Ερημίτης στα Κατουνάκια
.......Όσο ανδρώνεται στην ψυχή ενός μοναχού ο θείος έρως, τόσο περισσότερο νοσταλγεί την ησυχία, ένα όρος Κάρμηλον, όπου σαν άλλος Ηλίας, θα παραδοθεί ολοκληρωτικά στην αγάπη του Θεού. Ο πόθος αυτός της ερήμου έκαιγε και την καρδιά του π.Δανιήλ. Δεν μπορούσε πια να μείνει περισσότερο μακριά της.
.......Όσο ανδρώνεται στην ψυχή ενός μοναχού ο θείος έρως, τόσο περισσότερο νοσταλγεί την ησυχία, ένα όρος Κάρμηλον, όπου σαν άλλος Ηλίας, θα παραδοθεί ολοκληρωτικά στην αγάπη του Θεού. Ο πόθος αυτός της ερήμου έκαιγε και την καρδιά του π.Δανιήλ. Δεν μπορούσε πια να μείνει περισσότερο μακριά της.
Επιστρέφοντας από τη Σμύρνη, πληροφορήθηκε πως
οι πατέρες ήσαν αποφασισμένοι να τον αναδείξουν Επίτροπο της μονής Βατοπεδίου.
Ο π.Δανιήλ όμως δεν άλλαζε με κανένα αξίωμα την ησυχία και γι’ αυτό – ύστερα
από παραμονή πέντε ετών(1876-1881) – εγκαταλείπει το Βατοπέδι και τρέχει σαν
ελάφι στην έρημο, στα Κατουνάκια. Τρέχει «εκεί όπου η ευωδία του θυμαριού
αμιλλάται με τα ουράνια του θυμιάματος μύρα. Εκεί όπου παύει να κελαρύζει κάθε
ρυάκιον, υποχωρούν εις της προσευχής τα ηδύμολπα μινυρίσματα… Εκεί όπου και οι
βράχοι ακόμη αποπνέουν αγιότητα βρεγμένοι με τα δάκρυα των Οσίων» (Μωραϊτίδης).
Το νέο του
ασκητικό στάδιο ήταν μία ερημική Καλύβη, ένα «ξεροκάλυβο» καλύτερα, με δύο
δωμάτια και μία στέρνα. Εδώ δεν υπάρχουν οι ανέσεις του Βατοπεδίου, αλλά η
φτώχεια. Εδώ για να ζήσεις πρέπει να βρεθούν εκείνοι, που θα σε περιβάλουν με
την ευσπλαχνία τους.
Πρέπει και ο
ίδιος βέβαια να έχεις κάποιο εργόχειρο. Ο π.Δανιήλ στην αρχή έπλεκε «τσουράπια»
κι έπειτα επιδόθηκε στην αγιογραφία. Ο κόπος και η φτώχεια τον συνόδευαν πάντα.
Αρκεί και μόνο να σκεφτεί κανείς το δρόμο, που χρειαζόταν να βαδίσει
μεταφέροντας από το λιμανάκι της Αγίας Άννης στο κελί του τα απαραίτητα.
Και στο νερό εξ άλλου συναντούσε δυσκολίες αφού πηγές δεν υπάρχουν σ’ εκείνα τα
βράχια. Νερό θα είχε βρόχινο, όπως όλοι οι ερημίτες.
Οι δυσκολίες
όμως αυτές ελάφρωναν από τις πνευματικές χαρές. Τώρα περισσότερο από κάθε άλλη
φορά, μπορούσε απερίσπαστος να εντρυφά στην Αγία Γραφή και στους Πατέρες. Να
παραδίδεται στην προσευχή και στην ιερά θεωρία. Να δέχεται τις μυστικές αύρες
του Αγίου Πνεύματος. «Ενταύθα η δρυς η Μαμβρή… Ενταύθα το όρος Καρμήλιον…
Ενταύθα το όρος των Ελαιών… Ενταύθα η στενή και τεθλιμμένη οδός η απάγουσα εις
την ζωήν».
Ιδιαίτερη πνευματική αγαλλίαση ένοιωθε, όταν
μελετούσε την «Φιλοκαλία». Σχεδόν δεν έλειπε ποτέ από το χέρι του. Εθλίβη και
άκουσε μερικούς αμελείς μοναχούς να την ονομάζουν «φιλοπλανία». Έλεγε γι’
αυτούς ότι ευρίσκονται σε πλάνη και ότι δε γνωρίζουν να ανακαλύψουν το κλειδί
με το οποίο θα ανοίξουν τον πολύτιμο θησαυρό. Το κλειδί αυτό είναι η αγάπη προς
τον Θεόν, η ταπείνωσις και η υπακοή.
Τόσο καλά
εγνώριζε τη φιλοκαλία που μπορούσε να προσδιορίσει από ποιο κεφάλαιο προέρχεται
η τάδε περικοπή. Ήταν πολύ συνηθισμένο θέαμα να έχει επάνω σ’ ένα τρίποδο έναν
τόμο της και να τον μελετά με άκρα αφοσίωση.
Τριάμισι
χρόνια έμεινε μόνος στην έρημο. «Ελθέ ο Μόνος προς μόνον, ελθέ, ον επόθησε και
ποθεί η ταπεινή μου ψυχή… Ελθέ η αιώνιος χαρά», θα προσευχόταν προς το Άγιον
Πνεύμα, τον Ουράνιον Βασιλέα, όταν δεχόταν τις εφόδους των δαιμόνων.
Δεν
κινδύνευε στην έρημο, πράγμα που συμβαίνει συχνά στους ερημίτες, γιατί τον
σκέπαζε η χάρις της ταπεινοφροσύνης. Ο γερο-Δανιήλ είχε δοκιμάσει το
«χωνευτήρι» της υπακοής. Διότι «ουκ ασφαλές τω απείρω εκ του πλήθους των
στρατιωτών, προς μονομαχίαν εαυτόν αποχωρίσαι και ουκ ακίνδυνον τω μοναχώ, προ
πείρας και γυμνασίας πολλής των ψυχικών παθών, επί την ησυχίαν χωρίσαι» (Αγ.
Ιωάννης της Κλίμακος).
Ήταν λοιπόν
έτοιμος για τη μονομαχία με το διάβολο, που εναντίον του στα χρόνια αυτά,
σίγουρα, του κατάφερε πολλά χτυπήματα. Δεν γνωρίζουμε λεπτομέρειες από την
τέλεια εκείνη ησυχαστική του ζωή. Το μέλλον του όμως μας βεβαιώνει ότι απόλαυσε
τότε πλούσιες τις θείες ευλογίες.
Στα Κατουνάκια εγκαταστάθηκε γύρω στα 1880.
Έπειτα από τριάμισι χρόνια δέχθηκε τους πρώτους υποτακτικούς. Όπως οι μέλισσες
ψάχνουν να βρουν τα άνθη που κρύβουν νέκταρ, έτσι άρχισαν να πλησιάζουν
σιγά-σιγά και τον γέροντα Δανιήλ πολλές ψυχές, που γρήγορα, πάνω σ’ εκείνη την
άνυδρη πλαγιά, ανεκάλυψαν την ανθοφορία του. Μερικοί, γοητευμένοι από την αρετή
και τη σοφία του παρακαλούσαν να γίνουν υποτακτικοί του. Ο π.Αθανάσιος (1883)
ήταν ο ένας, που είχε έρθει από την Πάτρα και ο εκ Γρεβενών π.Ιωάννης (1894) ήταν
ο άλλος υποτακτικός του.
Την εποχή
αυτήν ακριβώς επισκέφθηκε τον γερο-Δανιήλ ο Μωραϊτίδης. Όλα τότε ήσαν ακόμα
στην αρχή. Ο ναός, τα κελιά, η αγιογραφία, τα πέτρινα καθίσματα, ο ξενώνας, η
απλωταριά. Αχ, αυτή η απλωταριά! Και τι δεν έχει να μαρτυρήσει… Τις μελέτες από
τα πατερικά κείμενα, τις εξομολογήσεις, τις πνευματικές συζητήσεις, τ’
απόδειπνα, τις αναμνήσεις μπροστά στο γαλανό Αιγαίο!
Πέρα από τα
σύνορά του, στο βάθος, είναι ο «κόσμος» όπως τον εννοεί το Ευαγγέλιο. Καμιά βοή
του, κανένας θόρυβος δεν φθάνει ως εδώ. η ανοιχτή θάλασσα, που αγναντεύεις από
κει ψηλά, θαρρείς πως είναι «μέγα χάσμα» από την παραδεισένια αυτή γωνιά των
Κατουνακίων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου