Ὁ ἅγ. Εὐθύμιος
πατριάρχης Τυρνόβου.
Τοιχογραφία τοῦ 1864 στή μονή Ἀράπο Βουλγαρίας
|
τοῦ μοναχοῦ Παταπίου Καυσοκαλυβίτου (*)
Μετά τήν ἐρήμωση τῶν Παρορίων οἱ μαθητές τοῦ ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου
καί οἱ λοιποί μοναχοί κατευθύνθηκαν σέ νέους τόπους ἀσκήσεως, διαδίδοντας καί ἐκεῖ τήν ἡσυχαστική διδασκαλία. Ὅπως γράφει
χαρακτηριστικά ὁ βιογράφος
τοῦ ὁσίου Μαξίμου
τοῦ Καυσοκαλύβη, ὅσιος
Θεοφάνης Περιθεωρίου, οἱ μαθητές τοῦ ὁσίου
Γρηγορίου «ἐξανέτειλαν ὡς φαιδροί ἀστέρες μετά τήν ἐκείνου
κοίμησιν...καί τά πέρατα κατεκόσμησαν».
Ὁ ὅσιος Ρωμύλος
ὁ ἐκ Βιδινίου,
κατέφυγε ἀρχικά στή Ζαγορά, στήν περιοχή Μόγκρι, πού ἀπεῖχε
«διαστήματος ἡμέρας μιᾶς τοῦ Τυρνόβου», ὅπου αὐτός, ὁ βιογράφος
του ὅσιος Γρηγόριος ὁ Νέος καί ὁ μοναχός Ἰλαρίων ζοῦσαν σέ κελλιά, πού βρίσκονταν σέ ἀπόσταση μεταξύ τους. Ἀργότερα ἀναχώρησε γιά τό Ἅγιον Ὄρος, ὅπου
παρέμεινε μέχρι τό 1371. Ἔπειτα, ἐγκαταλείποντας τόν Ἄθω, ἔφθασε στόν Αὐλώνα καί ἀπό ἐκεῖ κατέληξε ὅπως εἴδαμε στή μονή τῆς Θεοτόκου
Ραβενίτζας στή Σερβία μεταλαμπαδεύοντας στό σερβικό μοναχισμό τήν ἡσυχαστική πρακτική.
Ὁ ὅσιος
Θεοδόσιος, ἀφοῦ δέν ἀποδέχθηκε τήν πρόταση τῆς ἀδελφότητας, νά διαδεχθεῖ τόν κοινό
τους διδάσκαλο ὅσιο Γρηγόριο
Σιναΐτη, ἀναχώρησε στό Ἅγιον Ὄρος, τόσο γιά νά γνωρίσει ἐκεῖ κι ἄλλους ἐπιφανεῖς ἡσυχαστές
μοναχούς ὅσο καί γιά νά συγκεντρώσει ἑλληνικά κείμενα τόσο λειτουργικά ὅσο καί σχετικά περί τῆς ἡσυχαστικῆς θεωρίας
καί πράξης, προκειμένου αὐτά νά
χρησιμοποιηθοῦν πρός ἔλεγχο τῶν παλαιότερων μεταφράσεων στή παλαιοσλαβική καθώς καί
στήν ἐκπόνηση νέων μεταφράσεων. Τέλος, ὁ ὅσιος
Θεοδόσιος ἐγκαταλείποντας τόν Ἄθω, κατέληξε
-ὕστερα ἀπό
περιπλανήσεις στή Θεσσαλονίκη, τή Βέρροια, τήν Κωνσταντινούπολη, τά Παρόρια καί
τό ὄρος Ἔμμονα κοντά
στή θρακική πόλη Μεσημβρία στόν Εὔξεινο Πόντο-
στήν πατρίδα του Τύρνοβο, στήν περιοχή Κελιφάρεβο, πού βρίσκεται σέ μικρή ἀπόσταση νότια τοῦ Τυρνόβου. Ἐκεῖ ἵδρυσε μέ τήν ὑποστήριξη τοῦ τσάρου Ἰωάννου Ἀλεξάνδρου τή μονή τοῦ Κελιφάρεβο,
στήν ὁποία καί κατεστάθη πρῶτος ἡγούμενος. Ἡ φήμη καί
πνευματική ἀκτινοβολία τόσο τοῦ ἰδίου ὅσο καί τοῦ μοναστηριοῦ ἦταν μεγάλη, ὄχι μόνο
στούς Βουλγάρους, ἀλλά καί
στούς Σέρβους, τούς Βλάχους καί στούς Ἕλληνες τῶν περιχώρων τῆς
Μεσημβρίας. Γύρω του συγκεντρώθηκε ἕνας κύκλος
πενήντα περίπου μαθητῶν, στούς ὁποίους μετέδωσε τίς ἀρχές τοῦ Ἡσυχασμοῦ. Ἔτσι ἡ μονή τοῦ Κελιφάρεβο
καθιερώθηκε ὡς τό σπουδαιότερο κέντρο τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς στή
Βουλγαρία, τό ὁποῖο μάλιστα
συνέχιζε τήν παράδοση τῶν Παρορίων.
Μέ τήν ἀρωγή μάλιστα καί τοῦ τσάρου Ἰωάννου-Ἀλεξάνδρου, ἡ μονή, ἐκτός κέντρο
καλλιέργειας τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς ἐξελίχθηκε πολύ γρήγορα σ’ ἕνα ἀπό τά
σημαντικότερα πνευματικά-πολιτιστικά κέντρα τῆς
Βουλγαρίας, ὅπου καλλιεργοῦνταν μέ ἰδιαίτερο ζῆλο τά
γράμματα. Ὁ ἴδιος μάλιστα
ὁ ὅσιος
Θεοδόσιος μετέφρασε στά σλαβικά τό ἔργο τοῦ ὁσίου
Γρηγορίου Σιναΐτου «Κεφάλαια δι’ ἀκροστιχίδος».
Ὁ ὅσιος
Θεοδόσιος μέ τή μαχητική καί χαρισματική του προσωπικότητα, τό κύρος καί τήν αὐθεντία του καί μέ σύμμαχο τόν τσάρο Ἰωάννη Ἀλέξανδρο, ὁ ὁποῖος ἔτρεφε γι’ αὐτόν μεγάλο σεβασμό, συνέβαλε σέ μεγάλο βαθμό στήν ἐπιτυχή ἀντιμετώπιση
πολλῶν ἀπό τίς αἱρέσεις πού εἶχαν ἀναφανεῖ τήν ἐποχή ἐκείνη στή
Βουλγαρία ὅπως τῶν αἱρετικῶν ἰδεῶν τοῦ Βαρλαάμ καί τοῦ Ἀκινδύνου, τοῦ Βογομιλισμοῦ, τοῦ Ἀδαμιτισμοῦ, τῶν αἱρετικῶν Πυρόπουλου καί Θεοδοσίου Φουντούλ καθώς καί στήν
καταδίκη τῶν ἀντιχριστιανικῶν κινήσεων τῶν Ἑβραίων τοῦ Τυρνόβου.
Περί τό 1359/60 καί ἐξ αἰτίας τῶν τουρικῶν ἐπιδρομῶν, ἐγκαταστάθηκε
γιά τρία χρόνια σέ σπήλαιο κοντά στό Τύρνοβο. Περί τό 1361/1362 ὁ ὅσιος
Θεοδόσιος ἔστειλε μαζί μέ τό συνασκητή του μοναχό Ρωμανό ἐπιστολή πρός τόν οἰκουμενικό
πατριάρχη Κάλλιστο Α΄ μέ τήν ὁποία τόν ἐνημέρωναν μέ ἀγωνία γιά
διάφορες κανονικές καί λειτουργικές παρατυπίες πού συνέβαιναν στήν Ἐκκλησία τῆς
Βουλγαρίας, ἐπί πατριάρχου Θεοδοσίου. Τό Πατριαρχεῖο μέ ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ἀπάντησε στήν
παραπάνω ἐπιστολή. Ἐπιπλέον ὁ ὅσιος
Θεοδόσιος, παραλαμβάνοντας τέσσερεις ὑποτακτικούς
του ἀναχώρησε γιά τήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου φιλοξενήθηκε προσωπικά ἀπό τόν πατριάρχη ἅγιο Κάλλιστο
Α΄, πρῶτα στά Πατριαρχεῖα καί ἀργότερα στή μονή τοῦ Ἁγίου Μάμαντος. Τέλος, ἐκοιμήθη στήν
Κωνσταντινούπολη στίς 27 Νοεμβρίου 1962/63, ἀφοῦ πρῶτα εἶχε δώσει τίς τελευταῖες του ὑποθῆκες καί εὐλογίες στούς μαθητές του. Στήν ἐξόδια ἀκολουθία του
προεξῆρχε ὁ ἴδιος ὁ πατριάρχης ἅγιος Κάλλιστος καί ἡ Ἱερά Σύνοδος. Ἀνάμεσα στούς
μαθητές τοῦ ὁσίου
Θεοδοσίου γνωστότεροι εἶναι ὁ ἱερομόναχος
Διονύσιος ‘‘ὁ ἐξαίσιος’’, ὁ ἅγιος
Κυπριανός μετέπειτα μητροπολίτης Μόσχας καί πάσης Ρωσίας (1390-1406) καί ὁ ἅγιος Εὐθύμιος μετέπειτα πατριάρχης Τυρνόβου.
Ὁ ἅγιος Εὐθύμιος πατριάρχης Τυρνόβου (1375-1393), ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε μία ἀπό τίς κορυφαῖες
προσωπικότητες τοῦ σλαβικοῦ κόσμου κατά τό 14ο αἰ. Ἔγινε μοναχός
σέ κάποια ἀπό τίς μονές τοῦ Τυρνόβου,
τό πιθανότερο, τή μονή τῆς Θεοτόκου Ὁδηγητρίας· σπουδαίο μοναστικό κέντρο κατά τό α΄μισό τοῦ 14ου αἰ. Ὁ ἅγιος Εὐθύμιος, ἀσκήτευσε ὡς νεαρός μοναχός στή μονή Κελιφάρεβο πού εἶχε ἱδρύσει ὁ γέροντάς του ὅσιος
Θεοδόσιος ὁ Τυρνοβίτης περί τό 1350. Ὁ ἅγιος Εὐθύμιος παρέμεινε στό Κελιφάρεβο μέχρι τό 1363, ὅταν ἀκολούθησε
τόν γέροντά του ὅσιο Θεοδόσιο
στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ὁ πατριάρχης Κάλλιστος Α΄ τούς δέχθηκε μέ ἰδιαίτερες τιμές καί τούς φιλοξένησε στή μονή τοῦ Ἁγίου
Μάμαντος. Ἐκεῖ, στίς 27
Νοεμβρίου τοῦ 1363, ὁ ὅσιος Θεοδόσιος τέλειωσε τήν ἐπίγεια ζωή του. Μετά τό θάνατο τοῦ ὁσίου
Θεοδοσίου, ὁ Εὐθύμιος ἀποφάσισε νά παραμείνει γιά ἕνα διάστημα στήν Κωνσταντινούπολη. Στά πλαίσια αὐτά, ἐγκαταβίωσε
γιά ἕνα διάστημα καί στή μονή Στουδίου. Στή Βασιλεύουσα, ὁ ὅσιος Εὐθύμιος εἶχε τή
δυνατότητα νά μελετήσει στίς πλούσιες βιβλιοθῆκες της τήν ἑλληνική γλώσσα καί τή βυζαντινή γραμματεία, ἀλλά καί νά ἐξοικειωθεῖ μέ τή λατρευτική καί λειτουργική βυζαντινή παράδοση.
Περί τό
1364-5 ὁ Εὐθύμιος ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη μετέβη στό Ἅγιον Ὄρος ὅπου στήν ἀρχή ἐγκαταστάθηκε, σύμφωνα μέ τή σύγχρονη ἔρευνα, στή Μεγίστη Λαύρα. Ἐκεῖ, τό πιθανότερο, γνωρίστηκε μέ τόν ἅγιο Φιλόθεο τόν Κόκκινο, τοῦ ὁποίου τό
λειτουργικό ἔργο τόν ἐπηρέασε σέ
σημαντικό βαθμό καί στήν ὁποία διέμεινε
ἐπί πέντε ἔτη. Ἀργότερα ἀσκήθηκε καί
στόν πύργο τῆς Σελινοῦς τῆς περιοχῆς τῆς μονῆς Ζωγράφου.
Στόν Ἄθω, ὅπου παρέμεινε γιά
μία ἑπταετία, ἐπιδόθηκε
στίς μεταφράσεις ἐκκλησιαστικῶν βιβλίων, παίρνοντας παράλληλα ὅλα ἐκεῖνα τά ἀναγκαῖα ἐφόδια, πού θά τόν βοηθοῦσαν ἀργότερα, ὡς Πατριάρχης Τυρνόβου, νά θέσει τίς βάσεις γιά τίς γλωσσικές καί ἐκκλησιαστικές μεταρρυθμίσεις πού πραγματοποιήθηκαν μέ τή δική του συμβολή, κατά τό 14ο αἰ., στήν πατρίδα του τή Βουλγαρία. Τό 1371 ἡ καρποφόρα αὐτή ἀθωνική
περίοδος τοῦ Εὐθυμίου ὁλοκληρώθηκε μέ δυσάρεστο γι’ αὐτόν τρόπο, ἀφοῦ ἐξορίστηκε
στή Λήμνο ἀπό τόν φιλενωτικό αὐτοκράτορα Ἰωάννη Ε΄ Παλαιολόγο, πιθανόν λόγω τῆς ἀκραιφνοῦς ὀρθόδοξης
στάσης τοῦ Εὐθυμίου.
Γρήγορα ὅμως ὁ αὐτοκράτορας ἀνακάλεσε ἀπό τήν ἐξορία του
τόν ἅγιο Εὐθύμιο, ὁ ὁποῖος καί ἐπανῆλθε γιά λίγο στόν Ἄθω. Τήν ἴδια ὅμως χρονιά ὁ Ἅγιος ἐπέστρεψε στήν πατρίδα του, ἔχοντας μαζί του μιά πλούσια συγκομιδή ἐμπειριῶν καί
γνώσεων ἀπό τήν παραμονή του στά μεγάλα πνευματικά κέντρα τοῦ βυζαντινοῦ κόσμου. Στή
Βουλγαρία ἐγκαταστάθηκε ὡς ἡγούμενος στή νεοϊδρυμένη μονή τῆς Ἁγίας
Τριάδος, ἡ ὁποία ἔγινε ἐπίκεντρο
μεγάλης πνευματικῆς ἀναγεννήσεως στή Βουλγαρία τοῦ 14ου αἰ. Τό 1375 ὁ ἅγιος Εὐθύμιος ἐκλέγεται
Πατριάρχης Τυρνόβου, θέση ἀπό τήν ὁποία συνέβαλε στήν ἀποκατάσταση
τῶν διαταραγμένων σχέσεων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Βουλγαρίας μέ τό Οἰκουμενικό
Πατριαρχεῖο, τήν ἀντιμετώπιση
τῶν αἱρετικῶν Βογομίλων, τήν ἠθική ἀνόρθωση τῶν κληρικῶν καί τοῦ ποιμνίου
του καί τήν ἀνακούφιση τῶν πτωχῶν.
Ὁ ἅγιος Εὐθύμιος ὅμως εἶχε καί τό θλιβερό προνόμιο νά εἶναι ὁ τελευταῖος πατριάρχης τοῦ Τυρνόβου,
καθώς τό 1393 οἱ Τούρκοι
κατέλυσαν τό Βουλγαρικό κράτος. Ὁ Ἅγιος, περί τό 1394, ἐξορίστηκε ἀπό τούς κατακτητές κάπου στή Βορειοδυτική Θράκη, ὅπως δέχονται οἱ
περισσότεροι ἐρευνητές, τό πιθανότερο στή μονή τῆς Θεοτόκου τοῦ Μπάτσκοβο.
Στή μονή αὐτή καί γύρω ἀπό τόν ἅγιο Εὐθύμιο δέν ἄργησε νά δημιουργηθεῖ ἕνας κύκλος μαθητῶν πού
συνέχισε τή φιλολογική δραστηριότητα τῆς σχολῆς τοῦ Τυρνόβου. Ἀφήνοντας ἕνα πλούσιο
συγγραφικό ἔργο, κυρίως ἁγιολογικό,
μεταφραστικό καί λειτουργικό, ἐκοιμήθη περί
τίς ἀρχές τοῦ 15ου
αἰ.
(συνεχίζεται......)
(*)
Ὁλόκληρη ἡ μελέτη τοῦ μοναχοῦ Παταπίου Καυσοκαλυβίτου: «Ἁγιορειτικές ὁσιακές μορφές στή Θράκη τοῦ 14ου αἰ.», δημοσιεύθηκε στά Πρακτικά τοῦ 4ου Διεθνοῦς Συμποσίου Θρακικῶν Σπουδῶν: Βυζαντινή Θράκη. Μαρτυρίες καί Κατάλοιπα. Κομοτηνή,
18-22 Ἀπριλίου 2007, στό: Byzantinsche Farschulngen 300 XXX (2011), σσ. 277-326, πίνακες 801-807.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου