Τα πνευματικά ρεύματα που αναπτύχθηκαν στον Άθω επηρέασαν όχι μόνο
τον θρησκευτικό βίο στην Κύπρο, αλλά και τα ορθόδοξα θρησκευτικά κέντρα της
Ανατολικής Μεσογείου (τα τρία πατριαρχεία της Μέσης Ανατολής, Αλεξανδρείας,
Αντιοχείας, Ιεροσολύμων και τη μονή Σινά) και κατ' επέκταση τις χριστιανικές
κοινότητές τους. Στο ιδεολογικό περιβάλλον της εικονομαχίας τα πατριαρχεία
Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων συνταυτίσθηκαν με τις αθωνικές μονές
υπέρ των εικόνων. Στο ιδεολογικό
περιβάλλον των ησυχαστικών έριδων, στα μέσα του 14ου αιώνα, στην Κύπρο έδρασαν
αντιησυχαστές όπως ο Γεώργος Λαπίθης, ο Αθανάσιος Λεπενδρηνός και ο Υάκινθος
(αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης 1345-1346).
Ο Λαπίθης έκανε κατά την παράδοση φιλοσοφικές
συζητήσεις με τον βασιλιά της Κύπρου Ούγο Δ΄ (1324-1359), ενώ είχε επαφές με
τους ιδεολογικούς αντιπάλους του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, δηλαδή τους Βαρλαάμ
Καλαβρό (1290-1348), Γρηγόριο Ακίνδυνο (1300-1348) και Νικηφόρο Γρηγορά (1295-1360). Αλλά και μία
επιστολή του υποστηρικτή του Παλαμά, του μοναχού Ιωσήφ Καλόθετου απευθύνεται
«προς τους Κυπρίους μοναχούς ελθόντες εκ Κύπρου και ζητήσαντες απλώ λόγω μαθείν
τίνα τα παρ’αμφοτέρων των μερών λεγόμενα».
Βασικά στοιχεία των πνευματικών αντιλήψεων για τον
μοναχισμό εντάχθηκαν στα μοναστηριακά τυπικά. Το τυπικό
της Λαύρας επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τα μοναστηριακά τυπικά τα οποία συνέγραψαν
οι άγιοι Παύλος ο νέος του Όρους Λάτρος (9ος αι.), Νίκων ο Μαυρορείτης (10ος
αιώνας) και βέβαια ο άγιος Νεόφυτος ο Έγκλειστος και ο Νείλος Ταμασού, για τη
σύνταξη του τυπικού της μονής Μαχαιρά (αρχές του 13ου αι.). Πιο πρόσφατα, στο ζήτημα του Πασχαλίου οι
αγιορείτες αξιοποίησαν ως ιδεολογικό έρεισμα τα επιχειρήματα του Μελετίου Πηγά,
Πατριάρχου Αλεξανδρείας (16ος αι.) και είναι χαρακτηριστικό ότι σχετικό έργο
του τελευταίου εκδόθηκε από συνοδεία των Καρυών το 1924.
Οι ησυχαστικές έριδες και η Κύπρος (14ος αι.)
Η Εκκλησία της Κύπρου συμμετείχε ενεργά στην
αντιμετώπιση των αιρέσεων, αφού εκπροσωπήθηκε σε όλες σχεδόν τις οικουμενικές
συνόδους. Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα του
αγίου Σπυρίδωνος Τριμυθούντος, του Γελασίου Σαλαμίνος και του Κυρίλλου ή
Κυριακού Πάφου οι οποίοι μετείχαν δραστήρια, ιδιαίτερα ο πρώτος, στην Α΄
οικουμενική σύνοδο. Στις επόμενες
συνόδους είναι γνωστά τα ονόματα των: Πάφου Ιουλίου, Τριμυθούντος Θεοπέμπου,
Ταμασού Τύχωνος και Κιτίου Μακαρίου στη Β΄ οικουμενική, Κωνσταντίας Ρηγίνου,
Πάφου Σαπρικίου, Κουρίου Ζήνωνος και Σόλων Ευαγρίου στην Γ΄, Σόλων Επιφανίου,
Θεοδοσιανής Σωτήρος, Ταμασού Επαφροδίτου στην Δ΄, Τριμυθούντος Θεοδώρου, Σόλων
Στρατονίκου και Κιτίου Τύχωνος στην Στ΄, Κωνσταντίας Κωνσταντίνου, Κύδρων
Σπυρίδωνος, Σόλων Ευσταθίου, Κιτίου Θεοδώρου, Τριμυθούντος Γεωργίου, Αμαθούντος
Αλεξάνδρου, του ηγουμένου Κυρίλλου στην Ζ΄οικουμενική σύνοδο.
Πολλοί από τους παραπάνω είχαν δυναμική παρουσία
στην υποστήριξη του ορθοδόξου δόγματος, όπως συνάγεται από τα πρακτικά των
συνόδων. Εξάλλου ο Επιφάνιος Κύπρου, ο συγγραφέας ενός από τα πιο σημαντικά
αντιαιρετικά πατερικά έργα, του Παναρίου, υπήρξε για τους Κυπρίους ένα θετικό
πρότυπο υπερμάχου της Ορθοδοξίας.
Το 1191/2 η Κύπρος πέφτει στα χέρια των σταυροφόρων. Έκτοτε
σηματοδοτείται η απαρχή μίας νέας δύσκολης περιόδου για την ορθόδοξη εκκλησία
της Κύπρου, η οποία έμελλε να διαρκέσει ουσιαστικά μέχρι τα μέσα του 20ού
αιώνα. Κυρίαρχο γεγονός ήδη από την αρχή της κατάκτησης από τους δυτικούς ήταν
η προπαγάνδα της Ρώμης σε βάρος των Ορθοδόξων, προκειμένου αυτοί να υποταχθούν
στον Πάπα. Ενδεικτικό των πιέσεων κατά της ορθόδοξης εκκλησίας είναι η μείωση
των μητροπόλεων σε τέσσερις και ο περιορισμός της ποιμαντικής δραστηριότητάς
τους εκτός των πόλεων, σε ορεινές περιοχές, κυρίως στην οροσειρά του Τροόδους.
Οι Κύπριοι αντέδρασαν δυναμικά στα σκληρά μέτρα της λατινικής εκκλησίας κατά
των Ορθοδόξων, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το μαρτύριο των δεκατριών μοναχών
της Καντάρας (1231). Όμως η λατινική προπαγάνδα βρίσκει και πρόθυμους αποδέκτες
ανάμεσα στους Κυπρίους, οι οποίοι συνεργάζονταν με την κοσμική και ιερατική
εξουσία των δυτικών στο νησί. Είναι
πλέον εμφανής η διάκριση των Κυπρίων σε αντιλατίνους και λατινόφρονες, οι
οποίοι ενίοτε αντιμάχονται δυναμικά για την επιβολή των θέσεών τους.
Τον 14ο αιώνα το Βυζάντιο συγκλονίζεται από τις
ησυχαστικές έριδες, ο απόηχος των οποίων φθάνει μέχρι και την Κύπρο. Στην πραγματικότητα οι έριδες οφείλονταν στις διαφορετικές
προϋποθέσεις της ανατολικής πατερικής θεολογίας με τη δυτική σχολαστική. Οι έριδες βρήκαν τους Κυπρίους ήδη προ πολλού
διαιρεμένους, όπως είπαμε, σε δύο παρατάξεις: η μία στραμμένη προς τη δύση από
όπου αναδυόταν η ελπίδα της αντιμετώπισης των μουσουλμάνων Τούρκων, και
παράλληλα υπέφωσκε μία νέα δυναμική στην καλλιέργεια των φιλοσοφικών και
θεολογικών γραμμάτων, και η άλλη ήταν προσηλωμένη στην παράδοση των
οικουμενικών συνόδων και των πατέρων της Εκκλησίας.
Κέντρο του ησυχασμού ήταν το Άγιον Όρος με το
οποίο η Κύπρος διατηρούσε δεσμούς και μέσω των αγιορειτών μοναχών που
επισκέπτονταν το νησί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο
όσιος Σάβας ο Βατοπεδινός, ο οποίος έφθασε στην Κύπρο περί το 1309 και
παρέμεινε για αρκετά χρόνια, προσελκύοντας την τιμή και το σεβασμό των Κυπρίων.
Ο Βίος του, γραμμένος από τον
ησυχαστή πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Φιλόθεο Κόκκινο, είναι πολύτιμη πηγή και
για τη γνώση του τρόπου αντιμετώπισης των «Ιταλών», δηλαδή των δυτικών
κυρίαρχων του νησιού, από τους Ορθοδόξους, καθώς και της αυταρχικής
συμπεριφοράς και υπεροψίας των πρώτων απέναντι στους Κυπρίους.
Η δυτική παρουσία στο νησί ενίσχυε την ομάδα των
αντιπάλων των ησυχαστών. Οι πιο γνωστοί Κύπριοι
αντιησυχαστές είναι: ο Γεώργος Λαπίθης, ο Αθανάσιος Λεπενδρηνός, ο Υάκινθος
Θεσσαλονίκης, ο Βαρθολομαίος, ο Κοσμάς, ο Βλάσιος και ο Λέοντας. Από αυτούς
κυρίαρχη δράση είχε ο πρώτος, ο οποίος σχετιζόταν εντός Κύπρου με τον βασιλιά
του νησιού Ούγο Δ΄ (1324-1359) και εκτός με τους αντιπάλους του αγίου Γρηγορίου
Παλαμά, Βαρλαάμ Καλαβρό, Γρηγόριο Ακίνδυνο και Νικηφόρο Γρηγορά. Ο τελευταίος
μάλιστα αναφέρεται εκτενώς στον Λαπίθη σε σχετικά κεφάλαια της Ρωμαϊκής
Ιστορίας του. Οι αντιησυχαστές είχαν
συχνές επαφές με τον Λαπίθη μέσω αλληλογραφίας και αποστολής κειμένων τους προς
ενημέρωση και επηρεασμό των Κυπρίων.
Παράλληλη πορεία είχε και ο φίλος του Λαπίθη
Αθανάσιος Λεπενδρηνός, ενώ σημείο αναφοράς για την εμπλοκή της Κύπρου στις
ησυχαστικές έριδες ήταν ο Υάκινθος Θεσσαλονίκης. Αυτός
πριν φύγει από την Κύπρο για την Κωνσταντινούπολη είχε ήδη φιλοδυτικές τάσεις
και κατά συνέπεια αντιπαλαμικές κατευθύνσεις. Ως αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης
(1345-1346) εκδήλωσε το σκληρό πρόσωπό του προς τους ησυχαστές, έχοντας την
υποστήριξη των πολιτικών αρχών. Μετά
το θάνατο του Υακίνθου, στο θρόνο της εκκλησίας της Θεσσαλονίκης επέβη ο άγιος
Γρηγόριος ο Παλαμάς.
Η αντιπαλαμική ομάδα των λογίων Κυπρίων είχε τη
δυνατότητα επηρεασμού ευρύτερων μελών, καθώς και της αστικής τάξης, ανάμεσά
τους και υψηλόβαθμων κληρικών. Είναι χαρακτηριστική η
μαρτυρία επιστολής του Νικηφόρου Γρηγορά προς τον Σίδης Κύριλλο περί ενός
αρχιερέα, ίσως του Σολέας Ιωακείμ Α΄, ο οποίος ήταν πιστός εκφραστής του
αντιπαλαμισμού. Ο αντιπαλαμισμός στην Κύπρο άνθησε έχοντας τη στήριξη και του
βασιλιά της Κύπρου Ούγου Δ΄. Ο Γρηγοράς μάλιστα γράφει το 1345 επιστολή προς
αυτόν για να τον συγχαρεί, γιατί δεν προχώρησε προς τη μερίδα των ησυχαστών,
γεγονός το οποίο δηλώνει ότι υπήρξε ενδεχόμενα κάποια προσπάθεια προσεταιρισμού
από πλευράς των ησυχαστών, την οποία όμως αυτός απέρριψε. Η αυλή του Ούγου
κυριαρχείτο από τους αντιησυχαστές. Ο ίδιος μάλιστα φαίνεται ότι επηρέασε προς
τις απόψεις του και τον πατριάρχη Αντιοχείας Ιγνάτιο Β΄, ο οποίος διέμενε κατά
το 1359 στην Κύπρο. Η Κύπρος επί της βασιλείας του Ούγου ήταν ένας χώρος ελεύθερης
δράσης των αντιησυχαστών. Έτσι
αλληλογραφούν με τους ομόφρονές τους στην Κύπρο και τους ενημερώνουν ο Βαρλαάμ
Καλαβρός, ο Γρηγόριος Ακίνδυνος, ο Νικηφόρος Γρηγοράς και άλλοι, ενώ έρχονται
στο νησί και διαμένουν ο Αγαθάγγελος Καλλιστράτου (μαθητής του Γρηγορά), ο
Τύρου Αρσένιος, ο Θεόδωρος Ατονέμης, ο Σίδης Κύριλλος και άλλοι.
Αυτή η ισχυρή παρουσία των αντιησυχαστών στο νησί
επέφερε την αντίδραση της ησυχαστικής πλευράς, η οποία, βλέποντας τον κίνδυνο
που διέτρεχε η ορθοδοξία και η ενότητα της Εκκλησίας στο νησί, ενήργησε όσο
επέτρεπαν οι πολιτικές αρχές για τη στήριξη της παράδοσης της ανατολής. Η παρουσία μάλιστα μεγάλων ασκητικών μορφών εκείνης της εποχής στην
Κύπρο, βοήθησε προς την πλευρά της ενίσχυσης των ορθοδόξων. Χαρακτηριστική
είναι η περίπτωση του οσίου Γρηγορίου του Σιναΐτη, ο οποίος έφθασε στην Κύπρο
μετά την απελευθέρωσή του από τους Τούρκους στη Λαοδικεία. Ο όσιος Γρηγόριος μυήθηκε στην Κύπρο στην ασκητική
ζωή από ένα γέροντα ασκητή.
Ο κίνδυνος να αλωθεί πλήρως η Κύπρος από τους
αντιησυχαστές ενεργοποίησε τους ησυχαστές της Κωνσταντινούπολης, αποβλέποντας
στην ανατροπή του κλίματος. Έτσι τόσον ο αυτοκράτορας
Ιωάννης Στ΄ ο Καντακουζηνός όσο και ο πατριάρχης Κάλλιστος Α΄ γράφουν επιστολές
προς το χριστεπώνυμο πλήρωμα της Κύπρου και με συστηματικό τρόπο και
επιχειρήματα προσπαθούν να τους στηρίξουν στην πίστη. Ο πατριάρχης συμβουλεύει
τους Κυπρίους να μην παρασυρθούν από τις πονηρές εισηγήσεις των εχθρών της
πίστεως, τους συνιστά να αποφύγουν την αιρετική διδασκαλία του Βαρλαάμ, του
Ακινδύνου και των υπολοίπων αντιησυχαστών και τους συμβουλεύει να αποδεχθούν
πρόθυμα όσους παρασύρθηκαν, είτε φοβούμενοι τα μέτρα των πολιτικών αρχών είτε
επηρεαζόμενοι από τα επιχειρήματα των αντιπαλαμιστών, και να τους αγκαλιάσουν
ως γνήσια τέκνα της Εκκλησίας. Η επέμβαση του αυτοκράτορα και του πατριάρχη
έφερε θετικά αποτελέσματα. Το ρεύμα σιγά-σιγά μεταστράφηκε υπέρ των ησυχαστών
σε μεγάλο βαθμό προς το τέλος του 14ου αιώνα. Ακόμη και αυτός ο Γεώργιος Λεπίθης αναγκάστηκε να σιγήσει και να
προσχωρήσει ίσως και στη μερίδα των ησυχαστών.
Ενισχυτική προς την πλευρά της στήριξης των
Ορθοδόξων ήταν και η επιστολή του Ιωσήφ Καλόθετου, γραμμένη μεταξύ των ετών
1345-6, «πρός τούς Κυπρίους μοναχούς ἐλθόντες ἐκ Κύπρου καί ζητήσαντες ἁπλῷ λόγῳ μαθεῖν τίνα τά παρ’ ἀμφοτέρων τῶν μερῶν
λεγόμενα». Το
ενδιαφέρον των Κυπρίων μοναχών δεν ήταν τυχαίο. Απέρρεε εν πολλοίς από τις
δυσκολίες που είχε δημιουργήσει στην Κύπρο η λατινοκρατία. Έτσι οι μοναχοί
είχαν μαζί με τους κληρικούς επωμισθεί το έργο της στήριξης των Ορθοδόξων και
της διαφύλαξης του δόγματος. Οι πιέσεις των κρατούντων
και η δράση των λογίων αντιησυχαστών ασφαλώς προκάλεσε και την αντίδραση των
παραδοσιακών μοναχών και κληρικών, προκειμένου το χριστεπώνυμο πλήρωμα να
παραμείνει πιστό στην ανατολική πίστη. Ο αγώνας ήταν δύσκολος αλλά είχε ένα ισχυρό σύμμαχο: το πείσμα των απλών
παραδοσιακών Κυπρίων να παραμείνουν κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες πιστοί στην
παρακαταθήκη που έλαβαν από τους αγίους τους, π.χ. από τον προσφιλή άγιο
Νεόφυτο τον Έγκλειστο.
Ένας επώνυμος ιεράρχης: ο Καρπασίων, Κωνσταντίας
και Αμμοχώστου Ιωάννης Μαντζάς αποδέχθηκε τις θέσεις και τις συμβουλές που του
έγραψε σε επιστολή περί το 1369 ή 1370 ο μοναχός αυτοκράτορας Ιωάννης-Ιωάσαφ
Καντακουζηνός και αγωνίσθηκε για την εδραίωση της Ορθοδοξίας.
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η Κύπρος, αν και
μακριά από τα επίκεντρα των γεγονότων (Άγιον Όρος, Κωνσταντινούπολη), δέχθηκε
τα μηνύματα των αντιμαχομένων και τελικά, παρά τις πιέσεις και μεθοδεύσεις των
πολιτικών αρχών και κάποιων λογίων, κράτησε την πίστη έτσι όπως αυτή διδασκόταν
και βιωνόταν από τους αγιορείτες μοναχούς. Ήταν ένα
ακόμη παράδειγμα της εσωτερικής σχέσεως που υπήρχε ανάμεσα στους δύο χώρους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου