Το 2003 κυκλοφόρησε ένα χαριτωμένο
αγιορείτικο βιβλίο. Περιέχει διδακτικές διηγήσεις, περιστατικά και ιστορίες από
την ζωή παλαιτέρων και νεωτέρων Πατέρων του Άθωνος. Τιτλοφορείται: Αγιορείτικα
ανέκδοτα και διηγήσεις και όχι μόνο. Συγγραφεύς φέρεται ο μοναχός Νικάνωρ
Καυσοκαλυβίτης.
Τα διηγήματά του γραμμένα με απλή
και κατανοητή γλώσσα, είναι διδακτικά και ωφέλιμα για κάθε καλοπροαίρετο
αναγνώστη. Ανάμεσα σ αὐτά τα
περιστατικά ευρήκα και την ζωή του π Νεκταρίου Γρηγοριάτου μοναχού, η οποία
λόγω της μεγάλης ωφελείας που θα προσφέρη, σκέφθηκα να την καταχωρήσω εδώ
σ αὐτό το Γρηγοριάτικο Γεροντικό,
εφ ὅσον κι αυτός συγκαταλέγεται στην
χορεία των παλαιοτέρων Γρηγοριατών πατέρων. Παρουσιάζω την περιπετειώδη
βιογραφία του, χωρίς ν ἀλλοιώσω τα
ιστορικά της στοιχεία, ενώ η σύνταξις του κειμένου θα φέρη τον προσωπικό
χαρακτήρα του γράφοντος. Στην ιερά Μονή του Οσίου Γρηγορίου μετέβη, πριν από
100 χρόνια, κάποιος νέος να μονάση. Ασφαλώς τότε ηγούμενος ήτο ο ικανώτατος
Γέροντας αρχιμ. π.Συμεών Αγγελίδης, ο εκ Τριπόλεως Πελοποννήσου, ο οποίος
εχρημάτισε ηγούμενος από το 1860 μέχρι το 1906.
Γεννήθηκε ο μοναχός αυτός, άγνωστο
πότε, στην Πάτρα και το βαπτιστικό του όνομα ήτο Νικόλαος. Σύμφωνα με την τάξι
του Αγίου Όρους, δοκιμάσθηκε επί μία τριετία και μετά εκάρη μεγαλόσχημος
μοναχός ονομασθείς Νεκτάριος. Την εποχή εκείνη, λόγω πτωχείας, ίσως είχε
ευλογία κάθε μοναχός, ακόμη και κοινοβιάτης, να ασχολήται με κάποιο εργόχειρο
για τα προς το ζην αναγκαία. Ίσως ο μοναχός Νεκτάριος να ζούσε εκτός της Μονής
σαν εξαρτηματικός και ησχολείτο με κάποιο εργόχειρο για να καλύπτη τα απολύτως
αναγκαία της ζωής του. Ήθελε, λοιπόν, ν ἀγοράση παπούτσια και μερικά άλλα προσωπικά του αντικείμενα.
Ζήτησε ευλογία από τον Γέροντά του
να πάη στην Θεσσαλονίκη για να πωλήση το εργόχειρό του. Δεν μας είναι γνωστό τι
κατεσκεύαζε. Ο Γέροντάς του του απήντησε:
-Δεν πρέπει να βγης, έξω π.
Νεκτάριε. Είσαι νέος μοναχός και ίσως κινδυνεύσης.
-Γέροντα, θα πάω να πωλήσω τα
εργόχειρό μου και να ψωνίσω ο, τι προσωπικό μου χρειάζομαι και να επιστρέψω. Ο
Γέροντας όμως δεν ευλογούσε την έξοδό του, αλλά και ο μοναχός δεν παραιτείτο
από το θέλημά του. Τελικά υπεχώρησε ο Γέροντάς του και του είπε:
-Πήγαινε, αλλά δεν θα καθυστερήσης
περισσότερο από τρεις ημέρες. Δηλαδή δύο ημέρες το ταξίδι σου και μία ημέρα για
τα ψώνια σου.
Έφυγε ο π. Νεκτάριος κι έφθασε στην
Θεσσαλονίκη. Ενώ εβάδιζε κοντά στον Βαρδάρη, ύψωσε το βλέμμα του σ ένα
μπαλκόνι και είδε μία κοπέλλα να τινάζη τις κουβέρτες. Αλλά και η κοπέλλα τον
είδε και επίμονα με το βλέμμα της τον περιεργαζόταν.
Αυτός ενόμισε ότι η κοπέλλα τον
εκύτταξε με πονηρό λογισμό. Από εκείνη την στιγμή μπήκε μέσα του ο πειρασμός.
Την επομένη ημέρα ξαναπέρασε πάλι από εκεί μήπως και την ιδή. Το ίδιο έκανε και
τις υπόλοιπες ημέρες.
Οι λογισμοί του να εγκαταλείψη τον
μοναχικό του Σχήμα για να κερδίση την κοπέλλα, φούντωσαν μέσα του. Δεν χάνει
καιρό και θέτει σε εφαρμογή το σατανικό αυτό σχέδιο. Κάποιο απόγευμα έβγαλε τα
ράσα του, έκοψε τα γένεια του και συνέχισε σαν λαϊκός πλέον τώρα να συχνάζη
σ εκείνη την εστία του πειρασμού. Δεν άργησε να προχωρήση και σε άλλα
μέτρα για να μη χάση…το δόλωμα, που ο διάβολος του είχε βάλει μπροστά του.
Ενοίκιασε δωμάτιο κοντά σ αυτή την γειτονιά και εν συνεχεία έψαχνε να βρη
δουλειά. Γνωρίσθηκε με κάποιον, ο οποίος και τον πήρε στην δουλειά του. Μία
ημέρα είπε σ αὐτόν που ήταν αφεντικό του στην
δουλειά:
-Αυτή η κοπέλλα που μένει απέναντί
μας, την έχω συμπαθήσει και θέλω να την κάνω γυναίκα μου.
-Τι λες βρε Νίκο; Είναι αλήθεια;
Ξέρεις αυτή η κοπέλλα είναι αδελφή ενός πολύ καλού φίλου μου. Θα κάνω το παν να
σε γνωρίσω μαζί του.
Πράγματι γνωρίσθηκε ο Νικόλαος με
τον αδελφό της κοπέλλας και ένα βράδυ επήγαν μαζί στο σπίτι της. Τους
υποδέχθηκε η μητέρα της κοπέλλας και τους προσέφερε ένα κέρασμα.
Επήγε και πάλι και πάλι ο Νικόλαος
στο σπίτι της κοπέλλας. Τότε είπε ο φίλος του στον αδελφό της κοπέλλας:
-Ο νεαρός Νικόλαος που εγνώρισες
έχει ερωτευθή την αδελφή σου και θέλει να την κάνη γυναίκα του.
-Αλήθεια, λες βρε Γιώργο;
-Ναι, είναι σοβαρός άνθρωπος.
-Το βλέπω κι εγώ ότι είναι σοβαρός.
Θα το ειπώ στην μητέρα μου.
Η μητέρα του, όταν έμαθε το νέο
αυτό, απόρησε και τον ερώτησε:
– Βρε παιδί μου, αυτός δεν είναι
απ εδώ, είναι από την Πάτρα. Πως θα δεχθή να φτιάξη οικογένεια μακριά από
τους ιδικούς του συγγενείς;
Τελικά συζήτησαν το θέμα όλοι μαζί
και οι γονείς τους. Η κοπέλλα τους είπε:
-Εγώ, μητέρα, δεν έχω σκοπό να
παντρευτώ ακόμη. Τελικά η κοπέλλα δέχθηκε τις πιεστικές προτάσεις των γονέων
της και υποσχέθηκε να υπαντρευθή.
Έτσι μία ημέρα έγιναν οι γάμοι του
Νικολάου και της Όλγας. Γρήγορα απέκτησαν και το πρώτο τους παιδί.
Στο Μοναστήρι οι Πατέρες περίμεναν
τον μοναχό Νεκτάριο, αλλά ακόμη δεν φαινόταν πουθενά…Ο Ηγούμενος και όλοι οι
Πατέρες έμαθαν για τα …κατορθώματά του και έκαναν προσευχή. Παρακαλούσαν τον
Θεό να τον συγχωρήση και να λάβη την απόφασι να επιστρέψη.
Ο μοναχός Νικόλαος συνέχιζε
κανονικά την κοσμική του ζωή, μη μεριμνώντας για τίποτε άλλο παρά μόνο για την
οικγένειά του, το παιδί του και και τις δουλειές του. Κάθε ανάμνησι για το
παρελθόν την απέφευγε διότι τον εμπόδιζε στην απόλαυσι της κοσμικής του ζωής.
Κάποια ημέρα, περίοδος καλοκαιριού,
επήγε με το παιδί του, ηλικίας τότε οκτώ ετών, στην παραλία για να κάνουν το
μπάνιο τους. Μετά το λούσιμο στην θάλασαα, βγήκε έξω να παίξη τόπι με τον
παιδάκι του. Σε μια στιγμή του είπε το παιδί του:
-Μπαμπά, τι είναι αυτό το μαύρο
πανί που έχεις επάνω σου;
-Δεν φορώ κάποιο μαύρο πανί επάνω
μου, παιδί μου! Δεν βλέπεις ότι είμαι μόνο με το “μαγιώ”;
-Εγώ βλέπω να φορής ένα μαύρο πανί
με κόκκινα γράμματα και με κόκκινο σταυρό στο στήθος σου.
Εδώ ο Θεός άκουσε τις
προσευχές του Γεροντός του και των Αδελφών της Μονής του και έδωσε την
δυνατότητα στο παιδάκι του να ιδή με τα νοερά καθαρά του μάτια το υπερφυσικό
αυτό φαινόμενο. Είδε να έχει ενδυθή ο πατέρας του με το Αγγελικό Σχήμα. Αυτό
σημαίνει ότι το Σχήμα του μοναχού αποτυπώνεται σαν σφραγίδα στο στήθος και στην
ζωή του μοναχού. Έτσι, κι αν ακόμη ο μοναχός αρνηθή το Σχήμα του, το Σχήμα όμως
δεν τον αρνείται. Τον ακολουθεί και αυτός ενώπιον του Θεού θα σταθή και θα
κριθή σαν μοναχός Μεγαλόσχημος.
Ο πατέρας του κατάλαβε αμέσως τι
του έλεγε το παιδί του. Σκέφθηκε και μονολόγισε μόνος του: “Ακόμη με θυμάται
και μ ἀγαπᾶ ο Θεός! Μετά είπε στο παιδί του:
-Φεύγουμε. Ετοιμάσου να πάμε στο
σπίτι μας.
Έφθασαν στο σπίτι, αλλά ο Νικόλαος,
όπως ήτο στενοχωρημένος, φαινόταν αγνώριστος από την γυναίκα του.
-Τι έχεις, βρε Νίκο, γιατί είσαι
τόσο στενοχωρημένος; Άλλη φορά ήσουν πάντα χαρούμενος και γελαστός. Κάτι σοβαρό
σου συμβαίνει. Θέλω να μου το ειπής.
-Ετοίμασε να φάμε και μετά θα σου
ειπώ τα πάντα με ειλικρίνεια.
Μετά το φαγητό, έβαλαν το παιδί να
κοιμηθή και τότε ο Νικόλαος της απεκάλυψε για πρώτη φορά στην γυναίκα του τα
εξής:
-Άκουσέ με, Όλγα. Εγώ, πριν σε
γνωρίσω και σε ζητήσω για γάμο ήμουν μοναχός στο Άγιον Όρος. Ήλθα για δουλειές
μου στην Θεσσαλονίκη. Σε είδα, σε ερωτεύθηκα. Πέταξα τα ράσα μου και το Σχήμα
μου, εγκατέλειψα τις καλογερικές μου υποχρεώσεις και το μοναστήρι μου για να
πάρω εσένα. Σήμερα το παιδί μας, με θεία νεύσι, είδε επάνω στο στήθος μου το
Αγγελικό μου Σχήμα, το οποίον και κατερύπωσα με αυτή την άσωτη ζωή μου..
-Τι είναι αυτά που λέγεις, βρε
Νίκο; Αν είναι αλήθεια αυτά που μου λέγεις, τότε είσαι δολοφόνος…Κατέστρεψες
τρία σπίτια: Το δικό μας, της μητέρας μου και επρόσβαλλες το μοναστήρι σου και
το Άγιο Σχήμα σου…Σήκω και φύγε αμέσως…Και τα δάκρυά της επήγαιναν ποτάμι. Ήτο
άνθρωπος της εκκλησίας..
-Θα φύγω της είπε αυτός και θα
γυρίσω στο Μοναστήρι μου. Αν με κρατήσουν θα μείνω για πάντα εκεί και εκεί θα
πεθάνω. Εάν δεν με κρατήσουν, θα σκεφθώ που θα πάω..
-Φύγε, αμέσως για το μοναστήρι σου.
Μη σκέπτεσαι εμένα και το παιδί μας. Θα φροντίση για εμάς ο Θεός. Φύγε για να
μη καταδικασθής αιώνια. Όσο καθυστερής στον κόσμο, τόσο παροργίζεις τον
Πανάγαθο Θεό μας. Εάν κάνης έτσι και μετανοήσης ειλικρινά θα σε συγχωρέση ο Θεός
και θα σε σώση…
-Σε παρακαλώ, της είπε, μην ειπής
τίποτε στο παιδί μας. Όταν μεγαλώση θα μάθη από σένα ποιός είναι και που είναι
ο πατέρας του…
Πράγματι, έφθασε στο μοναστήρι του
συντετριμμένος σαν τον άσωτο υιό ο Νεκτάριος. Μόλις τον είδε ο Γέροντάς του,
τον γνώρισε, τον αγκάλιασε και τον έφερε μέσα στο Μοναστήρι.
Ο Νεκτάριος έπεσε στα πόδια του και
με στεναγμούς παρακαλούσε και του έλεγε:
-Γέροντά μου, συγχώρεσέ με. Είμαι ο
δεύτερος άσωτος γυιός. Δεν είμαι άξιος να στέκομαι μπροστά σου. Κατεμόλυνα το
Σχήμα μου, το οποίο από τα χέρια σου έλαβα. Δεν έχω μάτια να σ ἀντικρύσω. Δέξαι με όχι σαν δούλο σου, όχι σαν γυιό σου,
αλλά σαν το σκουλήκι και το σκουπίδι της γης.
Εν τω μεταξύ ήλθαν κι οι άλλοι
Αδελφοί και Πατέρες. Άλλοι έκλαιγαν και άλλοι εχαίροντο για την επιστροφή του.
Σηκώθηκε ο Γέροντάς τους, παπά Συμεών, τον αγκάλιασε και πήγανε μαζί στο
Αρχονταρίκι. Εκεί του εξωμολογήθηκε ο Νεκτάριος όλα τα παθήματά του. Και ο
Γέροντάς του του είπε:
-Παιδί μου, όλοι εμείς, εγώ ο
Γέροντάς σου και οι Αδελφοί σου σε δεχόμεθα και πάλι στο μοναστήρι. Όμως θα πας
να μείνης στην σπηλιά του Οσίου Γρηγορίου, του Κτίτορος της Μονής μας.
Ο Νεκτάριος δέχθηκε την εντολή του
π. Συμεών και τον ευχαρίστησε διότι τον δέχθηκαν και πάλι στο μοναστήρι.
Ο Γέροντάς του του έδωσε μία φραντζόλα
ψωμί και νερό και τον επήγε ο ίδιος να τον εγκαταστήση μέσα στην σπηλιά. Εκεί
επέρασε ο Νεκτάριος ένα μήνα μ αὐτό
το ψωμί. Όταν πεινούσε έτρωγε και λίγα χόρτα, απ αὐτά που φύτρωναν έξω εκεί στα κηπάρια του Καθίσματος της
Παναγίας. Είχε βέβαια πολύ αδυνατίσει.
Μετά από ένα μήνα τον επισκέφθηκε
και πάλι ο Γέροντάς του και του έφερε νερό και ψωμί. Τον ερώτησε:
-Πως είσαι, πάτερ Νεκτάριε;
-Καλά με τις ευχές σας, Γέροντα.
Δόξα σοι ο Θεός, πολύ καλά.
-Θα έλθη καιρός να κατέβης και κάτω
στο Μοναστήρι μας, αλλά όχι τώρα.
Τώρα μόνο εσύ θα κάνης νηστεία,
αγρυπνία και προσευχή για να δεχθή την μετάνοιά σου ο Θεός.
Μετά από αρκετό καιρό του μετέφερε
ο Γέροντάς του μέσα σε μία στάμνα βρεγμένα όσπρια. Του είπε:
-Πάρε αυτή την στάμνα με τα όσπρια,
όσα είναι μέσα. Θα βάζης το χέρι σου μόνο μία φορά την ημέρα και όσα βγάζης, θα
τα τρως. Πάρε κι αυτά τα δύο πρόσφορα και το νερό σου.
Ήλθε καιρός και πέθανε ο παπά
Συμεών και τον διαδέχθηκε ο παπά Ιάκωβος. Συνέχιζε κι αυτός να του πηγαίνη
τρόφιμα καό νερό, όπως ο προηγούμενος.
Με τις προσευχές και τα δάκρυα
καθαρίσθηκε η ψυχή του π. Νεκταρίου. Ήδη είχε φθάσει και 75 ετών.
Μία ημέρα τον ερώτησε ο Ηγούμενος:
-Πως πας, Αδελφέ;
-Καλά, δόξα σοι ο Θεός, Γέροντα.
Και άρχισε να κλαίη ασταμάτητα. Μόλις ησύχασε λίγο, είπε στον Γέροντά του:
-Γέροντα, έρχεται ένα πουλάκι και
μου κάνει παρέα.
Ο Γέροντας κατάλαβε ότι ήτο το Άγιο
Πνεύμα, αλλά τον ρώτησε:
–Τι πουλάκι είναι αυτό, Νεκτάριε;
-Να, είναι ένα άσπρο και ωραίο
πουλάκι. Έρχεται και με κυττάει. Μου κάνει παρέα και μετά από λίγο φεύγει και
πάλι έρχεται.
-Καλά, παιδί μου, συνέχισε την
προσευχή σου.
Τελικά ο π. Νεκτάριος έφθασε στην
ηλικία των 80 ετών.
Μία ημέρα τον επισκέφθηκε και πάλι
ο Γέροντάς του και τον ρώτησε:
-Πως πας, Αδελφέ Νεκτάριε;
-Καλά, Γέροντα. Να το πουλάκι ήλθε
και πάλι πολύ κοντά μου. Άπλωσα το χέρι μου να το πιάσω, αλλά αυτό μ ἕνα πήδημα μπήκε μέσα στο στόμα μου και από τότε πάλι δεν
έρχεται. Τώρα πως θα το βγάλω από μέσα μου; Και άρχισε να κλαίη.
-Δεν πειράζει. Μην ανησυχής,
Νεκτάριε. Τώρα είναι καιρός να γυρίσης στο μοναστήρι μας. Θα μένης στο
γηροκομείο και θα σ ἔχουμε κοντά μας.
-Όχι, του είπε ο π. Νεκτάριος. Καλά
είμαι εδώ. Άφησέ με να πεθάνω εδώ στην σπηλιά σε παρακαλώ.
-Όχι, του είπε ο Γέροντάς του,
πρέπει να κάνης υπακοή και να κατέβης στην Μονή.
-Και αφού ήτο θέμα υπακοής,
κατέβηκε μαζί του στην Μονή ο π. Νεκτάριος και έμενε πλέον στο γηροκομείο. Σε
ηλικία 85 ετών εκοιμήθη εν Κυρίω. Έκαμαν την κηδεία του και στα τρία χρόνια
έβγαλαν τα οστά του. Τι το εξαίσιο και θαυμάσιο; Τα οστά του ευωδίαζαν.
Απ αὐτό αντιλαμβάνεται ο καθένας τι
καρπούς πνευματικούς ημπορεί να φέρη η υπακοή και η μετάνοια.
Δόξα στον Πανοικτίρμονα Θεό μας, ο
Οποίος δέχθηκε την μετάνοια του μοναχού Νεκταρίου και τον επανέφερε όχι μόνο
στην μοναχική τάξι, στην οποία ευρισκόταν και παλαιότερα, αλλά και τον αρίθμησε
μεταξύ των χορών των αγίων της Εκκλησίας μας.
Αιωνία η μνήμη του οσίου γέροντος
Νεκταρίου, ο οποίος ανήλθε εξ άδου κατωτάτου και μας άφησε σαν πνευματική
κληρονομία το υπέροχο παράδειγμα της συνεχούς μέχρι θανάτου μετανοίας του.
Κύριε
Ιησού Χριστέ πρεσβείαις πάντων των Οσίων Γεροντάδων μας και του αγίου Γέροντός
μας π. Γεωργίου αξίωσον και ημάς της αιωνίου μακαριότητος. Αμήν.
Ιερά Μονή Οσίου Γρηγορίου
Άγιον Όρος Άθω
2005
Πηγή: http://anavaseis.blogspot.gr
http://www.diakonima.gr