σοδειά, κι έπρεπε να τη συνάξει στις αποθήκες του. Τι το κακό και άδικο;
Σύμφωνα με την τρέχουσα κοινωνική αντίληψη -Εβραϊκή αντίληψη- αυτό θεωρείται
ευλογία Θεού. Τα πράγματα όμως δεν είναι ακριβώς έτσι. Ο Θεός στέλνει τον
άγγελό του στον άφρονα και του λέει: «Σήμερα ζητούν την ψυχή σου οι δαίμονες.
Κι αυτά που ετοίμασες σε ποιόν θα ανήκουν τώρα;»
Οι Πατέρες της Εκκλησίας είναι
σαφείς: Το πλεόνασμα προέρχεται από την κλοπή εκείνων που το έχουν πραγματική
ανάγκη. Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, ακόμη κι αν εκείνος που συνάζει τα δικά
του δεν τα έχει αρπάξει άμεσα, ωστόσο τα στερεί έμμεσα από τους άλλους, αφού το
πλεόνασμα παράγει υστέρημα, εξαιτίας της ανισοκατανομής των αγαθών. Ο άγιος
Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέει ότι υπάρχει μόνο μια μικρή διαφορά ανάμεσα στον
κλέφτη και στον πλέον έκτη: Ο κλέφτης κλέβει τη νύχτα, ενώ ο πλεονέκτης κλέβει
την ημέρα. Με άλλα λόγια, ο κλέφτης κλέβει παράνομα, ενώ ο πλεονέκτης κλέβει
νόμιμα. Γι’ αυτό και ο άγιος Αναστάσιος ο Σιναΐτης επικρίνει όχι μόνο τον
άνθρωπο που θησαυρίζει από αδικίες, αλλά και εκείνον που μπορεί να σώσει
κάποιον από λιμό, χρέος, ή αιχμαλωσία, και δεν το κάνει.
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου