Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2016

7920 - Ο Πνευματικός Μακάριος (†1859)

Ὁ π. Μακάριος, κατὰ κόσμον Μανασσῆς, γεννήθηκε στὴν πόλη Ζάρκοστ. Οἱ γονεῖς του ὠνομάζοντο Θεοχάρης καὶ Σταμούλα. Ὁ πατέρας του ἠσχολεῖτο μὲ τὴν σιτοκαλλιέργεια καὶ τὴν καταμέτρηση τῆς γῆς· μολονότι δὲν εἶχε σχολικὴ μόρφωση, μὲ τὴν συνεχῆ ἐνασχόληση ἀπέκτησε ἀρκετὴ πεῖρα. Ἡ μητέρα του ὕφαινε ὑφάσματα καὶ ὁ Μανασσῆς τὴν βοηθοῦσε στὰ οἰκιακά.
Ὅταν ἔγινε εἰκοσαετής, πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη, στὴν ὑπηρεσία ἑνὸς ἐμπόρου.
 
Ἐκεῖ συναντήθηκε μὲ τὸν Μητροπολίτη Λαοδικείας, ὁ ὁποῖος τοῦ πρότεινε νὰ πάει μαζί του στὴν ἐπαρχία, ὑποσχόμενος ὅτι θὰ μεριμνήσει γιὰ τὴν μόρφωσή του. Ὁ Μανασσῆς δέχθηκε καὶ ἔζησε ἐκεῖ τρία ἔτη. Ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη ἔμαθε ὄχι μόνο τὴν ἐπιστήμη ἀλλὰ καὶ τὴν πνευματικὴ ζωή. Τὸν ἄκουσε νὰ διηγῆται γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἔνιωσε τὴν ἐπιθυμία νὰ τὸ ἐπισκεφθῆ καὶ ὁ ἴδιος προσωπικῶς.
Μὲ τὴν εὐλογία του ἔφθασε στὸν Ἄθωνα τὸ ἔτος 1804. Ἀφοῦ ἐπισκέφθηκε ὅλα τὰ Μοναστήρια, στάθμευσε στὴν Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης καὶ ἀπεφάσισε νὰ ἐγκατασταθῆ.
***
Σ’ αὐτὴ τὴν Σκήτη ἔζησε καὶ πέθανε ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχηε Κύριλλος Ε΄, ὁ ὁποῖος καθιέρωσε τὸ σκητιώτικο τυπικό· μεταξὺ τῶν διατάξεων καθόρισε νὰ μὴν ἐνταφιάζουν κανένα στὶς Καλύβες ἀλλὰ στὸ κοινὸ Κοιμητήριο, δίπλα στὸ Κυριακό, καὶ νὰ μὴν ἔχουν μουλάρια καὶ ὄνους, ἀλλὰ ὅλα τὰ πράγματα νὰ τὰ μεταφέρουν στὴν πλάτη· αὐτὸ τὸ τελευταῖο καθορίσθηκε ἐξ αἰτίας κάποιας θαυμαστῆς ἐμφανίσεως Ἀγγέλου:
Ἕνας ὑποτακτικός, ἐξηντλημένος ἀπὸ τὸ βαρὺ φορτίο ποὺ μετέφερε, ἀναρωτήθηκε: «Ἀλήθεια, θὰ ὑπάρξει ἀνταμοιβὴ γιὰ τόσον κόπο;» Τότε ξαφνικὰ ἄκουσε φωνή: «Αὐτὸς ὁ κόπος καὶ ὁ ἱδρώτας θὰ ἐξισωθοῦν μὲ τὸ αἷμα τῶν μαρτύρων· γιὰ κάθε βῆμα οἱ ἐργαζόμενοι πατέρες θὰ βραβευθοῦν!» Ἀπὸ τότε, κατὰ συμβουλὴν τοῦ Πατριάρχου, ἡ Γεροντία τῆς Σκήτης ἀπεφάσισε νὰ μὴν ἔχουν οὔτε ἡμιόνους, οὔτε ὄνους ἀλλὰ νὰ μεταφέρουν τὰ πάντα οἱ ἴδιοι.
Ἐκτὸς αὐτοῦ, ὁ Πατριάρχης ἐπέπληττε ὅσους δίπλα στὶς Καλύβες του φύτευαν κάποιο κλῆμα: «Γι’ αὐτό», ἔλεγε, «θὰ σᾶς ἐπιβληθῆ φόρος!»
***
Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἠσκεῖτο ἐκεῖ ὁ γνωστὸς Πνευματικὸς Μεθόδιος, στὸν ὁποῖο ἀπευθύνθηκε ὁ Μανασσῆς παρακαλῶντας νὰ τὸν συμβουλεύσει. Μετὰ ἀπὸ συζήτηση μαζί του, τὸν ἔστειλε στὸ Κελλὶ τῶν Τριῶν Ἱεραχῶν, σστοὺς πατέρες Βενέδικτο καὶ Νεόφυτο. Τὸ Κελλὶ αὐτὸ εἶναι ἀξιόλογο, ἐπειδὴ ἀπὸ τὴν ἀνέργεσή του δὲν πουλήθηκε ποτέ. Ἤδη ὑπάρχει ἑκατοντάδες χρόνια, καὶ πάντα ὁ Γέροντας τὸ παρέδιδε στὸν μαθητή του. Ὁ μακάριος Γέρων Ἱλαρίων ὁ Γεωργιανὸς ἔλεγε:
-Σ’ αὐτὸ τὸ Κελλὶ θαυματουργοῦν οἱ ἴδιοι οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι!
Ἐκεῖ ζοῦσαν πάντα μεγάλοι ἀσκηταὶ καὶ ὅλοι ἔφθαναν σὲ βαθιὰ γεράματα. Μεταξὺ αὐτῶν ἦταν καὶ ὁ ὀνομαστὸς Γέρων Ἀναστάσιος, ὁ ὁποῖος κατήγετο ἀπὸ παλαιὰ ἀρχοντικὴ οἰκογένεια· μετὰ τὴν ἄφιξή του στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἦλθε στὸ Κελλὶ καὶ ὑποτάχθηκε σὲ φημισμένο γιὰ τὴν πνευματική του πεῖρα Γέροντα. Αὐτὸς εἶχε 7 μαθητάς, γιὰ τοὺς ὁποίους ὁ χῶρος ἦταν στενός. Ὁ π. Ἀναστάσιος πρότεινε τότε νὰ ἐπεκτείνει τὸ Κελλὶ καὶ τὴν ἐκκλησία μὲ δικά του ἔξοδα καὶ ὁ Γέροντας τοῦ ἀπήντησε:
-Ἂν ξοδέψεις τὰ χρήματά σου, ἀλλὰ ἀργότερα δὲν ἀντέξεις τὴν ζωή μας καὶ ἐπιθυμήσεις νὰ φύγεις, ἐγὼ δὲν ἔχω νὰ σοῦ τὰ ἐπιστρέψω!
Ὁ ὑποτακτικὸς τὸν καθησύχασε καὶ μὲ τὴν εὐλογία του προσέλαβε μαστόρους καὶ ἔκτισε τὸ δωμάτιο καὶ τὴν ἐκκλησία. Ὁ Γέροντας ἔζησε περισσότερα ἀπὸ 100 χρόνια· ὅταν ἐκοιμήθη, οἱ ὑπόλοιποι μαθηταὶ διεσκορπίσθησαν, ἐνῶ ὁ π. Ἀναστάσιος ἔμεινε μόνος, ἀσκούμενος κατὰ τὶς διδαχές του. Σ’ αὐτὸν ἦλθαν ὁ ὑποτακτικὸς Καλλίνικος καὶ ἀργότερα ὁ Βενέδικτος.
Ὕστερα ἀπὸ 60 ἔτη παραμονῆς στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὁ Γέρων Ἀναστάσιος ἐξεπλήρωσε τὸ κοινὸν χρέος, ἀφοῦ ἔζησε περισσότερο ἀπὸ ἕναν αἰῶνα. Ὁ π. Ἱλαρίων ὁ Γεωργιανός, ἄκουσε ἀπὸ τοὺς παλαιοὺς Γέροντες, συγχρόνους τοῦ π. Ἀναστασίου, ὅτι ἦταν πολὺ ἀγωνιστὴς καὶ προικισμένος μὲ χάρη.
Ὁ μοναχὸς Καλλίνικος ἔφυγε γιὰ τὴν αἰωνιότητα, ἐνῶ ἀκόμη ζοῦσε ὁ Γέροντας· ἐν συνεχείᾳ ἔμεινε ὁ π. Βενέδικτος ὁ Βούλγαρος, ὁ ὁποῖος σὲ ὅλα ἐμιμεῖτο τοὺς ἀγῶνές του. Κοντά του ἦλθαν ὁ Νεόφυτος κατ’ ἀρχὰς καὶ κατόπιν ὁ Μακάριος, οἱ ὁποῖοι ἔζησαν μαζί του ὣς τὸ τέλος.
***
Οἱ Γέροντες Νεόφυτος καὶ Βενέδικτος ἦσαν ἁπλούστατοι, χωρὶς μόρφωση, ἀλλὰ ἐνάρετοι μοναχοί, καὶ ζοῦσαν προσεκτικὰ ἀσκητικὸν βίο. Πέρασε ἕνας χρόνος ἀπὸ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Μανασσῆ κοντά τους καὶ βλέποντας τὸν καλὸ χαρακτήρα του, τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ὑπακοή, τοῦ εἶπαν:
-Θέλεις νὰ ζήσεις μαζί μας ὣς τὸν θάνατο;
-Ἀκριβῶς γι’ αὐτὸ ἦλθα, ἀπήντησε ὁ νέος.
-Εἶσαι πνευματικὰ ἀναπαυμένος;
-Εἶμαι ἤρεμος καὶ χαίρομαι ποὺ ὁ Κύριος μὲ ὡδήγησε ἐδῶ, εἶπε ὁ Μανασσῆς.
Τότε τὸν ἔκειραν μοναχὸ καὶ τὸν ὠνόμασαν Μακάριο. Ὁ νεός ἀδελφὸς μετὰ την κουρὰ ἀφοσιώθηκε στὴν ὑπακοὴ μὲ μεγαλύτερον ζῆλο, θυσιάζοντας τὸν ἑαυτό του. Φοροῦσε τὰ πιὸ φθαρμένα ῥοῦχα καὶ διάλεγε τὴν χειρότερη τροφή· ἀκόμη καὶ χαλασμένες τροφὲς τὶς ἔτρωγε χωρὶς δισταγμό. Στὸ Ἅγιον Ὄρος ποτὲ δὲν εἶχε χρήματα.
Τὸν 5ο χρόνο τῆς μοναχικῆς του ζωῆς, τὸ 1809, ὁ π. Μακάριος χειροτονήθηκε ἱερεὺς καὶ ἄρχισε νὰ τελῆ καθημερινῶς τὴν θεία Λειτουργία. Οἱ Γέροντες σύντομα δέχθηκαν ἕναν ἀκόμη δόκιμο, τὸν ὁποῖο κατὰ τὴν κουρὰ ὠνόμασαν Νεκτάριο.
***
Ἥσυχα κυλοῦσε ἡ ζωὴ τοῦ π. Μακαρίου, ἀλλὰ στὸ Ἅγιον Ὄρος ἑτοιμαζόταν θύελλα. Τὸ 1821 ξέσπασε ἡ ἑλληνικὴ ἐπανάστασις· οἱ θλίψεις ὅμως εἶχαν ἀρχίαει ἤδη πρὸ ἑνὸς ἔτους. Τὴν νύκτα, μεταξὺ 1ης καὶ 2ας Σεπτεμβρίου τοῦ ἔτους 1820, μεγάλη καταιγίδα ἐρήμωσε τὴν Σκήτη. Τὴν στιγμὴ ἐκείνη ὁ π. Μακάριος λειτουργοῦσε. Τὸ νερὸ ὥρμησε ἀπὸ τὰ παράθυρα τῆς ἐκκλησίας καὶ λίγο ἔλειψε νὰ παρασύρει ὁλόκληρο τὸ Κελλί, μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς ἀδελφούς. Ὁ λειτουργὸς πῆρε τὸ ἅγιο Ποτήριο καὶ κρατῶντάς του ἔκανε μερικὰ βήματα. Τὸ νερὸ ὑποχώρησε, παρασύροντας τὰ ὀστᾶ τὼν κεκοιμημένων, οἱ ὁποῖοι ἦσαν ἐνταφιασμένοι στὴν ἐξωτερικὴ πλευρὰ τοῦ ναοῦ, σὲ μία ἐσοχὴ κάτω ἀπὸ τὸ ἱερό· ἐπίσης, γκρέμισε δύο τοίχους.
Σ’ αὐτὴν τὴν φοβερὴ ἐποχή, ὅταν οἱ ἄπιστοι Τοῦρκοι ἔχυναν ποτάμι τὸ χριστιανικὸ αἷμα, τὸ μεγαλύτερο μέρος τῶν μοναχῶν ἀπεφάσισε νὰ φύγει ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Τὴν 6η Δεκεμβρίου τοῦ ἔτους 1821, καθὼς ὁ τουρκικὸς στρατὸς πλησίαζε, ἡ Ἱερὰ Κοινότης ἐπέτρεψε σὲ ὅσους ἤθελαν νὰ φύγουν ὅπου γνώριζε ὁ καθένας, σώζοντας τὴν ζωή του καὶ τὰ κειμήλια.
Οἱ Γέροντες Βενέδικτος καὶ Νεόφυτος, βλέποντας πὼς οἱ μοναχοὶ ἐγκαταλείπουν τὸν Ἄθωνα, ἔδωσαν εὐλογία στοὺς μαθητάς τους νὰ ζητήσουν προστασία τὸν καιρὸ τῆς ἀναταραχῆς, δίδοντάς τους κάποια ἀπὸ τὰ ἐργόχειρά του, Ὥστε νὰ μπορέσουν νὰ πληρώσουν τὰ ἔξοδα γιὰ τὸ ταξίδι. Ὁ π. Μακάριος, ὁ ὁποῖος δὲν ἦταν σίγουρος ἂν θὰ ἀντέξει τὰ μαρτύρια πέφτοντας στὰ χέρια τῶν Τούρκων, ἀπεφάσισε καὶ αὐτὸς νὰ φύγει προσωρινῶς.
Τὸν καιρὸ τῆς παραμονῆς τῶν Τούρκων στὸν Ἄθωνα, οἱ πατέρες τῆς Σκήτης τοὺς ὑπηρετοῦσαν σύμφωνα μὲ τὴν καθορισμένη τάξη: ἔπλεναν τὰ ῥοῦχά τους, κουβαλοῦσαν ξύλα, μαγείρευαν καὶ γενικῶς ἔκανα ὅ,τι ἀπαιτοῦσαν οἱ Τοῦρκοι· ἐξαναγκάζονταν, ἐπὶ παραδείγματι, νὰ φρουροῦν γύρω ἀπὸ τὴν Σκήτη ἐνῶ οἱ ἐχθροὶ ἐκοιμοῦντο, καὶ τοὺς ξυπνοῦσαν ὅταν ἄκουγαν κάτι. Γύρω ἀπὸ αὐτὸ ὑπῆρχαν καὶ σχετικὰ διασκεδαστικὰ περιστατικά. Οἱ σκητιῶται πλήρωναν ἐπίσης ὡς μηνιαῖο φόρο 20 leva ἀνὰ ἄτομο. Τὰ δύο πρῶτα ἔτη, δὲν ὑπῆρχε ψωμί, ἀλλὰ οὔτε καὶ τόπος ἀπ’ ὄπου μποροῦσαν νὰ τὸ προμηθευθοῦν. Ὁ π. Κωνσταντῖνος ἔλεγε ἀργότερα:
-Δύο ἔτη ἀλέθαμε χόρτα ἀνάμικτα μὲ ἄγριο ἄνηθο καὶ στεγνὰ κάστανα, προσθέταμε καὶ λίγο ἀλεύρι καὶ τὰ ψήναμε γιὰ ψωμί.
Ἀργότερα οἱ Τοῦρκοι ἄρχισαν νὰ εἰσάγου σιτάρι ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη. Οἱ πατέρες τῆς Σκήτης, οἱ ὁποῖοι στὸ τέλος δὲν εἶχαν νὰ πληρώσουν τὸν φόρο, φυλακίσθηκαν στὸν πύργο τῆς Μονῆς Μεγίστης Λαύρας· μεταξὺ αὐτῶν ἦταν καὶ ὁ π. Νεόφυτος. Ὁ π. Νεκτάριος πῆγε νὰ τὸν ἐλευθερώσει ἀλλὰ τὸν φυλάκισαν, καὶ τοὺς ἐλευθέρωσε ὅλους ὁ π. Κωνσταντῖνος, κυρίως ἐπειδὴ γνώριζε καλὰ τὴν τουρκικὴ γλῶσσα.
Στοὺς δύσκολους αὐτοὺς καιροὺς ποὺ οἱ Τοῦρκοι ἀτιμωρητὶ διέπρατταν βιαιοπραγίες εἰς βάρος τῶν μοναχῶν, σὴν παραλία τῆς Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης προσάραξε μία βάρκα μὲ χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι εἶχαν δραπετεύσει ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Ὅταν οἱ πατέρες τῆς Σκήτης εἶδαν νὰ ἀποβιβάζονται στὴν ἀκτὴ ἄνθρωποι, προσπάθησαν νὰ τοὺς πείσουν νὰ πᾶνε σὲ ἄλλο μέρος, ἀλλὰ οἱ φυγάδες ἀπήντησαν:
-Καὶ ποῦ νὰ πᾶμε; Παντοῦ οἱ Τοῦρκοι μᾶς κατατρέχουν. Ἐδῶ τουλάχιστον ἔχουμε ποῦ νὰ κρυφτοῦμε!
Ἔτσι, οἱ χριστιανοὶ ἀποβιβάσθηκαν καὶ ἦλθαν στὴν Σκήτη, ὅπου Τοῦρκοι δὲν ὑπῆρχαν ἀκόμη· τότε ὅμως πλησίαζαν ἀπὸ τὴν Μονὴ τοῦ Ἁγίου Παύλου καὶ βλέποντας στὴν παραλία χριστιανοὺς φώναξαν ὀργισμένοι: «Ἄ, δέχεσθε ληστάς!», καὶ σκόρπισαν σὲ κρυφὰ μέρη. Οἱ πατέρες ἄρχισαν νὰ προτρέπουν τοὺς χριστιανοὺς νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ τὴν ἀκτή, γιὰ νὰ ἀποφύγουν συμφορές· ἐκεῖνοι πῆγαν πρὸς τὴν βάρκα, ἀλλὰ τοὺς ἐπιτέθηκαν οἱ Τοῦρκοι καὶ ἄρχισαν νὰ τοὺς πυροβολοῦν. Μερικοὺς τοὺς ἐφόνευσαν, ἐνῶ ἄλλους τοὺς ἔδεσαν τὰ χέρια στὴν πλάτη μὲ χοντρὸ σχοινὶ καὶ τοὺς ἔφεραν στὴν Μονὴ Ἁγίου Παύλου· μόνο δύο σώθηκαν, οἱ ὁποῖοι ἔπεσαν στὴν θάλασσα μὲ τὴν βάρκα καὶ βγῆκαν στὰ ἀνοιχτά.
Στὸ Μοναστήρι ὁ Τοῦρκος διοικητὴς διέταξε νὰ φονεύσουν ὅλους τοὺς ἄνδρες στὸ ῥέμα. Ὅταν τοὺς ὡδήγησαν ἐκεῖ, ἕνας πλούσιος ἔβγαλε μία σακκούλα μὲ χρήματα καὶ τὴν ἔδωσε στὸν Τοῦρκο, παρακαλῶντας νὰ τὸν ἀφήσει ἐλεύθερο· αὐτὸς πῆρε τὰ χρήματα, ἀλλὰ διέταξε νὰ τὸν σκοτώσουν. Οἱ στρατιῶται τοὺς ὡδήγησαν ὅλους σὰν ἀρνιὰ στὴν σφαγὴ καὶ στὸ ῥέμα ἔκαναν δέκα ἐκτελέσεις. Τὰ γυναικόπαιδα, κατὰ τὴν συνήθειά τους, τὰ κράτησαν μία ἑβδομάδα καὶ κατόπιν τὰ μετέφεραν, γιὰ νὰ τὰ πωλήσουν ὡς δούλους.
 ***
Πρὸ τῆς ἀφίξεως τῶν Τούρκων στὸ Ἅγιον Ὄρος, 11 πατέρες τῆς Σκήτης καὶ μερικοὶ λαϊκοὶ πῆγαν μὲ πλοιάριο στὴν Ῥούμελη νὰ θερίσουν σιτάρι. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη οἱ κάτοικοι ἀπὸ τὸν φόβο τῶν Τούρκων εἶχαν ἐγκαταλείψει τὰ σπίτια τους καὶ τὴν σπορὰ τῶν χωραφιῶν· μόνο στὸ Ἅγιον Ὄρος ὑπῆρχαν περισσότεροι ἀπὸ 50.000 χριστιανοί, διαφόρων ἡλικιῶν καὶ τῶν δύο φύλων. Ἔτσι, ἕναν ὁλόκληρο μῆνα 5-6 ἄνδρες θέριζαν μὲ μεγάλο κίνδυνο, οἱ δὲ ὑπόλοιποι μὲ τὰ ὅπλα φρουροῦσαν. Ὅταν ὡδήγησαν πίσω τὸ πλοιάριο μὲ τὸ σιτάρι, τὸ μοίρασαν ἀπὸ 88 ὀκάδες ἀνὰ ἄτομο, ἀλλὰ δὲν τοὺς ἦταν ἀρκετὸ οὔτε γιὰ μία ἑβδομάδα, διότι πήγαιναν λαϊκοὶ καὶ τοὺς ἔλεγαν: «Πεθαίνουμε ἀπὸ τὴν πεῖνα, δῶστέ μας ψωμί!»Ἔτσι δὲν μποροῦσαν νὰ μὴν δώσουν.
***
Ὅταν οἱ λησταὶ ἄφησαν σὲ ἡσυχία τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ οἱ πατέρες δὲν εἶχαν νὰ πληρώσουν τὸν φόρο στοὺς Τούρκους, τοὺς παρεκάλεσαν νὰ καταργήσουν τὴν φρούρηση· γι’ αὐτὸ στὴν Σκήτη ἔμειναν μόνο 5 Τοῦρκοι. Τὴν ἐποχὴ αὐτὴ 80 λησταὶ ἦλθαν μὲ τὸ πλοῖο ὣς τὴν Νέα Σκήτη καὶ ἔστειλαν ἕναν μοναχὸ νὰ δῆ ἂν οἱ Τοῦρκοι φρουροῦν τὴν Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης καὶ πόσοι εἶναι. Ὁ μοναχὸς ἐπέστρεψε καὶ εἶπε ὅτι φρουροὶ δὲν ὑπάρχουν. Ὁ ἀρχιλήσταρχος πῆρε ὅλους τοὺς φρουρούς του καὶ ἀναχωρῶντας γιὰ τὴν Σκήτη τοὺς διέταξε:
-Ὅταν πυροβολήσω, πυροβλῆστε ὅλοι! Νὰ πολιορκήσετε τὴν Σκήτη καὶ νὰ μὴν ἀφήσετε οὔτε ἕναν μοναχό!
Ἦλθαν νύκτα, ξημερώνοντας Κυριακή. Ἐπειδὴ γνώριζαν τὴν ἐκεῖ συνήθεια, ὅτι οἱ μοναχοὶ συγκεντρώνονται στὸ Κυριακὸ γιὰ τὴν θεία Λειτουργία, χτύπησαν τὴν καμπάνα καὶ οἱ ἴδιοι κρύφθηκαν. Μόλις οἱ πατέρες ἄρχισαν νὰ προχωροῦν πρὸς τὸν ναό, ἔπιαναν καὶ ἔδεναν ὅποιον περνοῦσε.
Ὁ Γέρων Νεκτάριος, ὁ ὁποῖος προηγουμένως εἶχε δανεισθῆ ἀπὸ ἕναν γέροντα ψωμί, μόλις εἶχε ψήσει τὸ δικό του· τὸ πῆρε λοιπὸν ζεστό, γιὰ νὰ ἐπιστρέψει τὸ χρέος. Τὸν συνέλαβαν οἱ λησταί, εἶδαν τὸ ἀφράτο ψωμὶ καὶ εἶπαν: «Νά, μᾶς ἔφερε καὶ ψωμί!» Ἀμέσως ὥρμησαν στὸ ψωμὶ καὶ στὸν Νεκτάριο. Εἰς ἔνδειξιν «εὐχαριστίας» τοῦ ἔδεσαν τὰ χέρια στὴν πλάτη τόσο σφικτά, ὥστε τὰ τραυμάτισαν, καὶ γιὰ μεγάλο διάστημα δὲν μποροῦσε νὰ τὰ κινήσει. Ἀπ’ ὅλους ζήτησαν χρήματα. Ὁ π. Νεκτάριος εἶχε 500 leva καὶ τοὺς ἔδωσε.
Οἱ λησταὶ μπῆκαν καὶ στὰ Κελλιὰ ἀκόμη καὶ ἔπαιρναν ὅ,τι μποροῦσαν. Φόρτωσαν τὰ πράγματα στοὺς μοναχοὺς καὶ τοὺς ἔσπρωχναν, γιὰ νὰ τὰ μεταφέρουν στὴν ἀκτή. Ἀνεκάλυψαν μάλιστα καὶ μεγάλα καζάνια, τὰ ὁποῖα θέλησαν νὰ τὰ μεταφέρουν οἱ ἴδιοι· ἀλλὰ ἦταν ὑπερβολικὰ βαριά, καὶ τὰ ἔσπρωχναν μὲ τὰ πόδια, γιὰ νὰ κατρακυλήσουν μόνα τους. Καθ’ ὁδὸν φώναζαν στὸν καπετάνιο τῆς βάρκας:
-Μπάρμπα-Δημήτρη, ἔχει ἀκόμη χῶρο;
-Φέρτε, φέρτε, θὰ τὰ τακτοποιήσω ὅλα! ἔλεγε ἐκεῖνος.
***
Ὁ π. Μακάριος διέφυγε ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὰ δεινὰ καί, ἐφοδιασμένος μὲ τὶς εὐχὲς καὶ τὴν εὐλογία τῶν Γερόντων, ἀνεχώρησε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος γιὰ τὸν Μοριᾶ. Στὴν Τρίπολη οἱ χριστιανοὶ τῆς περιοχῆς τοῦ πρότειναν νὰ μείνει στὰ ἐρείπια τῆς παλαιᾶς Μονῆς Ἁγίου Νικολάου, ποὺ εἶχαν ἀπομείνει μετὰ τὶς τουρκικὲς καταστροφὲς στὴν περιοχὴ Ἀρμενιστί. Τὸ μέρος ἄρεσε πολὺ στὸν π. Μακάριο καὶ ἀπεφάισε νὰ μείνει ἐκεῖ καὶ νὰ βάλει σὲ τάξη τὸ Μοναστήρι. Μαζί του ἐγκαταστάθηκαν καὶ δύο μοναχοί, καὶ ἡ ζωή τους κυλοῦσε κατὰ τὸν σύνηθη τρόπο. Ὁ Ἐπίσκοπος, βλέποντας τὸν αὐστηρὸ βίο καὶ τὴν πνευματικὴ πεῖρα, πρότεινε στὸν π. Μακάριο νὰ ἀναλάβει τὴν καθοδήγηση τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς, τῶν ὁποίων κέρδισε τὴν ἀγάπη καὶ τὸν σβασμό.
Σύντομα ὅμως ἡ εἰσβολὴ τοῦ Ἰμπραὴμ πασᾶ στὸν Μοριᾶ κατέστρεψε τὰ πάντα· ὅπως καὶ οἱ ὑπόλοιποι, ἔτσι καὶ ὁ ἴδιος ἦταν ἀναγκασμένος νὰ καταφύγει στὴν νῆσο Σκόπελο.
Ἀφοῦ ὁ Ἰμπραὴμ ἐρήμωσε πολλὰ χεριά, πλησίασε καὶ στὸ Ἀρμενιστί, μὲ σκοπὸ νὰ τὸ ἀφανίσει. Οἱ χριστιανοὶ δὲν εἶχαν σκεφθῆ ἀκόμη τὸν τρόπο ποὺ θὰ ἐσώζοντο, ὅταν φάνηκαν οἱ Τοῦρκοι στρατιῶται. Σχεδὸν ὅλοι μαζεύτηκαν στὴν παραλία, δυστυχῶς ὅμως δὲν ὑπῆρχε οὔτε μία βάρκα· μόνο μακριὰ στὴν θάλασσα βρισκόταν ἕνα ἑλληνικὸ πλοῖο, ποὺ μετὰ τὶς φωνὲς ἀπογνώσεως τῶν κατοίκων ἄρχισε νὰ πλησιάζει τὴν ἀκτή.
Ὁ π. Μακάριος μὲ τρεῖς μοναχοὺς βγῆκαν ἀπὸ τὸ Μοναστήρι καὶ εἶδαν τοὺς κατοίκους νὰ τρέχουν πρὸς τὴν θάλασσα, τὸ δὲ πλοῖο νὰ πλησιάζει. Ἀλλὰ τί μποροῦσε νὰ σημαίνει ἕνα μικρὸ πλοῖο γιὰ 2.000, ἐφ’ ὅσον χωροῦσε 200 τὸ πολὺ ἀνθρώπους; Ὁ π. Μακάριος ἀπεφάσισε νὰ ἐπιστρέψει στὸ Μοναστήρι καὶ νὰ περιμένει τὴν σειρά του, οἱ μοναχοὶ ὅμως ἐπέμεναν νὰ προχωρήσουν στὴν παραλία. Δὲν εἶχαν ἀκόμη φθάσει, ὅταν ἄκουσαν δυνατὴ τὴν φωνὴ τοῦ καπετάνιου:
-Ἐλᾶτε, μοναχοί, ἐλᾶτε ἐδῶ!
Αὐτοὶ πλησίασαν καὶ ὁ καπετάνιος ἐπεβίβασε πρώτους τοὺς μοναχοὺς καὶ μετὰ ὅσους ἄλλους μποροῦσε νὰ χωρέσει τὸ πλοῖο. Ὅλα αὐτὰ ἔγιναν μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ στρατοῦ τοῦ Ἰμπραήμ, ὁ ὁποῖος ὥρμησε σὰν ὀργισμένο θηρίο στοὺς ἀβοήθητους χριστιανοὺς καὶ τοὺς ἐφόνευσε ὅλους. Σώθηκαν μόνον ἐκεῖνοι ποὺ εἶχαν προφθάσει νὰ κρυφθοῦν.
***
Μετὰ τὴν φυγὴ τῶν Τούρκων, ὁ π. Μακάριος ἐπέστρεψε πάλι στὸ Μοναστήρι. Τὸ βρῆκε ἐρειπωμένο καὶ θέλησε νὰ τὸ ἐγκαταλείψει, ἀλλὰ κάποιοι κάτοικοι τὸν παρεκάλεσαν νὰ μείνει, προτείνοντας νὰ τὸν βοηθήσουν γιὰ τὴν ἀνακαίνιση. Νωρίτερα τοῦ εἶχαν δείξει τὰ ὅρια τῆς γῆς καὶ τοῦ πρότειναν νὰ βρῆ τὰ παλαιὰ ἔγγραφα καὶ τοὺς τίτλους ἰδιοκτησίας. Ὁ π. Μακάριος ἔμεινε, ἔκτισε ὅπως-ὅπως ἕνα προσωρινὸ οἴκημα καί, σύμφωνα μὲ τὴν διήγηση τῶν ἐντοπίων, ἐσημείωσε τὰ ὅρια, προσπαθῶντας ταυτοχρόνως νὰ ἀνακαλύψει τὰ παλαιὰ ἔγγραφα· ἐν τέλει, ἀπὸ διάφορες πηγὲς ἐπέτυχε νὰ ἐξασφαλίσει τὰ ἀπαραίτητα χαρτιά. Συγκέντρωσε ὅλα ὅσα βρῆκε καὶ τὰ ἐφύλασσε ὁ ἴδιος, ἕως ὅτου ἀνεχώρησε γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἡ ἀνακαίνισις τοῦ Μοναστηριοῦ προχωροῦσε ἐπιτυχῶς.
Ἀργότερα, μετὰ τὴν ἀναχώρηση τοῦ π. Μακαρίου γιὰ τὸ Ὄρος, τὴν ἀνακαινισθεῖσα Μονὴ τῆς Πελοποννήσου ἐπισκέφθηκε ὁ βασιλεὺς Ὄθων καὶ τοῦ ἄρεσε πολύ. Οἱ μοναχοὶ τοῦ διηγήθηκαν γιὰ τὰ παλαιὰ σύνορα τῆς μοναστηριακῆς γῆς, ἐπιδεικνύοντας καὶ τὰ ἔγγραφα τὰ ὁποῖα εἶχε συγκεντρώσει ὁ π. Μακάριος καὶ ὁ βασιλεὺς ἐπεκύρωσε τὴν κυριότητα τῆς Μονῆς ἐπὶ τῆς περιουσίας. Ὅταν αὐτὰ τακτοποιήθηκαν, οἱ μοναχοὶ ἔγραψαν στὸν π. Μακάριο: «Ὅλα ὅσα τὸ ἅγιο χέρι σας σχεδίασε καὶ ἔγραψε, τώρα δωρήθηκαν στὸ Μοναστήρι!»
***
Ὁ π. Μακάριος ἐπέστρεψε στὸ Ἅγιον Ὄρος τὸ 1833. Φθάνοντας, δὲν πρόφθασε μεταξὺ τῶν ζώντων τὸν π. Βενέδικτο, ὁ ὁποῖος εἶχε πεθάνει τὸ 1822. Ἔτσι, ἔζησε μὲ τὸν Γέροντα Νεόφυτο καὶ τὸν π. Νεκτάριο. Λίγο πρὶν εἶχε ἔλθει στὴν Σκήτη καὶ ὁ μοναχὸς Σάββας, ὁ ὁποῖος ἔμεινε ἐκεῖ ὣς τὸν θάνατό του.
Σύντομα ἐπέλεξαν τὸν π. Μακάριο ὡς Πνευματικὸ τῆς ἀδελφότητος τῆς Σκήτης. Τὸ 1834 ἡ Γεροντικὴ Σύναξις τοῦ ἀνέθεσε τὶς ὑποχρεώσεις τοῦ Δικαίου, καὶ γιὰ ἕναν ὁλόκληρο χρόνο εἶχε τὸ πολυμέριμνο αὐτὸ διακόνημα. Τὸν ἴδιο καιρό, μετὰ ἀπὸ πρόσκληση τοῦ Ἡγουμένου, πήγαινε συχνὰ καὶ στὸ Ῥωσικὸ γιὰ τὴν ἐξομολόγηση τῆς ἀδελφότητος.
***
Τὸ 1839 ὁ π. Μακάριος ἔμεινε ὀρφανός. Τὴν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ποὺ ἐκεῖνο τὸ ἔτος συνέπεσε μὲ τὸ Μέγα Σάββατο, ὁ π. Νεόφυτος ἐκοιμήθη. Ἤδη τὸ βράδυ τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς εἶχε πάει ὣς τὸ Κυριακό, ὅπου στεκόταν καθ’ ολη τὴν διάρκεια τῆς ἐκτενοῦς ἀκολουθίας. Ἐν συνεχείᾳ, ἐπειδὴ τὸ Κελλί του ἦταν μακριὰ καὶ σύντομα θὰ ἄρχιζε ἡ ἀγρυπνία γιὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, δὲν πῆγε στὸ Κελλί του, ἀλλὰ ἔμεινε στὸν ναό. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἀκολουθίας ὁ π. Νεόφυτος ἦταν στηριγμένος στὸ μισοκατεβασμένο στασίδι, συμμετέχοντας καὶ προσευχόμενος νοερῶς. Ὅταν ὁ ἱεροδιάκονος ἐθυμίασε μετὰ τὴν 8η ᾠδὴ τοῦ κανόνος, ὁ π. Νεόφυτος ἀνταποκρίθηκε μὲ ὑπόκλιση. Μετὰ τὴν 9ηᾠδή, ὅλοι οἱ ἀδελφοὶ ἠσπάθησαν κατὰ τάξιν τὴν εἰκόνα τῆς ἑορτῆς καὶ ἐχρίσθησαν μὲ λάδι ἀπὸ τὸ καντήλι της. Ὁ μοναχὸς ποὺ στεκόταν δίπλα στὸν π. Νεόφυτο, ὅταν εἶδε ὅτι δὲν κινεῖται καθόλου, σκέφθηκε ὅτι θὰ ἀποκοιμήθηκε. Ἄρχισε λοιπὸν νὰ τὸ σπρώχνει ἐλαφρά, ἀλλὰ ὁ Γέροντας συνέχιζε νὰ μένει μὲ σκυμμένο τὸ κεφάλι καὶ κρατῶντας στὰ χέρια του ἀναμμένο κερί, δίχως καθόλου νὰ προσέχει τὸν ἀφυπνιστή. Ὁ ἀδελφὸς κοίταξε καλύτερα ἀπὸ κοντὰ καὶ εἶδε ὅτι ὁ Γέροντας κοιμόταν τὸν αἰώνιο ὕπνο. Τὸ πνεῦμά του εἶχε πετάξει στοὺς οὐρανούς, τὴν στιγμὴ ποὺ οἱ χοροὶ ἔψαλλαν τὸ«Πάσα πνοὴ αἰνεσάτω τὸν Κύριον», γιὰ νὰ δοξάζει αἰωνίως τὸν Θεὸ μὲ τοὺς Ἀγγέλους.
Ὁ Γέρων Νεόφυτος, ὅσο ζοῦσε, διακρινόταν γιὰ τὴν ἀπεριόριστη ἀγάπη καὶ φιλοξενία. Δίπλα στὸ Κελλί του περνᾶ μονοπατάκι, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἀνέρχονται οἱ ἐρημῖται. Ὁ Γέροντας δὲν ἄφηνε κανέναν νὰ προσπεράσει, δίχως νὰ τὸν προσκαλέσει ἐπίμονα καὶ νὰ τὸν περιποιηθῆ. Φιλοξενοῦσε τοὺς πάντες, ὅπως μποροῦσε, προσφέροντας γιὰ φαγητὸ ὅ,τι εἶχε.
***
Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Γέροντος Νεοφύτου, ὁ π. Μακάριος ἔλαβε πρόσκληση ἀπὸ τὸ Ῥωσικὸ νὰ κοινοβιάσει ἐκεῖ καὶ νὰ γίνει Πνευματικὸς τῆς ἀδελφότητος. Δὲν ἀπεφάσιζε νὰ ἐγκαταλείψει τὸν τόπο τῆς μετανοίας του, ἀλλὰ στὶς 30 Αὐγούστου τοῦ ἔτους 1840 δέχθηκε καὶ ἐγκαταστάθηκε στὸ Κελλὶ τῶν Ἁγίων Πάντων, πίσω ἀπὸ τὸ Ῥωσικό.
Μὲ ζῆλο καὶ ἐπιμέλεια ὑπηρετοῦσε τὸν πνευματικὸ θησαυρὸ τοῦ Μοναστηριοῦ. Καθημερινῶς τελοῦσε καὶ ἐκεῖ, ὅπως καὶ στὴν Σκήτη, τὴν θεία Λειτουργία καὶ μὲ δάκρυα προσηύχετο νὰ στείλει ὁ Κύριος τὸ ἔλεός Του στὸ Μοναστήρι, τὸ ὁποῖο τότε βρισκόταν σὲ δυσκολίες, καὶ νὰ τὸ ἀνορθώσει πνευματικῶς καὶ ὑλικῶς. Γιὰ νὰ ἐνισχύσει τὶς προσευχές του, καθημερινῶς ἔκανε ἰδιαίτερη παράκληση στὴν Θεομήτορα. Καὶ ὅταν ἐκτίζετο ὁ ναὸς τοῦ Ἁγίου Μητροφάνους, σ’ αὐτὸν τὸν Ἅγιο καὶ στὸν Ἅγιο Παντελεήμονα συνέθεσε ἰδιαίτερον παρακλητικὸ κανόνα, τὸν ὁποῖο διάβαζε καθημερινῶς.
Ὁ θαυμαστὸς βίος τοῦ π. Μακαρίου βραβεύθηκε ἀπὸ τὸν Κύριο μὲ τὸ χάρισμα τῶν δακρύων, ὥστε τοῦ ἦταν ἀδύνατον νὰ τελέσει ἀκολουθία χωρὶς κατάνυξη. Ἀκόμη καὶ στὶς συζητήσεις τὰ μάτια του ἔβγαζαν δάκρυα, τὰ ὁποῖα σὰν δύο ῥυάκια κυλοῦσαν καὶ ἔβρεχαν τὸ πρόσωπό του. Ἡ ἀγάπη του ἀγκάλιαζε τοὺς πάντες, οἱ δὲ διδαχές του ἦτταν σύντομες ἀλλὰ δυνατές. Τὶς μεγάλες ἀρετές, πραότητα, ταπείνωση καὶ ἀνεξικακία ἐδίδασκε ὄχι τόσο μὲ λόγια, ὅσο μὲ ἔργα.
Ὅποιος καὶ ἂν ἐρχόταν σ’ αὐτὸν μὲ λογισμούς, πικραμένος ἢ πληγωμένος ἀπὸ τὸν πειρασμό, ἦταν εἰς θέσιν μὲ δύο λόγια νὰ τὸν ἡσυχάσει, ὥστε κατόπιν νὰ ἀκούσει προσεκτικὰ τὶς παρατηρήσεις καὶ συμβουλὲς γιὰ τὸ πῶς πρέπει νὰ συμπεριφέρεται: «Αὐτὸ ἔτσι εἶναι, ἀλλὰ τὸ ἄλλο ἀλλιῶς. Αὐτὸ ἄφησέ το, ἐνῶ ἐκεῖνο νὰ τὸ κάνεις!» ἔλεγε. Μερικὲς φορὲς συνέβαινε νὰ ἔρχεται κάποιος ἀκριβῶς τὴν ὥρα τῆς τραπέζης ἢ τὴν ὥρα ποὺ ὁ π. Μακάριος ἔπρεπε νὰ ἀναπαυθῆ· τότε καθόλου δὲν ἔδειχνε ὅτι ἔπρεπε νὰ φάει ἢ νὰ κοιμηθῆ, ἀλλὰ μὲ ὑπομονὴ καὶ μὲ πλήρη προσοχὴ ἄκουγε τὸν καθένα ὣς τὸ τέλος. Ὅταν τελείωνε ἡ ἐξομολόγησις καὶ ὁ μοναχὸς ἠρεμοῦσε καὶ ἔπαιρνε ἀπάντηση, τότε τὸν ἀπέλυε ἐν εἰρήνῃ.
Ὅσον ἀφορὰ τὴν τροφή, ὁ π. Μακάριος οὔτε  ἐλάχιστα δὲν ἐφρόντιζε καὶ ποτὲ δὲν τὴν ζητοῦσε. Πήγαινε μόνον στὴν τράπεζα, ὅταν τὴν ἑτοίμαζαν καὶ τὸν καλοῦσαν. Εἶχε συνηθίσει νὰ τρώει μία φορὰ τὴν ἡμέρα, κατὰ τὴν διάρκεια δὲ τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς μία φορὰ στὶς δύο ἡμέρες· αὐτὴν τὴν συνήθεια τὴν ἐφύλαξε ὣς τὸν θάνατο.
Τὸ ἐργόχειρό του –τὸ πλέξιμο καλτσῶν- δὲν τὸν ἄφηνε. Μερικὲς φορὲς ξυπνοῦσε τὴν νύκτα καὶ ἔπαιρνε τὸ ἐργόχειρο γιὰ νὰ διώξει τὸν ὕπνο, χωρὶς νὰ ἀφήνει ταυτοχρόνως καὶ τὴν νοερὰ προσευχή. Κοιμόταν ἐλάχιστα, καθιστὸς σὲ χαμηλὸ ντιβάνι, κατὰ τὴν ἀνατολίτικη συνήθεια, ἀκουμπισμένος στὸν ἀγκῶνα καὶ χωρὶς σκέπασμα. Τὰ παράθυρα τοῦ κελλιοῦ του ἦταν ἀνοικτὰ καὶ τὸν χειμῶνα. Στὰ γηρατειὰ προσπαθοῦσαν νὰ τὸν πείσουν ὅτι πρέπει νὰ ντύνεται πιὸ ζεστὰ ἢ νὰ κλείνει τὰ παράθυρα, ἀλλὰ αὐτὸς δὲν συμφωνοῦσε.
***
Σὲ ὅλη του τὴν ζωὴ μὲ κανέναν δὲν ἐφιλονείκησε, οὔτε κανένα προσέβαλε. Ὅταν τὸν ἐπέπλητταν, δὲν ἀντιδροῦσε, ἀλλὰ ἀπαντοῦσε μὲ τὴν σιωπή του ἢ μὲ τὸν λόγο: «Ἂς γίνει ἔτσι!» Μόνο μία φορά, στὴν Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης, διαμαρτυρήθηκε. Κατηγορῶντάς τον κάποιος, τὸν ὠνόμασε ἁπλὸ καὶ ἀνόητο ἄνθρωπο. Τότε ὁ π. Μακάριος εἶπε;
-Εἶμαι ἴσως καὶ φιλόσοφος, ἀλλὰ παρουσιάζομαι ἔτσι σκοπίμως. Ἡ ἀγάπη μὲ κάνει νὰ συμπεριφέρομαι ἔτσι.
Κάποτε, ἐνῶ ὁ π. Μακάριος ζοῦσε ἀκόμη στὴν Σκήτη, ἦλθα στὸ ἅγιον Ὄρος δύο διδάσκαλοι, οἱ ὁποῖοι ζητοῦσαν ἐμπείρους πνευματικοὺς ἀνθρώπους. Ἔμαιθαν γιὰ τὸν π. Μακάριο, τὸν ἐπισκέφθηκαν καὶ τοῦ εἶπαν:
-Γιατί ζῆτε ἐδῶ; Ὁ κόσμος καταστρέφεται. Πρέπει νὰ διδάξουμε τὸν λαό, γιὰ νὰ ὠφελήσουμε τὸν ἴδιο καὶ τὴν χώρα.
-Ἐμεῖς εἴμαστε ἀγράμματοι ἄνθρωποι, ἀπήντησε ὁ π. Μακάριος. Πῶς θὰ διδάξουμε; Αὐτὸ εἶναι δικό σας ἔργο. Ἐσεῖς εἶστε δάσκαλοι· μπορεῖτε καὶ πρέπει νὰ διδάσκετε τὸν λαό!
-Ὁ κόσμος ἐμᾶς δὲν μᾶς ἀκούει, ἀπήντησαν ἐκεῖνοι. Φαίνεται ὅτι πολὺ περισσότερο σέβεται καὶ ἐμπιστεύεται τὰ ἐνδύματά σας, τὴν ταπεινή σας ἐμφάνιση, καὶ τὸν ἀσκητικό σας βίο. Ἐσᾶς σᾶς ἀκούει, ἐνῶ ἐμᾶς, ποὺ δὲν τὰ ἔχουμε αὐτά, δὲν θέλει νὰ μᾶς ἀκούσει.
***
Ὅταν ὁ π. Μακάριος βρισκόταν στὴν νῆσο Σκόπελο, τοῦ ἔφεραν ἕναν δαιμονισμένο καὶ τὸν παρεκάλεσαν νὰ προσευχηθῆ. Λυπήθηκε πολὺ τὸν ἀσθενῆ καὶ ἄρχισε νὰ διαβάζει τοὺς ἐξορκισμούς. Τὴν ὥρα ἐκείνη ὁ διάβολος ποὺ ἦταν μέσα στὸν ἄνθρωπο, φώναξε: «Μ’ ἔκαψε, μ’ ἔκαψε... ἔφυγα, ἔφυγα!», καὶ εὐθὺς ἀμέσως, ἀφοῦ τὸν τάραξε, τὸν ἐγκατέλειψε.
***
Ὅλο τὸ χρονικὸ διάστημα ποὺ παρέμεινε ὁ π. Μακάριος στὸ Ῥωσικὸ ὡς Πνευματικός, ἡ ἐκ διαφόρων ἐθνοτήτων μοναστηριακὴ ἀδελφότης ζοῦσε μὲ θαυμασία ὁμοφροσύνη, εἰρήνη καὶ ἀγάπη. Ὁ ἴδιος τοὺς νουθετοῦσε νὰ ζητοῦν τὸ ἕνα, «οὗ ἐστι χρεία», τὸ ἀναγκαιότερο· γι’ αὐτὸ τὰ πνευματικά του τέκνα ζοῦσαν μὲ ὁμοφωνία. Ὅταν ἐρχόταν κάποιος ἀπὸ τὴν ἀδελφότητα καὶ ἄρχιζε νὰ παραπονῆται γιὰ κάποιον γέροντα ἢ ἀρχιμανδρίτη, ὁ π. Μακάριος ἀπαντοῦσε:
-Μὴν κοιτάζεις αὐτόν. Ἔχεις λανθασμένες παραστάσεις γι’ αὐτὸ τὸ θέμα, ἀλλὰ δὲν σὲ ἀφορᾶ. Ἐσὺ κοίταξε τὰ δικά σου, νὰ σταθῆς τέλειος ἐνώπιον τοῦ Κυρίου!
***
Ὁ π. Μακάριος εἶχε στενὴ σχέση μὲ τὸν Ἡγούμενο Γεράσιμο, σὰν νὰ ἦταν μία ψυχή. Ἡ πνευματικὴ πεῖρά του, ἡ ἐγγύτης καὶ ἡ ταυτότης τῆς σκέψεώς του μὲ τὸν ἡγέτη τῆς ἀδελφότητος, καθὼς καὶ ἡ πραότης τοῦ χαρακτῆρός του, ἐπέδρασαν εὐεργετικῶς στὴν πνευματικὴ ἀνάπτυξη τοῦ Μοναστηριοῦ. Ὅλα αὐτὰ ἔγιναν ἐμφανῆ ἰδιαιτέρως μετὰ τὸν θάνατό του, ποὺ στὴν ἀδελφότητα ἐμφανίσθηκαν διαιρέσεις, διαφωνίες καὶ μετὰ ἐθνικιστικὲς ὁμάδες.
***
Τὰ δάκρυα δὲν ἐγκατέλειπαν σχεδὸν ποτὲ τὸν π. Μακάριο· ἀλλὰ πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του ἡ κατάνυξις τὸν ἐπισκέφθηκε τόσο πλούσια, ὥστε ἡ καθημερινὴ θεία Λειτουργία, ποὺ συνήθως διαρκοῦσε δύο ὧρες, παρατάθηκε σὲ τρεῖς καὶ ἐν συνεχείᾳ σὲ τέσσερις ὧρες. Τὸν κυριαρχοῦσε ἡ κατάνυξις καὶ ἔκλαιγε στὸ ἱερό· ἀλλὰ καὶ ἔξω ὁ ἀναγνώστης καὶ ψάλτης του π. Σάββας τὸν ἐμιμεῖτο. Τὸν τελευταῖο καιρό, ἀπὸ τὴν ὑπέρμετρη κατάνυξη καὶ ἐξ αἰτίας τῆς ἀδυναμίας τῶν ποδιῶν, δὲν λειτουργοῦσε, ἀλλὰ καθημερινῶς κοινωνοῦσε τῶν ἀχράντων Μυστηρίων. Ὁ π. Μακάριος, ὅπως καὶ ὁ Γέροντάς του π. Νεόφυτος, ἀγαποῦσε τὶς μοναστηριακὲς ἀγρυπνίες. Γι’ αὐτό, ὅταν πλέον δὲν μποροῦσε νὰ βαδίσει, τὸν πήγαιναν στὸ Μοναστήρι πάνω σὲ κρεββάτι.
Πρὶν ἀναχωρήσει γιὰ τὴν αἰωνιότητα, οἱ ἀδελφοὶ ποὺ ἦσαν γύρω του τὸν ῥώτησαν πῶς νὰ ζοῦν μετὰ τὸν θάνατό του.
-Νὰ ζῆτε ὅπως ζούσατε, τοὺς εἶπε. Νὰ ἔχετε ἐγκράτεια καὶ μέτρο σὲ ὅλα, ὑπακοή, ταπείνωση καὶ προσευχή· γι’ αὐτὰ νὰ φροντίζετε καὶ αὐτὰ νὰ ἐπιζητῆτε. Καὶ μὴν θέλετε νὰ κάνετε θαύματα· δὲν εἶναι ἀπαραίτητα γιὰ τὴν σωτηρία!
***
Τρεῖς ἡμέρες πρὸ τοῦ θανάτου, ἐνῶ ὁ π. Μακάριος καθόταν στὸ ντιβάνι του, ξαφνικὰ προσήλωσε τὸ βλέμμα στὸ κενὸ καὶ μὲ ἀκίνητους τοὺς ὀφθαλμοὺς κοίταξε κατ’ εὐθεῖαν μπροστά, ὥστε δὲν ἀντιλαμβανόταν τίποτε γύρω του. Ὅσοι ἦσαν ἐκεῖ ἄρχισαν νὰ τὸν ῥωτοῦν:
-Τί εἶναι αὐτὸ μὲ σένα, πάτερ; Τί βλέπεις;
Ἀλλὰ ὁ π. Μακάριος δὲν ἀπαντοῦσε. Μετὰ ἀπὸ ἕνα τέταρτο, κάνοντας τὸν σταυρό του εἶπε τρεῖς φορές:
-Δόξα Σοι, Θεὲ Παντοκράτορ!
Οἱ μαθηταὶ πλησίασαν καὶ ξαναρώτησαν τί εἶδε, ἀλλὰ ἐκεῖνος τίποτε δὲν ἀπήντησε. Καὶ ἔτσι, τελείωσε τὸν ἀγῶνα, διεφύλαξε τὴν πίστι καί –προσθέτουμε-καθοδήγησε τὴν ἀδελφότητα στὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας.
Ὁ Γέρων Μακάριος εἰρηνικὰ καὶ ἥσυχα παρέδωσε τὴν ψυχή του στὸν Κύριο τὴν 15η Νοεμβρίου τοῦ ἔτους 1859, σὲ ἡλικία 79 ἐτῶν, ἐκ τῶν ὁποίων τὰ 50 τὰ ἔζησε στὸ Ἅγιον Ὄρος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου