Μια από τις κύριες μέριμνες των ιδρυτών και κτιτόρων των
αγιορείτικων μοναστηριών, αλλά και άλλων ιερών καθιδρυμάτων, όπως οι σκήτες,
προκειμένου να εξασφαλίσουν την αυτάρκειά τους, για την κάλυψη των βασικών
αναγκών διαβιώσεως των ενασκουμένων σε αυτά πατέρων, ήταν ανέκαθεν η οικοδόμηση
μύλων για την άλεση των σιτηρών που χρησίμευαν στην παραγωγή ψωμιού. Καθώς οι
συνθήκες της πλούσιας σε τρεχούμενα νερά αθωνικής χερσονήσου ήταν πρόσφορες,
στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι μύλοι αυτοί ήταν νερόμυλοι.
Σαφής αναφορά σε έναν τέτοιο «κτιτορικό» νερόμυλο υπάρχει ήδη από
τον 10ο αιώνα, στο Βίο του ιδρυτή της Μεγίστης Λαύρας και πατέρα του
κοινοβιακού αθωνικού μοναχισμού, του Αγίου Αθανασίου.
Σχεδόν όλα τα αγιορείτικα μοναστήρια διέθεταν νερόμυλο, ορισμένα
μάλιστα από αυτά, όπως η Μεγίστη Λαύρα και το Βατοπέδι, είχαν περισσότερους από
έναν, συχνά χτισμένους σε συγκροτήματα, «εν σειρά».
Για την επιλογή της τοποθεσίας όπου κτίζονταν οι νερόμυλοι,
σημαντικός παράγοντας, όπως είναι φυσικό, ήταν η ύπαρξη κατάλληλης παροχής
νερού. Αυτή εξασφαλιζόταν, είτε από ρεύματα που «κατέβαζαν» όλο το χρόνο είτε
από δεξαμενές που αποταμίευαν το νερό ρεμάτων ή πηγών. Από αυτές το νερό
ερχόταν μέσω υδραγωγείων, συχνά ιδιαίτερα εντυπωσιακών χάρη στο μέγεθος και την
κατασκευή τους. Λόγοι ευκολίας στις μεταφορές αλλά και ασφάλειας από τις
πειρατικές και τις ληστρικές επιδρομές οδήγησαν στην οικοδόμηση των νερόμυλων
όσο γινόταν πιο κοντά στα οικοδομικά συγκροτήματα των Μονών. Σε μια μάλιστα
περίπτωση, στη Μονή Ξενοφώντος, ο νερόμυλος βρισκόταν μέσα στον περίβολο του
μοναστηριού.
Αρχιτεκτονική
Οι περισσότεροι αγιορείτικοι νερόμυλοι στεγάζονταν σε κτίρια
κατασκευασμένα με προθέσεις πολύ υψηλότερες από τα πιο πολλά αντίστοιχά τους
στην υπόλοιπη Ελλάδα. Οι διαστάσεις τους ήταν συχνά μεγάλες, κάποτε μάλιστα
πρόκειται για υπερμεγέθη κτίρια (όπως ο νερόμυλος της βατοπεδινής σκήτης του
Αγίου Ανδρέα) ή και μικρά κτιριακά συγκροτήματα (όπως οι νερόμυλοι της Μονής
Αγίου Παντελεήμονος Ρωσσικού).
Ο νερόμυλος της Ι. Σκήτης του Αγίου Ανδρέα
φωτ. Σταύρου Μαμαλούκου
|
Ο νερόμυλος της Ι. Μονής Αγίου Παντελεήμονος
φωτ. αρχών 20ου αι.
|
Στις πιο πολλές περιπτώσεις είχαν τρεις στάθμες: στην κατώτατη
στάθμη ήταν εγκατεστημένος ο κινητικός μηχανισμός του μύλου, στη μεσαία
βρισκόταν ο αλεστικός μηχανισμός και χώροι προσωρινής φυλάξεως του καρπού και
του αλέσματος και στην ανώτατη στάθμη βρισκόταν οι χώροι διαμονής του μυλωνά,
που ήταν συνήθως διακονητής μοναχός.
Με βάση την κατασκευή και την μορφολογία τους, τα κτίρια που
στέγαζαν τους αγιορείτικους νερόμυλους εντάσσονται στη ομάδα των μικρών,
βοηθητικών μοναστηριακών κτισμάτων της αθωνικής αρχιτεκτονικής. Τα παλαιότερα
από αυτά, που χρονολογούνται από τον πρώιμο 19ο αιώνα ως το τρίτο
τέταρτό του, είναι χτισμένα με τους τρόπους της τοπικής «παραδοσιακής»
οικοδομικής. Τα νεώτερα, που τοποθετούνται χρονικά στα τέλη του 19ου
και τις αρχές του 20ου αιώνα, έχουν δεχθεί επιδράσεις -σε επιμέρους
κυρίως στοιχεία τους- κατ' αρχάς από τον λαϊκό κλασικισμό που απαντά στα
Βαλκάνια και στη Μικρά Ασία, αλλά και από την αρχιτεκτονική των ρωσικών
κτισμάτων της εποχής στον Άθωνα. Στην κατασκευή τους έχουν χρησιμοποιηθεί
τοπικά υλικά, κυρίως η πέτρα και το ξύλο και στη συνέχεια, στα νεώτερα χρόνια,
το σίδερο και η λαμαρίνα.
Εξοπλισμός
Όλοι ανεξαιρέτως οι παλαιότεροι, αλλά και οι περισσότεροι από τους
νεώτερους αγιορείτικους νερόμυλους είναι του λεγόμενου «ανατολικού» ή
«ελληνικού» τύπου, έχουν δηλαδή οριζόντια φτερωτή. «Ρωμαϊκού» τύπου με
κατακόρυφη φτερωτή, είναι ορισμένοι από τους νεώτερους νερόμυλους, όπως ο επάνω
μύλος της Μονής Βατοπεδίου και ο μύλος του Σεραγίου, ο οποίος διαθέτει μια
πραγματικά τεραστίων διαστάσεων ροδάνα. Μια απλή εξέταση των στοιχείων του
εξοπλισμού -όπως οι σιδερένιες φτερωτές, οι καλοφτιαγμένες ξύλινες κατασκευές
για την τοποθέτηση των μυλοπετρών και τα προηγμένα συστήματα ανατροπής τους-
που διατηρούνται ως τις μέρες μας στους αγιορείτικους νερόμυλους, φανερώνουν το
πράγματι υψηλό, σε σχέση με το αντίστοιχο της υπόλοιπης προβιομηχανικής και
πρωτοβιομηχανικής Ελλάδας, επίπεδο της τεχνολογίας των αθωνικών εργαστηρίων.
Η εντατική προσπάθεια για τη συντήρηση και τον εκσυγχρονισμό,
όποτε αυτό απαιτούνταν, των μύλων παρέμεινε συνεχής και αδιάσπαστη σε όλη τη
μακρά περίοδο της προβιομηχανικής και πρωτοβιομηχανικής εποχής της ζωής του
Αγίου Όρους. Χαρακτηριστική όσο και χαριτωμένη εικόνα της αντιλήψεως αυτής μας
δίνει η κτιτορική επιγραφή του νέου μύλου της Μονής Βατοπεδίου, η οποία
αναφέρει:
«ΜΎΛΟς Ως ΊΠΠΟΣ ΠΤΕΡΩΤΌς ΚΙΝΟΎΜΕΝΟς ΑΛΈΘΕΙ ΣΊΤΟΝ ΔΙΑ ΤΟΥ ΎΔΑΤΟς
ΚΑΙ ΠΑΝΤΑς ΔΙΑΤΡΕΦΕΙ. ΟΎΤΟς ΔΑΠΆΝΑΙς ΙΔΡΥΤΑΊ Της ΤΟΥ ΒΑΤΟΠΕΔΊΟΥ ΕΠΊ ΤHς ΘΈΣΕΩς
ΑΥΤΗς ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΎ ΚΤΙΡΙΟΥ ΜΕ ΝΈΑΝ ΌΜΩς ΜΈΘΟΔΟΝ ΚΟΜΨΌΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΈΧΝΗΝ ΤΑΧΕΊΑΝ
ΈΧΩΝ ΚΊΝΗΣΙΝ ΚΑΙ ΠΡΟΞΕΝΕΊ ΚΑΙ ΤΈΡΨΙΝ. ΕΝ ΈΤΕΙ ΤΩ ΧΙΛΙΟΣΤΏ ΚΑΙ ΤΩ ΟΚΤΑΚΟΣΙΟΣΤΏ
ΕΞΗΚΟΣΤΏ ΈΝΝΑΤΩ ΕΝ ΤΩ ΜΉΝΙ ΔΈΚΑΤΩ».
Οι συνθήκες, ωστόσο, της ζωής και της παραγωγής που γνώριζε ο
ανώνυμος ποιητής της επιγραφής του βατοπεδινού μύλου έχουν σήμερα αλλάξει. Οι
νερόμυλοι έχουν και στο Άγιον Όρος από καιρό πάψει πια να λειτουργούν. Τα
κτίσματά τους, όσα δεν έχουν ακόμη καταρρεύσει από την εγκατάλειψη ή αλλοιωθεί
από επισκευές για την ένταξη στο εσωτερικό τους νέων χρήσεων, στέκουν έρημα και
άχρηστα, περιμένοντας τη φροντίδα που αξίζουν ως αξιόλογα μνημεία της
προβιομηχανικής τεχνολογίας της πατρίδας μας και κατάλοιπα του εξαιρετικά
σημαντικού εθνογραφικού πλούτου του Περιβολιού της Παναγίας.
Κείμενο: Σταύρου Μαμαλούκου
Αρχιτέκτονα - Αναστηλωτή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου