Σάββατο 27 Απριλίου 2013

3049 - Η περιουσία του Αγιορείτου μοναχού, πριν από την κουρά

    1. Πριν από την διάταξη του άρθρ. 101 Κ.Χ.Α.Ο., ρυθμίσεις για την περιουσιακή κατάσταση των μοναχών είχαν περιληφθεί τόσο στα άρθρ. 207 και 209 των «Γενικών Κανονισμών του Αγίου Όρους»[1], όσο και στα άρθρ. 116-120 του τουρκικού νόμου «Κανονισμός των εν Αγίω Όρει Μοναστηρίων»[2]. Και τα δύο αυτά νομοθετήματα προέβλεπαν την αυτοδίκαιη περιέλευση της ακίνητης ή/και κινητής πριν από την κουρά περιουσίας του μοναχού στη Μονή της μετανοίας του.
      Στο ισχύον άρθρ. 101 εδ. α’ Κ.Χ.Α.Ο. προβλέπεται ότι: «η ακίνητος περιουσία παντός μοναχού αγιορείτου περιέρχεται εις την μονήν αυτού εφ’ όσον ούτος προ της κουράς αυτού εξεχώρησεν εγγράφως εις αυτήν». Η διάταξη αυτή είναι σαφής. Η περιουσία κάθε προσώπου που επιθυμεί να μονάσει σε Μονή του Αγίου Όρους περιέρχεται στη Μονή της μετανοίας του μόνον αν την εκχωρήσει εγγράφως προς αυτή πριν από την κουρά. Η περιουσία αυτή μπορεί να είναι μόνο η ακίνητη περιουσία του υποψήφιου μοναχού. Η μεταβίβαση της ακίνητης περιουσίας στη Μονή της μετανοίας, εναπόκειται στην αυτοπροαίρετη και ελεύθερη βούληση του υποψήφιου μοναχού και δεν αποτελεί αντάλλαγμα για την εισδοχή του σε αυτή[3].
Στη διάταξη του άρθρ. 101 εδ. α’ Κ.Χ.Α.Ο. δεν γίνεται καμία διάκριση μεταξύ κοινοβίων και ιδιορρύθμων Μονών, όπως προκύπτει από τη φράση «η ακίνητος περιουσία παντός μοναχού αγιορείτου» καθώς και από την αναφορά γενικώς σε «μονή». Επομένως η ρύθμιση για την περιέλευση της πριν από την κουρά περιουσίας είναι ενιαία και καταλαμβάνει αμφότερες τις περιπτώσεις, ήτοι και εκείνους τους μοναχούς που θα καρούν σε κοινόβια Μονή και εκείνους που θα καρούν σε ιδιόρρυθμη Μονή[4].
Επεξήγηση χρειάζεται η έννοια της «εγγράφου εκχώρησης» της πριν από την κουρά περιουσίας του μοναχού στη Μονή. Το ζήτημα αφορά στο εάν η «έγγραφη» εκχώρηση της ακίνητης περιουσίας στη Μονή πρέπει να έχει κάποιο συγκεκριμένο τύπο, όπως ορίζεται στο άρθρ. 1033 Α.Κ. η δεν απαιτείται κάτι τέτοιο.
Όπως αναφέρθηκε και στην προηγούμενη παράγραφο, η ελληνική Πολιτεία κατοχύρωσε το αυτοδιοίκητο του Αγίου Όρους στο άρθρ. 105 Σ. Με το ίδιο άρθρο του Συντάγματος κατά την κρατούσα άποψη δόθηκε αυξημένη τυπική ισχύ σε όλες τις διατάξεις του Κ.Χ.Α.Ο. Τούτο βεβαίως δεν σημαίνει ότι λόγω του αυτοδιοίκητου παύει να υφίσταται η κυριαρχία του ελληνικού Κράτους στο Άγιο Όρος. Αντιθέτως, η κυριαρχία του ελληνικού Κράτους παραμένει στο Άγιο Όρος άθικτη και ακέραιη, όπως στα λοιπά γεωγραφικά διαμερίσματα της χώρας. Το Άγιο Όρος δεν είναι αυτόνομη περιοχή, αλλά αυτοδιοίκητο τμήμα της ελληνικής επικράτειας, συνταγματικώς κατοχυρωμένο[5]. Η αυτοδιοίκηση του Αγίου Όρους δεν κωλύει την εφαρμογή των νόμων του Κράτους, στο οποίο άλλωστε ανήκει αποκλειστικά και η διαφύλαξη της δημόσιας τάξης και ασφάλειας σύμφωνα με το άρθρ. 105 § 4 Σ.
Εντούτοις, υφίσταται ένας σημαντικός περιορισμός στην καταρχήν εξ ολοκλήρου εφαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στο Άγιο Όρος. Ο περιορισμός αυτός είναι οι συνταγματικώς κατοχυρωμένες διατάξεις του ειδικού, ιδιόμορφου, εξαιρετικού και προνομιακού καθεστώτος του Αγίου Όρους, οι οποίες περιλαμβάνονται κυρίως στον Κ.Χ.Α.Ο. και όπως γίνεται δεκτό και στο Ν.Δ. της 10/16.9.1926 που τον κύρωσε.
Για το λόγο αυτό, ως προς την εφαρμογή του κοινού εσωτερικού ελληνικού δικαίου στο Άγιο Όρος, γίνεται ομοφώνως δεκτό ότι ισχύει η αρχή της επικουρικότητας, υπό την έννοια ότι η ελληνική νομοθεσία εφαρμόζεται, εφόσον το εκάστοτε υπό κρίση θέμα δεν καλύπτεται από την αγιορειτική νομοθεσία[6].
Κατά συνέπεια, αφού στο άρθρ. 101 Κ.Χ.Α.Ο. δεν εξειδικεύεται η έννοια του εγγράφου που απαιτείται για την εκχώρηση των ακινήτων του υποψήφιου μοναχού προς τη Μονή, ούτε υφίσταται ως προς αυτό το ζήτημα κάποια άλλη σχετική διάταξη στον Κ.Χ.Α.Ο. ή έστω διάταξη εθιμικής προέλευσης, πρέπει να γίνει δεκτό ότι θα εφαρμοστούν (επικουρικά) οι σχετικές διατάξεις του Α.Κ., οι οποίες ρυθμίζουν τη μεταβίβαση της κυριότητας. Επομένως, θα εφαρμοστεί το άρθρ. 1033 Α.Κ. και η εκχώρηση των ακινήτων προς τη Μονή θα γίνει με συμβολαιογραφικό έγγραφο, το οποίο και θα μεταγραφεί (άρθρ. 1033 εδ. β’ Α.Κ.)[7].
Ανάμεσα στα στοιχεία της νομοτυπικής μορφής της εμπράγματης συμβάσεως του άρθρ. 1033 εδ. α’ Α.Κ. είναι και η συμφωνία ότι η μετάθεση της κυριότητας γίνεται για κάποια νόμιμη αιτία[8]. Η νόμιμη αιτία είναι ο (έμμεσος νομικός) σκοπός για τον οποίο τα συμβαλλόμενα μέρη συνάπτουν τη συγκεκριμένη εμπράγματη σύμβαση, ο οποίος είναι η εκπλήρωση της υποχρεώσεως που πηγάζει από συγκεκριμένη ενοχή, όπως η πώληση, η δωρεά κ.λπ. Στην προκειμένη περίπτωση η εκχώρηση για την οποία κάνει λόγο το άρθρ. 101 Κ.Χ.Α.Ο. θα εκληφθεί ως δωρεά[9] (άρθρ. 498 εδ. α’ Α.Κ.) των ακίνητων περιουσιακών στοιχείων του υποψήφιου μοναχού προς τη Μονή της μετανοίας του, στην ελεύθερη βούληση του οποίου εξάλλου εναπόκειται και η μεταβίβασή τους προς τη Μονή.
Για το λόγο αυτό η νομική φύση της μεταβίβασης προς τη Μονή των πριν από την κουρά (ακίνητων) περιουσιακών στοιχείων στο Άγιο Όρος, διαφέρει ουσιωδώς σε σχέση με εκείνη της υπόλοιπης ελληνικής επικράτειας και μοιάζει περισσότερο με εκείνη της διάταξης του άρθρου 115 του Ν. 4149/1961 για την κληρονομική διαδοχή των μοναχών στην Κρήτη[10]. Και τούτο διότι η Μονή αποκτά τα μεταβιβαζόμενα σε αυτή περιουσιακά ακίνητα στοιχεία του μοναχού, όχι ως καθολική διάδοχός του, όπως συμβαίνει στο πεδίο ισχύος του Ν. ΓΥΙΔ71909, αλλά ως ειδική διάδοχός του, κατόπιν δηλ. μεταβιβάσεως προς αυτήν των καθέκαστα στοιχείων της ακίνητης περιουσίας του, είτε όλων, είτε μέρους αυτών[11]. Εφόσον δε η αιτία της μεταβίβασης είναι η δωρεά, θα πρέπει να γίνει δεκτή και η ανάλογη εφαρμογή του άρθρ. 509 Α.Κ., δηλ. ανάκληση της δωρεάς του μοναχού προς τη Μονή, υπό την έννοια ότι η Μονή εξακολουθεί να παραμένει κύριος του δωρηθέντος ακινήτου και ο μοναχός μπορεί να αναζητήσει το ακίνητο σύμφωνα με τον αδικαιολόγητο πλουτισμό[12]. Επειδή όμως κατά το άρθρ. 101 εδ. δ’ Κ.Χ.Α.Ο. οι κοινοβιάτες μοναχοί δεν μπορούν να έχουν περιουσία, πρέπει να γίνει δεκτό ότι μόνο οι μοναχοί ιδιόρρυθμων Μονών μπορούν να ανακαλέσουν τη δωρεά.
Ως προς την κινητή περιουσία του μοναχού, το άρθρ. 101 Κ.Χ.Α.Ο. δεν προβλέπει κάτι ιδιαίτερο. Η σιωπή του άρθρ. δεν σημαίνει ότι αποκλείεται στο μοναχό η δυνατότητα να μεταβιβάσει και την κινητή περιουσία του προς τη Μονή[13]. Στην περίπτωση αυτή κατά τη γνώμη μου θα εφαρμοστούν αναλόγως οι διατάξεις του Α.Κ. για τη δωρεά (άρθρ. 498 Α.Κ.). Εφόσον ο μοναχός επιθυμεί να δωρήσει και κινητά περιουσιακά στοιχεία του στη Μονή, όπως θα έκανε και προς οποιοδήποτε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, θα πρέπει να συντάξει καταρχήν συμβολαιογραφικό έγγραφο (άρθρ. 498 εδ. α’ Α.Κ.), εκτός και εάν παραδώσει τα κινητά πράγματα στη δωρεοδόχο Μονή (άρθρ. 498 εδ. β’ Α.Κ. και άρθρ. 1034 Α.Κ.)[14]. Υποστηρίχθηκε πάντως ότι στην περίπτωση αυτή θα εφαρμοστεί η διάταξη του ιουστινιάνειου δικαίου και η κινητή περιουσία του μοναχού θα περιέλθει λόγω καθολικής διαδοχής στη Μονή[15].
2. Όπως σημειώθηκε πιο πάνω, ο υποψήφιος μοναχός αυτοβούλως εκχωρεί (υπό την έννοια της δωρεάς) προς τη Μονή, όσα ακίνητα και κινητά στοιχεία από την περιουσία του επιθυμεί[16]. Είναι επομένως δυνατό, ο μοναχός να βρεθεί μετά από την κουρά και την είσοδό του στο μοναχικό βίο με περιουσία, η οποία να περιλαμβάνει τα μη εκχωρηθέντα ακίνητα και κινητά[17] πριν από την κουρά περιουσιακά του στοιχεία.
Στο σημείο αυτό τίθεται το ζήτημα, το οποίο ερίζεται στη θεωρία, σχετικά με το ποια θα είναι η τύχη της μη εκχωρηθείσας πριν από την κουρά περιουσίας.
Το πρόβλημα ανακύπτει λόγω της ξεκάθαρης διατάξεως του άρθρ. 101 εδ. δ’ Κ.Χ.Α.Ο., στην οποία ορίζεται ότι «οι αδελφοί των κοινοβίων δεν δύνανται να έχωσιν ιδίαν περιουσίαν». Τούτο σημαίνει ότι οι μοναχοί των κοινοβίων Μονών του Αγίου Όρους, παρόλο που δεν στερούνται την ικανότητα δικαίου και δικαιοπραξίας μετά από την κουρά τους[18], δεν μπορούν ούτε να διατηρήσουν αλλά ούτε και να αποκτήσουν, είτε από χαριστική είτε από επαχθή αιτία, την κυριότητα τόσο σε κινητή όσο και σε ακίνητη περιουσία μετά από την κουρά τους. Η διάταξη του εδ. δ’ του άρθρ. 101 Κ.Χ.Α.Ο. αποτελεί απόρροια και πιστή νομοθετική εφαρμογή της αρχής της ακτημοσύνης, την οποία υπόσχεται να τηρήσει ο μοναχός κοινοβίων Μονών του Αγίου Όρους μετά από την κουρά του, αποξενούμενος κατ’ επέκταση από τη δυνατότητα κτήσης, κατοχής και διατήρησης ιδίας περιουσίας[19].
Από την άλλη μεριά, οι μοναχοί ιδιορρύθμων Μονών, κατ’ αντίθεση προς τους κοινοβιάτες μοναχούς, μπορούν να είναι κύριοι ατομικής περιουσίας[20], διότι εφόσον το άρθρ. 101 Κ.Χ.Α.Ο. δεν κάνει καμία ιδιαίτερη αναφορά στους μοναχούς ιδιορρύθμων Μονών, έπεται εξ αντιδιαστολής ότι οι μοναχοί αυτοί μπορούν να διατηρούν, αποκτούν και να διαθέτουν μετά από την κουρά τους περιουσία[21].
Η μη ύπαρξη σχετικής διάταξης στο άρθρ. 101 Κ.Χ.Α.Ο. για την περίπτωση της μη εκχωρηθείσας περιουσίας δημιουργεί κενό δικαίου, το οποίο καλείται να πληρώσει η θεωρία και η νομολογία.
Με βάση λοιπόν την παραπάνω διάκριση ανάμεσα σε μοναχούς ιδιορρύθμων Μονών και σε μοναχούς κοινοβίων Μονών, θα κριθεί η τύχη της μη εκχωρηθείσας πριν από την κουρά περιουσίας τους. Ειδικότερα:
α) Μοναχοί ιδιορρύθμων Μονών, τα μη εκχωρηθέντα περιουσιακά στοιχεία, κινητά και ακίνητα, μοναχού που εκάρη σε ιδιόρρυθμη Μονή, θα εξακολουθήσουν να ανήκουν στην κυριότητα και στη διαχείρισή του, αφού ο ιδιορρυθμίτης μοναχός δεν χάνει το δικαίωμα να έχει δική του περιουσία μετά από την κουρά[22].
β) Μοναχοί κοινοβίων Μονών, επειδή με βάση το άρθρ. 101 εδ. δ’ Κ.Χ.Α.Ο. ο κοινοβιάτης μοναχός δεν μπορεί να έχει την κυριότητα περιουσίας μετά από την κουρά, για την τύχη των μη εκχωρηθέντων περιουσιακών, κινητών και ακινήτων, στοιχείων μοναχού που εκάρη σε κοινόβια Μονή, υποστηρίχθηκαν τρεις απόψεις:
I. Σύμφωνα με την πρώτη άποψη[23], η οποία είναι και η κρατούσα, το κενό που παρουσιάζεται με τη σιωπή του νόμου, θα πληρωθεί με την εφαρμογή των διατάξεων του κοινού δίκαιου, δηλ. των διατάξεων του κληρονομικού δικαίου του Α.Κ. Η περιουσία επομένως η μη εκχωρηθείσα στη Μονή, θα περιέλθει στους εκ διαθήκης η εξ αδιαθέτου (άρθρ. 1710 Α.Κ.) κληρονόμους του μοναχού. Κατά την άποψη αυτή, ως χρόνος περιέλευσης της μη εκχωρηθείσας περιουσίας θα θεωρηθεί το χρονικό σημείο στο οποίο ο μοναχός αποκτά την μοναχική ιδιότητα, ήτοι η κουρά. Με άλλα λόγια θα εξομοιωθεί η κουρά με το φυσικό θάνατο, όπως διδάσκεται και για την περίπτωση εφαρμογής του Ν. ΓΥΙΔ71909 προκειμένου να ρυθμιστεί η τύχη της πριν από την κουρά περιουσίας των μοναχών της Εκκλησίας της Ελλάδος. Κατά συνέπεια, από το χρονικό σημείο συντελέσεως της κουράς και εισδοχής στο μοναχικό βίο, η μη εκχωρηθείσα περιουσία του μοναχού θα επαχθεί στους εκ διαθήκης η εξ αδιαθέτου κληρονόμους του.
Η θεμελίωση της απόψεως αυτής στηρίζεται κυρίως στο επιχείρημα ότι αφενός μεν λόγω της διατάξεως του αρθρ. 101 εδ. δ’ Κ.Χ.Α.Ο. ο μοναχός δεν επιτρέπεται να έχει περιουσία μετά την κουρά του, ούτε όμως και η Μονή μπορεί να αποκτήσει περισσότερα από όσα θέλησε ο μοναχός να της δωρήσει[24].
Στη βασική αυτή επιχειρηματολογία προστέθηκαν δύο επιπλέον επιχειρήματα[25]: α) η θέση σε ισχύ της διάταξης του άρθρ. 101 εδ. α’ Κ.Χ.Α.Ο., η οποία εκ πρώτης όψεως είναι τελείως περιττή, δεδομένου ότι τίποτα δεν κωλύει τον υποψήφιο μοναχό, όπως και οποιονδήποτε άλλο, να μεταβιβάσει στη Μονή περιουσιακά του στοιχεία. Το εδ. α’ ουσιαστικά αποβλέπει στο να εξασφαλίσει τους εκ διαθήκης η εξ αδιαθέτου κληρονόμους του μοναχού, στους οποίους περιέρχεται η περιουσία του μόλις αυτός δεχθεί την κουρά, αποκλείοντας τη Μονή, εκτός και αν ο ίδιος ο μοναχός-κληρονομούμενος εκχωρήσει σε αυτήν πριν από την κουρά του την ακίνητη περιουσία του εν όλω η εν μέρει. Με άλλα λόγια, ο κανόνας είναι ότι ο μοναχός κατά την κουρά του κληρονομείται από τους εξ αδιαθέτου ή εκ διαθήκης κληρονόμους του και κατ’ εξαίρεση προβλέφθηκε στο άρθρ. 101 εδ. α’ Κ.Χ.Α.Ο. η δυνατότητά του να εκχωρήσει όση ακίνητη περιουσία επιθυμεί στη Μονή και β) ότι δεν υπάρχει αντίθετη ρύθμιση στις εν γένει πηγές του αγιορειτικού δικαίου σύμφωνα με το άρθρ. 188 Κ.Χ.Α.Ο., ενώ οι διατάξεις του ιουστινιάνειου δικαίου και του Ν. ΓΥΙΔ71909 δεν υιοθετούνται από τον Κ.Χ.Α.Ο.
Ως προς το τελευταίο επιχείρημα, πράγματι δεν υπάρχει στις αγιορείτικες πηγές κάποια διάταξη που να ρυθμίζει το ζήτημα της μη εκχωρηθείσας περιουσίας, όπως είναι άλλωστε και φυσιολογικό, λόγω του καινοφανούς χαρακτήρα της ρυθμίσεως του άρθρ. 101 Κ.Χ.Α.Ο. Τόσο οι προηγούμενοι «Γενικοί Κανονισμοί του Αγίου Όρους» (άρθρ. 209), όσο και ο «Κανονισμός των εν Αγίω Όρει Μοναστηρίων» (άρθρ. 118) προέβλεπαν μόνο κληρονομικό δικαίωμα της Μονής σε ολόκληρη την περιουσία του μοναχού μετά από το θάνατό του. Για την πριν από την κουρά περιουσία προέβλεπαν την αντίθετη ρύθμιση απ’ ότι το άρθρ. 101 Κ.Χ.Α.Ο., δηλ. ελεύθερη διάθεση της περιουσίας και περιέλευση της εναπομείνασας στη Μονή αμέσως μετά από την κουρά. Πάντως και οι «Γενικοί Κανονισμοί του Αγίου Όρους» και ο «Κανονισμός των εν Αγίω Όρει Μοναστηρίων» δεν εφαρμόστηκαν ποτέ στο Άγιο Όρος. 
Ακόμα και αν γίνει δεκτό ότι με βάση το άρθρο 188 § 2 Κ.Χ.Α.Ο., παράλληλα με τις διατάξεις του Κ.Χ.Α.Ο., διατηρούνται σε ισχύ και διατάξεις κανονικού και εκκλησιαστικού περιεχομένου, ακόμα και νομοθετικές διατάξεις βυζαντινών αυτοκρατόρων, που αφορούν όχι ειδικά στο Άγιο Όρος, αλλά γενικώς στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία, και πάλι στην προκειμένη περίπτωση, αφενός μεν δεν υπάρχει ad hoc τέτοια διάταξη, αφετέρου δε δεν μπορούν να εφαρμοστούν κανονικές διατάξεις όπως του καν. 6 της Πρωτοδευτέρας Συνόδου, διότι στο Άγιο Όρος ποτέ δεν τηρήθηκε η αρχή της ακτημοσύνης, αλλά αντιθέτως προς τους κανόνες, είχε επικρατήσει ως «θέσμιο» η ιδιορρυθμία[26].
Για το λόγο αυτό και προς επίρρωση των ανωτέρω επιχειρημάτων, κατά τη γνώμη μου θα πρέπει και στην προκείμενη περίπτωση να ισχύει η αρχή της επικουρικότητας της ισχύουσας ελληνικής νομοθεσίας. Κατά συνέπεια θα εφαρμοστούν οι διατάξεις του Α.Κ. σε συνδυασμό όμως α) με το άρθρ. 101 εδ. δ’ Κ.Χ.Α.Ο. σύμφωνα με το οποίο οι μοναχοί κοινοβίων Μονών δεν μπορούν να έχουν περιουσία μετά από την κουρά τους και β) της κατά πλάσμα δικαίου εξομοίωσης της κουράς με θάνατο. Έτσι η μη εκχωρηθείσα περιουσία θα περιέλθει στους εκ διαθήκης ή εξ αδιαθέτου συγγενείς του μοναχού που θα καρεί σε κοινόβια Μονή, μετά από την κουρά.
Υπό την εκδοχή της ισχύος της απόψεως αυτής, πρέπει να γίνουν δύο ακροτελεύτιες παρατηρήσεις: α) θα πρέπει να γίνει δεκτό, ότι εάν ο υποψήφιος μοναχός είχε συντάξει διαθήκη πριν από την κουρά του, αυτή θα ανοιχθεί και θα δημοσιευθεί αμέσως μετά την κουρά για τους ίδιους λόγους που υποστηρίχθηκαν για το χρόνο δημοσίευσης της συνταχθείσας πριν από την κουρά διαθήκης στο πεδίο ισχύος του Ν. ΓΥΙΔ71909[27]. Για το περιεχόμενο της διαθήκης και για την τυχόν προσβολή με αυτή του δικαιώματος της νόμιμης μοίρας τυχόν αναγκαίων κληρονόμων ισχύουν όσα προβλέπονται από τις οικείες διατάξεις του Α.Κ. (άρθρ. 1829, 1831, 1835 επ. Α.Κ.) β) ακόμα και εάν δεν υπάρχει διαθήκη, μπορεί να προκύψει προσβολή της νόμιμης μοίρας και στα πλαίσια της εξ αδιαθέτου διαδοχής, όταν λόγω χαριστικών παροχών του κληρονομουμένου σε τρίτους ή και σε άλλους μεριδούχους, η κληρονομιά που υπάρχει κατά το χρόνο θανάτου του, δεν επαρκεί να καλύψει τη νόμιμη μοίρα[28]. Στην περίπτωση αυτή παρέχεται στο μεριδούχο η αγωγή μέμψης άστοργης δωρεάς, με την οποία ανατρέπονται οι εν ζωή δωρεές του κληρονομουμένου που προσβάλλουν τη νόμιμη μοίρα του. Οι δωρεές που υπόκεινται σε μέμψη είναι τόσο οι δωρεές προς μεριδούχους ανεξάρτητα από το χρόνο που έγιναν και την αιτία τους, δηλ. εάν έγιναν από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον ή από λόγους ευπρέπειας, όσο και οι δωρεές προς τρίτους, με την προϋπόθεση ότι έγιναν τα τελευταία δέκα χρόνια πριν από την κουρά του μοναχού και δεν έγιναν από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον ή από λόγους ευπρέπειας (άρθρ. 1831 § 2 με συνδυασμό με άρθρ. 1835 Α.Κ.). Είναι επομένως δυνατό λόγω της εκχώρησης υπό την έννοια της δωρεάς της ακίνητης περιουσίας του μοναχού προς τη Μονή, να ανακύψει ζήτημα νομίμου μοίρας των αναγκαίων κληρονόμων του μοναχού. Τούτο θα συμβεί εάν το ποσοστό της μη εκχωρηθείσας περιουσίας που θα περιέλθει στους νομίμους μεριδούχους (οι οποίοι αν δεν έχει συντάξει διαθήκη ο μοναχός είναι και οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του) είναι μικρότερο από το ποσοστό της νόμιμης μοίρας που αυτοί δικαιούνται, εξαιτίας της μειώσεως της περιουσίας από τη δωρεά του μοναχού προς τη Μονή. Στην περίπτωση αυτή υποστηρίχθηκε ότι οι νόμιμοι μεριδούχοι μπορούν να στραφούν κατά της Μονής για να διεκδικήσουν την συμπλήρωση του ποσοστού από τη νόμιμη μοίρα που λείπει[29].
II. Σύμφωνα με τη δεύτερη άποψη[30], η μη εκχωρηθείσα πρίν από την κουρά περιουσία, είτε κινητή είτε ακίνητη, θα ρυθμισθεί με βάση τις διατάξεις του ιουστινιάνειου δικαίου, που αφορούν στην τύχη της πριν από την κουρά περιουσίας, και οι οποίες εξακολουθούν να ισχύουν σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 188 Κ.Χ.Α.Ο. Τούτο σημαίνει ότι θα εφαρμοστεί η Νεαρά 123 κεφ. 38 και η περιουσία του μοναχού θα περιέλθει κατά κυριότητα στη Μονή, υπό την προϋπόθεση ότι ο μοναχός δεν έχει κατιόντες. Εάν έχει κατιόντες, τότε μπορεί να διανείμει τα μη εκχωρηθέντα περιουσιακά στοιχεία του και μετά από την κουρά του (άρα η Μονή έχει αποκτήσει την κυριότητά τους υπό διαλυτική αίρεση), υπό την προϋπόθεση ότι κατά τη διανομή θα τους δώσει ποσοστό τουλάχιστον ίσο με τη νόμιμη μοίρα τους ή ακόμα και μεγαλύτερο. Στην περίπτωση όμως αυτή θα κρατήσει υπέρ της Μονής ένα μερίδιο ίσο με αυτό των κατιόντων. Εάν δεν κάνει αυτή τη διανομή, τότε μετά από το φυσικό θάνατό του, η μη εκχωρηθείσα περιουσία θα περιέλθει στη Μονή, μετά από την αφαίρεση της νόμιμης μοίρας τυχόν κατιόντων του[31].
III. Τέλος, σύμφωνα με την τρίτη άποψη[32], το νομοθετικό κενό δεν καλύπτεται από τις διατάξεις του ισχύοντος κληρονομικού δικαίου, αλλά από εκείνες του βυζαντινορρωμαϊκού δικαίου. Η συλλογιστική της απόψεως αυτής συνοψίζεται στα εξής: στον Κ.Χ.Α.Ο. περιλήφθηκε η διάταξη του άρθρου 6[33] σύμφωνα με την οποία «Άπαντες οι το Άγιον Όρος κατοικούντες μοναχοί, οιασδήποτε εθνικότητος και αν ώσι, λογίζονται ως κεκτημένοι την ελληνικήν υπηκοότητα». Η διάταξη αυτή μάλιστα απέκτησε αυξημένη τυπική ισχύ, διότι περιλήφθηκε σε όλα τα συνταγματικά κείμενα από το 1927 έως και σήμερα (άρθρο 105 § 1 Σ.). Όταν οι μοναχοί του Αγίου Όρους απέκτησαν την ελληνική ιθαγένεια ο μόνος νόμος που ίσχυε για την κληρονομική διαδοχή των μοναχών της Εκκλησίας της Ελλάδος ήταν ο Ν. ΓΥΙΔ71909, ο οποίος όμως δεν εισήχθη ποτέ στο Άγιο Όρος. Οι κληρονομικές σχέσεις των μοναχών Ελλήνων υπηκόων, οι οποίοι δεν ανήκουν στην αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος ή της Κρήτης, εξακολουθούν να διέπονται μέχρι σήμερα από τις διατάξεις του βυζαντινού δικαίου, οι οποίες και διατηρήθηκαν σε ισχύ σύμφωνα με το άρθρο 99 Εισ.Ν.Α.Κ. Επομένως κατά το χρονικό σημείο που απέκτησαν οι αγιορείτες μοναχοί την ελληνική ιθαγένεια με το Σύνταγμα του 1927 και για το χρονικό διάστημα από την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας μέχρι και την θέση σε ισχύ του Κ.Χ.Α.Ο., οι περιουσιακές τους σχέσεις ρυθμίζονταν από τις διατάξεις του βυζαντινορρωμαϊκού δικαίου[34]. Δηλ. οι διατάξεις του βυζαντινορρωμαϊκού δικαίου θα ίσχυαν ακόμη και αν δεν είχε περιλάβει ο Κ.Χ.Α.Ο. τη διάταξη του άρθρου 101 στον Κ.Χ.Α.Ο. Κατά συνέπεια η κάλυψη των νομοθετικών κενών που παρουσιάζονται εν γένει από την εφαρμογή του άρθρ. 101 Κ.Χ.Α.Ο. θα γίνει με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του βυζαντινορρωμαϊκού δικαίου και μάλιστα αυτών που περιλαμβάνονται στην Εξάβιβλο του Αρμενόπουλου. Με βάση τις διατάξεις αυτές, η κινητή περιουσία που διατήρησε ο μοναχός μέχρι την κουρά του ή τα ακίνητα που δεν «εξεχώρησε» στη Μονή, περιέρχονται στη Μονή, εκτός εάν έχει κατιόντες, οπότε ο μοναχός μπορεί να τους διαθέσει μέρος της (συγκειμένης από κινητά και ακίνητα) περιουσίας του, το οποίο πρέπει να μην είναι ούτε μικρότερο από την νόμιμη μοίρα που αυτοί δικαιούνται, ούτε τόσο μεγάλο ώστε να μην απομείνει μερίδιο για τη Μονή ίσο με εκείνο των μεριδούχων. Αν δεν κάνει τη διανομή και αποβιώσει, τότε η περιουσία αυτή θα περιέλθει στη Μονή κατά κληρονομικό δικαίωμα, μετά από αφαίρεση της νόμιμης μοίρας των κατιόντων[35].
Οι πιο πάνω εκτεθείσες απόψεις για τη μη εκχωρηθείσα περιουσία του μοναχού κοινοβίου Μονής, εφαρμόζονται αναλόγως και στους μοναχούς ιδιορρύθμων Μονών, οι οποίοι εξακολουθούν να έχουν στην κυριότητά τους τα περιουσιακά στοιχεία που δεν δώρησαν και να τα διαχειρίζονται μέχρι το φυσικό θάνατό τους (δεν ισχύει για αυτούς το άρθρ. 101 εδ. δ’ Κ.Χ.Α.Ο.). Κατά συνέπεια, η αδιάθετη περιουσία του μοναχού ιδιορρύθμου Μονής θα περιέλθει είτε στους εξ αδιαθέτου ή εκ διαθήκης κληρονόμους του[36] (α’ άποψη) κατά τις οικείες διατάξεις του Α.Κ., είτε θα κατανεμηθούν ανάμεσα στη Μονή και στους κατιόντες κατά τις διακρίσεις του βυζαντινορρωμαϊκού δικαίου (β’ και γ’ άποψη).
Παραπομπές:
1. Βλ. Γενικοί Κανονισμοί του Αγίου Όρους (Άθω). Εν Καρυαίς τη 31 Οκτωβρίου 1911, εν Κωνσταντινουπόλει: τύποις Μισαηλίδων (Ζινδάν-Καπού) 1912 σσ. 36-37. Το άρθρ. 207 όριζε: «Ο μέλλων εγκατασταθήναι εν τινι Μονή δύναται ίνα διαθέτη προ του κοινοβιασμού αυτού την τυχόν υπάρχουσαν αυτώ περιουσίαν όπως βούληται, μετά δε την εγκατάστασιν αυτού παν ό,τι κέκτηται ανήκει τη Μονή, όστις δε φωραθή καταδολιευόμενος την Μονήν θέλει τιμωρείσθαι ως ιερόσυλος» και το άρθρ. 209: «Παντός Μοναστηρικού καλογήρου αποθανόντος είτε εκτός είτε εντός του Αγίου Όρους εν τη υπηρεσία της Μονής διατελούντος την τυχόν ευρεθησομένην κινητήν ή ακίνητον περιουσίαν, ως ανήκουσαν αποκλειστικώς τη Μονή, κληρονομεί γενικώς αυτή, ουδενός των κατά σάρκα συγγενών ή άλλου έχοντος δικαίωμα ίνα διαφιλονικήση αυτήν συμφώνως τοις Εκκλησιαστικοίς κανόσι και τοις αυτοκρατορικοίς φιρμανίοις τοις χορηγηθείσιν εξαιρετικώς δια τους καλογήρους του Αγίου Όρους». Το περιεχόμενο των διατάξεων αυτών είναι σχεδόν όμοιο με την κανονική νομοθεσία για την περιουσιακή κατάσταση των μοναχών, ήτοι τον κανόνα 6 της Πρωτοδευτέρας Συνόδου και της νομοθεσίας του αυτοκράτορα Ιουστινιανού (Νεαρά 5 και 123 κεφ. 38). Οι Γενικοί Κανονισμοί του Αγίου Όρους δεν εφαρμόσθηκαν ποτέ, επειδή μεσολάβησε η απελευθέρωση του Άθω από τον ελληνικό στρατό. Για τους Γενικούς Κανονισμούς του Αγίου Όρους, βλ. αναλυτικότερα σε ΠΕΤΡΑΚΑΚΟΥ, ΤΟ μοναχικόν πολίτευμα, σσ. 17-19.
2. Βλ. τα άρθρ. 116 έως 120 σε ΔΗΜ. ΝΙΚΟΛΑΪΔΟΥ, Οθωμανικοί Κώδικες, απάντων των νόμων της οθωμανικής αυτοκρατορίας, διαταγμάτων, κανονισμών, οδηγιών και εγκυκλίων, τ. Γ’: Εμπορικός και Ποινικός Νόμος, Δικονομίαι και λοιπά, εν Κωνσταντινουπόλει: τύποις αδελφών Νικολαΐδων 1890, σσ. 2833-2834. Ιδιαίτερη σημασία είχαν το άρθρ. 116 το οποίο όριζε: «Παν πρόσωπον επιθυμούν να διαμένη εν μοναστηρίω, απαιτείται προ της δυνάμει εγγράφου εν τω μοναστηρίω εισόδου αυτού, να χωρίση και διανείμη ως βούληται άπασαν την περιουσίαν του, υπό τον όρον του να μη αφήση τι εκτός• μετά την κατάταξιν όμως αυτού, η περιουσία της οποίας είναι κύριος ανήκει εις το μοναστήριον. Αι δημόσιαι και βακουφικαί όμως γαίαι δεν περιλαμβάνονται εις την περιουσίαν υπαγόμεναι εις τους ειδικούς νόμους και κανονισμούς», το άρθρ. 118: «ουδείς των μοναχών κοινοβίων έχει ιδίαν περιουσίαν. Εν τοις κατά το σύστημα τούτο ιδρυθείσι σωματείοις, παν πράγμα είναι κοινόν μεταξύ των μελών του σωματείου. Πάσης εγκαταλειφθησομένης τυχόν περιουσίας παντός εν γένει μοναχού, αποθνήσκοντος είτε εντός του Αγίου Όρους είτε εκτός, κληρονόμος είναι το μοναστήριον. Αι δημόσιοι και βακουφικαί όμως γαίαι, μη περιλαμβανόμεναι εν τη περιουσία, υπάγονται εις τους ειδικούς νόμους και κανονισμούς» και τέλος το άρθρ. 120: «Το πρόσωπον, όπερ μετά την εις το μοναχικόν τάγμα κατάταξιν αυτού γίνεται κύριος περιουσίας οιασδήποτε, προερχόμενης εκ κληρονομιάς ή δωρεάς, δύναται μεν να διανείμη αυτήν ως βούλεται, αλλ’ υποχρεούται να δώση εις το μοναστήριον το εν τρίτον της περιουσίας ταύτης, όπερ ουδέποτε δύναται να μεταβιβασθή και δοθή εις άλλον». Η διάταξη του άρθρ. 120 είναι προφανές ότι είναι επηρεασμένη από την ομοίου σχεδόν περιεχομένου ρύθμιση της Νεαράς 5 Λέοντος ΣΤ’ του Σοφού. Πάντως ούτε ο «Κανονισμός των εν Αγίω Όρει Μοναστηρίων» δεν ίσχυσε στο Άγιο Όρος, διότι οι αγιορείτες δεν δέχθηκαν την εφαρμογή του, επειδή δεν συνεργάσθηκαν κατά τη σύνταξή του. Βλ. Π. I. ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΚΟΥ, Η οργάνωσις του μοναχικού πολιτεύματος εν Αγίω Όρει Άθω, όπ. π. [§ 15 υπόσημ. 12] σ. 97.
3. ΔΩΡΗΣ σ. 410. Εξάλλου η εκκλησιαστική νομοθεσία πάντοτε απαγόρευε την προσφορά περιουσιακών στοιχείων από το μοναχό προς τη Μονή, προκειμένου να του επιτραπεί η είσοδος στο μοναχικό βίο. Βλ. καν. 19 της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου [=ΣΥΝΤΑΓΜΑ τ. Β σσ. 630-631], ο οποίος ασχολήθηκε με το φαινόμενο «δια χρυσίου τας εισδοχάς των προσερχομένων τω τε ιερατικά) τάγματι και τω μονήρει βίω ποιείσθαι» και απαγόρευσε τις παροχές αυτές, απειλώντας τους ηγουμένους κληρικούς με καθαίρεση και τους ηγουμένους χωρίς ιερωσύνη με αποβολή από το αξίωμά τους και μετάθεση σε άλλη Μονή. Η εισφορά περιουσίας προς τη Μονή, προκειμένου να γίνει δεκτός ο μοναχός σε αυτή, είναι γνωστός με τον όρο αποταγή. Βλ. διεξοδικώς σε ΚΟΝΙΔΑΡΗ, Περιουσία σσ. 87-95.
4. Βλ. ΔΩΡΗ σ. 411′ ΤΡΩΙΑΝΟΥ, Άγιον Όρος σ. 646’ ΠΑΠΑΣΤΑΘΗ, νομική μεταχείριση σ. 75′ πρβλ. Πρ. Αθ. 14608/1962 Α.Ε.Κ.Δ. 18 [1963] σ. 127.
5. Βλ. αντί πολλών, σε Σ. I. ΠΑΠΑΔΑΤΟΥ, Η πολιτειακή θέσις του Αγίου Όρους, όπ. π. [§ 15 υποσημ. 1], σσ. 122-123′ Α. ΜΑΝΕΣΗ – Κ. ΚΕΡΑΜΕΑ, Αγιορειτική Αυτοδιοίκηση και κρατική μέριμνα για τις αρχαιότητες, ΝοΒ 26 [1977], σσ. 1020-1022′ ΔΩΡΗ σσ. 92-93.
6. Βλ. σε ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΚΟΥ σ. 418 επ. ιδίως σ. 422 και υποσημ. 3,478 επ. και ιδίως σ. 481: «ο πολιτικός δικαστής κρίνων τοιαύτην υπόθεσιν θα εφαρμόση τον πολιτικόν νόμον του Ελληνικού Κράτους, υπό την κυριαρχίαν του οποίου υπάγεται το Άγιον Όρος, ως αυτοδιοίκητον απλώς τμήμα, τούτου. Δεν θα λησμονήση όμως εν τη περιπτώσει εφαρμογής του δικαίου την ισχύν του εθίμου, όπερ απείρους έσχε περιπτώσεις ρυθμίσεως υπ’ αυτού ζητημάτων εν Αγίω Όρει επί χιλιετηρίδα, των κανονικών διατάξεων της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, εφ’ όσον προκύψη περίπτωσις εφαρμογής τούτων, ιδίως δε των επί του θέματος ουσιαστικών διατάξεων του Κατ. Χάρτου του Αγίου Όρους, πλην και ώδε εφ’όσον συντρέχει περίπτωσις, υπό τούτων ρυθμιζομένη»• Ν. Α. ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΥ, Η συνταγματική προστασία του Αγιορειτικού Καθεστώτος, όπ. π. [§ 15 υποσημ. 4], σ. 171′ Σ.
I. ΠΑΠΑΔΑΤΟΥ, Η πολιτειακή θέσις του Αγίου Όρους, όπ. π. [§ 15 υποσημ. 1], σ. 126: «το εν τη λοιπή επικρατεία ισχύον δίκαιον, μόνον συμπληρωματικούς επί του Αγίου Όρους εφαρμόζεται»• Α. ΜΑΝΕΣΗ – Κ. ΚΕΡΑΜΕΑ, Αγιορειτική Αυτοδιοίκηση και κρατική μέριμνα για τις αρχαιότητες, όπ. π. [υποσημ. 5], σ. 1020′ ΔΩΡΗ σ. 92: «η εφαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας εν Αγ. Όρει είναι επικουρική…»• Δ. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑΚΙΔΗΣ, Οι πηγές του δικαίου της αγιορειτικής αυτοδιοίκησης και το «αρχαίο προνομιακό καθεστώς» του Αγίου Όρους (άρθρο 105 Σ.), όπ. π. [§ 15 υποσημ. 11], σ. 681: «οι διατάξεις του κοινού εσωτερικού δικαίου θα κληθούν να εφαρμοστούν όταν εντοπιστεί κενό που δεν συμπληρώνεται ούτε με έθιμο (επικουρική λειτουργία του κοινού δικαίου)». Από τη νομολογία βλ. Σ.τ.Ε. 1093/1936 (Ολομ) Θ. ΜΗ’ [1937] σσ. 65-74 και την εισήγηση του Σ. ΣΟΛΙΩΤΗ στη σ. 72′ Σ.τ.Ε. 2629/1988 ΝοΒ 37 [1989] σ. 818• Ν.Σ.Κ. 46/1994 (Ολομ.) ΝοΒ 44 [1996] σ. 366 επ.’ Ν.Σ.Κ. 708/2002 (ατομική) σε www.nsk.gr = Τράπεζα νομικών πληροφοριών ΝΟΜΟΣ σ. 4.
7. Έτσι και ΠΑΠΑΣΤΑΘΗΣ, νομική μεταχείριση σ. 75′ ΔΩΡΗΣ σ. 411, Ο οποίος σημειώνει ότι ο έγγραφος τύπος κατά το 1033 Α.Κ. παρέχει και τα εχέγγυα ότι η μεταβίβαση της περιουσίας του μοναχού στη Μονή είναι αποτέλεσμα της ψύχραιμης και ελεύθερης βουλήσεώς του.
8. Βλ. προχείρως σε ΠΑΠΑΣΤΕΡΙΟΥ σ. 199 επ. και ιδίως σ. 216• ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ, ΕμπρΔ § 43 σσ. 496-498.
9. ΔΩΡΗΣ σ. 411′ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, Θεσμοί σ. 119. Για τη νομική φύση της δωρεάς ως χαριστική και ετεροβαρής σύμβαση βλ. προχείρως σε ΠΑΥΛΟΥ ΦΙΛΙΟΥ, Ενοχικό δίκαιο-ειδικό μέρος, τ. 1/1, Αθήνα-Κομοτηνή: εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα 4 1997 § 21 σ. 115 επ.
10. Βλ. πιο κάτω κεφάλαιο Β’ § 18.
11. Ad hoc Τρωιανός, Άγιον Όρος σ. 646. Βλ. για την έννοια της καθολικής και της ειδικής διαδοχής σε Γεωργίου Α. Μπαλή, Γενικαί Αρχαί του Αστικού Δικαίου, Αθήναι: εκδ. οίκος Δ.Ν. ΤΖΑΚΑ – Σ. Δελαγραμματικα 1955 σ. 93 επ.: «ειδική διαδοχή είναι η μεταβίβασις ενός μόνου στοιχείου της περιουσίας ή πλειόνων μεν στοιχείων, αλλά κατ ’ ιδίαν και δια χωριστής δι’ έκαστον αυτών πράξεως». Η ειδική διαδοχή διαφέρει από την καθολική διαδοχή, διότι δεν μεταβιβάζονται στον ειδικό διάδοχο αυτοδικαίως τόσο το ενεργητικό, όσο και το παθητικό της περιουσίας- κληρονομίας, αλλά πρέπει να εκπληρωθούν οι προϋποθέσεις και ο τύπος που απαιτείται για καθένα από τα στοιχεία αυτά. Βλ. Παπαντωνίου σσ. 32-33. Εφόσον δωρίζονται στη Μονή μόνο ακίνητα, πρέπει ούτως ή άλλως να συνταχθεί συμβολαιογραφικό έγγραφο και να μεταγραφεί (άρθρο 498 A.K.). Επομένως δεν τίθεται καν ζήτημα αποποίησής της πριν από την κουρά περιουσίας όπως εσφαλμένα υποστηρίζει ο Πολυζωΐδης σ. 301. Εάν υπάρχουν νομικά ή πραγματικά ελαττώματα στη δωρηθείσα περιουσία πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να γίνει δεκτή η ευθύνη του μοναχού απέναντι στη Μονή σύμφωνα με το άρθρ. 499 § 2 Α.Κ.
12. Βλ. για την ανάκληση της δωρεάς σε Παπαστερίου σ. 229.
13. Αντίθετος ο Τρωιανός, Άγιον Όρος σ. 646. Ο ΤΟΥΣΗΣ σ. 820 υποστηρίζει ότι τα κινητά πράγματα θα περιέλθουν στη Μονή της μετανοίας. Η άποψή του αυτή δεν στηρίζεται ούτε σε κάποια διάταξη του Κ.Χ.Α.Ο. ή σε κάποια άλλη νομοθετική διάταξη, ούτε δικαιολογείται ερμηνευτικά.
14. Βλ. για τη μεταβίβαση κινητών πραγμάτων σε ΠΑΠΑΣΤΕΡΙΟΥ σ. 243 επ.• ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ, ΕμπρΔ § 48 σ. 584 επ.
15. Βλ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΚΟΥ σσ. 251-252. Η άποψη του αυτή πάντως αφορά και στην ακίνητη περιουσία που δεν δώρησε ο μοναχός στη Μονή. Ο ΔΩΡΗΣ σ. 411 ανακριβώς αποδίδει στον ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΚΟ την άποψη, την οποία ο ίδιος και αποδέχεται, ότι για την ταυτότητα του νομικού και ουσιαστικού λόγου, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι αναλογικά και η κινητή περιουσία του μοναχού μπορεί να περιέλθει στη Μονή, μόνο εφόσον και αυτή εκχωρηθεί από τον Μοναχό εγγράφως. Την ίδια άποψη περί έγγραφης εκχώρησης και της κινητής περιουσίας υιοθετεί και ο ΒΑΒΟΥΣΚΟΣ, Διαδοχή σ. 132: «δύναται 1) να εκχωρήσει εγγράφως τόσο την κινητή όσο και την ακίνητη περιουσία του».
16. Ενν. ότι μπορεί και να μην εκχωρήσει τίποτα από την πριν από την κουρά περιουσία του.
17. Ο ΤΡΩΙΑΝΟΣ, Άγιον Όρος σ. 646 υποστηρίζει ότι η εναπομείνασα στο μοναχό περιουσία θα σύγκειται από τα μη παραχωρηθέντα ακίνητα και το σύνολο των κινητών.
18. Όπως ισχύει άλλωστε για όλους τους μοναχούς.
19. Ως προς την αδυναμία του μοναχού κοινοβίων Μονών να αποκτήσει περιουσία μετά από την κουρά, αλλά και να διατηρήσει αυτή που δεν εκχώρησε στη Μονή κατά την κουρά, επικρατεί ομοφωνία στην επιστήμη: ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΣ σ. 323′ ΠΑΠΑΣΤΑΘΗΣ, νομική μεταχείριση σ. 76′ ΔΩΡΗΣ σσ. 412-413′ ΤΡΩΙΑΝΟΣ, Άγιον Όρος σ. 645′ An. ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ, στον ΑΚ Γεωργιάδη/ Σταθόπουλου, άρθρ. 1710 αρ. 35′ ΚΟΝΙΔΑΡΗΣ, Εγχειρίδιο σ. 279′ πρβλ. και από τη νομολογία Εφ. ©εσ. 416/1931 Θ. ΜΓ’ [1932] σ. 573′ Εφ. Θεσ. 234/1975 Αρμ. 29 [1975] σ. 219 με παρατηρήσεις
Θ. ΠΑΠΑΖΗΣΗ• Μ. Πρ. Πατρών 883/1983 Χριστιανός 24 [1985] σσ. 139-140 με παρατηρήσεις Γ. ΔΟΥΔΟΥ• Εφ. Πειρ. 557/1992 Χριστιανός ΛΑ’ [1992] σ. 86′ Ν.Σ.Κ. 708/2002 (ατομική) σε www.nsk.gr = Τράπεζα νομικών πληροφοριών νομος σ. 5• Ν.Σ.Κ. 419/2010 ΝΟΜΟΚΑΝΟΝΙΚΑ 2/2011 σ. 111 επ. με παρατηρήσεις Κ. Α. ΚΟΝΤΗ, εδώ σ. 114. Πρβλ. επίσης τις διατάξεις της Νεαράς 5 Ιουστινιανού [=Νον. 5 (535) κεφ. 5, σσ. 32-33] και κυρίως τον κανόνα 2 Πρωτοδευτέρας Συνόδου [=Σύνταγμα τ. 2 σ. 667]
      20. Ο μοναχός ιδιορρύθμου Μονής του Αγίου Όρους μπορεί να είναι κύριος ιδίας περιουσίας και να τη διαθέτει. Στις ιδιόρρυθμες Μονές (και τα εξαρτήματά τους) ο μοναχός πορίζεται από την εργασία του και την διατηρούμενη περιουσία τα αναγκαία για τη διατροφή και την ένδυσή του. Βλ. διεξοδικώς σε ΠΕΤΡΑΚΑΚΟΥ, ΤΟ μοναχικόν πολίτευμα σσ. 125-127 με παραπομπές στις πηγές.
21. Μόνο με πράξεις εν ζωή και όχι αιτία θανάτου. Βλ. πιο κάτω § 17. Κατά τον ΤΡΩΙΑΝΟ, Άγιον Όρος σσ. 645-646, η παράλειψη από τη συντακτική επιτροπή του Κ.Χ.Α.Ο. ειδικής διάταξης για τους μοναχούς ιδιορρύθμων Μονών, οφείλεται κατά πάσα πιθανότητα στο γεγονός ότι η «ιδιορρυθμία» θεωρήθηκε από αυτή ότι ήταν τρόπος οργάνωσης του μοναχικού βίου εντελώς αντίθετος στο πνεύμα και στους κανόνες του μοναχικού βίου και ως εκ τούτου δεν θα είχε μέλλον.
22. ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΣ σ. 324′ ΠΑΠΑΣΤΑΘΗΣ, νομική μεταχείριση σ. 76′ ΔΩΡΗΣ σ. 412′ ΤΡΩΙΑΝΟΣ, Άγιον Όρος σσ. 646-647′ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, Θεσμοί σ. 119′ ΚΟΝΙΔΑΡΗΣ, Εγχειρίδιο σ. 279.
23. ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΣ σ. 324′ ΚΟΝΙΔΑΡΗΣ-ΤΡΩΙΑΝΟΣ σ. 881′ ΠΑΠΑΣΤΑΘΗΣ, νομική μεταχείριση σσ. 76-77′ ΔΩΡΗΣ σ. 412′ ΠΟΛΥΖΩΙΔΗΣ σ. 298′ ΠΟΥΛΗΣ σ. 200′ ΚΟΝΙΔΑΡΗΣ, Εγχειρίδιο σ. 278′ Την (δια θέση έχει δεχτεί και η νομολογία: Πρ. Αθ. 20010/1959 Α.Ε.Κ.Δ. ΙΕ” [1960] σσ. 57-58: «κατ’ ορθήν ερμηνεία του άρθρ. 188 επ’αυτής θα έχουν εφαρμογήν αι κατά τον χρόνον της Μοναχικής κουράς ισχύουσαι διατάξεις του δικαίου αι αφορώσαι την εκ διαθήκης η εξ αδιαθέτου διαδοχήν». Υπέρ της ίδιας απόψεως και η όλως πρόσφατη Ν.Σ.Κ. 419/2010 ΝΟΜΟΚΑΝΟΝΙΚΑ 2/2011 σ. 111 επ. με σύμφωνες παρατηρήσεις A. Α. ΚΟΝΤΗ. Με την ίδια άποψη είχε συνταχθεί παλαιότερα και ο ΤΡΩΙΑΝΟΣ, Παραδόσεις σ. 498 και φαίνεται να την υιοθετεί εκ νέου• βλ. Σ. Ν. ΤΡΩΙΑΝΟΥ, παρατηρήσεις στην Α.Π. 462/2008 Θ.Π.Δ.Δ. 8-9/2008 σ. 995.
24. Τα επιχειρήματα αυτά αναπτύχθηκαν για πρώτη φορά από τον καθηγητή ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟ σ. 324 και υιοθετήθηκαν από τον καθηγητή ΚΟΝΙΔΑΡΗ, Εγχειρίδιο σ. 278.
25. Από τον καθηγητή ΠΑΠΑΣΤΑΘΗ, νομική μεταχείριση σσ. 76-77.
26. Βλ. ΜΟΜΦΕΡΡΑΤΟΥ σσ. 149-152 και ειδικά σ. 152 in fine• ΠΕΤΡΑΚΑΚΟΥ, ΤΟ μοναχικόν πολίτευμα σσ. 125-127.
27. Βλ. § 7. Πρβλ. για το Άγιο Όρος και σε ΠΟΛΥΖΩΙΔΗ σ. 298.
28. ΨΟΥΝΗ, ΚληρΔ / σσ. 364-365• ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ, ΚληρΔ § 33 σ. 526.
29. ΔΩΡΗΣ σ. 412. Κατά της Μονής θα στραφούν οι μεριδούχοι με αγωγή μέμψης άστοργης δωρεάς. Πάντως επειδή η Μονή είναι τρίτη και όχι μεριδούχος, η χαριστική παροχή προς τη Μονή σύμφωνα με το άρθρ. 101 Κ.Χ.Α.Ο. θα υπόκειται σε μέμψη (άρθρ. 1831 § 2 σε συνδυασμό με άρθρ. 1835 Α.Κ.) μόνο εάν έγινε μέσα στα τελευταία 10 χρόνια πριν από την κουρά του μοναχού και εφόσον θεωρηθεί ότι δεν έγινε από λόγους ευπρέπειας ή ηθικού καθήκοντος. Για τις έννοιες αυτές βλ. σε ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ, ΚληρΔ § 34 σ. 559. Έχω τη γνώμη ότι η δωρεά προς τη Μονή σύμφωνα με το άρθρ. 101 Κ.Χ.Α.Ο., ως εκ της φύσεώς της, ενέχει μια έκφραση ευγνωμοσύνης του μοναχού προς τη Μονή που τον υποδέχεται στην αδελφότητα της (ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ, Κλ,ηρΑ § 34 σ. 559 και αρ. 48) και θα πρέπει να θεωρηθεί ως δωρεά που έγινε από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον και άρα μη υποκείμενη σε μέμψη άστοργης δωρεάς. Τον ισχυρισμό όμως αυτό πρέπει να τον προτείνει η Μονή κατ’ ένσταση στη σχετική δίκη, ο οποίος εξάλλου υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο του Αρείου Πάγου.
30. Την άποψη αυτή υποστήριξε πρώτος ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΚΟΣ σσ. 251-252 και έγινε δεκτή από τον ΑΛΙΠΡΑΝΤΗ σ. 33 και τον ΒΑΒΟΥΣΚΟ, Διαδοχή σ. 133.
31. Βλ. αναλυτικά στην §21.
32. Η άποψη αυτή υποστηρίχθηκε από τον καθηγητή ΤΡΩΙΑΝΟ• βλ. σε ΤΡΩΙΑΝΟΥ, Άγιον Όρος σ. 648-649′ ΤΡΩΙΑΝΟΥ-ΠΟΥΛΗ σσ. 680-681. Παλαιότερα, ο ΤΡΩΙΑΝΟΣ, είχε υποστηρίξει την άποψη ότι τα μη δωρηθέντα περιουσιακά στοιχεία θα περιέλθουν στους κληρονόμους του μοναχού• βλ. ΤΡΩΙΑΝΟΣ, Παραδόσεις σ. 498. Την άποψη αυτή στη συνέχεια την εγκατέλειψε, φαίνεται όμως προσφάτως να επανέρχεται σε αυτή• βλ. Σ. Ν. ΤΡΩΙΑΝΟΥ, παρατηρήσεις στην Α.Π. 462/2008 Θ.Π.Δ.Δ. 8-9/2008 σ. 995, όπου και χαρακτηριστικά σημειώνει: «Μετά το θάνατό τους η περιουσία αυτή περιέρχεται στη μονή τους υπό την προϋπόθεση όμως ότι είχε αποκτηθεί μετά την κουρά τους, όπως ρητά προβλέπει η πιο πάνω διάταξη. Αν ωστόσο προϋπήρχε της κουράς (ή, ενδεχομένως, αποκτήθηκε μεν μετά την κουρά, αλλά με οικονομικά μέσα που αποδεδειγμένα προϋφίσταντο), τότε περιέρχεται στους εκ διαθήκης ή εξ αδιαθέτου κληρονόμους του μοναχού σύμφωνα με τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα».
33. Βλ. το άρθρ. σε ΚΟΝΙΔΑΡΗ, Θεμελιώδεις διατάξεις σ. 315.
34. Δηλ. ως Έλληνες υπήκοοι που απέκτησαν την ελληνική ιθαγένεια με βάση το άρθρ. 109 Σ. 1927. Ουσιαστικά δηλ. η απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας με βάση το Σ. 1927 είχε προηγηθεί μια ημέρα, διότι ο Κ.Χ.Α.Ο και το Ν.Δ. που τον κύρωσε (στο οποίο περιλαμβάνεται και η διάταξη των άρθρ. 6 και 101) αρχίζουν να ισχύουν την επομένη της ισχύος του δημοσιευομένου Συντάγματος 1927. Βλ. σε ΤΡΩΙΑΝΟΥ, Άγιον Όρος σ. 648 υποσημ. 20. Βλ. πάντως και την Εφ. Αθ. 379/1924 ©. ΛΣΤ’ [1925/1926] σσ. 20-23, η οποία έκρινε ότι ισχύουν στο Άγιο Όρος οι διατάξεις του βυζαντινορρωμαϊκού δικαίου για την κληρονομική διαδοχή των μοναχών. Επίσης και την Εφ. Αθ. 228/1901 Θ. ΙΓ’ [1902/1903] σ. 108 η οποία εφάρμοσε κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου και έκρινε ότι εφαρμόζεται στο Αγιο Όρος η Νεαρά 6 του Λέοντος. Πρβλ. και την Εφ. Πειρ. 644/1900 Θ. IB’ [1901/1902] σ. 442. Οι αποφάσεις πάντως αυτές είναι πριν την ισχύ του Α.Κ. Αντίθετος με την εφαρμογή των διατάξεων του βυζαντινού δικαίου στο Αγιο Όρος, επειδή το άρθρ. 188 Κ.Χ.Α.Ο. δεν παραπέμπει σε αυτές ο ΘΕΟΔΩΡΟΣ Α. Οικονομου, Γνωμοδότησις: Επίσκοπος καρείς μοναχός προ της χειροτονίας αυτού εις Επίσκοπον και εγγεγραμμένος εις το Μοναχολόγιον της Μονής, αδεία της οποίας προεχειρίσθη εις Επίσκοπον, δεν δύναται να διαθέση την περιουσίαν του δια πράξεως εν ζωή η αιτία θανάτου, ήτις μετά τον θάνατον αυτού περιέρχεται εις την Μονήν, Αρμ. 15 [1961] σσ. 570-576, ιδίως σ. 573.
35. Βλ. σε ΤΡΩΙΑΝΟΥ, Αγιον Όρος σ. 649. Η άποψη αυτή πάντως, ειδικώς για το Λγιο Όρος δημιουργεί νομικά αδιέξοδα. Και τούτο διότι εάν γίνει δεκτή η εφαρμογή της Νεαράς 123 κεφ. 38, τότε η περιουσία περιέρχεται στη Μονή κατά κυριότητα υπό τη διαλυτική αίρεση της διανομής της από το μοναχό προς τους κατιόντες του. Εύλογα προκύπτει το ερώτημα πως θα γίνει διανομή πραγμάτων ανηκόντων κατά κυριότητα σε τρίτο, ήτοι τη Μονή. Αλλά και λόγω του εδ. δ’ του άρθρ. 101 Κ.Χ.Α.Ο. συμφώνα με το οποίο ο μοναχός κοινόβιας Μονής δεν μπορεί να διατηρεί και να κατέχει περιουσία μετά από την κουρά, τίθεται το ερώτημα πως θα κάνει τη διανομή της περιουσίας του ο μοναχός ανάμεσα στους κατιόντες του, αφού δεν μπορεί να είναι κύριος περιουσίας.
  1. Η περιέλευση θα γίνει όμως από το φυσικό θάνατο του μοναχού και όχι από την κουρά, αφού τα περιουσιακά αυτά στοιχεία ο μοναχός μπορεί να τα διαχειρίζεται εν ζωή.
Πηγή: Αθανασίου Κόντη Δ.Ν.- Δικηγόρου, από τη Βιβλιοθήκη Εκκλησιαστικού Δικαίου (Διευθυντής: Καθηγητής Ι.Μ.Κονιδάρης) Σειρά Β΄:Μελέτες, Η κληρονομική διαδοχή των ορθοδόξων μοναχών στην ελληνική επικράτεια κατά το ισχύον δίκαιο, §16. Η περιουσία πριν από την κουρά, σελ.289-301, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2012

1 σχόλιο:

  1. Ανώνυμος27/4/13, 4:32 μ.μ.

    Πιστεύουμε ότι τίποτα δεν ισχύει σήμερα από όσα αναφέρονται στο άρθρο διότι:
    1) Ο μοναχός πριν την κουρά ενθαρρύνεται από την μονή της μετάνοιας του να μεταβιβάσει τα υπάρχοντα του στους συγγενείς του (κινητά και ακίνητα).
    2) Ο δόκιμος μοναχός που κατέχει αδιάθετη περιουσία παροτρύνεται να την δωρίσει σε άλλη μονή ή κάποιο ἰδρυμα, οπουδήποτε αλλού εκτός από την μονή της μετανοίας του. Δεν μπορεί μετά την κουρά να έχει προσωπική περιουσία.
    3)Ακόμα και στις ιδιόρρυθμες σκήτες οι μοναχοί αποξενώνονται από όλα τα προσωπικά τους αντικείμενα. Ο αγιορείτης δεν μπορεί να έχει μαζί του ούτε ένα στυλό από την παλιά του ιδιότητα ως κοσμικός.

    Μήπως δεν είναι έτσι και κάνουμε λάθος;

    ΑπάντησηΔιαγραφή