Ὁ Ἡγούμενος Ἀνδρέας Ἁγιοπαυλίτης
γεννήθηκε στὸν Ἀνγκώνα Κεφαλληνίας στὶς 22 Ἰανουαρίου τὸ ἔτος 1904. Οἱ γονεῖς
του Γρηγόριος Εὐαγγελᾶτος καὶ Βασιλικὴ Παγουλάτου στὴν βάπτιση τοῦ ἔδωσαν τὸ ὄνομα
Ἄγγελος. Δὲν ἔμειναν πολὺ στὸ χωριὸ ποὺ γεννήθηκε, ἀλλὰ μετώκησαν πιὸ νότια.
Ὀ Ἄγγελος ἦταν εὐλαβὴς καὶ ἡ ζωή
του πολὺ προσεκτική. Εἶχε πόθο νὰ γίνει καλόγερος καὶ νὰ ἀφιερωθῆ στὸν Θεό. Ὡς
λαϊκός, ἤξερε τοὺς χαιρετισμοὺς τῆς Παναγίας ἀπ’ ἔξω καὶ τοὺς ἔλεγε κάθε μέρα. Ἦταν
ἀδύνατο νὰ κοιμηθῆ, ὅση δουλειὰ καὶ ἂν εἶχε, ὅσο κουρασμένος καὶ ἂν ἦταν, χωρὶς
νὰ πῆ τοὺς Χαιρετισμούς. Ὅταν ἐνηλικιώθηκε ἔγινε Ἀστυνομικός. Ἀγαποῦσε
πολὺ τὴν ἐκκλησία καὶ τὴν προσευχή. Ἀπεφάσισε πλέον νὰ γίνει μοναχός, καὶ τὸ
πραγματοποίησε.
Ἂν καὶ ἡ Κεφαλλονιὰ εἶχε
Μοναστήρια, αὐτὸς προτιμοῦσε νὰ μονάσει μακρυὰ γιὰ λόγους ξενητείας, γιὰ νὰ μὴν
τὸν ξέρουν καὶ τὸν ἐνοχλοῦν οἱ δικοί του.
Ἄκουσε ὅτι ὑπάρχει ἕνα μεγάλο
Μοναστήρι στὴν Λειβαδιά, τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ. Ἀπεφάσισε νὰ πάει ἐκεῖ.
Δὲν ἤξερε ποὺ
εἶναι, ἀλλὰ ἦταν ἀποφασισμένος τὴν Δευτέρα νὰ φύγει γιὰ τὴν Λειβαδιά. Τὴν
προηγούμενη μέρα, τὴν Κυριακή, λειτουργήθηκε στὸ Ληξούρι σὲ μία ἐκκλησία. Πῆγε ἀπὸ
νωρίς. Μόλις μπῆκε στὸν ναὸ βλέπει ἕναν νέο ψηλὸ μὲ ῥωμαλέο σῶμα. Εἶχε
στρατιωτικὴ ἐνδυμασία μὲ χλαμύδα σὰν ἀρχαῖος. Δὲν περιεργάστηκε ποιὸς εἶναι αὐτὸς
ὁ νέος, ἀλλὰ ἐκεῖνος τοῦ ἔκανε νόημα νὰ πάει κοντά του. Δὲν ἔδωσε σημασία. Ἔφυγε
ὁ νέος, πῆγε πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ τοῦ ξανάκανε νόημα νὰ πλησιάσει. Ὁ Ἄγγελος
πάλι δὲν ἔδωσε σημασία καὶ δὲν μπῆκε στὸ ἱερό. Κάθησε στὴν θέση του καὶ ὅταν
τελείωσε ἠ Λειτουργία πῆγε σπίτι του.
Τὴν Δευτέρα ξεκίνησε γιὰ τὴν
Λιβαδειά. Πῆγε πρῶτα στὴν Πάτρα καὶ απὸ ἐκεῖ στὴν Ἀθήνα. Στὴν Πάτρα συνάντησε ἕναν
καλόγερο, τὸν χαιρέτησε καὶ τοῦ ἐκμυστηρεύτηκε τὸν σκοπό του, ὅτι δηλαδὴ πάει
καὶ αὐτὸς νὰ γίνει μοναχὸς στὸν Ὅσιο Λουκᾶ Λειβαδιᾶς. Ὁ Καλόγερος τοῦ εἶπε: Τί
θὰ κάνεις ἐκεῖ; Ἔλα στὸ Ἅγιον Ὄρος, στὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας, τὸ Ἅγιον Ὄρος ἕνα
εἶναι. Ἔτσι ἀπεφάσισε νὰ πάει μαζί του στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἔφθασαν στὸν Πειραιᾶ,
μὲ καράβι στὴν Θεσσαλονίκη καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴν Δάφνη. Ὁ καλόγερος ἦταν ἀπὸ τοῦ Ἐσφιγμένου.
Ὁ Ἄγγελος πῆγε νὰ προσκυνήσει στὴν Σιμωνόπετρα. Ῥώτησε ἂν ἔχει ἄλλο Μοναστήρι
κοντὰ καὶ πῆγη στοῦ Γρηγορίου, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ Διονυσίου καὶ ἐν συνεχείᾳ Ἁγίου
Παύλου. Ὅλα αὐτὰ τὰ προσκύνησε σὲ μία μέρα μὲ τὰ πόδια. Ἦταν Σεπτέμβριος τοῦ
1934
Στὸν Ἅγιο Παῦλο ἔφθασε την ὥρα τοῦ Ἑσπερινοῦ.
Μπῆκε στὴν ἐκκλησία νὰ προσκυνήσει καὶ βλέπει τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στὸ
τέμπλο δεξιά. Κοιτάει προσεχτικά, ξανακοιτάει, ἀναρωτιέται: -Ποῦ τὴν εἶδα
αὐτὴν τὴν εἰκόνα; Θυμᾶται. –Τὴν εἰκόνα δὲν τὴν εἶδα, ἀλλὰ αὐτὸ τὸ
παλληκάρι τὸ εἶδα! Αὐτὸς ἦταν στὴν εκκλησία, στὸν Παντοκράτορα στὸ Ληξούρι. Αὐτὸς
ἦταν! Δὲν θὰ φύγω. Ἐδῶ θὰ μείνω. Ἔτσι ἔμεινε καὶ ἔβαλε μετάνοια γιὰ δόκιμος
Ἡγούμενος τότε ἦταν ὁ Σεραφείμ.
Βλέποντας τὴν ὡριμότητά του, τὴν εὐλάβεια, τὴν πρόθυμη ὑπακοὴ καὶ τὸν ἀγωνιστικό
του ζῆλο, μετὰ ἀπὸ τέσσερις μῆνες, στὶς 16 Ίανουαρίου 1935, τὸν ἕκαναν ῥασοφόρο
καὶ στὶς 25 τοῦ αὐτοῦ μηνός, τὸν ἔκριναν ἄξιο νὰ λάβει τὸ Μέγα καὶ Ἀγγελικὸ Σχῆμα
μὲ τὸ ὄνομα Άνδρέας. Μετὰ ἀπὸ ἕναν μῆνα τὸν ἔκαναν διᾶκο καὶ σὲ ἕξι μῆνες, στὶς
28 Ίουλίου, τὸ χειροτόνησαν ἱερέα μέσα σὲ δέκα μῆνες ἔγιναν ὅλα καὶ ἦταν τότε ὁ
ἱερομόναχος Ἀνδρέας 31 ἐτῶν. Τότε κατάλαβε γιατὶ ὁ Ἅγιο γεώργιος τὸν καλοῦσε
κοντά του. Πρῶτα τὸν κάλεσε στὸ Μοναστήρι του καὶ μετὰ μέσα στὸ Ἅγιο Βῆμα. Ὅλα
εἶχαν ἕναν προϊδεασμό.
Ἐνῶ ἀγωνιζόταν καὶ ἀναλωνόταν στὰ
διακονήματα ὁ παπα-Ἀνδρέας ἔνιωθε μία ἕλξη πρὸς τὴν ἡσυχία. Τότε στὴν ἔρημο ἠσκεῖτο
ὁ π. Γεράσιμος Μενάγιας. Ἦταν Κεφαλλινίτης καὶ ἐρχόταν στὸν Ἅγιο Παῦλο. Ὁ παπα-Ἀνδρέας
γνωρίστηκε μὲ τὸν Μενάγια καὶ ἐπεθύμησε νὰ ζήσει μαζί του στὴν ἔρημο τοῦ Ἁγίου
Βασιλείου. Παρεκάλεσε πολὺ τὸν Ἡγούμενο Σεραφείμ, καὶ τοῦ ἔδωσε τελικὰ εὐλογία.
Τὸ 1938 πῆγε στὸν Ἅγιο Βασίλειο καὶ ἔζησε δυόμισι χρόνια μὲ τὸν ἀσκητὴ π.
Γεράσιμο Μενάγια. Ἐκεῖ γνώρισε καὶ ἄλλους ἀσκητὲς καὶ τὸν γερω-Ἰωσὴφ τὸν ἡσυχαστή.
Τὸν εἶχε σὲ εὐλάβεια. Τὸν θεωροῦσε ἅγιο καὶ τὸν ὑπερασπιζόταν ὅταν ἄκουγε νὰ τὸν
κατηγοροῦν.
Τὸ θεώρησε εὐτύχημα ποὺ γνώρισε καὶ
τὸν π. Σωφρόνιο τὸν Ῥώσσο μὲ τὸν ὁποῖον καὶ συνδέθηκε πνευματικά. Κατενόησε τὸν
πνευματικὸ πλοῦτο, τὴν θεία χάρη ποὺ εἶχε ὁ τότε διακο-Σωφρόνιος· τὸν εἶχε σὲ
μεγάλη εὐλάβεια καὶ ἐπεδίωκε τὴν ἐπικοινωνία μαζί του.
Κατὰ τὸ ἔτος 1939, κάποια μέρα μετὰ
τὸ μεσημέρι, εἶχαν βγῆ ὁ παπα-Ἀνδρέας καὶ ὁ διάκο-Σωφρόνιος νὰ μαζέψουν
σαλιγκάρια. Ξαφνικά, βλέπουν μία σκιὰ ἀνθρώπου σὲ ἀπόσταση καὶ παρατήρησαν ὅτι
εἶναι σχεδὸν γυμνός. Κατάλαβαν ὅτι εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς γυμνοὺς ἀσκητὲς και ἔτρεξαν
νὰ τὸν προλάβουν. Αὐτὸς ὅμως τοὺς ἀντιλήφθηκε καὶ ἔτρεξε νὰ κρυφθῆ. Ὁ
διακο-Σωφρόνιος κουράστηκε καὶ ὁ παπα-Ἀνδρέας ποὺ ἦταν νεώτερος, τὸν ῥώτησε:
-Νὰ τρέξω νὰ τὸν προλάβω;
-Ἂν μπορῆς τρέξε, τοῦ εἶπε. Ἔτρεξε
καὶ ὅταν ἔφθασε στὰ δύο μέτρα τὸν φώναξε:
-Στάσου ἄνθρωπέ μου, νὰ μὲ
ευλογήσεις, ἂν δὲν εἶσαι δαίμων, δῶσέ μου τὴν εὐχή σου. Τὸν ἔφθασε καὶ τὸν
ἔπιασε ἀπὸ τὸ χέρι.
-Ἂν ἀγαπᾶς τὸν Θεό, ἄσε μου, τοῦ
εἶπε ὁ ἀσκητής.
-Ἐπειδὴ ἀγαπῶ τὸν Θεό, γι’ αὐτὸ ἔτρεχα
νὰ σὲ προλάβω.
Εἶδε νὰ φορᾶ στὴν μέση ὁ ἀσκητὴς ἕνα
τσουβάλι τρίχινο φθαρμένο, καὶ τίποτε ἄλλο, οὔτε παπούτσια οὔτε κάλτσες, καὶ ἦταν
Μάρτιος μῆνας. Τοῦ λέει:
-Πῶς εἶσαι ἔτσι; Νὰ σοῦ φέρω ῥοῦχα;
-Δὲν θέλω.
-Θὲς παξιμάδι ἢ τίποτα ἄλλο;
-Ὄχι.
-Νὰ σοῦ φέρω κάτι; Ἔτσι γιὰ εὐλογία.
-Φέρε μου λίγο ἁλάτι.
-Ποῦ νὰ σοῦ τὸ φέρω;
-Ἄστο σὲ ἐκείνη τὴν πέτρα.
Τὴν ἄλλη μέρα πῆγαν τὸ ἁλάτι, τὸ ἄφησαν
στὴν πέτρα καὶ παραφύλαγαν. Τὸ ἁλάτι ἔμενε ἐκεῖ καὶ ὁ ἀσκητὴς δὲν ξαναφάνηκε.
Ὁ παπα-Ἀνδρέας διηγήθηκε καὶ τὸ ἑξῆς:
Ὁ Μενάγιας ἦταν προσωπικὸς φίλος τοῦ
Ἁγίου Νεκταρίου, ὁ ὁποῖος τοῦ εἶχε χαρίσει μία φωτογραφία του καὶ ἕνα
κομποσχοίνι. Τότε ἐκεῖ στὸν Ἅγιο Βασίλειο μερικοὶ ἀμφισβητοῦσαν τὴν ἁγιότητα τοῦ
Ἁγίου Νεκταρίου. Ὁ Μενάγιας γιὰ νὰ τοὺς ἀποδείξει ὅτι εἶναι Ἅγιος ὁ Πενταπόλεως
Νεκτάριος, πῆρε μία λεκάνη, ἔβαλε ἀλεύρι καὶ νερό, τὰ άνακάτεψε, ἀπὸ πάνω ἔβαλε
τὸ κομποσχοίνι τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου καὶ άπὸ μόνο του χωρὶς προζύμι φούσκωσε.
Ἐγὼ ἄλλη ἀπόδειξη δὲν θέλω, ἔλεγε
ὁ παπα-Ἀνδρέας.
Ὁ παπα-Ἀνδρέας στὸν Ἅγιο Βασίλειο
γνώρισε τότε πολλοὺς μεγάλους ἀσκητές, ὠφελήθηκε ἀπὸ τὸ παράδειγμά τους καὶ ὁ ἴδιος
ἀγωνιζόταν πολύ. Εἶχε ἐπικοινωνία μὲ τὸ Μοναστήρι του ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα καὶ
μετὰ ἀπὸ δυόμιση χρόνια πάλι ἐπέστρεψε στὴν μετάνοιά του. Εἶπε τότε στὸν Ἡγούμενο
Σεραφείμ: -Ἐκεῖ πολλοὺς ἁγίους γνώρισα, ἀλλὰ καὶ ἕναν ἅγιο διᾶκο. Ἂν τὸν
καταφέρουμε νὰ τὸν φέρουμε ἐδῶ γιὰ Πνευματικὸ θὰ μᾶς βοηθήσει πολύ. Ὁ Ἡγούμενος
συμφώνησε: -Βεβαίως, ἀφοῦ τὸ λὲς ἐσύ, θὰ τὸ κάνουμε.Πῆγαν καὶ τὸν
παρεκάλεσαν. Ὁ διακο-Σωφρόνιος ἤθελε τὴν ἡσυχία. Ὅμως θεώρησε ὅτι ἦταν ἀπὸ τὴν
θεία Πρόνοια αὐτὴ ἡ πρόταση, διότι ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς τοῦ εἶχε πεῖ: -Ὅταν
σοῦ ζητήσουν βοήθεια νὰ μὴν ἀρνηθῆς. Ὡς πνευματικός, νὰ εἶσαι διακριτικός, νὰ μὴν
κάνεις ὑπερβολές. Ἔτσι θεώρησε ὅτι ἦρθε ἡ ὥρα νὰ πραγματοποιηθῆ αὐτό. Τῆς Ὑπαπαντῆς
τοῦ τοῦ 1941 τὸν χειροτόνησαν ἱερέα, ἔμεινε ἄλλον ἕναν χρόνο στὰ Καρούλια καὶ
μετὰ ἦρθε καὶ ἔμεινε στὴν Ἁγία Τριάδα. Τὸ Μοναστήρι τοῦ ἔδινε κουμπάνια, αὐτὸς ἔδινε
τὶς εἰκόνες ποὺ ἔκανε καὶ ἐξωμολογοῦσε τοὺς πατέρες. Βοήθησε πολὺ καὶ ἔσωσε τὸ
Μοναστήρι ἀπὸ πολλοὺς κινδύνους τότε στὰ δύστυχα χρόνιας τῆς Κατοχῆς ἀπὸ τοὺς
Γερμανούς. Καὶ αὐτὸ χάρη στὴν διορατικότητα τοῦ παπα-Ἀνδρέα.
Ὁ παπα-Ἀνδρέας μετὰ ποῦ ἐπέστρεψε ἀπὸ
τὴν ἔρημο ἦταν γιὰ εἴκοσι χρόνια ἐφημέριος στὸ Μοναστήρι μόνος του. Στὴν διακοπὴ
πρὶν ἀπὸ τὴν Θεία Λειτουργία δὲν κοιμόταν σὲ κρεββάτι ἀλλὰ καθήμενος στὴν
καρέκλα γιὰ νὰ μὴν τοῦ συμβῆ πειρασμός. Λειτουργοῦσε κάθε μέρα καὶ ὕστερα
κατέβαινε στὸν Ἅγιο Τρύφωνα, στὴν Ἀμπελικιά, καὶ ὄργωνε μὲ τὰ βόδια μὲ τὸ
ξυλάλετρο. Ἑσπερινὸ ἔκανε ἕνας ἄλλος ἡλικιωμένος ἱερέας. Ὅλη τὴν ἡμέρα ὄργωνε ἢ
πήγαινε στὸ βουνὸ στοὺς ὑλοτόμους. Ἐπέστρεφε ἀργά, πρὶν σουρουπώσει καὶ τὸ πρωΐ
πάλι ἀκολουθία καὶ Λειτουργία. Θυσίασε τὴν ζωή του γιὰ τὸ Μοναστήρι, γι’ αὐτὸ τὸν
ἀγαποῦσαν ὅλοι οἱ πατέρες καὶ ἀργότερα, ὅταν παρέστη ἀνάγκη, τὸν ἐξέλεξαν δύο
φορὲς Ἡγούμενο.
Ὁ παπα-Ἀνδρέας, αφότου ἦρθε γιὰ
καλόγερος, δὲν ἔστειλε μήνυμα στοὺς δικούς τους νὰ τοὺς ἐνημερώσει ποῦ
βρίσκεται. Ἐκεῖνοι νόμιζαν ὅτι χάθηκαν. Ἡ μάννα του ἀπὸ διαίσθηση ἔλεγε: -Τὸ
παιδι μου δὲν χαθηκε, ἀλλὰ εἶναι σὲ καλὸ τόπο. Μετὰ ἀπὸ κάποια χρονια
ξεμπάρκαρε στὸν Ἀρσανᾶ ἕνα καράβι, ποὺ μέσα του ἦταν ἕνας πατριώτης του. Τὸν ἀναγνώρισε
καὶ τοῦ μίλησε. Ὁ παπα-Ἀνδρέας τοῦ εἶπε νὰ μὴν πῆ τίποτε καὶ ἂς τὸν ψάχνουν. Αὐτὸς
ὅμως ἐνημέρωσε τοὺς δικούς του καὶ ἡ μάννα του τοῦ ἔστειλε χαρούμενη γράμμα. Τοῦ
ἔγραψε ὅτι θέλει νὰ τὸν δῆ γιατι εἶναι στὰ τελευταῖά της. Αὐτὸς τὴν ῥώτησε μὲ
γράμμα: -Ἐδὼ θέλεις νὰ μὲ δῆς ἢ στὴν ἄλλη ζωή; -Στὴν ἄλλη ζωή, παιδί μου. Καὶ
ἔτσι ἐκοιμήθη χωρὶς νὰ τὸν δῆ.
Ἀφοῦ ἐκοιμήθη ἡ μητέρα του, ἦρθε ὁ
πατέρας του νὰ τὸν δῆ γιὰ νὰ παρηγορηθῆ. Ἦταν γεροντάκι καὶ εἶχε σκοπὸ νὰ
μείνει λίγες μέρες καὶ ὕστερα νὰ βγῆ νὰ κάνει τὰ σαράντα τῆς γυναίκας του.
Πέρασαν οἱ μέρες καὶ τὸν ῥώτησε ὁ παπα-Ἀνδρέας: -Δὲν θὰ φύγεις; -Ὄχι, ἐδῶ
θὰ μείνω, γιατὶ μοῦ ἀρέσει. Εἶχε μία κόρη ἀκόμη καὶ εἶχε λόγους νὰ γυρίσει
στὸν κόσμο, ἀλλὰ ἦταν εὐλαβὴς καὶ εἶχε καλλιεργημένη ψυχή. Ὅταν ἔμαθε ὁ Ἡγούμενος
Σεραφεὶμ τὴν ἀπόφασή του νὰ μείνει, τὸν ῥώτησε: -Μήπως θέλεις νὰ σὲ
κάνουμε καλόγερο; -Ἂν θὰ μὲ κάνετε αὐτὴν τὴν δωρεά, ἔτη πλεῖστα,ἀπάντησε.
Ἔτσι τὸν ἔκαναν μοναχὸ σὲ ἡλικία 88
ἐτῶν μετονομάσαντες αὐτὸν Συμεών. Παῤ ὅλη τὴν ἡλικία του πήγαινε πρῶτος
στὴν ἐκκλησία. Στὴν ἀνάγνωση, ἐπειδὴ δὲν ἄκουγε καλά, πήγαινε δίπλα στὸ δισκέλι
νὰ μὴν χάσει καμμία λέξη. Τὸ ἴδιο καὶ στὴν θεία Μετάληψη. Ὁ Ἡγούμενος ἔλεγε γιὰ
τὸν π. Συμεών: -Βλέπεις αὐτὸ τὸ κούτσουρο; Θὰ μᾶς περάσει ὅλους.
Τὸ 1960 ἐκοιμήθη ὁ Ἡγούμενος
Σεραφείμ, καὶ Ἡγούμενος ἔγινε ὁ παπα-Ἀνδρέας. Τὸν ἑπόμενο χρόνο ἀῤῥώστησε ὁ π.
Συμεών, καὶ τὸν πῆγαν στὸ γηροκομεῖο σὲ ἡλικία 96 ἐτῶν. Τὸν ῥώτησε ὁ παπα-Ἀνδρέας: -Δὲν
σὲ βλέπω καλά. Νὰ σὲ κοινωνήσουμε; -Ὅπως νομίζετε, ἀπάντησε. Πῆρε ὁ παπα-Ἀνδρέας
Ἅγιο Ἄρτο, κατάφερε μὲ δυσκολία νὰ πῆ τό· Πάτερ ἡμῶν ὁ π. Συμεὼν καὶ
κοινώνησε. Τὸν ῥώτησε: -Πῶς αἰσθάνεσαι; -Σὰν νὰ πάω σὲ γάμο. Ὅταν ὁ
παπα-Ἀνδρέας κατέβασε τὸ Ἅγιο Ποτήριο στὴν ἐκκλησία καὶ έπέστρεψε στὸ γηροκομεῖο,
ὁ π. Συμεὼν εἶχε ἤδη κοιμηθή.
Ὁ παπα-Ἀνδρέας πῆγε κάποτε νὰ ἐπισκεφθῆ
τὸν γερω-Ἄνθιμο ποὺ ἦταν στὰ τελευταῖά του στὸ νοσοκομεῖο τῆς Μονῆς. Τὸν ῥώτησε: -Θέλεις
νὰ σοῦ φέρουμε κάτι; Θέλεις νὰ σοῦ φέρουμε Πνευματικό; Τὸν γιατρό; Αὐτὸς δὲν
καταλάβαινε. Ἀκούμπησε τότε στὸ σίδερο τοῦ κρεββατιοῦ καὶ ἄρχισε νοερῶς νὰ
λέγει τοὺς Χαιρετισμοὺς τῆς Παναγίας. Μόλις ἔφθανε στό· Χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε, ἔκανε
τὸ σταυρό του τὸ γεροντάκι. Μόλις τελείωσε τοὺς Χαιρετισμούς, ἔκανε ὁ γερω-Ἄνθιμος
τὸν σταυρό του τρεῖς φορές, καὶ ἐκοιμήθη εἰρηνικά.
Ὅταν ὁ γερω-Γρηγόριος ἦταν στὰ
τελευταῖα του, δὲν μιλοῦσε. Εἶχε χάσει τὶς αἰσθήσεις του καὶ εἰδοποίησαν τὸν
παπα-Ἀνδρέα νὰ τὸν κοινωνήσει. Τὸν κοινώνησε, ἀλλὰ δὲν κατάπινε τὴν Θεία
Κοινωνία. Τότε εἶπε νὰ ἑτοιμάσουν ἕνα τσάϊ καὶ σιγὰ-σιγὰ μὲ τὸ κουταλάκι τοῦ ἔδινε
λίγο-λίγο, μέχρι ποὺ τὴν κατάπιε. Τότε μίλησε ὁ γερω-Γρηγόριος καὶ εἶπε στὸν
παπα-Ἀνδρέα: -Εὐχαριστὼ πολύ, ὁ Θεὸς νὰ στὸ πληρώσει.
Ἔλεγε ὁ παπα-Ἀνδρέας γιὰ τοὺς
πατέρες ποὺ κοιμήθηκαν στὸ Μοναστήρι, ὅσο αὐτὸς ἦταν ἐκεῖ: Μόνο γιὰ
δύο-τρεῖς δὲν ξέρω ποὺ πῆγαν, ἀλλὰ ὅλοι οἱ ἄλλοι ποὺ πρόλαβα, πῆγαν στὴν
Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
Δυόμισι χρόνια μετὰ τὴν ἐκλογή του
σὲ Ἡγούμενο, ὁ παπα-Ἀνδρέας γιὰ μία ἀσυμφωνία γιὰ ἕνα διοικητικὸ θέμα
παραιτήθηκε λέγοντας: -Τί ἤθελα καὶ ἔμπλεξα;
Ἀνέλαβε Ἡγούμενος ὁ παπα-Εὐσέβιος. Ἦταν
εὐλαβής, ἐνάρετος καὶ ἀσκητικός. Ἀλλὰ δὲν ἔκανε καθόλου οἰκονομίες στοὺς ἄλλους.
Ὁ παπα-Εὐσέβιος μετὰ ἀπὸ ἕξι χρόνια παραιτήθηκε καὶ οἱ πατέρες τὸν Ἰουλιο τοῦ
1969 ἐξέλεξαν πάλι γιὰ Ἡγούμενό τους τὸν παπα-Ἀνδρέα. Ἦταν ὐπὲρ τῆς οἰκονομίας,
ἀλλὰ ακριβὴς στὴν συνείδησή του. Ὁ ἴδιος ἦταν αὐστηρὸς στὸν ἑαυτό του καὶ γιὰ
τοὺς ἄλλους ἐξαντλοῦσε κάθε οἰκονομία.
Ὁ Ἡγούμενος Ἀνδρέας ἦταν κλασικός,
πρακτικὸς ἁγιορείτης. Συμβούλευε τοὺς πατέρες νὰ μὴν ἀφήνουν τὸν κανόνα τους, νὰ
κάνουν καθαρὴ ἐξομολόγηση καὶ ἦταν ὑπὲρ τῆς συχνῆς Θείας Μεταλήψεως. Ἔλεγε: -«Ὁ
κοινοβιάτης, ἂν κάνει ὑπακοή, εἶναι φιλακόλουθος, ἂν κάνει καθαρὴ ἐξομολόγηση
καὶ δὲν κατακρίνει, εἶναι γιὰ τὸν παράδεισο. Κατήργησε τὸ τριήμερο χωρὶς
λάδι πρὶν ἀπὸ τὴν Θεία Κοινωνία καὶ ἔβαλε Πέμπτη καὶ Σάββατο Θεία Μετάληψη.
Ἦταν ὁ πρῶτος Ἁγιοπαυλίτης Ἡγούμενος
ποὺ ἄρχισε νὰ δέχεται πατέρες γιὰ ἐξομολόγηση. Καθε μέρα 1:30-3:00 μ.μ.
δεχόταν στὸ Ἡγουμενείο. Τὴν ἐξομολόγηση τὴν ἄκουγε ἥρεμα. Ἂν τοῦ ἔλεγε κάποιος: -Γέροντα,
ἔπεσα ἐκεῖ, ἀπαντοῦσε: -Τί νὰ κάνουμε; Στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ νὰ αποβλέπουμε. Ἀλλὰ
ἂν τοῦ ἔλεγε κάποιος ὅτι κατακρίνει, τότε γινόταν πολὺ αὐστηρός. Τοῦ ἔλεγε ἔντονα: -Ἔγινες
Θεός; Δὲν ντρέπεσαι;, καὶ ὕστερα μὲ ἥρεμα λόγια ὡδηγοῦσε τὸν μοναχὸ σὲ
μετάνοια. Εἶχε πολὺ μεγάλη ἐμπιστοσύνη στὸν παπα-Διονύσιο τὸν Μικραγιαννανίτη,
στὸν ὁποῖον καὶ ἐξωμολογεῖτο, ἂν καὶ ἦταν κατὰ πολὺ νεώτερός του.
Ἡ ἀγάπη του γιὰ τοὺς πατέρες ἦταν ἀπεριόριστη
χωρὶς νὰ ξεχωρίζει καλοὺς ἀπὸ κακούς. Ἦταν πολὺ ἐλεήμων. Ἂν καὶ τὰ χρόνια τότε ἦταν
δύσκολα καὶ τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ λιγοστά, αὐτὸς ἔδινε ἁπλόχερα. Τοῦ ζητοῦσε κάποιος ἕνα
ζευγάρι κάλτσες, δύο τοῦ ἔδινε, ἕνα παντελόνι, δύο ἔδινε. Ἔλεγε: -Ἂν
πλύνεις τὸ ἕνα, νὰ φορᾶς τὸ ἄλλο. Ἔδωσε εύλογία στὸν τραπεζάρη νὰ δίνει ἐλεύθερα
ἐλεημοσύνη σὲ γνωστοὺς καὶ ἀγνώστους πατέρες. Ἔλεγε: -Διότι, ὅταν ἔχουν ἀνάγκη
ποῦ θὰ βροῦν; θὰ ζητήσουν ἀπὸ τοὺς κατὰ σάρκα συγγενεῖς ἢ θὰ τρέχουν απὸ δῶ καὶ
ἀπὸ κεῖ;
Ἦταν εὐγενής, τιμοῦσε τοὺς ἄλλους
καὶ ἤθελε νὰ τοὺς βοηθᾶ. Ῥωτοῦσε, πρὶν τοῦ ζητήσουν: -Σοῦ λείπε κάτι μάτια
μου; Ἡ συνήθης ἔκφρασή του ἦταν ἡ λέξη παιδάκι μου καὶ μ’ αὐτὴν ἐξέφραζε
ὅλη τὴν ἐσωτερική του διάθεση πρὸς τοὺς πατέρες. Εἶχε πολλὴ ἀγάπη καὶ οἰκονομοῦσε
τοὺς πατέρες. Ὅπου ὅμως δὲν ἔπρεπε, γινόταν αὐστηρός, ἀλλὰ αὐτὴ ἡ αὐστηρότητά
του ἔβγαινε ἀπὸ τὴν ἀγάπη του καὶ τὸ ενδιαφέρον του γιὰ νὰ βοηθήσει τοὺς
πατέρες. Ἂν ἄκουγε ἀργολογίες στὸ μαγειρεῖο, πλησίαζε καὶ μὲ αὐστηρότητα ἔλεγε
νὰ σταματήσουν. Δὲν πίστευε εὔκολα σὲ φῶτα καὶ Ἀγγέλους, ἂν δὲν ἐξακρίβωνε καλά.
Ἔλεγε γιὰ τὴν μνήμη τοῦ Θεοῦ: -Ἡ
Ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία εἶδε μία φορὰ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας ποὺ δὲν τὴν ἐπέτρεψε
νὰ μπῆ στὸν ναό, καὶ αύτὴ ἡ μνήμη τῆς εἰκόνας τὴν ἐνίσχυσε γιὰ σαράντα χρόνια,
μόνη της στὴν ἔρημο. Ἐμεῖς θέλουμε νὰ δοῦμε καὶ τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο καὶ πάλι δὲν
ἔχουμε μνήμη τοῦ Θεοῦ.
Τὴν Σαρακοστὴ τοῦ 1970 εἶχε πάθει
γαστροῤῥαγία. Ὁ π. Δημόκλητος, ὁ γιατρός, τοῦ εἶπε ὅτι εἶναι πολὺ σοβαρὰ καὶ
πρέπει νὰ πάει ἔξω. Αὐτὴ τὴν ἀσθένεια πρέπει νὰ τὴν αντιμετωπίσει ἡ ἐπιστήμη. -Ἐπιστήμη
εἶναι ἡ Παναγία. Ἐγὼ δὲν βγαίνω ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Εἶχε τριάντα ἕξι χρόνια
στὴν καλογερικὴ καὶ δὲν εἶχε βγῆ ποτέ. Τοῦ λέει ὁ γιατρός: -Ἐμεῖς πρέπει νὰ σὲ
κάνουμε ὑπακοὴ ἐφ’ ὅρου ζωῆς καὶ σὺ νὰ μᾶς κάνεις αὐτὴν τὴν ὥρα. Ἂν δὲν πᾶμε στὸν
γιατρό, δὲν ὑπάρχει προοπτική. –Γιὰ τὴν ὑπακοή σας εἶμαι στὰ χέρια σας. Ὅ,τι
νομίζετε ἐσεῖς θὰ κάνω. Τὸν πῆγαν στὴν Θεσσαλονίκη, ἐγχειρήγθηκε καὶ ἐπέστρεψε
ὑγιής.
Τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1974 ὁ Ἡγούμενος Ἀνδρέας
παραιτήθηκε ἀπὸ τὴν Ἡγουμενία καὶ πῆγε νὰ ἡσυχάσει στὸ μετόχι τῆς Μονῆς ἐντὸς
τοῦ Ἁγίου Ὄρους στὸν Μονοξυλίτη, τοῦ ὁποίου ὁ ναὸς τιμᾶται στὸν Ἅγιο Νικόλαο καὶ
τὸν ὁποῖον ὑπερευλαβεῖτο ὁ Προηγούμενος Ἀνδρέας.
Ἐκεῖ τὸ ἔτος 1975 τὸν ἐπισκέπτονταν
κάποιοι ζηλωτὲς ἀπὸ τὴν Ἐσφιγμένου. Εἶχε κοιμηθῆ ὁ Ἡγούμενός τους καὶ ἐπειδὴ ἐφοβοῦντο
μὴν τοὺς διώξουν ἀπὸ τὸ Ἐσφιγμένου, τὸν ἐκλιπαροῦσαν νὰ ἀναλάβει αὐτὸς Ἡγούμενος.
Σὰν ἄνθρωπος ταλαντευόταν μὲ τὰ τόσα ποὺ ἄκουσε καὶ τὶς παρακλήσεις τῶν ζηλωτῶν,
ἀλλὰ δὲν τ’ ἀπεφάσιζε. Φοβόταν ἀφ’ ἑνὸς μὲν μήπως ἔχει κρῖμα ἂν δὲν βοηθήσει τὸ
Ἐσφιγμένου, ἀλλὰ πάλι σκεφτόταν πῶς νὰ ἀφήσει τὴν μετάνοιά του σὲ τέτοια ἡλικία.
Παρακαλοῦσε τὴν Παναγία καὶ τὸν Ἅγιο Νικόλαο νὰ τὸν φωτίσουν. Ὁπότε κάποια μέρα
βλέπει ἕναν παπᾶ, ἕνα γεροντάκι, νὰ ἀνεβαίνει ἀπὸ κάτω ἀπὸ τὴν θάλασσα. Ὅταν ἔφθασε,
τὸν χαιρέτησε, ζήτησε νὰ μάθει τὸν δρόμο πρὸς τὶς Καρυές, καὶ τοῦ ἔδειξε. Τὸν ῥώτησε
ὅμως ὁ Προηγούμενος ἀπὸ ποῦ εἶναι καὶ πῶς ὀνομάζεται, καὶ ἀπάντησε ὅτι εἶναι ἀπὸ
τὴν Κύπρο καὶ ὅτι τὸ ὄνομά του εἶναι Πάτερ Νικόλας. Ὁ παπα-Ἀνδρέας ἦταν ἀπερίεργος
ἄνθρωπος γιὰ νὰ κάνει τέτοια ἐρώτηση, ἀλλὰ ἀπὸ θεία νεύση τὴν ἔκανε. Τὸ
γεροντάκι συνέχισε τὸν δρόμο του γιὰ τὶς Καρυές, καὶ ὁ παπα-Ἀνδρέας μόλις ἔκανε
νὰ πάει μέσα, σκέφτηκε: -Βρέ, μεσ’ τὸ μεσημέρι δὲν εἶπα στὸν ἄνθρωπο νὰ
καθήσει νὰ φάει. Ποῦ θὰ πάει πεινασμένος! Γυρίζει νὰ τὸν φωνάξει καὶ δὲν τὸν
βλέπει. Ὁ δρόμος γιὰ τὶς Καρυές, τοὐλάχιστον γιὰ ἕνα δεκάλεπτο ἦταν ἀκάλυπτος.
Θὰ τὸν ἔβλεπε. Ὅμως δὲν φαινόταν πουθενά. Παίρνει τὸν δρόμο φωνάζοντας. Ἄφαντος. –Κρῖμα
ποὺ δὲν τὸν πρόλαβα. Μπῆκε μέσα, δὲν ἔδωσε σημασία, κάθησε νὰ φάει καὶ ὕστερα
κοιμήθηκε. Ξύπνησε γςὲ λίγο μέσα στὴν χαρὰ καὶ ἀποφασιμένος ὅτι: -Ἐγὼ εἶμαι
γιὰ τὸν Ἅγιο Παῦλο, οὔτε γιὰ Ἡγούμενος εἶμαι οὔτε γιὰ Ἐσφιγμένου οὔτε γιὰ
δεύτερες οὔτε γιὰ τρίτες ἡγουμενίες εἶμαι. Πῆγε στὴν ἐκκλησία, κοιτάει τὴν
εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Νικολάου καὶ διαπιστώνει ἔκπληκτος ὅτι εἶναι ἴδιος ὁ Ἅγιος
Νικόλαος μὲ τὸν παπᾶ ποὺ πέρασε καὶ ἐξαφανίστηκε. Λέει: -Μά, νὰ μὴν ἀνοίξει
τὸ μυαλό μου πιὸ μπροστά. Ἀνέφερε τὸ γεγονὸς ὕστερα στὸν παπα-Διονύσιο τὸν
Πνευματικό του καὶ ἐκεῖνος τοῦ εἶπε: -Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ἦταν. Ἦρθε καὶ πῆρε
τὸ βάρος ποὺ εἶχες πάνω σου.
Μετὰ ἀπὸ λίγο διάστημα, κάποια ἡμέρα
ἐνῶ ἡσύχαζε στὸν Μονοξυλίτη, ἔγινε φοβερὴ θαλασσοταραχή. Σκέφθηκε τὴν ἑπομένη νὰ
κατέβει στὴν θάλασσα νὰ μαζέψει ξύλα ποὺ θὰ εἶχε βγάλει ἡ θάλασσα γιὰ τὴν
φωτιά, ἀλλὰ καὶ μήπως κάποιος εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ τὴν βοήθειά του. Ἐνῶ συνέλεγε τὰ ἐκβρασθέντα
ξύλα, εἶδε μία ἀνθρώπινη σκιὰ καθισμένη σὲ ἕναν βράχο. Ἀμέσως σκέφθηκε ὅτι εἶναι
κάποιος περαστικὸς ἢ ναυαγὸς ποὺ σώθηκε καὶ ἔτρεξε νὰ βοηθήσει. Ὅταν πλησίασε,
βλέπει ἔκπληκτος μία μοναχὴ καθισμένη στὸν βράχο νὰ κρατᾶ βιβλίο ἀνοιχτὸ καὶ
γραφίδα. Ἔκπληκτος καὶ μὲ ἀπορία τὴν ἐρωτᾶ:
-Τί θὲς ἐσὺ ἐδῶ, κυρά μου; Θέλεις
καμμία βοήθεια;
-Ὄχι, δὲν θέλω βοήθεια, τοῦ ἀπαντᾶ
ἡ φαινόμενη μοναχή. Ἐγὼ εἶμαι ἡ Κυρὰ τοῦ τόπου καὶ αύτὴ τὴν δουλειὰ κάνω ἀπὸ
τὴν μία ἄκρη τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἕως τὴν ἄλλη.
-Καὶ τί εἶναι, κυρά μου, τὰ βιβλία
αὐτὰ ποὺ κρατᾶς;
-Τὰ βιβλία εἶναι εἰσόδου, ἐξόδου καὶ
παραμονῆς τῶν Πατέρων τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἀλλὰ καὶ σ’ αὐτὸ τὸ βιβλίο ποὺ βλέπεις,
εἶναι γραμμένα τὰ ὀνόματα αὐτῶν ποὺ παραμένουν καὶ τελειώνουν στὸ Ἅγιον Ὄρος,
καὶ αὐτὰ εἶναι γραμμένα στὸ βιβλίο τῆς ζωῆς.
Μετὰ τὴν στιχομυθία, καὶ ἀφοῦ ἡ
φαινομένη μοναχὴ δὲν ἤθελε βοήθεια, ὁ παπα-Ἀνδρέας ἀνηφόρισε πρὸς τὸ Μετόχι. Τὸ
ἀπόγευμα πῆγε στὸν ναὸ νὰ διαβάσει τὸν Ἑσπερινό, καὶ ὅταν ἀντίκρυσε τὴν εἰκόνα
τῆς Θεοτόκου στὸ τέμπλο κάτι μέσα του συνέβη καὶ ἄρχισε νὰ αἰσθάνεται χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση
σκεπτόμενος τὴν μοναχὴ μὲ τὰ βιβλία. Εἶδε καὶ τὸ καντήλι της νὰ κουνιέται ἀπὸ
μόνο του καὶ κατέβηκε γρήγορα μήπως προλάβει τὴν μοναχή, γιὰ τὴν ὁποία τώρα ἄνοιξε
ὁ νοῦς του καὶ βεβαιώθηκε ὅτι ἦταν ἡ Παναγία. Ὅμως δὲν τὴν βρῆκε ὅπως ὑπολόγιζε
καὶ μία λύπη κατέλαβε τὴν ψυχή του. Σκεφτόταν ὅτι γιὰ τὶς ἁμαρτίες του δὲν ἀξιώθηκε
νὰ τὴν ξαναδῆ, καὶ τότε πλησιάζποντας στὸν βράχο ποὺ ἦταν καθισμένη αἰσθάνθηκε
εὐωδία οὐράνια νὰ πλημμυρίζει τὸν τόπο ὅλο. Ἔτσι ἐπιβεβαίωσε τὴν παρουσία τῆς ἡ
Παναγία καὶ τὸν πληροφόρησε ὅτι αὐτὴ ἦταν μὲ τὴν ὁποία συνομίλησε πρόσωπο πρὸς
πρόσωπο. Ὕστερα κάλεσε στὸν Μονοξυλίτη τὸν Πνευματικό του παπα-Διονύσιο,
διηγήθηκε τὴν φοβερὰ ὀπτασία καὶ ἐκεῖνος ἐπιβεβαίωσε ὅτι ἦταν ἡ Παναγία.
Παρακάλεσε τὸν παπα-Διονύση: -Κοίταξε μὴν πῆς τίποτα σὲ κανέναν καὶ μὲ
περάσουν γιὰ Ἅγιο, καὶ πάει καὶ ἔρχεται ὁ κόσμος!
Ὁ παπα-Ἀνδρέας ἀνταμείφθηκε γιὰ τὴν
εὐλάβειά του πρὸς τὴν Παναγία νὰ τὴν δῆ σ’ αὐτὴ τὴν ζωὴ καὶ νὰ συνομιλήση μαζί
της. Ἦταν πολὺ ἀγωνιστής. Στὸν Μονοξυλίτη ἐργαζόταν πολύ, κουραζόταν παρὰ τὴν ἡλικία
του, ἀλλὰ ποτὲ δὲν ἔφηνε τὴν ἀκολουθία καὶ τὸν κανόνα του. Ἂν καμμία φορὰ δὲν
διάβαζε ψαλτήρι στὴν ἀκολουθία, τὸ διάβαζε στὸ κελλί του. Εἶχε τὸ στομάχι του. Ὅταν
τὸν πονοῦσε, καθότα, ἀλλὰ τὸ ψαλτήρι πάντα τὸ διάβαζε.
-Κάποτε, διηγεῖτο ὁ
γερω-Δαυΐδ, ὄργωνα στὸν Μονοξυλίτη καὶ ἀῤῥώστησε ἕνα βόδι. Κάλεσα τὸν
παπα-Ἀνδρέα, διάβασε τὴν εύχὴ καὶ ἀμέσως σηκώθηκε.
Ὁ παπα-Ἀνδρέας, ὅταν παραιτήθηκε, ἐξελέγη
Ἡγούμενος ὁ Παρθένιος. Τὸν στήριξε πολὺ ὁ παπα-Ἀνδρέας καὶ ἔλεγε: -Μάτια
μου, ἔχουμε Ἡγούμενο κατάφορτο ἀπὸ τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ὅταν ἦταν γεροντάκι καὶ ἔμενε ἔγκλειστος
στὸ κελλί του, χωρὶς νὰ μπορῆ πλέον νὰ κατεβαίνει στὴν ἀκολουθία, πῆγε νὰ τὸν δῆ
ὁ Ἡγούμενος καὶ τὸν ῥώτησε ἂν θέλει κάτι. Ἀπάντησε: -Ἄκουσε παιδί μου. Δὲν
ἔχω ἀνάγκη ἀπὸ τίποτε, τὰ ἔχω ὅλα, δὲν μοῦ λείπει τίποτε. Σ’ εὐχαριστῶ πάρα
πολύ, καὶ ἕνας λόγος παραπάνω ποὺ δὲν μπορῶ νὰ ζητήσω κάτι, εἶναι γιατὶ φοβοῦμαι
μὴν μὲ κολάσει ὁ Χριστός, γιατὶ θὰ εἶμαι ἀχάριστος ποὺ θὰ ζητῶ πράγματα ποὺ δὲν
μοῦ χρειάζονται.
Διηγήθηκε ὁ παπα-Ἀνδρέας ὅτι στὸ
Μοναστήρι ἦταν κάποιος ἐργάτης λαϊκός, πολὺ ἐνάρετος. Ἀῤῥώστησε βαρειά, καὶ ὁ
παπα-Ἀνδρέας ποὺ τότε ἦταν Ἐφημέριος καὶ Οἰκονόμος, τοῦ πρότεινε νὰ τὸν κάνουν
καλόγερο καὶ ἐκοιμήθη τὴν ἡμέρα τῆς Ὑπαπαντῆς ποὺ πανηγυρίζει τὸ Μοναστήρι. Ἔλεγε
συχνὰ ὁ παπα-Ἀνδρέας: -Αὐτὸς ὁ ἐργάτης γιὰ νὰ τὸν πάρει ἡ Παναγία τὴν ἡμέρα
τῆς Ὑπαπαντῆς, ἦταν πολὺ ἐνάρετος.
Ὅμως καὶ ὁ ἴδιος ὡς ἐνάρετος ποὺ ἦταν
ἀξιώθηκε νὰ κοιμηθῆ καὶ αὐτὸς κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἀγρυπνίας τῆς Ὑπαπαντῆς.
Τὸ ἔτος 1987, τὴν ἡμέρα τῆς Ὑπαπαντῆς
ποὺ πανηγύριζε τὸ Μοναστήρι, ἀποβραδὶς ὁ διακονητὴς πηγε τὸ φαγητὸ στὸν παπα-Ἀνδρέα.
Ἔφαγε, ἔπειτα σταύρωσε τὰ χέρια του καὶ ἐκοιμήθη καθιστός. Μετὰ τὴν ἀγρυπνία ἔγινε
ἡ κηδεία του. Εἰδοποίησαν τὸν φίλο του καὶ συνασκητή του Γέροντα Σωφρόνιο τοῦ Ἔσσεξ
ὅτι ἐκοιμήθη ὁ παπα-Ἀνδρέας καὶ ἀπάντησε: -Τὸ ξέρω, ἤμουν ἐκεῖ.
Στὴν κηδεία του ὅσοι φίλησαν τὸ
χέρι του εἶχαν τὴν αἴσθηση ὅτι ἀσπάζονταν χέρι Ἁγίου. Ἦταν σὰν ἅγιο λείψανο.
Κατὰ τὴν ἐξόδιο ἀκολουθία ὁ Πνευματικός του, παπα-Διονύσιος Μικραγιαννανίτης,
διηγήθηκε μὲ κάθε λεπτομέρεια τὴν ἐμφάνιση της Παναγίας στὸν Μονοξυλίτη. Μέχρι
τότε οἱ πατέρες δὲν ἐγνώριζαν τίποτε.
Κατὰ τὴν ἀνακομιδὴ τοῦ λειψάνου
του, στὶς 3 Αὐγούστου 1994, τὸ δεξί του χέρι εὐωδίαζε σὰν νὰ κρατοῦσε λιβάνι. Τὸ
αἰσθάνθηκε ὁ παπα-Σωφρόνιος Ἁγιοπαυλίτης καὶ ἄλλοι πατέρες. Φαίνεται, ἀπὸ τὶς
πολλὲς ἐλεημοσύνης ποὺ ἔδινε, ὁ Θεὸς τοῦ ἔδωσε αὐτὴ τὴν χάρη.
Τὴν εὐχή του νὰ ἔχουμε. Ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου