Εισήγηση στο 4ο Διεθνές Επιστημονικό Εργαστήριο της Αγιορειτικής Εστίας, που πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα Στέφανος Δραγούμης του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού Θεσσαλονίκης, το Σάββατο 7 και την Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 2019.
Φαίδων Χατζηαντωνίου,
Αρχιτέκτων – Αναστηλωτής
Άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης.
Περίληψη:
Η Μονή Παντοκράτορος ιδρύθηκε λίγο πριν το 1357 από τον Μέγα Στρατοπεδάρχη Αλέξιο και τον Μέγα Πριμηκήριο Ιωάννη, κατά σάρκαν αδελφούς που συνδέονταν με δεσμούς αίματος με τον βασιλικό οίκο των Παλαιολόγων. Η παλαιά αριστοκρατική οικογένεια των Κοντοστεφάνων, μέλη της οποίας πιστεύεται πως ήταν ο Αλέξιος και ο Ιωάννης, συνδεόταν με δεσμούς αίματος και με τον βασιλικό οίκο των Κομνηνών. Είναι αυτόν τον δεσμό στενής συγγένειας που θεωρούμε ότι διασώζει η τοπική παράδοση, η οποία θέλει την ίδρυση της Μονής Παντοκράτορος στην αυγή της εποχής των Κομνηνών, επί αυτοκράτορος Αλεξίου Α΄, ιδρυτού της δυναστείας, ο οποίος έτσι συγχέεται με τον όντως κτήτορα Αλέξιο.
Στον 11ο και 12ο αιώνα, στην κομνήνεια εποχή, χρονολογούνται και σημαντικός αριθμός τμημάτων από γλυπτά μαρμάρινα μέλη τέμπλων και θυρωμάτων, καθώς και πεσσίσκοι παραθύρων, που φυλάσσονται στον μεγάλο πύργο της Αναλήψεως, ή εντοπίζονται εντοιχισμένα ως οικοδομικά υλικά σε δεύτερη χρήση, μαρτυρώντας την λειτουργία μοναστικού ιδρύματος προγενέστερου της Μονής Παντοκράτορος στην ίδια περιοχή.
Κατά τη διάρκεια των εργασιών αποκατάστασης που εκτελούνται τα τελευταία χρόνια στο καθολικό και σε άλλα κτίρια στον αρχικό πυρήνα του οικοδομικού συγκροτήματος της Μονής, έχουν έρθει στο φως υπολείμματα παλαιότερων οικοδομών, που δηλώνουν ότι οι κτήτορες του 14ου αιώνα ύψωσαν την Μονή Παντοκράτορος ακριβώς στην ίδια θέση του προϋπάρχοντος συγκροτήματος, εκμεταλλευόμενοι τις ισχυρές τοιχοποιίες του τελευταίου.
Η έκταση που καταλαμβάνει σήμερα η Μονή Παντοκράτορος έχει προκύψει από τον διπλασιασμό του αρχικού εμβαδού του 14ου αιώνα, με την επέκταση προς νότον του οικοδομικού συγκροτήματος, επέκταση που πραγματοποιήθηκε κατά τα τέλη του 15ου και τις αρχές του 16ου αιώνα με δαπάνες Ρουμάνων υψηλών αξιωματούχων.
Έξω από την νοτιοανατολική γωνία της Μονής, κτισμένο σε έναν απόκρημνο βράχο πάνω από τη θάλασσα, το παρεκκλήσι του Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτη, ο εκ παραδόσεως κτητορικός κοιμητηριακός ναός της Μονής, διασώζει κι αυτός in situ αρχιτεκτονικά μέλη της κομνήνειας εποχής, ενώ και η αρχιτεκτονική τυπολογία του παραπέμπει στην ίδια εποχή. Ο ναός αναπτύσσεται σε δύο επίπεδα, με το πάνω επίπεδο να καταλαμβάνεται από τον νάρθηκα και τον κυρίως ναό, ενώ το δίλοβο οστεοφυλάκιο στο χαμηλότερο επίπεδο καταλαμβάνει εμβαδόν ίσο με του κυρίως ναού.
Το σκαρίφημα με μολύβι ενός ιστιοφόρου του 16ου αιώνα πάνω από την κεντρική είσοδο του ναού, στο παλαιό επίχρισμα της εσωτερικής παρειάς του δυτικού τοίχου τού νάρθηκα, χρονολογεί στην ίδια εποχή το λιθόστρωτο δάπεδο του χώρου αυτού.
Μετά τις καταστροφές που προκάλεσε ο μεγάλος σεισμός του 1765 και την κατολίσθηση που παρέσυρε στη θάλασσα τους τάφους δυτικά του ναού, ο Άγιος Αθανάσιος έπαψε να χρησιμοποιείται ως κοιμητηριακός ναός, δίνοντας τη θέση του στον ναό των Αγίων Αναργύρων (1771), στα βορειοδυτικά της Μονής.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1970 έγιναν εργασίες συντήρησης και στερέωσης του Αγίου Αθανασίου, με νέα κονιάματα τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό του κτιρίου, ενώ έγινε και αντικατάσταση της στέγης.
Με τις πρόσφατες εργασίες αποκατάστασης ήρθαν στο φως νέα στοιχεία για τις διάφορες κατασκευαστικές φάσεις του ναού, καθώς και άγνωστες αρχιτεκτονικές διακοσμητικές και χρηστικές λεπτομέρειες αλλά και οργανικά στοιχεία, που συμβάλλουν στην καλύτερη γνώση της ιστορίας του Αγίου Αθανασίου και των ταφικών εθίμων παλαιότερων εποχών στο Άγιον Όρος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου