Σε συνέντευξη που παραχώρησε ο Δήμαρχος Θεσσαλονίκης κ. Μπουτάρης στην εφημερίδα «Φιλελεύθερος» της Κύπρου, δήλωσε πως το 2012 η Θεσσαλονίκη, με αφορμή την συμπλήρωση 100 χρόνων από την κοίμησή του, θα τιμήσει τον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄ .
Ο Ιωακείμ Γ΄ επονομαζόμενος Μεγαλοπρεπής ποίμανε την Μητρόπολη Θεσσαλονίκης το διάστημα 1874-1878, ενώ παρέμεινε, αυτοεξόριστος, για 12 συνεχή έτη (1889-1901) στο Λαυριωτικό Ιερό Κάθισμα του Αγίου Ευσταθίου (Μυλοπόταμος) στο Άγιο Όρος.
Το σημείο της συνέντευξης του κ. Μπουτάρη έχει ως εξής:
Γ. Μπουτάρης: Η Θεσσαλονίκη έρχεται πρώτη σε εκκλησιαστικά μνημεία μετά την Κωνσταντινούπολη. Θα πρέπει να καταλάβει και η Εκκλησία ότι οι ναοί δεν είναι μόνο χώροι λατρείας, αλλά είναι και έργα τέχνης που έχουν προέλθει από τη θρησκευτικότητα των ανθρώπων και παράλληλα από την καλλιτεχνία. Πολύ σημαντικό είναι ότι η Θεσσαλονίκη είναι το κέντρο για την μετάβαση των προσκυνητών στο Άγιο Όρος. Τυχαίνει να είμαι ex officio Πρόεδρος της Αγιορείτικης Εστίας. Είναι ένας οργανισμός μεταξύ του Αγίου Όρους και του Δήμου Θεσσαλονίκης. Ο Δήμος Θεσσαλονίκης έχει δώσει ένα οίκημα αναπαλαιωμένο το λειτουργεί ως κέντρο πληροφοριών για το Άγιο Όρος, το οποίο ασχολείται και με εκδόσεις.
Πρέπει να σας πω ότι πολύ πρόσφατα συναντήθηκα με τον Καθηγητή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Ανδρέα Νανάκη, που είναι και Μητροπολίτης στην Κρήτη. Ο Μητροπολίτης μου μίλησε για τη ζωή και το έργο του Οικουμενικού Πατριάρχη Ιωακείμ του Γ΄, ο οποίος υπήρξε μεγάλη φυσιογνωμία. Συμφωνήσαμε ότι το 2012 με τη συμπλήρωση 100 χρόνων από το θάνατο του θα κάνουμε στη Θεσσαλονίκη μια σειρά τιμητικών εκδηλώσεων. Η Ορθοδοξία είναι συνυφασμένη με τον Ελληνισμό, όχι με τον Ελλαδισμό. Ο Ιωακείμ ο Γ΄ λοιπόν, όπως και ο σημερινός Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, δίνουν το στίγμα και τα όρια μέσα στα οποία μπορούμε να κινούμαστε και αυτή είναι μια πολύ σοβαρή θέση.
Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΙΩΑΚΕΙΜ Γ΄ ΜΕ ΤΟΝ ΜΥΛΟΠΟΤΑΜΟ
Στον Μυλοπόταμο εγκαταβίωσε σαν ταπεινός εξαρτηματικός κελλιώτης ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ΄, μια από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες της Εκκλησίας και του Γένους μας, όταν αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τον θρόνο του για να μην αποδεχθεί τις καταστρατηγήσεις των προνομίων του Οικουμενικού Κέντρου και του Γένους από την Υψηλή Πύλη.
Προτίμησε την σε ένδειξη διαμαρτυρίας παραίτηση και την κελλιώτικη ζωή στον Μυλοπόταμο επί μια ολόκληρη 14ετία (23 Σεπτεμβρίου 1887 - 1 Ιουνίου 1901), απ' όπου αναχώρησε επανεκλεγείς και επανεθρονισθείς το 1901.
Ο Ιωακείμ Γ΄ ο Μεγαλοπρεπής, καθημερινά έσκαβε, φύτευε, έκτιζε, δημιουργούσε, κατηχούσε, δίδασκε, προσηύχετο, αγρυπνούσε. Πεζοπορώντας πήγαινε από τον Μυλοπόταμο στη Μικρή Αγία Άννα, οκτώ έως εννιά ώρες δρόμο -και τι δρόμο!- για να εξομολογηθεί στον φημισμένο άγιο πνευματικό παπα-Γρηγόριο!
Στα νεώτερα χρόνια ο Μυλοπόταμος συνδέθηκε με το όνομα του οικουμενικού πατριάρχου Ιωακείμ του Γ΄. Ο πρόμαχος αυτός της εθναρχικής παραδόσεως της Ορθοδοξίας ανήλθε στον πατριαρχικό θρόνο τον Οκτώβριο του 1884. Η πρώτη του πατριαρχία υπήρξε εξαιρετικά γόνιμη. Αναδιοργάνωσε διοικητικά το πατριαρχείο, τακτοποίησε τα οικονομικά προβλήματα της Εκκλησίας, μερίμνησε για την παιδεία, ανασύστησε τα πατριαρχικά τυπογραφείο, ίδρυσε την πατριαρχική βιβλιοθήκη, θεμελίωσε την λαμπρή Μεγάλη του Γένους Σχολή. Κατά την περίοδο αυτή προήχθησαν σε μεγάλο βαθμό οι σχέσεις με τις υπόλοιπες Όρθόδοξες Εκκλησίες με άξονα πάντοτε τον κυρίαρχο εθναρχικό ρόλο του οικουμενικού θρόνου. Η αντίθεση του όμως στον περιορισμό των προνομίων της Εκκλησίας τον οποίο προώθησε η οθωμανική κυβέρνηση καθώς και οι αντιδράσεις πού συνήντησε στην επιτέλεση του έργου του από ορισμένους ανωτέρους κληρικούς και εκδότες ελληνικών εφημερίδων της Κωνσταντινουπόλεως τον οδήγησαν στην παραίτηση από τον θρόνο τον Μάρτιο του 1884.
Επ' ολίγα έτη παρέμεινε εφησυχάζων στην γενέτειρα του Βαφειοχώρι. Το 1887 ανέλαβε μεγάλο προσκυνηματικό ταξίδι στα πατριαρχεία της Ορθόδοξης Ανατολής. Επισκέφθηκε τα πατριαρχεία Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων και επιστρέφοντας στην Κωνσταντινούπολη παρέμεινε για λίγους μήνες στη μονή Ιβήρων του Αγίου Όρους. Φαίνεται ότι από τότε επέλεξε «το ωραιάτατον και ρωμαντικότατον ενδιαίτημα» του Μυλοποτάμου ως ασφαλές καταφύγιο για να αποσυρθεί. Δύο έτη αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 1889, επανήλθε στο Άγιον Όρος και εγκαταστάθηκε στο λαμπρό αυτό ησυχαστήριο. Αμέσως επιδόθηκε στην ανακαίνιση του μονυδρίου. Λιτότητα και αίσθηση καλαισθησίας χαρακτηρίζει τις οικοδομικές επεμβάσεις του φιλοκάλλου πατριάρχου στα κτίσματα του Μυλοποτάμου. Η καθ' αυτά κατοικία του ήταν μικρή, κομψή και με απλούστατη διαίρεση. Η εξώθυρα οδηγούσε σε στενό διάδρομο, ο οποίος χρησίμευε και ως τράπεζα. Εκατέρωθεν αυτού υπήρχαν δύο δωμάτια, ένα προς την θάλασσα ως χώρος υποδοχής και ένα προς την ξηρά, υπήνεμο, το οποίο ο Ιωακείμ χρησιμοποιούσε ως κοιτώνα. Σαθρά δωμάτια προς την πλευρά του πύργου επισκευάσθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν ως ξενώνας. Ο ναΐσκος, ο τιμώμενος στη μνήμη του μεγαλομάρτυρος Ευσταθίου, υπήρξε αντικείμενο ιδιαίτερης φροντίδας του πατριάρχη. Ανακαινίσθηκε εκ βάθρων, εξωραΐσθηκε και απετέλεσε «αληθές αριστοτέχνημα, ποιητικότατων και ωραιότατον». Στον κατανυκτικό αυτό χώρο, ο φιλακόλουθος ιεράρχης έψαλλε τις ακολουθίες και ιερουργούσε ανελλιπώς επί δώδεκα έτη.
Ο Ιωακείμ Γ΄ εγκατέλειψε τον Μυλοπόταμο στις αρχές Ιουνίου 1901 μετά την επανεκλογή του στον πατριαρχικό Θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως (25 Μαίου 1901). Η πολυετής παραμονή του στον ιδεώδη αυτόν τόπο περισυλλογής, αναδιοργανώσεως και προετοιμασίας υπήρξε καθοριστική για το δημιουργικό έργο που επετέλεσε ως τον θάνατο του το 1912.
Εκφράζοντας τις ευχαριστίες του προς τους Λαυριώτες για την φιλόστοργη και θερμή φιλοξενία που του παρέσχον «εν τω τερπνοτάτω και μοναστικών χαρίτων πεπροικισμένω αναχωρητηρίω του Μυλοποτάμου», δύο χρόνια πριν την αναχώρηση του από το Άγιον Όρος, ο πατριάρχης δώρισε στην κυρίαρχο μονή της Μεγίστης Λαύρας την αρχιερατική του στολή, λευκή κεντητή μίτρα, πατερίτσα, εγκόλπια και δικηροτρίκηρα
Το χρονικό διάστημα μεταξύ των ετών 1889 και 1901 υπήρξε η τελευταία, κατά τα παρελθόν, περίοδος ακμής του Μυλοποτάμου. Έκτοτε το ιστορικό λαυριωτικό κάθισμα σταδιακά παρήκμασε. Παρά τις σποραδικές φροντίδες διαφόρων οικητόρων τον, επί ογδόντα εννέα έτη οι φθορές επήλθαν ραγδαία.
Ουσιαστική και ελπιδοφόρα προσπάθεια ριζικής ανακαινίσεως του κτιριακού συγκροτήματος (πύργου, ναού, οικημάτων) αναλήφθηκε κατά το έτος 1990.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου