προηγούμενο (1)
.......- Έφυγες ποτέ από το μοναστήρι σου;
- Μερικές φορές, αλλά ποτέ δεν
εξήλθα των ορίων της Μονής. Ούτε πόρτα χτύπησα ούτε άλλον Γέροντα συμβουλεύθηκα.
Εξελέγη ηγούμενος σε δύσκολη στιγμή
του μοναστηριού. Για αρκετό καιρό κάθε εβδομάδα άλλαζαν ηγούμενο. Ένας
επίτροπος δαιμονίσθηκε. Συνεχώς έφερνε προσκόμματα και σκάνδαλα στους
ηγουμένους. Από το δάσος τον κάλεσαν να αναλάβη την ηγουμενία. Ο καμωματάς
επίτροπος τον προϋπάντησε με τα εξής λόγια:
- «Συ ει ο ερχόμενος ή έτερον
προσδοκώμεν;»
Κατώρθωσε, παρά την απλότητά του, να
τον απομονώση από την διοίκηση της Μονής και ηγουμένευσε είκοσι δύο χρόνια.
Τα χρόνια της ηγουμενίας του τίποτε
δεν άλλαξε για τον γέροντα Ευδόκιμο. Ούτε η ενδυμασία ούτε η υπόδηση, όπως θα
ταίριαζε σε ηγούμενο. Τα ράσα του απλούστατα και ξεθωριασμένα. Οι συρτές
παντόφλες μόνιμα φθαρμένες και άβαφες. Και οι κάλτσες ξέφτερνες. Οι
καλοπερασάκηδες περιπαικτικά τον αποκαλούσαν «σβαρνιάρη». Η ταπεινοφορία του
γέροντα Ευδόκιμου υπήρξε παροιμιώδης στο Όρος. Και ο μοναχός Χαράλαμπος της
Δοχειαρίου περιπαικτικά «τσαρούχα» τον αποκαλούσε.
Όσον αφορά τα λειτουργικά μεγαλεία
της Εκκλησίας, που μεσουρανούν στα βασιλικά Καθολικά του Όρους, ούτε που τον
άγγιξαν. Ούτε σταυρό ούτε μανδύα ενεδιδύσκετο. Υπάρχει ανέκδοτο: του πρότειναν
το Πάσχα να φορέση μανδύα και απάντησε: «Δεν κρυώνω». Ρώτησα τον μακαριστό
γέροντα Γρηγόριο της σκήτης του Ξενοφώντος (ο οποίος ήρθε στο Όρος δεκαοκτώ
ετών το 1909 και απέθανε εκατονταετής και διακρινόταν για την αυστηρή
καλογερική του και την σωστή του κρίση) αν αυτό το έκανε από αρετή ή
περιφρόνηση της εκκλησιαστικής τάξεως. Ανενδοίαστα μου απήντησε:
- Από ταπεινοφροσύνη. Είχε ο άνδρας
αρετή. Προτιμούσε την απλή ζωή, που ταίριαζε στην καλογερική. Ο απλός μοναχικός
σκούφος του θύμιζε μοναχούς του παλιού καιρού. Οι Χιώτες την εποχή του αγίου
Μακαρίου είχαν να λένε για τον απέριττο σκούφο του επισκόπου Κορίνθου.
Του πρότεινα να του φτιάξω ράσο για
τα λαμπρόσκολα. Αποκρίθηκε:
- Εμένα δεν θα μου χρειαστή. Φτιάξε
στους νέους μοναχούς.
Έτσι έγινε. Αυτό ήταν το τελευταίο
Πάσχα της ζωής του.
Άλλοτε του προσέφερα καλογερικό
κουκούλι.
- Το δικό μου είναι καλύτερο.
- Μα έχει γίνη κουρέλι.
- Καθόλου. Είναι καλογερικό.
Στην εκκλησία ήταν πάντα πρώτος.
Πρωτύτερα από τον εφημέριο βρισκόταν στο στασίδι του. Σε όλες τις ακολουθίες
έδινε την μαρτυρία του προσευχομένου ανθρώπου. Στην λατρεία ηρέσκετο στην ορθία
στάση, καθώς ο Μέγας Βασίλειος διακελεύεται. Γι’ αυτό και τον ύπνο είχε φυγαδεύσει
από τους οφθαλμούς του. Δεν τους είδαμε ποτέ βεβαρημένους. Ήταν φιλακόλουθος.
Όταν κάποτε όλη την νύχτα περπατούσε από την Ουρανούπολη μέχρι το μοναστήρι,
περίπου δέκα ώρες, μόλις έφθασε πήρε αμέσως εφημερία, λειτούργησε και μετά πήγε
να ξεκουραστή.
Κάποια μέρα τον βρήκα συλλογισμένο.
- Γέροντα, που τρέχει ο λογισμός
σου;
- Πολύ βασανίστηκα στο μοναστήρι
μου. Εσείς όμως τυραννιέστε πιο πολύ κι από μένα.
Και αναστέναξε βαθιά ο Γέρων.
- Μέχρι τώρα καυχώμουνα για κόπους.
Από σήμερα ντρέπομαι. Γι’ αυτό, παρακαλώ τον Θεό να με πάρη όρθιο, μη σας
κουράσω. Ούτε ένα ποτήρι νερό να μη χρειαστή να μου προσφέρετε.
Έτσι και έγινε, ως το ζήτησε από τον
Θεό.
Φαίνεται όλα τα χρόνια της
καλογερικής του ουδεμία σχέση είχε με συγγενικά του πρόσωπα. Την ιδιαίτερη
πατρίδα του μια φορά την επισκέφθηκε έπειτα από τριάντα χρόνια. Ούτε και
ιδιαίτερες φιλίες διατηρούσε με κανέναν. Όλους τους θεωρούσε και τους
αποκαλούσε φίλους κι απ’ όλους ήταν ξένος.
Ο γέροντας Ευδόκιμος πέρασε στην
εποχή μας ένα σπουδαίο μήνυμα: τα μοναστήρια μας πρέπει να τα ανορθώσουμε
υλικά, όχι όμως ξημεροβραδιάζοντας στις μεγάλες πόρτες των υπουργείων και των
μεγάλων του κόσμου, αλλά εργαζόμενοι ταις ιδίαις χερσί. Ποτέ δεν είχε στους
άρχοντες και τους μεγάλους της γης εμπιστοσύνη. Όλη του την ελπίδα την άφηνε
στον άγιο Θεό, όπως ο ίδιος επανελάμβανε στις συζητήσεις του.
Τις πολλές καθαριότητες δεν τις
ήθελε. Θεωρούσε αταίριαστο πράγμα στον άνδρα να κυνηγά το σκουπιδάκι. Όταν
γίνονταν καθαριότητες, έλεγε πειρακτικά:
- Δεσπότη περιμένετε;
Και ακόμη, όταν έβλεπε ράσα
περιποιημένα, μειδιώντας έλεγε:
- «Μη πολυπλένετε τα φορέματά σας.
Θα χαλάσουν γρήγορα» λέγανε οι παλιοί.
«Το 1976 άρχισαν για τον φτωχό
Ευδόκιμο –όπως γράφει ο ίδιος- οδύνες και κακές περιστάσεις». Εξορίζεται της
Μονής του με την σύσταση να πορευθή όπου βούλεται και εκεί θα του στείλουν τα
πράγματά του. Σε ηλικία εβδομήντα ενός ετών απομακρύνεται της μετανοίας του ο
προηγούμενος ή μάλλον ο πιστός και δόκιμος εργάτης του μοναστηριού! Του
παραδόθηκαν μπροστά στην Επιστασία ένα τσουβάλι άπλυτα ρούχα. Κράτησε μόνο το
ρολόι. Τα ρούχα τα επέστρεψε. Στο τέλος του ’60 άρχισαν τα ζηλωτικά στο Άγιον
Όρος, ευκαιρίας δοθείσης από τα ανοίγματα του Οικουμενικού Πατριαρχείου με την
Ρώμη. Του κινήματος ηγήθηκαν Αγιορείτες οι τα πρώτα φέροντες στην γραφή και την
ανάγνωση. Ξεσηκώθηκαν, όπως ήταν φυσικό, οι ευλαβέστεροι και απλούστεροι. Αλλ’
όταν ήρθε η εξουσία, οι πρωτεργάτες αθέτησαν τους λόγους τους, ενώ οι
παρασυρθέντες κράτησαν την «ευαγγελικήν τόλμαν» της ομολογίας. Τους λόγους της
εξορίας του επακριβώς ποτέ δεν θέλησα να μάθω. Οι Αγιορείτες των ημερών εκείνων
ξεύρουν καλύτερα. Εκείνο που μπορώ με βεβαιότητα να καταθέσω είναι ότι η
ευθύτητα και το άκαμπτο του χαρακτήρα του συνήργησαν στην τιμωρία του και ότι
ουδέποτε προσχώρησε στους «ζηλωτές». Πάντα είχε κοινωνία με την Εκκλησία.
Κάποτε τον πείραξα:
- Πήγες στον Κυπριανό στην Φυλή.
Και μου απήντησε:
- Άλλο η φιλία και άλλο η Εκκλησία.
Διαμαρτύρομαι για τις υπερβάσεις, αλλά δεν φεύγω από την Εκκλησία.
Μακάρι όλοι οι «ζηλωτές» να ήταν σαν
τον γέροντα Ευδόκιμο. Μακάρι να έχουμε τέτοιους ζηλωτές μοναχούς, που
παραμένουν στην Εκκλησία και σαν φρόνιμα παιδιά λένε στην Μάννα –την Εκκλησία-
τον λογισμό τους, χωρίς να της γυρίζουν περιφρονητικά τα νώτα. Αυτό δεν είναι
αναρχία, αλλά πειθαρχία στην Εκκλησία. Άλλωστε, η εποχή μας χαρακτηρίζεται
εποχή διαλόγου και διαπροσωπικών σχέσεων. Αλλοίμονο αν εξορίζουμε τους μοναχούς
που έχουν ζήλο για τα πράγματα της πίστεως από τα μοναστήρια τους. Τότε αυτά θα
καταντήσουν κατασκηνωτικοί καταυλισμοί.
Πάντως, τέτοια πράγματα ας μη
συμβαίνουν στον χώρο των μοναχών, γιατί, αν είναι νέος, μπορεί να λοξοδρομήση,
και, αν είναι γέρος, μπορεί να παραφρονήση, να πέση σε γεροντικό μαρασμό μέχρι
αυτοκτονίας.
Ο ίδιος έλεγε:
- Μου κράτησε τον νου μου ο Θεός και
δεν έπαθα κακό.
Ήρθε στην πλησιέστερη μονή του
Δοχειαρίου. Με βουρκωμένα μάτια διηγείτο την πρώτη του δοκιμασία:
- Δεν με εδέχετο κανένας. Μόνο ο
αδικημένος από την φύση Χαράλαμπος μου επέτρεψε να στρώσω κουβέρτα στην γωνιά
του κελλιού του, για να πλαγιάσω.
Μαγείρευε ο Γέροντας και τρώγανε
μαζί. Ο Χαράλαμπος είχε μασίνα και σύνεργα μαγειρικής, αφού το μοναστήρι ήταν
ιδιόρρυθμο. Κάποια Κυριακή είχε ετοιμάσει βακαλάο στον φούρνο με πατάτες. Το
μεσημέρι περίμενε ο Γέροντας, αλλά που να παρουσιαστή ο Χαράλαμπος, που είχε ατέλειωτες
συζητήσεις με τους ξένους στο κιόσκι.
- Έβαλα στο πιάτο μου ένα κομματάκι
βακαλάο και δυό πατάτες. Βγαίνοντας έξω του λέγω: «Χαράλαμπε, εγώ έφαγα. Το
φαγητό είναι στον φούρνο». Σε πέντε λεπτά γύρισε και με εξύβρισε με τα
χειρότερα λόγια μπροστά στον κόσμο, πως έφαγα όλο το φαγητό και δεν άφησα
τίποτα γι αυτόν. Δεν μίλησα. Πήγα πίσω από τον ναΐσκο του Αγίου Ονουφρίου,
κάθισα πάνω στα ερείπια παλιού κτιρίου και έκλαψα πικρά.
Έκανε θελήματα στον προηγούμενο
Προκόπιο, για να τον κεράση ένα καφέ κι ένα τσίπουρο. Ο Προκόπιος δεν ζύγιζε
ούτε από τις βαρειές ούτε από τις ελαφριές. Το συνηθισμένο φαγητό του Γέροντα
ήταν παξιμάδι με θασίτικες ελιές και λίγο κρασί.
- Έφαγες ποτέ κρέας;
- Από την ώρα που έγινα μοναχός
ποτέ. Αν και βρέθηκα πολλές φορές έξω με αγιορείτικες επιτροπές, οι άλλοι
έφαγαν, εγώ ουδέποτε.
Όσα διαβάσατε μέχρις εδώ είναι απ’
όσα ο ίδιος μας διηγήθηκε ή διαβάσαμε σε προσωπικό του σημειωματάριο. Είναι και
άλλα πολλά, που σκόπιμα αποσιωπώ για την ειρήνη…
Τώρα θα σας διηγηθώ αυτά που ζήσαμε εμείς
κοντά του τα έντεκα χρόνια της εδώ παραμονής μας.
Συνεχίζεται...
του Γέροντα Γρηγορίου
Ηγουμένου της Ιεράς Μονής Δοχειαρίου
Μεταφορά στο διαδίκτυο keliotis
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου