Γνώρισα
αυτόν τον όσιο άνδρα – και κυριολεκτώ όταν λέγω όσιο – τα πρώτα χρόνια της
γνωριμίας μας με το Άγιον Όρος. Ίσως είναι ο πρώτος γνήσιος Αγιορείτης που
συνάντησα: άκακος, απροσποίητος, ανιδιοτελής, ακομμάτιστος, ευθύς, απλούστατος.
Είχε καταγωγή από το Πασαλιμάνι της Προποντίδος. Οι γονείς του λέγονταν
Κωνσταντίνος και Αναστασία Μπίτσιου. Γεννήθηκε το 1914. Ήρθε στο Άγιον Όρος
δεκατεσσάρων ετών, αφού πια μόνιμα εγκαταστάθηκαν οι δικοί του στην γείτονα
κώμη Ουρανούπολη. Αν και όλα τα μοναστικά Τυπικά επιτακτικά απαγορεύουν την
διαμονή αγενείων στα μοναστήρια, φαίνεται πως πάντα γίνονταν εξαιρέσεις, ακόμα
και σ’ αυτό το Άγιον Όρος, που ήταν πάντα άβατο στις γυναίκες. Παραβάσεις
γίνονταν κυρίως στα Κελλιά που υπήρχαν συγγενείς.
Στην
σκήτη του Βατοπαιδίου, στο κελλί του Αγίου Παντελεήμονα, είχε συγγενείς ο
γέροντας Ευδόκιμος. Άκουσε ο μικρός Λευτέρης – αυτό ήταν το βαπτιστικό του
όνομα – πως σ’ αυτό το Κελλί κάνουν καλούς λουκουμάδες – τσιριχτά όπως τα λένε
οι Ανατολίτες. Έφυγε ο μικρός από το χωριό του, την Ουρανούπολη, που τότε ήταν
πολύ μακριά από το Όρος, γιατί τα μέσα επικοινωνίας δεν τρέχανε πολύ – η
διαδρομή γινότανε συνήθως με τα κουπιά – και βρέθηκε στην Σκήτη, για να φάει
λουκουμάδες. Ήταν άραγε τόσο νόστιμοι αυτοί οι λουκουμάδες, που σαγήνευσαν τον
μικρό να τον κρατήσουνε για πάντα στο Κελλί των Γεροντάδων, και μάλιστα στην
αρχή της εφηβείας, που ο διάβολος μας δείχνει τις βασιλείες του κόσμου; Πιστεύω
πως οι καλοί λουκουμάδες ήταν ένα δόλωμα, ένα σημείο επαφής με την έρημο. Στην
πραγματικότητα το είχε μέσα του ο μικρός Λευτέρης να δοθεί στον Χριστό. Δόθηκε
στον Χριστό ολοκληρωτικά από τα τρυφερά του χρόνια μέχρι την ώρα που παρέδωσε
το σώμα του στην μάννα γη. Προτίμησε την σκληρή ζωή της Σκήτης από την
ξέγνοιαστη του χωριού. Εκείνα τα χρόνια απαγορεύονταν τα ζώα, ως μεταφορικά
μέσα, στην σκήτη του Αγίου Δημητρίου. Ανεβοκατέβαιναν πεζή στο μοναστήρι με τις
προμήθειες – τις κουμπάνιες όπως λέμε στο Όρος – στους ώμους, κάτι που συνήθως
ήταν διακονία των νέων μοναχών.
Στην
μονή Δοχειαρίου δώδεκα αδελφοί εγκατασταθήκαμε τον Ιούλιο του 1980. Επιτρέψτε
μου να τα πω αληθινά, όπως τα έζησα τα πράγματα. Για τον χώρο αυτόν ήμαστε
ακόμη ασχημάτιστοι. Τότε οι αδελφότητες που έρχονταν από έξω είχανε και κάποιο
σχήμα. Άλλες ήτανε Ζωικές, άλλες έτσι, άλλες αλλιώς. Εμείς δεν είχαμε σχήμα και
ήταν δύσκολο να πλησιάσουμε Γεροντάδες. Από τα βουνά της Ευρυτανίας, με ρίζες
βαθιές στο νησί της Πάτμου, προκαλούσαμε την αμηχανία. Τα δυο ζήτα, Ζωικός και
Ζηλωτής, δεν κάθονταν καθόλου καλά στον μετρημένο Αγιορείτη. Το πρώτο σχήμα το
φοβόταν. Το δεύτερο το απέρριπτε ασυζητητί. Ο γέρο Ευδόκιμος ήταν πάνω από
αυτά. Μας δεχόταν στο Κελλί του πανηγυρικά, μ’ όλη του την καρδιά, χωρίς να
κομπιάζη διότι ήμαστε από τους νέους, τους ξενόφερτους μοναχούς, τους
«ευσεβιστές», που ήρθαμε να διορθώσουμε τα κακώς κείμενα του Όρους. Το ότι
ήμαστε από τους νέους, ήτανε και αυτό μια δυσκολία που δεν μπορούσαμε να
ξεπεράσουμε εύκολα. Ο Γέροντας, χωρίς να κομπάζη για τις ασκήσεις του και τα
πολλά του χρόνια στον Άθωνα, μας δεχόταν ευπροσήγορα μαζί με τον υποτακτικό
του, Γερμανό μοναχό τότε και μετά την μεγαλοσχημία του Ιγνάτιο. Με ιλαρό
πρόσωπο, με ειρηνικό ύφος και καλό ήθος, μας υποδεχόταν και μας κατευόδωνε σαν
ντροπαλή παιδίσκη, λέγοντας:
-Να
δούμε πάλι πότε ο Θεός θα δώσει να ιδωθούμε.
Όχι
ότι εκείνος ήταν ο παλιός Αγιορείτης, ο πολύξερος Γέροντας, κι εμείς παιδιά.
Πάντα μας δεχόταν ταπεινά, σεβαστικά, αγαπητικά, με αληθινή αγάπη. Τίποτε το
προσποιητό δεν υπήρχε σ’ αυτόν τον άνθρωπο. Το χαμόγελο ήταν αληθινό, όχι
ψεύτικο, εκχύλισμα καρδιάς ευφραινομένης. Δεν ήταν αυτός που άλλα έλεγε εμπρός
σου και άλλα πίσω σου. Ζήσαμε πολλές καλές στιγμές κοντά του. Πάντα, όταν
πηγαίναμε στην καλύβα του, παρέθετε τράπεζα. Πολλές φορές μάλιστα μας περίμενε
να συμφάγουμε. Το συνηθισμένο του φαγητό ήταν καλαμάρια του κουτιού με φρέσκο
κρεμμύδι και μάραθο.
Καμμιά
φορά τον έπαιρνα στο τηλέφωνο, αν και δεν τα έχω καλά μ’ αυτήν την συσκευή.
-Τι
κάνεις, γέρο Ευδόκιμε;
-Υποχωρώ
εγώ, για να κερδίσω τον αδελφό μου.
Αυτό
πρέπει να κρατήσουμε στην καρδιά μας : « Υποχωρώ εγώ, για να κερδίσω τον αδελφό
μου». Ο γέρο Ευδόκιμος και ο μοναχός Ιγνάτιος δεν ήτανε στην πραγματικότητα
Γέροντας και υποτακτικός, γιατί ο δεύτερος προερχόταν από άλλο Κελλί. Όταν
απέθαναν οι Γεροντάδες του, κατέφυγε στο Κελλί του γέρο Ευδόκιμου, για να μην
είναι μόνος. Άλλες συνήθειες, άλλο ήθος είχε ο γέρο Ευδόκιμος και άλλο ο
μοναχός Ιγνάτιος. Η συμβίωση, είτε μέσα στην οικογένεια είτε μέσα στο
μοναστήρι, είναι αληθινό μαρτύριο. Το πρώτο που πρέπει να ξεπεράσουμε είναι οι
ιδιαιτερότητες του εαυτού μας, που στη γλώσσα μας την μοναχική λέγονται
ιδιορρυθμίες. Πρέπει να ταπεινωνόμαστε, να τρώμε χώμα κάθε ώρα, για να
συμπορευόμαστε ακόμα και με τα θηρία, να ζούμε με τους άλλους ειρηνικά, όποιοι
και να’ ναι. Αυτό το μαρτύριο και συγχρόνως μυστήριο της συμβίωσης ανθρώπων από
διαφόρους τόπους και ποικίλες ανατροφές, το είδα πολλές φορές στη ζωή μου και
το έζησα πέρα για πέρα. Ο γέρο Ευδόκιμος δυσκολευόταν με τον Θασίτη μοναχό
Ιγνάτιο, όμως συμβίωνε ειρηνικά, επαναλαμβάνοντας την ρήση: «υποχωρώ εγώ,
για να κερδίσω τον αδελφό μου». Και αυτό, όχι αναστενάζοντας, αλλά πάντα
έχοντας στο πρόσωπό του συνοδευτικό το γλυκύ του μειδίαμα.
Δεν κατέκρινε ποτέ κανένα. Δεν μας χάλασε τον λογισμό για κανένα μοναχό. Εκείνη
την εποχή, προτού η Μονή του γίνει κοινόβιο, όλοι της ρίχναμε λάσπη. Ο παππούς
ποτέ. Έλεγε μόνο επιγραμματικά:
-Δυσκολία
περνάμε· ο Θεός θα μας βοηθήσει.
Το
καλό το επεσήμανε και, ως Ανατολίτης, το’ λεγε με πομπώδες ύφος, για να
επαυξήσει την αξία του. Στο κακό σιωπούσε. Το άφηνε να περάσει απαρατήρητο,
αλλά το πρόσωπό του γινότανε παραπονιάρικο, λυπημένο. Δεν αγαπούσε τα λόγια των
μοναχών. Δεν δεχότανε τον φλύαρο μοναχό. «Καλός είναι, αλλά λέει πολλά». Ο
ίδιος, όταν πήγαινες στην κέλλα του, δεν σου έδινε την αίσθηση πως του λείπανε
οι κουβέντες και «τώρα που σε βρήκα ας τα πούμε». Δεν είχε μόνον τον λόγο ως
τρόπο έκφρασης, αλλά ολόκληρη την παρουσία του, όλο του το είναι. Πιο πολλά
έλεγε με την έκφρασή του παρά με τον λόγο του.
Έλαχε κάποτε στο μοναστήρι μου του Ακαθίστου. Είπε την πρώτη στάση ένας παπάς.
Την είπε με την εναλλαγή των ήχων· πρώτο, πλάγιο του πρώτου….. Είπε πολλούς
ήχους μέχρι να τελειώσει. Είδα τον γέρο δίπλα μου να μην αναπαύεται, να μη
δέχεται αυτό το πράγμα. Το σιωπηλό πρόσωπό του εξέφραζε δυσανασχέτηση. Μετά
πήγε ένας δεύτερος παπάς· μουσικολογιότατος και αυτός. Όταν τελείωσε, έδειξε
ικανοποιημένος ο γέρος. Ο παπάς τα είπε απλά’ δεν άλλαξε καθόλου ήχους. Είπε
τότε ο Γέρων:
-Έτσι
τα λέγαμε κι εμείς. Έτσι παραλάβαμε να τα λέμε.
Ο
γέρο Ευδόκιμος ήτανε πάντα πράος, και το τονίζω, πράος. Γιατί πολλοί λένε ότι
εμείς οι άγαμοι έχουμε νεύρα, έχουμε εξάψεις, αποτομίες κι εκνευρισμούς
ανεξέλεγκτους. Δεν είχε τέτοια πράγματα ο γέρο Ευδόκιμος. Γαλήνια και πραότατα
λειτουργούσε, όποιος και να τον διακονούσε και να του έψαλλε. Και πραότατα
συμπεριφερόταν. Όπως λειτουργούσε μπροστά στο Θυσιαστήριο, έτσι ακριβώς φερόταν
και στους ανθρώπους. Δεν σέβιζε μπροστά στο Θυσιαστήριο και έπειτα κακοφερνόταν
στον αδελφό του. Κοινωνούσε με τον άλλον πάντα σεβαστικά. Τον ρώτησα κάποια
φορά αν ποτέ εκνευρίστηκε και μου απάντησε:
-Δεν
θυμάμαι.
Όταν
του έκλεψαν τα καζάνια της Σκήτης, τον άκουσα να λέει:
-Τον
ευλογημένο· ας άφηνε και σ’ εμάς κανένα να κάνουμε τη γιορτή. Όλα τα
χρειαζότανε;
Στη
θεία εξομολόγηση ήταν πάντα σοβαρός, σαν τον γιατρό που με ευθύνη εξετάζει τον
ασθενή. Μετά το μυστήριο ακολουθούσε η σιωπή του Ζαχαρία. Κάποτε-κάποτε
έλεγε:
-Και
ο σημερινός άνθρωπος αγωνίζεται όπως ο παλιός, αλλά η επίδραση του κακού είναι
πάνω απ’ τις δυνάμεις του. Αν ο Θεός δεν βάλει το χέρι του, πάντες θα
καταποντισθούμε.
Σεβότανε
και πολύ πονούσε το μοναστήρι του. Το αγαπούσε σαν τον οίκο του πατρός του. Ο
λόγος του μοναστηριού του ήταν λόγος της Εκκλησίας και έπρεπε με κάθε θυσία να
τον εφαρμόσει. Όλοι οι Γεροντάδες της Μονής ήταν σοβαροί και σεβαστοί. Κανένα
δεν σχολίαζε. Σ’ όλους όλο και κάποιο καλό εύρισκε και το επαινούσε. Δεν είχε
κανένα για πέταμα.
Μέσα στο μοναστήρι του, που διακόνησε πολλές φορές ως εφημέριος, ήταν γλυκύς
στον λόγο και όμορφος στην συμπεριφορά. Δεν του άρεσε καθόλου η ερώτηση, και
μάλιστα από μοναχό, τι είναι ο ένας και τι είναι ο άλλος.
-Αδελφέ
μου –μού έλεγε- ποιος με όρισε εμένα να ξεχωρίσω την ήρα από το σιτάρι;
Όταν
ήρθε η νέα αδελφότητα, στην αρχή ήταν διστακτικός. Μου έλεγε:
-Αν
δεν τα βρω καλά, θα ‘ρθω στο μοναστήρι σου. Σας έχω περισσότερο θάρρος.
-Όχι,
Γέροντα. Κάθισε πρώτα να δεις τους ανθρώπους και μετά αποφασίζεις.
Έπειτα
όμως, όταν είδε την αδελφότητα να μεγαλύνεται, να έχει τα των μοναχών, την
λατρεία προς τον Θεό και την διακονία, αναπαύθηκε. Οσάκις συναντώμεθα, με πολύ
ενθουσιασμό μου διηγείτο τις περιποιήσεις των αδελφών, τον σεβασμό που του
έδειχνε ο άγιος ηγούμενος, τις ψαλμωδίες στην εκκλησία. Και όλα αυτά τα βίωνε
ως θαύμα της Παναγίας:
-Δεν
είχαμε, αδελφέ μου, άνθρωπο να ψάλει. Και τώρα σείεται ο ναός από νεανικές
φωνές. Δεν είναι θαύμα της Βηματάρισσας;
- Μια
βδομάδα πριν κοιμηθεί τον επισκέφθηκα στο μοναστήρι, όπου γηροκομείτο. Τον
ρώτησαν οι αδελφοί αν με γνωρίζει.
-Ναι,
είναι ο ηγούμενος του Δοχειαρίου.
Είχε
ένα βλέμμα καθαρό, ζωηρό, διαπεραστικό. Το τονίζω, καθαρό βλέμμα. Έλαμπε το
πρόσωπό του. Αν τον κοίταζες προσεκτικά στα μάτια, έβλεπες τα σύμπαντα, έβλεπες
όλη την ασκητική πορεία των Οσίων. Ο Τοθ, που ασχολήθηκε με τους νέους κι
έγραψε τα γνωστά βιβλία (τα «Αγνά Νιάτα», τον «Δεκάλογο» και άλλα), όταν θέλησε
να χαρακτηρίσει τα ωραιότερα πράγματα της Δημιουργίας, απαρίθμησε τρία: τον
έναστρο ουρανό, τα ήσυχα νερά της λίμνης –δεν είχε θάλασσα μπροστά του- και τα
αγνά μάτια του μικρού παιδιού. Εμένα, επιτρέψτε μου να προσθέσω και τα μάτια
του γέροντα Ευδόκιμου και κάθε Οσίου την στερνή του ώρα.
Ευδοκίμησε
πραγματικά, γιατί είχε πάνω απ’ όλα την εικοσιτετράωρη λατρεία. Και «υπέρ παν
άλλο –όπως διδάσκει ο αββάς Ισαάκ- την σιωπήν ηγάπησε», τα λίγα λόγια. Είχε
προσεκτική επικοινωνία με τους άλλους. Δεν άφηνε λογισμούς σε κανέναν. Είχε
όμορφο κόσμο, που δεν τον κληρονόμησε από την μάννα του, την οποία δεν γνώρισε
καθόλου, ούτε από τον πατέρα του, στο πρόσωπο του οποίου ήταν σημειωμένη η
ταλαιπωρία και η αβεβαιότητα της προσφυγιάς. Αλλά το πέτυχε από τον αγώνα που
έκανε εβδομήντα έξι χρόνια σ’ αυτόν τον τόπο που τον φύτεψε ο Θεός. Πιστεύω πως
θα βρει έλεος και θα πρεσβεύει για όλους μας.
Ο
γέρο – Ευδόκιμος είχε τον φωτισμό του Θεού. Ήτανε προσεκτικός μοναχός. Δεν
μπήκε στην χορεία των προφητών Γεροντάδων ούτε των προορατικών ούτε των
θαυματουργών ούτε….ούτε….. Έμεινε ταπεινός με κεκρυμμένη την ζωή του εν
τω Χριστώ. Γι’ αυτό, ούτε υποτακτικούς ούτε οπαδούς ούτε την φθηνή φήμη του
αγίου απέκτησε. Έμεινε πάντα ξεχασμένος πίσω από το Κρυόβουνο. Όταν τον
πλησίαζες, σού έδινε την αίσθηση: «Λάλει συ και ακούω ο δούλος σου».
Το
γεροντιλίκι για μένα έμεινε πάντα ένα μυστήριο που πολλές φορές το συζητώ με
τους μοναχούς μου: Υπάρχουν Γεροντάδες που είναι άγιοι άνθρωποι και δεν έχουνε
μήτε γάτο. Και υπάρχουν Γεροντάδες που είναι ντενεκέδες σαν κι εμένα και έχουν
υποτακτικούς και θαυμαστές ων ουκ έστιν αριθμός. Πώς γίνεται αυτό δεν μπόρεσα
να το καταλάβω.
Πάντως
ο γέρο Ευδόκιμος με την βαθιά του ταπείνωση ούτε κλίμα θαυμασμού έφτιαξε ούτε
προφητείες έλεγε και προρρήσεις. Τίποτε από αυτά τα «μεγαλεία». Ζούσε όπως οι
Άγιοι του Θεού: ταπεινά, αθόρυβα, ήσυχα, μέσα σε μια απέραντη αφάνεια. Και γι’
αυτό έμεινε μόνος. Δεν είχε υποτακτικούς. Δεν είχε συντροφιά κανένα. Συντροφιά
του ήταν ο μοναχός Ιγνάτιος και οι προαπελθόντες πατέρες και αδελφοί της σκήτης
του Αγίου Δημητρίου.
«Αχ,
αγία αφάνεια, πόσο καρπίζεις την μοναχική φυτεία!»
Ήτανε
μεγάλος πόνος το ότι είδε την ερήμωση της Σκήτης. Θλίψη αδιασκέδαστη. Το έφερε
βαρέως μέχρι τελευταία, που επί των ημερών του έβλεπε να κλείνουν τα Κελλιά και
ένα-ένα να γίνονται ένας σωρός πέτρες. Το θεωρούσε εγκατάλειψη Θεού εξ αμαρτιών
μας. Αγαπούσε τον τοίχο του. Αγαπούσε το κελλί του. Δεν του άρεσε να
περιφέρεται δώθε – κείθε. ΄Αλλωστε, αυτό παρέλαβε από τους αυστηρούς Γεροντάδες
του. Δεν του επέτρεπαν να γυρίζει, να γειτονεύει, να ακούει και να μεταφέρει
νέα. Τηρούσαν τον κανόνα του Μεγάλου Παχωμίου: «Μη μεταφέρης λόγον από αγρού
εις αγρόν». Ελάχιστες φορές εξήρχετο του Όρους. Όταν έβγαινε, γινότανε
λιτανεία, γιατί το να βγει αυτή η «πανάρχαια εικόνα» έξω δεν ήταν συνηθισμένο
πράγμα.
Επαναλαμβάνω:
αγαπούσε τον τοίχο του, αγαπούσε το Κελλί του. Και, όταν κάηκε από κάποιους
περιπατητικούς μοναχούς, πολύ τραυματίστηκε και πολύ κουράστηκε ψυχικά. Του λέω
μια φορά:
-Πάμε
στην Σκήτη;
-Τι
να δω; Το καμένο μου Κελλί;
Ήξερε ο γέρο- Ευδόκιμος την μαθητεία του κελλιού και αγαπούσε τη γωνιά του.
Είχε τον τρόπο του, όπως έλεγε, να γεμίζει τις είκοσι τέσσερις ώρες της νύχτας
και της ημέρας.
Είχε σπουδάσει κοντά στους Γεροντάδες του και την ζωγραφική και το χρύσωμα των
τέμπλων. Στο κελλί του υπήρχε πίνακας που παρίστανε σιδηρόδρομο.
-Τι
είναι αυτό, Γέροντα;
-Είναι
ανάμνηση των παιδικών μου χρόνων. Είναι ο σιδηρόδρομος που πάει στην Πάτρα,
όπως τον έβλεπα στο Αίγιο, όπου πρωτοεγκατασταθήκαμε.
Ο κήπος του ήταν πάντα φροντισμένος. Έδινε τον καρπό αυτού εν τω καιρώ αυτού.
Το αμπέλι και τα δένδρα είχαν ευλογία. Κουβαλούσαν οι Γεροντάδες φυλλώματα από
το δάσος, για να τα κοπρίσουν. Και τα μονοπάτια που οδηγούσανε στο Κυριακό
πρόδιδαν παρουσία φίλεργου και φιλόκαλου νοικοκύρη. Παρά το γήρας του δεν
εφείδετο κόπων να τα περιποιείται. Οι καλογερικές δουλειές δεν είναι μέριμνα
που σκορπίζει τον νου του μοναχού. Είναι μέσον ισορροπίας των ψυχικών και των
σωματικών δυνάμεων.
Στην
ταφή του, με πολύ πόνο θάψαμε ένα από τα τελευταία παιδιά του Όρους. (Παιδί του
Όρους ήταν και ο γέρο Διονύσης ο Φιρφιρής. Επτά ετών ήρθε. Ίσως υπάρχουν ακόμα
μερικά τέτοια παιδιά στον Άθωνα· δεν το γνωρίζω.) Τα ενενήντα του χρόνια δεν
μετρίασαν την θλίψη μας. Αλήθεια, από τούδε θα ‘χουμε παιδιά του Όρους;
Παιδιά που να μαθητεύουν από την αρχή στον Γέροντα και μόνον; Όχι, αφού
μαθητεύσουν πρώτα σ’ όλα τα σχολειά του κόσμου, έπειτα να’ ρθουνε στο ιερό
φροντιστήριο του ΄Αθωνα. Καλό είναι κι αυτό, αλλά πάντα θα έχουνε θολά τα
μάτια. Σαν έχεις παιδιά του Όρους, αγαπάνε τον τόπο, έχουνε και τα δυο πόδια
στο κελλί τους. Αγαπάνε τους Γεροντάδες. Αγαπάνε την άσκηση. Αγαπάνε την ζωή
των μοναχών. Φροντίζουνε τον τόπο. «Και τον χουν αυτών οικτιρήσουσιν». Έχουν
όλη την ζωή τους στον Κύριο παραθεμένη.
Την
ευχή του να έχουμε και ας είναι υπόδειγμα ζωής σε όλους. Αμήν.
ΠΗΓΗ: Μορφές
που γνώρισα να ασκούνται στο σκάμμα της Εκκλησίας.
του Γέροντα Γρηγορίου
Ηγουμένου της Ιεράς Μονής Δοχειαρίου
(Έκδοση Ι.Μ.Δοχειαρίου.Άγιο
Όρος 2010.)
Μου άρεσε η περιγραφή.
ΑπάντησηΔιαγραφήΉταν ειλικρινής.
Δεν υπήρχε ...δηθενιά στο πορτραίτο του Ευδόκιμου, δεν τις αντέχω τις ωραιοποιήσεις και τις δηθενιές στους βίους,αμάν έλεοςςςςς!
Θεωρώ βασικότατη και συνάμα ΜΕΓΑΛΕΙΩΔΗ τη πρακτική που έχω ΔΕΙ και λαικούς, εγγάμους, άντρες και γυναίκες ευλογημένους, να την τηρούν:
-Τι κάνεις, γέρο Ευδόκιμε;
-Υποχωρώ εγώ, για να κερδίσω τον αδελφό μου.
.....................
Και "φορούσε" και όνομα λατρεμένο:
Το όνομα του αγίου Ευδόκιμου του Μαγείρου που αξιώθηκε από ζωντανός να δρέψει τα φρούτα του Παραδείσου μαζί με τον γεροντά του.
-Γέροντα Ευδόκιμε, πρέσβευε, σε παρακαλώ για τα χαμένα παιδιά που είμαστε όλοι μας.
..............Μου θύμισε η φράση του επίσης, την ευλογημένη Γερόντισσα Γαβριηλία την ιεραπόστολο
που εξηγούσε ότι η ίδια
ΔΕΝ ΥΠΗΡΧΕ,
ΟΤΑΝ ΒΡΙΣΚΟΤΑΝ ΜΑΖΙ ΜΕ ΚΑΠΟΙΟΝ ΑΛΛΟΝ.
ΥΠΗΡΧΕ ΜΟΝΟ Ο ΑΛΛΟΣ! Τόσο αφάνιζε από διάθεση αγάπης και προσφοράς το εγώ της.
Τέτοια ενσυναίσθηση διέθετε!
Τέτοια ευλογημένη ΕΦΑΡΜΟΓΗ.
Γινόταν και η Γαβριηλία, "τοις πάσι τα πάντα ίνα πάντως τινάς σώση"...
Μακάρι να της αποδοθεί εκατονταπλάσιος ο θησαυρός της καρδιάς της..
...............