Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με.
Η καρδιά του ανθρώπου είναι το
κέντρο των υπέρ φύσιν, των κατά φύσιν και των παρά φύσιν κινήσεων. Τα πάντα
ξεκινούν από την καρδιά. Εάν η καρδιά του ανθρώπου καθαρισθή, βλέπομε τον Θεό.
Πως όμως θα ιδούμε τον Θεό; Μήπως ο Θεός είναι ανθρωπόμορφος; Έχει σχήμα
ανθρώπου; Όχι! Ο Θεός είναι αθεώρητος, ο Θεός είναι Πνεύμα. Δύναται όμως να
βασιλεύση και στην καρδιά του ανθρώπου, όταν αυτή γίνη δεκτικό δοχείο. Για να
γίνη δεκτικό δοχείο η καρδιά του ανθρώπου, πρέπει να γίνη καθαρή από λογισμούς
ακάθαρτους. Για να καθαρισθή όμως η καρδιά, πρέπει να μπη σ’ αυτήν κάποιο
φάρμακο. Το φάρμακο αυτό είναι η προσευχή. Όπου πηγαίνει ο βασιλεύς, διώκονται
οι εχθροί, και όταν μπη στην καρδιά ο Χριστός, το όνομά Του το Άγιο,
φυγαδεύονται των δαιμόνων οι φάλαγγες. Όταν ενθρονισθή μέσα καλά-καλά ο
Χριστός, τότε υπακούουν τα πάντα.
Όπως όταν ένας βασιλεύς κυριεύση ένα κράτος
και πάη και ενθρονισθή στην πρωτεύουσα, τότε θα υποτάξη όλους τους επαναστάτες
με τους στρατιώτες του. Δηλαδή θα καταδιώξη τους εχθρούς και θα καθησυχάση το κράτος
από τις εσωτερικές ανωμαλίες και τότε θα επέλθη ειρήνη. Ο βασιλεύς κάθεται στο
θρόνο του και βλέπει ότι όλα είναι υποτεταγμένα και υποτελή. Τότε χαίρεται και
αγάλλεται βλέποντας ότι ο κόπος και η μάχη τελείωσαν και έφεραν την υπακοή και
την ειρήνη και όλα τα επιτεύγματα.
Έτσι είναι και το κράτος της
καρδιάς μας. Έχει μέσα εχθρούς, έχει επαναστάσεις, έχει λογισμούς, έχει πάθη
και αδυναμίες, έχει τρικυμίες και ταραχές. Όλα στην καρδιά του ανθρώπου. Για να
μπορέση αυτό το κράτος της καρδιάς να καθησυχάση και να υποταχθή, πρέπει να
έρθη ο Χριστός, ο βασιλεύς, με τις στρατιές Του, να το κυριεύση και να διώξη
τον εχθρό, τον διάβολο, να καθυποτάξη κάθε ανησυχία από πάθη και αδυναμίες, να
βασιλεύση σαν αυτοκράτωρ, σαν παντοδύναμος. Τότε αυτή η κατάσταση κατά τους
πατέρες λέγεται καρδιακή ησυχία, δηλαδή να βασιλεύη η προσευχή χωρίς να
διακόπτεται, δημιουργώντας την καθαρότητα και την ήσυχη καρδιά. Οι τρόποι της
προσευχής είναι πολλοί. Υπάρχει βέβαια ο προφορικός τρόπος, δηλαδή να λέμε την
ευχή με το στόμα. Αυτός ο τρόπος είναι εκείνος, που πρέπει να μεταχειρισθούμε
κατ’ αρχάς, όταν αρχίζουμε να εργαζόμαστε την ευχή, για να πετύχουμε τον τελικό
σκοπό μας. Ο νους του ανθρώπου είναι αεικίνητος, κινείται πάντοτε, και επειδή
κινείται όχι κατά φύσι, κατά χρήσι, αλλά κατά κατάχρησι και κατά αδιαφορία,
γυρίζει όλο τον κόσμο και επαναπαύεται στις διάφορες ηδονές. Άλλοτε πάει στα
σαρκικά και απολαμβάνει την ηδονή, άλλοτε στα άλλα πάθη και άλλοτε αδιάφορα
χαζεύει εδώ και εκεί. Όπου και αν πάη, όπου και αν σταθή, έχει και κάποια
ηδονή. Τώρα ο άνθρωπος ο οποίος έχει σκοπό να κερδίση το «αδιαλείπτως
προσεύχεσθε» (Α΄ Θεσσαλ. 5,17 ) πρέπει να συμμαζέψη αυτόν τον σκορπισμένο νου
τον αλήτη που γυρίζει όλα τα σοκάκια, ώστε να συμμορφωθή και να γίνη
νοικοκύρης.
Για να τον μαζέψουμε όμως, πρέπει
να του προσφέρουμε κάτι, να τον γλυκάνουμε, διότι, όπως είπαμε, ευχαριστείται
και ηδονίζεται να γυρίζη εδώ και εκεί. Πρέπει να τον ελκύσωμε με κάτι το
ηδονικό πάλι. Γι’ αυτό χρειάζεται κατ’ αρχάς να λέμε την προσευχή με το στόμα.
Ο αρχάριος, που διδάσκεται την προσευχή, πρέπει να αρχίση με το στόμα να λέγη:
«Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» και να προσπαθή να τραβά το νου από τα
κοσμικά. Η φωνή η οποία θα βγαίνη, ο ήχος της φωνής, θα ελκύη το νου, να
προσέχη την ευχή, οπότε σιγά-σιγά θα συνηθίση να μαζεύεται από το σκορπισμό.
Βέβαια και η προσπάθεια και η προσοχή και η προαίρεσι και ο σκοπός που
επιδιώκουμε να κατορθώσουμε το αδιαλείπτως, μας βοηθούν στη συγκέντρωσι του
νου. Λεγομένης ούτω της ευχής συν τω χρόνω, αρχίζει και δημιουργείται κάποια ευχαρίστησι,
κάποια χαρά, μια ειρήνη, κάτι το πνευματικό, που δεν το είχαμε πριν. Αυτό
σιγά-σιγά ελκύει το νου. Προχωρώντας η προφορική ευχή και ελκύοντας το νου προς
τα έσω, αρχίζει και του δίνει και μια ελευθερία να λέγη και εκείνος την ευχή,
χωρίς να λέγη το στόμα, αρχίζει δηλαδή να γίνεται κάποιος καρπός. Μετά, πότε με
το στόμα, πότε με το νου, σιγά-σιγά η ευχή κυριεύει την ψυχή. Αδολεσχώντας
κατόπιν ο νους με την ευχή, αρχίζει να μπαίνη και στη καρδιά, και εκεί που
στέκεται ο άνθρωπος, θα βλέπη την καρδιά να λέγη την ευχή.
Ποιος είναι ο σκοπός που ήρθαμε
εδώ; Δεν ήρθαμε να βρούμε το Θεό; Δεν ήρθαμε να βρούμε τη χάρι Του; Δεν ήρθαμε
να βρούμε την ειρήνη; Δεν ήρθαμε να απαλλαγούμε από τα πάθη; Ε, λοιπόν, με αυτή
τη προσευχή θα πραγματοποιηθούν όλα. Η ευχή θα δημιουργήση μία θέρμη μέσα στη
ψυχή, μια φλόγα. Αφού η προσευχή θα γεννήση τη θέρμη, η θέρμη θα φέρη πιο πολλή
προσευχή κ.ο.κ. Θα ιδήτε τότε, αφού γίνη αυτό το πράγμα, ότι καίγονται και
αδυναμίες, καίγονται και λογισμοί, καίγονται και τα πάθη ολίγον κατ’ ολίγον,
και καταλήγουμε στη καθαρότητα της καρδιάς, οπότε θα έρθη ο Πατήρ, ο Υιός και
το Άγιον Πνεύμα και θα δημιουργήσουν μονή, κατοικία σ’ αυτήν. Λέγουν οι άγιοι
Πατέρες, ότι ο νους εύκολα μολύνεται και εύκολα καθαρίζεται. Η καρδιά δύσκολα
καθαρίζεται και δύσκολα μολύνεται. Ο νους άμα παη στο κακό, αμέσως, εύκολα
μολύνεται, η καρδιά όμως δεν έγινε αμέσως μέτοχος του μολυσμού. Όταν η καρδιά
δημιουργήση κατάσταση πνευματική, ύστερα δε κάπως τη χάση και αρχίση ο νους να
μολύνεται από διάφορα πράγματα, η καρδιά εύκολα δεν αλλάζει, διότι προηγουμένως
είχε αλλοιωθή από τη χάρι και δύσκολα, σιγά-σιγά, προχωρεί το κακό. Γι’ αυτό
χρειάζεται η προσευχή να μετασχηματίση την καρδιά, από σαρκική και εμπαθή και
εγωϊστική, να την κάνη απαθή, να μην αισθάνεται πάθος. Όταν θα καθαρισθή το
κέντρο, όλη η περιφέρεια και η ακτίνα θα γίνη καθαρή. Η προσευχή θα διώξη την
απελπισία, την απόγνωσι, την αμέλεια, τη ραθυμία, διότι θα δημιουργήση νέα
προαίρεσι, νέο πόθο για νέους αγώνες. Όταν λοιπόν αισθανθούμε αυτό το πράγμα,
τότε θα εννοήσουμε ακριβώς τον καρπό της προσευχής, το σκοπό της προσευχής.
Τότε θα καταλάβουμε ότι η βασιλεία των ουρανών είναι μέσα στην καρδιά μας, «η
βασιλεία του Θεού εντός ημών εστι» (Λουκ. 17,21 ).
Εκεί μέσα στην καρδιά, μ’ αυτό το
σκάψιμο που θα κάνωμε με την ευχή εισπνέοντας και εκπνέοντας και προσπαθώντας
να έχουμε το νου στην καρδιά με προσοχή, θα βρούμε τον μαργαρίτη τον
κεκρυμμένο. Ποιος είναι ο μαργαρίτης; Είναι η χάρις του Αγίου Πνεύματος, την
οποία χάρι πήραμε όταν βαπτισθήκαμε. Αλλά θες να πούμε η άγνοια, θες ότι
προχωρήσαμε στα πάθη, κατεχώσθη η χάρις. Ο Γέρων Ιωσήφ ώρες ολόκληρες έκανε
καρδιακή προσευχή. Όταν κουραζόταν, αδολεσχούσε σε θεωρίες, και πάλιν ύστερα
στην καρδιακή προσευχή. Έφτανε 7-8 ώρες να κάνη προσευχή. Σιγά-σιγά ο άνθρωπος
με την αδολεσχία σ΄αυτή την προσευχή, τελειοποιείται εσωτερικά. Η καρδιά
συνέχεια καθαρίζεται και μετά αποκτά την καρδιακή ησυχία. Οι άγιοι πατέρες,
αδολεσχώντας στην ευχή χρόνια πολλά, έφθασαν σε υψηλές καταστάσεις. Έρχονταν σε
θεωρίες, σε εκστάσεις, έβγαιναν από τον εαυτόν τους, αρπάζονταν σε θεωρίες,
όπως ο Απ. Παύλος: «είτε εν σώματι, είτε εκτός του σώματος ουκ οίδα» (Β΄ Κορ.
12,2 ) και άλλοι πολλοί άγιοι. Ο άγιος Μάξιμος ο Καυσοκαλυβίτης, όταν ρωτήθηκε
από τον άγιο Γρηγόριο τον Σιναϊτη περί προσευχής, είπε: «Συγχώρεσέ με, πάτερ,
εγώ είμαι πλανεμένος». «Άφησε αυτά τώρα, του είπε ο άγιος Γρηγόριος, και πες
μου δια τον Κύριο, την αρετή σου. Πες μου, σε παρακαλώ, κρατείς τη νοερά
προσευχή;». Τότε του είπε ο άγιος Μάξιμος πως προσευχόμενος στην Παναγία, για
να του δώση την χάρι της νοεράς προσευχής, επί πολύν καιρόν, μια μέρα εξήλθε
από την αγίαν εικόνα της Παναγίας μια θερμότητα, εισήλθε στην καρδιά του, και
άρχισε από μέσα η καρδιά του να λέγη την ευχή. Του είπε κατόπιν πιεσθείς από
τον άγιο Γρηγόριο, ότι καρπός της νοεράς προσευχής, ήτο η μεγάλη αγάπη προς το
Θεό και η αρπαγή, του νου σε θεωρίες. Τούτο γίνεται τη επενεργεία του Άγίου
Πνεύματος και άλλοτε τον οδηγεί σε αέρα άϋλο θείου φωτός ή ομιλία θεϊκή ή άλλη
θεωρία ανεκδιήγητη.
Όλα πηγάζουν από την νοερά προσευχή.
Προχωρώντας στην ευχή, θα βρούμε ελάφρυνσι από τα πάθη. Οι λογισμοί, οι κρυφοί
λογισμοί, θα εξαφανισθούν συν τω χρόνω και η καρδιά μας θα γίνη άκακος παιδική
καρδιά. Στην αρχή λοιπόν, όπως είπαμε, υπάρχει η δυσκολία, μέχρις ότου «μπη το
νερό στο αυλάκι». Όπως π.χ. σε μια μηχανή χειροκίνητη χρειάζεται κόπος. Αν γίνη
αυτή η μηχανή αυτόματη, τότε αποδίδει πολύ περισσότερο και γίνεται όλη η
εργασία ακόπως. Ούτως, όταν η προσευχή με τον καιρό γίνη απόκτημά μας, τότε
γίνεται ακόπως και θα αποδώση πολύ καρπό. Αδολεσχώντας στην προσευχή, να
προσέχωμε να μην έχωμε παρρησία, να μην έχωμε υπερηφάνεια, διότι είναι πολύ
μεγάλο εμπόδιο στην προσευχή, γι’ αυτό χρειάζεται πολλή αυτομεμψία, συνεχώς να
κατηγορούμε τον εαυτό μας. Όπως όταν πηγαίνωμε σ’ ένα ζαχαροπλαστείο, υπάρχουν
σοκολάτες, πάστες, διάφορα γλυκίσματα, έτσι και στο πνευματικό ζαχαροπλαστείο
βρίσκει πολλά και διάφορα πράγματα κανείς. Εμείς θα κάνωμε την προσευχή και
ό,τι στείλει ο Θεός. Εμείς θα κάνωμε όλη αυτή την τυπικότητα, ο δε Θεός θα δώση
την ουσία στην προσευχή. Όσο πιο ταπεινοί είμαστε, τόσο μεγαλύτερη είναι η
χάρις κατά την προσευχή. Να προσέχωμε, επαναλαμβάνω, να μη σκεπτώμαστε απολύτως
τίποτε κατά την ώρα της προσευχής. Εδώ είναι το επίκεντρο της προσευχής.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς λέγει:
όταν η ευχή λέγεται δι’ εισπνοής και εκπνοής συν τω χρόνω εκ των μυκτήρων
εξέρχεται ευωδία πνευματική. Όντως έτσι είναι. Δια της προσευχής θα δημιουργηθή
αήρ ευωδίας, που δεν είναι τίποτε άλλο, παρά καρπός προσευχής. Οφείλεται στο
όνομα του Χριστού. Το όνομα του Χριστού τι δεν κάνει; Το όνομα του Χριστού
αγιάζει τα τίμια δώρα. Με το όνομα του Χριστού έρχεται το Άγιον Πνεύμα. Με το
όνομα του Χριστού οι άγιοι ανασταίνουν τους νεκρούς. Με το όνομα του Χριστού
γίνονται όλα. Έλεγε ένας νηπτικός πατέρας ότι όταν βγη η ψυχή εκείνου, ο οποίος
έχει την προσευχή αυτή, βγαίνοντας η ψυχή με την ευχή, πως είναι δυνατόν να
σταθούν οι δαίμονες κοντά του; Θα είναι αυτή η ψυχή τεθωρακισμένη τρόπον τινά
με την προσευχή και δεν θα δύνανται να προσεγγίσουν οι δαίμονες. Τόσο μεγάλη
είναι πράγματι η ωφέλεια από την προσευχή αυτή. Σας έχω ειπεί νομίζω για
κάποιον προσκυνητή, ο οποίος είχε μυηθή στη νοερά προσευχή. Και από την πολλή
μελέτη και αυταπάρνησι και αμεριμνία, που είχε σαν άνθρωπος, που δεν ήταν
πιασμένος με οικογένεια και με εργασίες και τόσα άλλα, έλεγε συνέχεια την ευχή
και ένοιωθε πάρα πολλή αγάπη στο Χριστό. Είχε δηλαδή πραγματικά θείον έρωτα
στην ψυχή του.
Είχε πολύ πόθο να πάη στον Πανάγιο
Τάφο, εκεί, κατά κάποιο τρόπο νόμιζε ότι θα χόρταινε από την αγάπη, του
αγαπωμένου, του φιλουμένου Χριστού. Πήγε λοιπόν κάτω στα Ιεροσόλυμα, πήγε στον
τάφο του Χριστού, μπήκε μέσα να προσκυνήση. Ένοιωσε βέβαια έντονα συναισθήματα
πνευματικής ερωτικής φύσεως. Σκεπτόταν λοιπόν ότι εδώ είχε ταφή Αυτός τον Οποίο
λάτρευε, δηλαδή ο Ιησούς Χριστός, εδώ είναι το κενοτάφιόν του, κ.ο.κ.
Προσκυνώντας τον Πανάγιο Τάφο, εκεί επάνω και ξεψύχησε! Όταν είδαν το γεγονός
αυτό οι άλλοι είπαν: Για να ιδούμε τι να έκρυβε αυτός ο άνθρωπος στην καρδιά
του! Του έκαναν νεκροτομή, άνοιξαν, έσχισαν την καρδιά του, έμειναν
κατάπληκτοι. Μέσα στην καρδιά ήταν γραμμένες οι λέξεις: «Ιησού, γλυκειά μου
αγάπη…».
Βλέπετε η ευχή πόσο πλούσιο τον
είχε κάνει αυτόν τον άνθρωπο; Πόσο τον είχε πλουτίσει με τη θεία αγάπη;
Σκεφθήτε τώρα με το θάνατό του που να βρέθηκε! Οπωσδήποτε οι άγγελοι πήραν την
ψυχή του και την πήγαν στεφανηφόρο, λαμπροφόρο μπροστά στον θρόνο του Χριστού.
Ο άγγελος που δίδασκε τον άγιο Παχώμιο έλεγε: «Πολλοί άνθρωποι γραμματισμένοι
άφησαν και τις σπουδές και τα συγγράμματα και αδολέσχησαν στην προσευχή». Μόνον
με τη νοερά προσευχή ο άνθρωπος φθάνει στην απάθεια. Ούτε από την πολλή μελέτη,
ούτε με άλλους τρόπους δύναται να έλθη στην απάθεια. Ο προσευχόμενος κατ’ αυτόν
τον τρόπο, θα μισήση και την αργολογία και την παρρησία κ.λ.π., για να μη χάση
αυτή τη κατάστασι, που βρήκε στην προσευχή. Εύχομαι να σας δώση ο Θεός την
αίσθησι της προσευχής και όταν έρθη η χάρις, τότε θα βρήτε με την πράξι και θα
καταλάβετε αυτά που σας λέγω.
Γέροντας Εφραίμ Φιλοθεΐτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου