Στην τράπεζα του Σεραγιού, Αβραάμ φιλοξενία!
Σύναξη μυσταγωγική, σιωπής η ευγλωττία.
Του Γερβασίου η θύμηση για της νηστείας το χρέος,
Χαρίτωνος οι διδαχές, των μοναστών το κλέος.
Νερό αδειάζω, παγκοινιά αρχίζει ευλογημένη.
Υδρίες γεμίζω για αδελφούς που θα ρθουν διψασμένοι.
Προδρόμου το απόγευμα, χαίρε στον Θείο Προφήτη
Ταις των δακρύων του ροαίς, ολάνθιστη η Σκήτη!
Λίγο πριν το μεσημέρι στη Δάφνη ,
περιμένουμε το μεγάλο Λεωφορείο και το πλοίο από Ουρανούπολη με τους πολλούς
προσκυνητές, για να ξεκινήσουμε προς την πρωτεύουσα των Αγιορειτών.
Όλοι συζητάμε για την μεγάλη βροχή που έρχεται, αλλά ως συνήθως όταν αυτή
ξέσπασε, μας βρήκε απροετοίμαστους… Νύξη συνειρμών διηνεκής!
Το ομοίωμα μιας άγκυρας μπροστά
από το Λιμεναρχείο, και τα Παύλεια ρήματα που το συνοδεύουν γραμμένα σε μια
μαρμάρινη πλάκα, όπως τα πάντα εδώ, προσφέρουν διδαχή και αφορμή για ιερούς
συλλογισμούς: …ἐν οἷς ἀδύνατον ψεύσασθαι Θεόν, ἰσχυρὰν παράκλησιν ἔχωμεν οἱκαταφυγόντες κρατῆσαι
τῆς προκειμένης ἐλπίδος ἣν ὡς ἄγκυραν ἔχομεν τῆς
ψυχῆς ἀσφαλῆ τε
καὶ βεβαίαν… ( Εβρ.στ΄18,19) Η αμετάθετη
διαβεβαίωση του Θεού στο πλάσμα του. Ο Θεός που υπόσχεται και ορκίζεται Ο
Ίδιος γι αυτό! Πως μπορεί ο άνθρωπος να μην ελπίζει! Πως μπορεί να μην
αγάλλεται όταν ο Κύριος των δυνάμεων, αψευδώς δίνει υπόσχεση πως θα είναι
μαζί του, μέχρι τερμάτων αιώνος! Ακούγεται πάλι η γλυκύτατη, φίλη,
θεία φωνή Του. Εδώ σιμά σ αυτήν την μπρούτζινη άγκυρα, στο περιβόλι της
Μητέρας Του!
Ασφυκτικά γέμισαν και τα 2 μεγάλα
λεωφορεία που τελικά ήρθαν. Όρθιοι ταξιδεύουμε μα δεν μας ενοχλεί. Ωφέλιμες
αφορμές μπορείς να λάβεις από το κάθε τι. Ανοίγουν οι Ουρανοί, όπως όλοι
ανέμεναν! Σε ελάχιστο χρόνο οι χωμάτινοι δρόμοι γεμίζουν με δυσπροπέλαστη λάσπη
και ρυάκια, που αναζητούν εύφορα συναπαντήματα. Στάση μπροστά στο
ελικοδρόμιο των Καρυών. Τα πράγματά μας χαμένα κάτω από των υπολοίπων
προσκυνητών, μιας και αμελώς φορτώσαμε πρώτοι-πρώτοι. Ως που να τα βρούμε
γινόμαστε κατάβρεχτοι. Άλλη μια αφορμή να δοκιμαστεί η υπομονή, που εδώ στο
Όρος μπορεί μόνο απρόσμενα και ευχάριστα να σε μεταμορφώνει. Πάντα ο ίδιος
λογισμός: Πως θ αντιδρούσα στον έξω κόσμο; Μπαίνουμε στην Σκήτη. Ομίχλη
βγαλμένη από αξέχαστο όνειρο εμπνευσμένου ζωγράφου πάνω απ τους τρούλους του
Πρωτοκλήτου. Ποτέ δεν σκεπάζει τους υψωμένους Σταυρούς. Σαν να λογχίζουν
αυτοί το σώμα της, δεσπόζοντας στο υπερκόσμιο τούτο τοπίο. Η
μεγάλη Εκκλησία του Αγίου Ιννοκεντίου του Ιρκούτσκ, απέναντι απ την είσοδο
του Καθολικού, επιτέλους αποκτά την αρχική της μορφή. Πριν μόλις λίγα χρόνια
κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι από τα ερείπιά της, θα
προέκυπτε ένας τόσο εντυπωσιακός οίκος του Κυρίου.
Εκατόν είκοσι χρόνια
μετά από το χτίσιμό του από τον Μοναχό
Ιννοκέντιο τον Σεραγιώτη, τον πάμπλουτο χρυσορύχο από την Σιβηρία που
εγκατέλειψε τα εγκόσμια και ευεργέτησε τη Σκήτη του Αγίου Ανδρέα, όπου εκάρη
Μεγαλόσχημος Μοναχός και όπου κοιμήθηκε, μόλις στα σαράντα ένα του
χρόνια. Έγινε νέος κτήτορας και μνημονευτέος εις τους αιώνες. Σαν να του το
χρωστούσαν οι Σεραγιώτες. Ένα από τα πρώτα τους μελήματα ήταν να ανορθώσουν
ξανά τον ένα από τους 3 ναούς, της πτέρυγας που εκείνος έκτισε με δαπάνες
του, μαζί με το ιατρείο, το νοσοκομείο και το γηροκομείο της
μεγάλης Σκήτης.
Ο Χαρωπός Αρχοντάρης, μετά το
κέρασμα, μας δίνει το κλειδί για δωμάτιο του δευτέρου ορόφου.
Στεγνώνουμε τα ρούχα μας ενώ ο καιρός έξω αγριεύει περισσότερο. Τα
όποια σχέδια για κάποια προσκυνήματα σε κοντινά κελιά παίρνουν αναβολή. Στο
δωμάτιο, μας επισκέπτεται και ο καθισματάρης μοναχός Π. από τα μέρη της
Κουτλουμουσίου. Χαιρόμαστε που τον ξαναβλέπουμε.
Μας λέει τα νέα του
Όρους, που αγωνίζεται να αντισταθεί και να συνεχίσει. Μας μιλά με
έμπονη αγάπη και ενθουσιασμό για όλους τους γενναίους φρυκτωρούς της
ορθοπιστίας, που αγωνιούν για το αχαλίνωτο κατάντημα και την αρνησίθεη πορεία
του σύγχρονου κόσμου μας. Στις 4 το απόγευμα ακούγεται η καμπάνα που μας καλεί
στην Τράπεζα. Συγκεντρωνόμαστε μπροστά στην είσοδό της. Συνειδητοποιούμε πως
είμαστε πολλοί περισσότεροι από τους διαμένοντες. Πολλοί έρχονται να
φιλοξενηθούν για το φαγητό μόνο και έπειτα να φύγουν για τους
προορισμούς τους. Οι Σεραγιώτες ποτέ δεν αρνούνται, το αντίθετο μάλιστα, πάντα
έχουν πολλά τραπέζια παραπάνω στρωμένα για όποιον βρεθεί στην τράπεζά
τους . Σαν τον Πατριάρχη Αβραάμ, που όταν δεν είχε
ανθρώπους για φιλοξενία έμενε τρεις ολόκληρες μέρες νηστικός! Έτσι και αυτοί οι
ευλογημένοι, χαίρονται να φιλοξενούν και το επιδιώκουν μάλιστα δίχως να
γογγύζουν. Βιώνουν τα αιώνια ρήματα αδιαλείπτως ακόμα και στα φαινομενικά μικρά
της καθημερινότητας… Η αξία της φιλοξενίας ενώπιόν μας: επειδή διά
ταύτης τινές εφιλοξένησαν αγγέλους μη γνωρίζοντες( Εβρ.ιγ:1-2). Μια μυσταγωγία
η Τράπεζα στο Σεράι. Ο ηγούμενος Εφραίμ στην κορυφή κάτω από τον Εσταυρωμένο. Ο
πατήρ Ιώβ στο καροτσάκι του με τον μοναχό διακονητή του στο πλάι.
Στη γνώριμη θέση
τους. Θες μόνο να τους κοιτάς και να αυτομέμφεσαι για την δική σου
απάθεια προς τον πόνο του πλησίον.
Χυλοπίτες με τυρί, ψωμάκι και
φρούτα στην τράπεζα. Δεν χρειάζεται και πολύ ώρα για να μην αφήσουμε τίποτα
μπροστά μας. Κάποιοι δίπλα μου δεν ακουμπούν τίποτα. Ακούνε την αφήγηση
μόνο, σιωπηλοί και ακούνητοι. Μάλλον θα θέλουν να μεταλάβουν το πρωί. Μα
ούτε λίγο ψωμί, ούτε ένα φρούτο; σκέφτομαι … Και πάλι συνειρμοί ιεροί… Θυμάμαι
κάτι που έχω ακούσει από τον ίδιο τον Γέροντα Εφραίμ, σε μια από τις
αναρίθμητες ψυχωφελέστατες ομιλίες του, για την μεγάλη αξία της
τελείας όμως νηστείας και του Θεόσδοτου κανόνα της .
Αναφερόταν σε έναν από τους
μεγάλους Αγίους Γέροντες του προηγούμενου αιώνα, τον αλησμόνητο Άγιο Γέροντα
των Πατρών, Πατέρα Γερβάσιο Παρασκευόπουλο. Μέσα δεκαετίας του πενήντα περίπου,
Κυριακή του Πάσχα ήταν, μεσημέρι και ο γέροντας στο κελάκι του, έτρωγε το
πασχαλινό του γεύμα. Ένα μικρό πιατάκι με ελαφριά σούπα λίγο τυρί και ένα αβγό.
Νηστευτής και μέγας αγωνιστής, είχε περάσει μια Σαρακοστή σχεδόν με απόλυτη
νηστεία. Ελάχιστο και το εορταστικό του φαγάκι. Κάποια στιγμή χτύπησε η πόρτα
του. Ήταν μια γυναίκα.
- Με συγχωρείτε πολύ Γέροντα που
σας ενοχλώ και σας διακόπτω κιόλας από το φαγητό σας !
- Χριστός Ανέστη κόρη μου! Πες μου
τι θες;
- Αληθώς Ανέστη! Γέροντα σας
ικετεύω , έχω απελπιστεί! Η κόρη μου έχει δαιμόνιο! Είναι κλεισμένη μέσα στο
σπίτι και όλο βρίζει, χτυπιέται και κάνει άσχημα πράγματα!
- Έρχομαι παιδί μου! Να πάρω το
πετραχήλι και το ευχολόγιο και πάμε!
Έτσι και έγινε. Ο Γέροντας άφησε μισοτελειωμένο
το πασχαλινό του φαγητό και βάδισε με την αναστατωμένη γυναίκα ως το σπίτι της
σε κάποια γειτονιά των Πατρών. Μόλις φτάσανε και ανέβαιναν τα σκαλιά της
εισόδου, ακούγεται από μέσα μια φρικιαστική, δυνατή, πολύ βαριά φωνή:
-Ρε τραγόπαπα, με γεμάτο
στομάχι ήρθες να με βγάλεις; Δεν πάω πουθενά ρεεεεεε!
Σάστισε η γυναίκα, χωρίς να δώσει
σημασία στο τι ακούστηκε και λέει στον Γέροντα:
-Μην της δίνετε σημασία παππούλη
μου, έτσι κάνει όλη μέρα, όλους μας βρίζει συνέχεια! Λέει πολύ χειρότερα!
-Κόρη μου, της απαντά εκείνος,
καλύτερα να φύγω σήμερα και να ρθω μια άλλη μέρα να της διαβάσω την ευχή!
-Μα Γέροντα, μιας και ήρθαμε τόσο
δρόμο …
-Άκουσε παιδί μου, θα ναι
καλύτερα, κάνε υπακοή!
Έτσι και έγινε. Ο Γέροντας
ήρθε όντως μιαν άλλη μέρα. Μα ήρθε εξαντλημένος, σχεδόν υποβασταζόμενος
πάλι στο σπίτι της γυναίκας και της δαιμονισμένης της κόρης. Δεν ήταν όμως μια
οποιαδήποτε μέρα. Ήταν ακριβώς η μέρα της Πεντηκοστής! Νήστεψε απολύτως, ακριβώς
πενήντα μέρες διαδοχικά, από την Κυριακή του Πάσχα! Ξανά μόλις ανέβαινε τα
σκαλοπάτια ακούει από μέσα την γνωστή ανατριχιαστική φωνή:
- Ρε τράγοοοοοο, ρε κερατάαααα
ούτε να σε δω δεν θέλω! Φεύγω να μην σε βλέπω ρεεεεε!
Βγήκε η γυναίκα και χάρηκε που
είδε τον Γέροντα.
-Περάστε πάτερ! του λέει! Την ακούσατε…
πάλι τα ίδια ξεκίνησε!
-Δεν χρειάζεται κόρη μου να έρθω
πια!
-Μα δεν θα την διαβάσετε; Να τη
σταυρώσετε! Σας περιμέναμε τόσον καιρό!
- Δεν χρειάζεται παιδί μου! Έφυγε…
έφυγε! της είπε και γύρισε στο κελί του ο πάτερ Γερβάσιος.
Αμέτρητες οι αληθινές ιστορίες με της
νηστείας την μάχαιρα , στον πόλεμο για την σωτηρία. Αμέτρητα και τα αγιορείτικα
σχετικά αποφθέγματα. Ένα από αυτά τόσο ταιριαστό τούτη την ώρα που παρατηρώ
τους νηστευτές αδελφούς μας: Δεν ήρθαμε εδώ για την σιαγώνα μα για τον αγώνα!
Η ώρα 4 και είκοσι! Ο διαβαστής
Μοναχός με το γνωστό ταπεινό ύφος, το καλογερικό και ανυπόκριτα
κατανυκτικό, στέκεται αληθινά ένδεος μπροστά στον βίο του Ομολογητή και
Αναχωρητή Αγίου Χαρίτωνος. Ποιμένας και διαυγέστατος φωστήρας, για τις
πολυπληθείς αγέλες των μοναζόντων που έθελξε κοντά του ο
μέγας εκείνος και μακάριος διδάσκαλος της σωφροσύνης και των
ασκητικών άθλων.
Ακούμε τις τελευταίες του
διδαχές προς τους μαθητές του πριν τους αφήσει. Αρετές ανυψωτικές,
λυτρωτικές πατρικές συμβουλές, διαδέχονται η μια την άλλη. Συνειδητοποιούμε
κάποια στιγμή, πως ο Γέροντας Εφραίμ δεν πρόκειται να σημάνει το τέλος της
τράπεζας, αν ο αναγνώστης δεν πει το αμήν. Έχει περάσει μία ολόκληρη ώρα.
Κανείς δεν δυσανασχέτησε. Έτσι όλοι μετά το τέλος μπόρεσαν να αντιληφθούν και
την αξία των λόγων της προσευχής μετά την απόλυση. Ο Κύριος μας χόρτασε
με τα επίγεια αγαθά Του, μα εμείς πάντα ευχόμαστε να μην στερηθούμε της
επουρανίου βασιλείας Του. Οι έσχατες νουθεσίες, οι στοργικές παρακαταθήκες
του Αγίου Χαρίτωνος σε αυτό και μόνο αποσκοπούσαν .
Ευγενικά ο Τραπεζάρης παρακαλεί
όποιον το επιθυμεί να παραμείνει στην Τράπεζα για καθάρισμα και προετοιμασία
της επόμενης σύναξης. Είναι τόσο δυσανάλογο το πλήθος τον μοναζόντων Σεραγιωτών
με τις πολλές ανάγκες της τόσο απαιτητικής Σκήτης, που ούτε σου περνά από το
μυαλό να μην βοηθήσεις. Τι βοήθεια δηλαδή, που μόνο εσύ ωφελείσαι από κάθε
τέτοια ευλογημένη παγκοινιά. Μαζεύουμε με προσοχή τα απείραχτα περισσεύματα
σε ξεχωριστά δοχεία. Έπειτα ο Τραπεζάρης μας αναθέτει ξεχωριστά διακονήματα.
Μας δίνει δυο τεράστια παγούρια με καθαρό νερό, να γεμίσουμε τις
κανάτες σε όλα τα τραπέζια που στρώνονταν ήδη.
Νιώθουμε τόσο ξεχωριστή την
ευλογία να βοηθάμε στο ξεδίψασμα έστω των σωμάτων των αδελφών μας. Για
τις ψυχές ο Γέροντας Εφραίμ πάντα και τόσο συγκινητικά μεριμνά με τα
δακρυά του όλα να ποτίζονται και ν’ ανθίζουν. Μα έχει τρανό συμπαραστάτη και
οδηγό, τον Αρχηγό του Μοναχικού τάγματος τον Βαπτιστή του
Χριστού μας Άγιο Ιωάννη. Λίγο μετά τον εσπερινό ενός άλλου μεγάλου
αναχωρητού του Αγίου Κυριακού, θα παρατηρούσαμε άλαλοι τον ταπεινότατο
Γέροντα να δέεται όλο ζέση, με τα χέρια μονίμως υψωμένα στον
Τίμιο Πρόδρομο, την ώρα που χαρά συνειλημμένοι
καὶ φόβω ψάλλαμε
τους Χαιρετισμούς του.
῏Ω Προφῆτα
Κυρίου, Μεγαλώνυμε κήρυξ, ῾Αγίων ὑπερέκεινα πάντων τῇμικρᾷ νῦν
πρόσχες ἀπαρχῇ καὶ τῶν
δεινῶν ἁπάσης ταραχῇς ῥῦσαί
με καὶτῆς μελλούσης λύτρωσαι κολάσεως
Θεῷ βοῶντα αλληλούια·(συνεχίζεται)
Νώντας Σκοπετέας
κείμενο-φωτογραφίες http://sotiriapsixis.blogspot.gr
Για Αγιορείτικες οδοιπορίες
παρελθόντων ετών, αναζητήστε τις στο διαδίκτυο με τους εξής τίτλους:
«Επιστρέφοντας από Όρος», «Το Άγιο Όρος μέσα μας» «Μύρισε Παράδεισος», «Του Παραδείσου
τ’ όνειρο», «Η Παναγία
οικονόμησε», «Ψυχή
Ορθρία» ή στο οριζόντιο μενού του ιστολογίου μας: Ημερολόγιο Όρους.
Προηγούμενα:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου