Ι. Μονή Οσίου Γρηγορίου και Άγιος Νικόλαος
Χάρτινη εικόνα Θεοφύλακτος μοναχός, 1819 http://www.athosmemory.com |
Ὁ μακάριος Γέροντας Ἰωακείμ Γρηγοριάτης γεννήθηκε τό
1710 στήν κωμόπολι Κατοχή Μεσολογγίου. Τό 1740 ἦλθε στήν Μονή μας. Τό βαπτιστικό του ὄνομα ἦτο Ἰωάννης. Μετά ἀπό τήν συνηθισμένη δοκιμασία ἐκάρη
μαγαλόσχημος μοναχός καί ὠνομάσθηκε Ἰωακείμ. Ἔζησε ἀρκετά χρόνια στήν Μονή καί, ἀφοῦ ὡρίμασε πνευματικά, ἐπεθύμησε τήν ἐρημική καί ἡσυχαστική ζωή. Μέ ἄδεια τῶν Ἐπιτρόπων τῆς Μονῆς, ἡ ὁποία τότε ἦτο ἰδιόρρυθμος, ἀνεχώρησε καί μετέβη στήν Μικρή Ἁγία Ἄννα. Ἐκεῖ ἀσκήτευσε σέ μία σπηλιά, πλησίον τῆς Καλύβης τῶν Ἁγίων Ἀρχαγγέλων, ὅπου ἀργότερα ὁ Κρητικός μοναχός Ἀγάπιος Λάνδος ἔγραψε τό βιβλίο "Ἁμαρτωλῶν Σωτηρία".
Σύμφωνα μέ
μαρτυρίες πού ὑπάρχουν σέ χειρόγραφα κείμενα τῆς Μονῆς μας (Ἀριθμ.22 καί 34) στίς 30 Νοεμβρίου 1761 ἐκάη ὁλοσχερῶς ἡ Μονή. Τότε ἡ ἐκκλησία ἦτο ξυλόστεγη, μονοσκέπαστη καί τά
ξύλινα δοκάρια της ἐπεκτείνοντο πέριξ τῆς ἐκκλησίας γιά τήν προστασία τῶν Μοναχῶν ἀπό τό ψῦχος τοῦ χειμῶνος.
Μαζί μέ τήν ἐκκλησία, τῆς ὁποίας ἀπέμειναν μόνο τά ἀσβεστωμένα ντουβάρια, ἐκάησαν τά βιβλία, τά ἱερά Ἄμφια καί Σκεύη καί μόλις μετά
δυσκολίας οἱ Πατέρες διέσωσαν τάι ἱερά Λείψανα.
Ἀλλά καί τά Κελλιά τῶν Πατέρων ἐκάησαν παντελῶς, διότι ἡ φωτιά ἐπεξετάθη παντοῦ καί ἀπετέφρωσε τά πάντα. Ἔκτοτε οἱ Πατέρες δέν εἶχαν ποῦ νά κατοικήσουν καί ἄρχισαν νά διασκορπίζωνται ἐδῶ καί ἐκεῖ. Οἱ ὑπεύθυνοι τῆς Μονῆς ἀπέστειλαν ἐκπροσώπους τους στόν ὅσιο Γέροντα Ἰωακείμ, τόν Μικραγιαννανίτη ἡσυχαστή. Τόν
παρεκάλεσαν νά ἔλθη στήν κατεστραμμένη Μονή τους
γιά νά συσκεφθοῦν ὅλοι οἱ ἐναπομείναντες ἀπό κοινοῦ τί θά κάμουν γιά τήν ἐκ νέου ἀνακαίνισί της.
Ὁ ἀσκητής Ἰωακείμ ἔκλαυσε πολύ γιά τό δυσάρεστο
μήνυμα καί σάν ὑπάκουο τέκνο τοῦ Προστάτου τῆς Μονῆς ἁγίου Νικολάου ἦλθε ὀπίσω. Ἐδῶ λέγει ἡ παράδοσις ὅτι, ὅταν ἔφθασε ἀπέναντι τῆς Μονῆς, στήν κατάφυτη ἀπό ἐλαιόδενδρα περιοχή πού μέχρι σήμερα λέγεται Παρθένι, στάθηκε λίγο καί ἀγνάντεψε τήν βυθισμένη μέσα στίς στάκτες Μετάνοιά του. Κινοῦσε θρηνητικά καί ἀπελπισμένα τό κεφάλι του καί
συλλογιζόταν:
Ἀδύνατο καί πάλι νά κτισθῆ τό Μοναστήρι μας. Ξαφνικά
παρουσιάσθηκε μπροστά του ἕνας ἀσπρομάλλης Παπποῦς. Ἦτο ὁ ἅγιος Νικόλαος καί τόν χαιρέτισε:
-Εὐλογεῖτε, πάτερ, τί κάνεις;
-Βλέπω τό
Μοναστήρι μας καί κλαίω ἀπελπισμένα, Γέροντα, διότι δέν
πρόκειται πάλι νά κτισθῆ.
-Μή στενοχωρῆσαι καί μήν ἀπελπίζεσαι. Θά κτισθῆ πάλι τό Μοναστήρι.
-Ὅσο θά γίνουν τά γένεια μου, ἄλλο τόσο θά
κτισθῆ καί τό Μοναστήρι, τοῦ ἀπήντησε ὁ ἀσκητής.
Μέχρι τότε ἦτο σπανός. Δέν εἶχε καθόλου γένεια.
Μέγα θαῦμα ἐπετέλεσε ἐκείνη τήν στιγμή ὁ ἅγιος Νικόλαος. Ἀπό τό πηγοῦνι του κρεμάσθηκε μέχρι τό ἔδαφος μία μεγαλοπρεπής καί πυκνή
γενειάδα, ἡ ὁποία κατέπληξε καί τόν ἴδιον. Ἐπί πλέον τοῦ ἐσκόρπισε κάθε ἀμφιβολία γιά τήν μελλοντική καί
πάλι ἵδρυσι τῆς Μονῆς του.
Μπῆκε στό ἐρειπωμένο μοναστήρι καί
συναντήθηκε μέ τούς ἐναπομείνατες Πατέρες. Οἱ πάντες ἐξεπλάγησαν γι᾿ αὐτή τήν θαυματουργική ἐμφάνισι τῆς γενειάδος του καί ἐπείσθησαν ὅτι εἶναι θέλημα τοῦ ἁγίου Προστάτου Νικολάου νά κτισθῆ πάλι τό
μοναστήρι τους. Τοῦ ἀνέθεσαν λοιπόν τό δυσβάστακτο αὐτό ἔργο οἱ Προεστῶτες τῆς Μονῆς. καί πράγματι μετέβη στήν Κωνσταντινούπολι καί σ᾿ ἄλλες ὀρθόδοξες παραδουνάβιες περιοχές καί Χῶρες γιά νά
ζητήση χρήματα πρός ἐκπλήρωσιν τοῦ ὑψηλοῦ αὐτοῦ σκοποῦ.
Ὁ ἀσκητής Ἰωακείμ, μέ ἄδεια τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος καί ἔγγραφα τῆς Μονῆς του μετέβη στήν ἀρχή στόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως στόν ὁποῖον ἀνήγγειλε ὅλη τήν ὑπόθεσι. Ὁ Πατριάρχης ἔδωκε ἐντολή νά μή σκορπισθοῦν ἔξω ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος οἱ Γρηγοριάτες Πατέρες. Κατόπιν
παρεκίνησε τίς Ἑλληνικές ἐνορίες, Συλλόγους καί ἄλλες θρησκευτικές Ὁμάδες νά συγκεντρώνουν χρήματα τά ὁποῖα θά καταβάλωνται σέ ἐκπροσώπους τῆς Μονῆς τῶν Ἰβήρων, ἡ ὁποία μέσῳ ἰδικῶν της ἀνθρώπων θά προωθῆ τά συναθροιζόμενα χρήματα στήν μονή Γρηγορίου γιά τήν διατήρησι τῶν Μοναχῶν της καί τήν ἔναρξι ἐργασιῶν γιά τήν ἀνοικοδόμησί της.
Κάποια ἡμέρα στεκόταν ὁ ἀσκητής Ἰωακείμ στήν παραλία καί
περίμενε ἕνα πλοιάριο γιά νά περάση ἀπέναντι στόν Γαλατᾶ. Ἔνευσε μέ τό χέρι σέ κάποιο πλοῖο. Μέσα σ᾿ αὐτό ταξίδευε ὁ σουλτᾶνος, ὁ ὁποῖος ἐπήγαινε στό τζαμί νά προσευχηθῆ, διότι ἐκείνη ἡ ἡμέρα ἦτο Παρασκευή. Ὡς γνωστόν τήν ἡμέρα αὐτή συγκεντρώνονται στά τζαμιά
τους γιά προσευχή οἱ Μουσουλμᾶνοι.
Ἐθαύμασε τήν τόλμη τοῦ ἀσκητοῦ καί ἔδωσε ἐντολή στόν καπετάνιο νά τοῦ ἐπιτρέψη νά μπῆ μέσα. Τόν ἐρώτησε μέσῳ τοῦ διερμηνέως καί ἰατροῦ του ποιός ἦτο καί τί θέλει. Ὁ ἀσκητής τοῦ εἶπε ὅτι εἶναι πτωχός Καλόγερος καί ἤθελε νά περάση ἀπέναντι στόν Γαλατᾶ. Βλέποντας ὁ σουλτᾶνος τήν σεμνοπρέπειά του, τήν ἁπλότητα τοῦ ἤθους του καί τήν μακριά γενειάδα του τόν εὐλαβήθηκε.
Ἀφοῦ ἄκουσε γιά τά δυσάρεστα συμβάντα τοῦ μοναστηριοῦ του, συγκινήθηκε καί μέ θεία νεῦσι διέταξε τόν
γραμματέα του νά τοῦ δώση βοήθεια 25.000 γρόσια. Αὐτό ἦτο τό πρῶτο θαῦμα τοῦ ἁγίου Νικολάου.
Βγαίνοντας ἀπό τό πλοῖο ἀποροῦσαν οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι πῶς συνέβη καί συνταξίδευσε μέ τόν
σουλτᾶνο ἕνας ἁγιορείτης μοναχός. Κατόπιν ἐνημέρωσε καί τόν Πατριάρχη γιά τήν ὑπέρογκη αὐτή κρατική βοήθεια τοῦ σουλτάνου καί πάντες ἐδόξασαν τόν Θεό καί εὐχαρίστησαν τόν ἅγιο Νικόλαο.
Μέ τήν βοήθεια
αὐτή καί ἄλλες πού συνεχῶς συγκεντρώνοντο ξεκίνησε ἡ οἰκοδομή τῆς Μονῆς, οἱ δέ Πατέρες ἐλάμβανον τί σιτηρέσιον ἐκ μέρους τῆς Μονῆς τῶν Ἰβήρων.
Τήν περίοδο ἐκείνη ἦλθε στήν Κωνσταντινούπολι ὁ ἡγεμών τῆς Δακίας (νότιος Ρουμανία) Ἀλέξανδρος Γκίκας γιά νά ζητήση
καί πάλι τήν ἡγεμονία ἀπό τήν τουρκική Κυβέρνησι. Ὁ ἀσκητής τοῦ ἐζήτησε βοήθεια, ἀλλά ὁ ἡγεμών τοῦ εἶπε ὅτι δέν ἔχει. Μᾶλλον νά τοῦ δώση ὁ μοναχός ὅσα χρήματα θά τοῦ χρειασθοῦν γιά νά ἐξαγοράση τήν ἡγεμονία γιά ἕνα καθορισμένο χρονικό διάστημα καί, ἄν κατορθώση καί
τήν πάρη, μετά θά τοῦ ἀποδώση εἰς διπλοῦν τά χρήματά του.
Τήν ἐποχή ἐκείνη συνέβη ὁ πόλεμος μεταξύ Τουρκίας καί Αὐστρίας στόν ὁποῖον ἡττήθησαν οἱ Τοῦρκοι. Κατά τήν ἐπιστροφή τους ἅρπαζαν ἀνθρώπους, ὄχι μόνον πτωχούς, ἀλλά καί πλουσίους καί τούς
μετέφεραν στήν Κωνσταντινούπολι.
Ἀπ᾿ αὐτούς ἄλλους ἐφόνευαν κι ἄλλους τούς πωλοῦσαν γιά δούλους. Ὁ ἀσκητής Ἰωακείμ τούς εὐσπλαγχνιζόταν καί ἀναζητοῦσε τρόπους πῶς νά τούς ἀπελευθερώση. Μέ χρήματα πού ἐξοικονομοῦσε ἀπό πλουσίους Ἕλληνες ἐμπόρους καί ἄρχοντες τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί ἔχοντας γνωριμία μέ κάποιον Μουσουλμᾶνο τῆς συγκλήτου, πολλούς ἀπ᾿ αὐτούς τούς ἐξηγόραζε καί τούς ἀπέλυε νά ἐπιστρέψουν στίς πατρίδες τους.
Ἄλλοι ἀπ᾿ αὐτούς ἦσαν Ρουμᾶνοι, ἄλλοι Βούλγαροι, ἄλλοι Ἕλληνες καί ἄλλοι Ρῶσσοι. Ἔμαθε γιά τά ἀνθρωπιστικό αὐτό ἔργο του ὁ σουλτᾶνος καί ὠργίσθηκε πολύ. Ἀπεφάσισε νά τόν θανατώση. Ὁ ἀρχίατρος τοῦ σουλτάνου ἀκούοντας τήν ἀπόφασι του, τόν συμβούλευσε νά
δεχθῆ νά ἔλθη μπροστά του ὁ κατηγορούμενος μοναχός Ἰωακείμ. Καθώς ἐκεῖνος ἀνερχόταν τά σκαλιά γιά νά μπῆ στό παλάτι τοῦ σουλτάνου, ἐσκόνταψε καί ἡ γενιάδα του πού ἦτο μέσα σ᾿ ἕνα σακκίδιο κρεμασμένο ἀπό τόν λαιμό του, βγῆκε καί ξαπλώθηκε μπροστά του. Τόν εἶδε μέ τήν
μακριά γενειάδα ὁ σουλτᾶνος (ἄλλος ὄχι ὁ προηγούμενος) καί τόν εὐλαβήθηκε μέ ἀποτέλεσμα νά τοῦ χαρίση τήν ζωή.
Ἀφοῦ ὁ ἡγεμών Γκίκας ἀγόρασε τήν ἡγεμονία τῆς Οὐγροβλαχίας ἐκάλεσε τόν π. Ἰωακείμ νά ἔλθη μαζί του. Τό ἴδιο ἔπραξε καί ὁ ἡγεμών τῆς Μολδαβίας Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης.
Φθάνοντας στήν
Δακία ὁ π. Ἰωακείμ ἐζήτησε ἀπό τόν ἡγεμόνα Ἀλέξανδρον τά δανεικά χρήματα. Ἐκεῖνος ἐκάλεσε τούς ἀρχιερεῖς καί ἄλλους ἄρχοντές του καί συνεσκέφθησαν ὅτι, ἐάν ἡ ἁγιορείτικη μονή τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου, δέν ἔχει κληρονομήσει ἕνα κτῆμα, θά πρέπει νά τῆς τό προσφέρουν πρός παρηγορία τῶν Πατέρων καί ἐπανίδρυσι τῆς Μονῆς τους. Πράγματι ὅλοι συμφώνησαν καί βρέθηκε τέτοιο Μετόχιο στήν γεωγραφική θέσι Φωξάνη, ὅπου ἦτο ἕνα μονύδριον τῆς κυριάρχου Μονῆς Πούτνα. Μέ χρυσόβουλλο τό ἐχάρισαν στήν Μονή τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου νά παραμείνη ἀναπόσπαστο τμῆμα στόν ἅπαντα αἰῶνα καί νά μνημονεύωνται τά ὀνόματα τῶν δωρητῶν αἰωνίως.
Ἀφοῦ παρέλαβε τό
Μονύδριον, κατεστάθη ἡγούμενος αὐτοῦ. Μετά κατῆλθε στό Βουκουρέστιο καί ἐπισκέφθιηκε τόν ἡγεμόνα Ἀλέξανδρον Ὑψηλάντην. Κι αὐτός χάρηκε πολύ ἀπ᾿ αὐτή τήν συνάντησι καί τοῦ ἐχάρισε ἄλλο κτῆμα μέ τό μονύδριον τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος. Στήν συνέχεια κατέβηκε ὁ π. Ἰωακείμ στήν Κωνσταντινούπολι, ἀπ᾿ ὅπου καί ἀπέστειλε τά συναχθέντα χρήματα στό Μοναστήριό του γιά τήν συνέχισι τῶν οἰκοδομῶν.
Τόν ἄγγελον αὐτόν τῆς παρηγορίας καί τῆς στοργῆς τῶν αἰχμαλώτων ἐκείνου τοῦ καιροῦ, τόν ἀσκητήν Ἰωακείμ, τόν συναντοῦμε καί στήν νῆσο Πρώτη τῶν Πριγκηποννήσων. Ἐκεῖ στόν λόφο αὐτῆς τῆς νήσου ἵδρυσε ἐκ θεμελίων ἄλλη μονή πρός τιμήν τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ τό ἔτος 1780. Ἐπάνω ἀπό τήν εἴσοδο τῆς ἐκκλησίας τῆς Μονῆς διασώζεται μαρμάρινη πλάκα ἡ ὁποία ἀναγράφει τά ἑξῆς:
"Ἀφ᾿ οὗ ἀμέτρητα καλά ἔκαμεν εἰς ἀνθρώπους
καί ἠλευθέρωσε πολλούς εἰς διαφόρους τόπους,
καί βοηθεῖ καί ὀρφανά καί χήρας καί ἀπόρους,
καί κατορθοῖ πᾶν ἀγαθόν μέ διαφόρους τρόπους
Ἰωακείμ ὁ Μοναχός καί δοῦλος τοῦ Κυρίου
καί Σκευοφύλαξ
τῆς Μονῆς ἐν Ἄθῳ Γρηγορίου
ἐκ βάθρων ἀνεκαίνισε μέ ἔξοδον μεγάλον
τῆς Πρώτης τήν Μονήν αὐτήν ἔκτισε καί ἄλλην,
ἐν τῆ Βλαχίᾳ τήν Μονήν αὐτήν τοῦ Γρηγορίου
εὐκόλως τήν ἀνέδειξε βοηθείᾳ τοῦ Κυρίου.
Ὁρμᾶται δέ ὁ ἀγαθός ἐκ τῆς Ἀκαρνανίας,
ἀπό τήν κώμην Κατοχήν ἐκ θείας Ἀθωνίας,
χιλίους ὀγδοήκοντα πέντε καί ᾿πτακοσίους,
ἐκαινουργήθη ἡ Μονή μέ κόπους του μυρίους.
Λοιπόν ἀναγινώσκοντες ταῦτα, ὦ ἀδελφοί μου,
ἄς δεηθῶμεν τοῦ Θεοῦ γι᾿ αὐτόν ἀγαπητοί μου.
Ἀργότερα ἐπέστρεψε καί ὁ ἴδιος στό Μοναστήρι του, ἀσχολήθηκε μέ τά
μοναχικά του καθήκοντα καί τήν ὀργάνωσι τῆς Ἀδελφότητος. Ἐκοιμήθη στό νοσοκομεῖο τῆς Μονῆς τό 1815 σέ ἡλικία 105 ἐτῶν. Καθώς μπαίνουμε στήν Λιτή τοῦ Καθολικοῦ, στόν δεξιό τοῖχο βλέπουμε μία ἐνδιαφέρουσα τοιχογραφία. Εἰκονίζονται δύο
κτίτορες τῆς Μονῆς: ὁ ὅσιος Γρηγόριος μέ φωτοστέφανο καί ὁ μακάριος Γέροντας Ἰωακείμ, χωρίς φωτοστέφανο στό κεφάλι του. Αὐτή ἡ τοιχογραφία, ζωγραφίσθηκε ἀπό μαθητές τοῦ ὁσίου Γέροντος Ἰωακείμ καί μάλιστα ὅταν ἀκόμη ἦτο στήν ζωή.
Ἱερά Μονή Ὁσίου Γρηγορίου
Ἅγιον Ὅρος Ἄθω
2005
Ἅγιον Ὅρος Ἄθω
2005
Ἐπιμέλεια κειμένου Αναβάσεις
________________________________________________
Τό κείμενο προέρχεται ἀπό τά ἀρχεῖα τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου, τόν ὁποῖον καί εὐχαριστοῦμε θερμά γιά τήν παραχώρηση τῶν ἀρχείων, ὅπως ἐπίσης εὐχαριστοῦμε καί τόν γέροντα τῆς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου πατέρα Γεώργιο Καψάνη γιά τήν εὐλογία καί τήν ἄδεια δημοσίευσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου