Ο Βασίλης Λιόγκαρης συνεχίζει τη λογοτεχνική αφήγηση, το εξαιρετικό οδοιπορικό του στο Αγιον Ορος.
Καθ' οδόν: στη Μονή Ξηροποτάμου και στη Σιμωνόπετρα
Πήρες την κατηφόρα για τη Μονή Ξηροποτάμου. Ο πατέρας, ο αδελφός Νίκων με ανοιχτές αγκάλες. «Ευλόγησον» στην κάθε σου πεθυμιά. Ο πατήρ Ιωκείμ είναι στο μπαχτσέ. Θα σε δει ξαφνικά και δεν το πιστεύει. Ο πάτερ Χαρίτων στο τρακτέρ. Κι ο πατέρας Μελίτων στο αρχονταρίκι. Καθένας το διακόνημά του.
Είπε. «Να καλοκαθίσεις. Να πεις ρακί να γαληνέψεις να ξεκουραστείς, να πας να ησυχάσεις».
Όρθρος βαθύς. Δεν έχει ακόμα ξημερώσει. Σελήνη γερασμένη. Μακραίνει η σκιά του κυπαρισσιού. Δυνάμωσες τη λάμπα πετρελαίου να φέξει. Έχεις αποκοιμηθεί σαν παιδί. Χόρτασες ύπνο κι ακόμα δεν έχει ξημερώσει. Κράζει το τάλαντον του όρθρου. Τοκ Τοκ. Ξύλινος ήχος βαθύς και επίμονος. Σκιές μαύρες οι πατέρες κινούνε για το καθολικό. Η εκκλησία πάντα στο κέντρο της μονής. Σκιές μαύρες οι λαϊκοί κινούνε για το καθολικό. Σιλουέτες γιγαντώνουν σε αντιφέγγισμα της λάμπας. Βαριά χιλιοχρονίτικα μαδέρια η σκάλα. Τα βήματά σου παραπατάνε στο σκοτάδι. Ακούγεται ο αχός τους. Κρατήσου απ' τα κάγκελα. Οι γρύλοι δεν έχουνε ακόμα σωπάσει. Η συμφωνία συνεχίζεται.
Προχωρείς και μπαίνεις αθόρυβα στην εκκλησιά. Μόνο φεγγοβόλημα το καντήλι. Μόνες μικρές κίτρινες φλογίτσες τα κεριά. Οι πατέρες ένα γύρω στα στασίδια.
Ακούγεται απέριττη χαμηλόφωνη ψαλμωδία, σωστή πανδαισία. Βυζαντινή αυστηρή μονοφωνία σε τόνους ταπεινούς, χωρίς κραυγαλέους επιδεικτικούς ήχους. Θαρρείς πως όλος ο ναός είναι ένας ήχος που αναγεννάται. Είναι δύσκολο να εντοπίσεις από πού συγκεκριμένα ακούγεται. Φωνές σωστές ανθρώπινες. Μουρμούρισμα, παράπονο, υποταγή, συνοδεία χορού αρχαίας τραγωδίας, δοξασία, ιεροτελεστία η κάθε κίνηση. Η περιφορά των αγίων λειψάνων, η μετάνοια, η δοκιμασία, τα διαβάσματα, η αγία μετάληψη, το άναμμα και το σβήσιμο των κεριών. Η αγιαστούρα. Το θυμιατό αργή ρυθμική κίνηση. Σαν περάσει από μπροστά σου θα σκύψεις ευλαβικά το κεφάλι και θα προσευχηθείς, έτσι που να γλυκάνει η ψυχή σου και να ηρεμήσεις. Κι άσε το χρόνο να φεύγει κι άσε τον καιρό να κυλάει για σένα.
Ξεχάστηκες! Πότε ήταν νύχτα και πότε κι όλας ο ήλιος ξεπετάχτηκε είκοσι μέτρα μπόι.
Πείνασες πια. Όλες οι νοστιμιές στη γεύση της νερόβραστης μανέστρας. Τα βήματα σου οδηγούν στην «τράπεζα» ίδια κίνηση, ίδια ιεροτελεστία. Θα κοιτάξεις πάλι τις τοιχογραφίες. Θα λεπτολογήσεις. Ολοζώντανες. Πόσο χρονώ ο άμβωνας της «Τράπεζας» σκαλισμένα τριαντάφυλλα. Θα σταθεί με σεβασμό ο δόκιμος. Την ώρα που εσύ τρώγεις, την ώρα που η κατακόκκινη ντομάτα, η μαύρη ελιά, η κούπα το μπρούσκο κρασί, το χωριάτικο ολόφρεσκο ψωμί συνοδεύουν τη μανέστρα σου. Εκείνος θ' απαλύνει την κούραση, την πείνα και τη δίψα σου, διαβάζοντας αποσπάσματα απ' τη γραφή.
Δεν ακούγεται τίποτε. Κανένας ψίθυρος δε σιάζει τη σεμνότητα. Απαλά μόνο, ξεκούραστα, μουσικά η φωνή του δόκιμου.
Κι όπως όλα τα όμορφα πράματα έχουν ένα τέλος, έτσι κι αυτό. Δυνατός και καλοχορτάτος παίρνεις την κατηφόρα πάλι για τη Δάφνη. Το καΐκι περιμένει. Στόχος σου και προορισμός η Σιμωνόπετρα.
Καρφωμένο σε βράχο ψηλό που δε φτάνει το μάτι. Κανένα μάκρος. Μόνο ύψος από τον αρσανά. Κατακόρυφο. Μπλέκεται το μυαλό τ' ανθρώπου. Εδώ χτίσαν. Ξεσπίτωσαν αετοφωλιές και αγριμιών κουρνιάσματα. Και χτίσανε. Και να πεις δίπατο για τρίπατο; Εφτάπατο. Κάστρο άπαρτο η μονή. Στήριγμα τ' ουρανού. Αγέρωχο, αρχοντικό. Αποθέωση Αθωνίτικης αρχιτεκτονικής θάμα θα πεις! Πανύψηλοι τοίχοι πάνω στους όγκους. Μπαλκόνια ξύλινα που βλέπουν χάος δέρνουν οι άνεμοι. Απόηχοι του ιλίγγου. Πήρες τη μεγάλη απόφαση από τον αρσανά βήμα βήμα να τ' ανηφορίσεις. Ανηφόρι σκληρό κι ατέλειωτο και μη βάλεις μπρος σου εμπόδιο το χρόνο και τον καιρό. Βήμα βήμα κι όποτε φτάσεις. Θ' ανακαλύψεις το μονοπάτι στεφανωμένο από μυρτιές, βατόμουρα και δάφνες. Δεν είναι μονοπάτι. Ανεμόσκαλα είναι από λιθάρια και σχιστόπλακες χορταριασμένες. Ανηφορίζεις υπό σκιάν. Σκαρφαλώνεις και πελεκάς. Κι όσο ανεβαίνεις τόσο η θάλασσα μακραίνει από τα πόδια σου. Κι όσο ανεβαίνεις αρώματα και μοσχοβολιές από κρινάκια, κυκλάμινα κι ασπάλαθους.
Δεν είναι μόνο να πας στο Όρος. Για να χαρείς το Όρος πρέπει να το περπατήσεις. Να κουραστείς πρέπει, να περιπλανηθείς μονοπάτι το μονοπάτι. Ρουμάνι το ρουμάνι. Να διασταυρωθείς με διάσελα και δίστρατα. Με καταρράχτες να πηδούν σαν αγριοκάτσικα. Να χαθείς. Να συλλάβεις το μέγεθος της μαγείας και της ομορφιάς.
Μιάμιση ώρα κι ακόμα ανεβαίνεις. Ένα βέλος. Ένας σταυρός με διπλωμένες φτερούγες. Κι όσο ανεβαίνεις τόσο βλέπεις, τόσο χαίρεσαι, τόσο σφουγγίζεις το ιδρωμένο μέτωπο κι ένα ένα πετάς τα περίσσια ρούχα. Φαράγγι μπροστά, φαράγγι πίσω, άγρια βλάστηση και κάτω βαθιά αρυτίδωτη θάλασσα σημαδεμένη από τον ήλιο.
Βάλε την τελευταία δύναμη για τ' ανηφόρι που απομένει. Πατάς το ξύλινο μπαλκόνι. Μουγκρίζει. Χάος μπροστά σου. Στα πόδια σου το γαλάζιο της θάλασσας, στο κεφάλι σου το γαλάζιο τ' ουρανού, κι εσύ μετέωρος πλημμυρίζεις τρόμο και ίλιγγο. Κρατημένος γερά από το ξύλινο κάγκελο δε λες να το κουνήσεις ρούπι μη χάσεις τίποτα από τη συναρπαστική αγριάδα, την εξουθενωτική ομορφιά και να φωνάξεις «Θεέ μου όσο ψηλά και να 'σαι εγώ σ' άγγιξα». Αυτό δεν πληρώνεται με τίποτα. Νύχτωσε κι ηρέμησε ο τόπος. Το φεγγάρι αντίκρυ σου. Στο δικό σου ύψος. Και κάτω η θάλασσα ανταύγειες ασημιές σε λωρίδες.
Είχε περάσει ο εσπερινός και η «τράπεζα» είχε κλείσει. Ο γέροντας μάς φίλεψε φακιές σε βαθιά πήλινη γαβάθα. Σκόρδο και δάφνη, ελιές και μπρούσικο κρασί. Ο γέροντας απέναντι μιλάει για την ιστορία της Μονής. Ιδρυτής της ο Άγιος Σίμωνας στα μέσα του 14ου αιώνα. Τη νύχτα των Χριστουγέννων. Φάνηκε λαμπερό αστέρι να επικάθεται πάνω στο βράχο. Σημάδι πως σ' αυτή τη θέση έπρεπε να κτίσει τη μονή. Η ιστορία της Μονής είναι μεγάλη. Τρεις φορές καταστράφηκε από πυρκαγιά και τρεις φορές ξαναχτίστηκε.
(συνεχίζεται)
207 - Αφιέρωμα του «Ριζοσπάστη» στο Άγιο Όρος (1)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου