Διήγηση Γέροντος: «Βοηθοῦσα
στὶς ἑτοιμασίες τῆς πανηγύρεως ἑνὸς Κελλιοῦ. Ὁ Γέροντας τοῦ Κελλιοῦ ποὺ ἦταν
πολὺ ἐπιτήδειος καὶ γρήγορος, μοῦ ἔλεγε: “Κάνε γρήγορα, φέρε ἐκεῖνο, πήγαινε ἐκεῖ…”. Ἐγὼ
δὲν μποροῦσα νὰ ἀντέξω τόση βία, ἀλλὰ τὰ ἔκανα ὅλα μὲ ὑπακοή. Ἐκείνη τὴν
στιγμή, ποὺ ἔκανα ὅλον αὐτὸ τὸν ἀγώνα νὰ ἑτοιμάσουμε τράπεζα γιὰ σαράντα
πατέρες –καὶ τὰ ἔκανα μὲ μεγάλη προθυμία–, μπῆκε ἡ εὐχὴ μέσα μου καὶ ἄρχισε νὰ
λέη ἡ καρδιά μου μόνη της τὴν εὐχὴ χωρὶς προσπάθεια. Ὤ, τί ἀγαλλίαση! Δὲν μπορῶ
νὰ τὴν περιγράψω. Ἄρχισε ἡ καρδιά μου νὰ λέη τὴν εὐχὴ καὶ ἔβγαινε ἀπὸ τὸ στόμα
μου οὐράνια εὐωδία. Καὶ ὅλα αὐτά, ἐπειδὴ ἔκανα ὑπακοὴ σ’ ἕναν ξένο· δὲν ἦταν
Γέροντάς μου. Ἦρθε ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ ἐπεσκίασε. Αὐτὴν τὴν χάρι τὴν εἶχα
γιὰ ἕνα τέταρτο περίπου, ἐνῶ ταυτόχρονα δούλευα, καὶ ὁ Γέροντας τοῦ Κελλιοῦ δὲν
κατάλαβε τίποτε. Τότε ἔρχεται ἕνας ἄλλος ἀδελφὸς καὶ μοῦ λέει μὲ λίγο ἀπότομο
τρόπο:
― Γιατί μοῦ πῆρες τὸ τηγάνι;
― Φεύγα ἀπὸ δῶ πέρα, δαιμονισμένε, ποὺ σοῦ πῆρα τὸ τηγάνι! Ἐμεῖς πνιγόμαστε στὴν δουλειά.
Καὶ μόλις τοῦ εἶπα ἔτσι, πάει ἔφυγε ἡ εὐχὴ ἀπὸ μέσα μου. Τὴν ἄλλη μέρα πῆγα στὸν πάπα-Ἐφραὶμ τὸν Κατουνακιώτη καὶ τοῦ διηγήθηκα ὅ,τι μοῦ συνέβη. Μοῦ ἀπάντησε: “Παιδί μου, ἦρθε ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ σὲ ἐπεσκίασε, ἀλλὰ δὲν ἤσουν ἄξιος νὰ παραμείνη, διότι ἔχεις ὑπερηφάνεια. Ἂν τοῦ ἔλεγες ἐσὺ ἐκείνη τὴν στιγμὴ “εὐλόγησον, ἐγὼ τὸ πῆρα τὸ τηγάνι”, θὰ ἄκουγες τὸν δαίμονα νὰ ὠρύεται σὰν γουρούνι, θὰ ἔσκουζε. Αὐτὸν τὸν ἔβαλε ὁ πειρασμός, τὸ ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς νὰ σὲ δοκιμάση, ἂν ἐσὺ ἤσουν ἄξιος νὰ παραμείνη ἡ εὐχὴ μέσα σου”».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου