(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Ένα πρωινό ήλθε ένας πτωχός, μπήκε μέσα και περίμενε [στο Μετόχι της Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρα στην Αθήνα, στον Βύρωνα].
Ο Γέροντας [όσιος Ιερώνυμος Σιμωνοπετρίτης] του είπε:
– Έλα.
Άνοιξε το συρτάρι του κομοδίνου του και χωρίς να κυττάξη έπιασε ένα χαρτονόμισμα το τσαλάκωσε και του το έδωσε.
Εγώ είδα ότι ήτο χιλιόδραχμο και όταν έφυγε είπα:
Εκείνος, κάπως αυστηρά, μου απάντησε:
– Κάνε τη δουλειά σου, ευλογημένε.
Δεν είχε περάσει παρά λίγη ώρα και άρχισε να μου λέη με ύφος ήρεμο και γλυκό:
– Εγώ, Κωνσταντίνε, δεν εργάζομαι, είμαι τεμπέλης, και δεν έχω χρήματα.
Πολλοί χριστιανοί που έρχονται εδώ το γνωρίζουν αυτό και μου αφήνουν από τα ιδικά τους, περισσότερο για να τα δώσω, και εγώ δίνω τα δικά τους χρήματα…
Τον διέκοψα και του είπα:
– Σας το είπα, γιατί διαβάζουμε στα βιβλία ότι πρέπει να ιδρώνη η ελεημοσύνη στα χέρια μας.
Ο Γέροντας χαμογέλασε και το Πνεύμα το Άγιον, που τον εφώτιζε σε κάθε του απάντηση, είπε διά του στόματος του:
– Δεν γνωρίζω τι ανάγκη έχει ο καθείς που μου ζητά χρήματα. Παρακαλώ λοιπόν τον Θεό να μου βάλη στο χέρι και να δώσω στον πτωχό ό,τι έχει ανάγκη για να πορευθή.
Αυτό που είδες εσύ χιλιόδραχμο στο χέρι του ανθρώπου αυτού, μπορεί να γίνει εκατόδραχμο και αυτό που βλέπεις δεκάδραχμο μπορεί να γίνει χιλιόδραχμο.
Από το βιβλίο του Μοναχού Μωυσή, “Ιερώνυμος Σιμωνοπετρίτης, ο Γέρων της ‘Αναλήψεως’”,
έκδοση Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου