Είναι κάποιοι
τόποι, που, η επίσκεψη σ’ αυτούς, δημιουργεί ένα σταθμό στη ζωή σου. Ο Άθως με την μοναστηριακή πολιτεία του
ανήκει σ’ αυτή την κατηγορία. Περίφημος για
το πνευματικό κάλλος που αποπνέουν, αιώνες τώρα, τα μοναστήρια και ασκητήριά
του, τα όρη του, τα σπήλαια και οι οπές της γης του· περίφημος και για τη φυσική του
ομορφιά, τα δάση του, τις καλλίγραμμες βουνοκορφές του. Ένα προσκύνημα στον άγιο τούτο τόπο δεν σ’
αφήνει στη ψυχή ανεπηρέαστο. Επιστρέφεις
στον κόσμο πιο καθαρός, πιο εξαγνισμένος, με νέα κριτήρια ζωής και νέους
προσανατολισμούς.
Ήταν
ένα δροσερό πρωινό τη μέρα που ξεκινήσαμε από την Ουρανούπολη, την τελευταία κοσμική πολιτεία στα όρια της
Αθωνικής χερσονήσου. Το πλοιαράκι της
γραμμής έσκιζε τα βαθειά νερά του Αγιορειτικού Κόλπου και κατευθυνόταν στην
Δάφνη, το κεντρικό λιμανάκι. Περάσαμε
μπροστά από καστροτειχισμένα βυζαντινά μοναστήρια, καταπράσινα βουνά, άγρια
βράχια, που ρίχνονταν κάθετα στη θάλασσα.
Στο βάθος, μακριά, στην άκρη της χερσονήσου, πρόβαλλε θεόρατος,
πανύψηλος, ο τιτάνιος κώνος του Άθωνα.
Λίγα βουνά θα συναντήσεις που να χουν την ομορφιά του Άθωνα, την
αρρενωπή μεγαλοπρέπειά του. Έβλεπες τις
πλαγιές του να ρίχνονται σχεδόν κάθετα στη βαθειά γαλάζια θάλασσα και σ’ έπιανε
ίλιγγος. Θεόρατοι γκρεμοί, αβυσσαλέες
χαράδρες, ανεμόδαρτες κορυφές, που το χειμώνα τις κτυπούν με λύσσα οι κεραυνοί,
βραχώδεις πλαγιές, που μόνο οι αετοί μπορούν να πλησιάσουν. Οι τρανοί αγέρηδες, που φυσούν απ’ τις
πλαγιές του, ξεσηκώνουν τρικυμίες σαν κι αυτή, που κατεπόντισε τον περσικό
στόλο σ’ εκείνα τα νερά, στους χρόνους του Δαρείου.
Δάφνη,
Καρυές, τα δυο κέντρα της Αθωνικής πολιτείας, που θα πρωτοεπισκεφθεί ο ξένος
για να αποβιβαστεί και να εξασφαλίσει άδεια παραμονής. Πρωτεύουσα του Αγίου Όρους λένε τις
Καρυές. Όμως, δεν μοιάζει με καμμιά από
τις υπόλοιπες πρωτεύουσες του κόσμου.
Μοναστηριακά οικήματα, εκκλησίες με ψηλούς τρούλλους και καμπαναριά,
κάτι λίγα καταστήματα για τις προμήθειες των μοναχών και την πώληση των
εργοχείρων τους, η πολιτική και αστυνομική Διοίκηση, η Ιερά Επιστασία και ο
περίφημος ναός του Πρωτάτου, να! Τι συνθέτει το σκηνικό των Καρυών. Πιο πάνω, δασωμένες βουνοπλαγιές στεφανώνουν
την απόκοσμη τούτη πολίχνη, πλαγιές χλωροπράσινες, δροσερές, που γεμίζουν την
ψυχή σου ευφροσύνη, σωστό χάρμα οφθαλμών.
Όπου
να πάς στο Όρος, συναντάς μιαν απέραντη γαλήνη, μια βαθειά σιωπή. Εδώ δεν έχεις τους απελπιστικούς θορύβους των
σημερινών πόλεων. Εδώ βασιλεύει απόλυτη
ησυχία. Πόσο, αλήθεια, το χρειάζεται
αυτό ο σημερινός άνθρωπος, που ζει διαρκώς μέσα στο άγχος, στο θόρυβο και στην
κίνηση! «Σχολάσατε και γνώτε ότι εγώ ειμί Κύριος», λέγει κάπου η Γραφή. Και πράγματι!
Αν δεν αφήσουμε το νου μας για λίγο ελεύθερο, απερίσπαστο από τις
μέριμνες και τις κοσμικές φροντίδες, δεν μπορούμε να πλησιάσουμε το Θεό. Χρειάζεται να «σχολάσωμεν» για λίγο. Όταν κανείς ζήσει μερικές μέρες σ’ αυτό τον
ήσυχο μοναστηριακό τόπο, μακριά από την ένταση της βιοπάλης, τότε καταλαβαίνει
το νόημα της «ησυχίας», που τόσο ύμνησαν οι μοναχικοί και ασκητικοί
πατέρες. Στο θόρυβο του κόσμου είναι
δύσκολο να βρείς το Θεο. Εδώ, Τον
συναντάς σε κάθε σου βήμα. Εδώ
περιορίζεις την εξωστρέφειά σου και συμμαζεύεις το νού σου στο «ταμείον»
σου. Τότε η ψυχή σου αρχίζει να
επανευρίσκει τον άγνωστο εαυτό της κι η καρδία σου αρχίζει να διαισθάνεται την
εντός ημών βασιλείαν του Θεού. Ακόμα και
η άψυχη φύση, που σε περιβάλλει, αρχίζει να αποκτά ένα καινούριο, πνευματικό
νόημα. Καταλαμβαίνεις τότε πόσο
πολύφθογγη είναι η σιωπή, που βασιλεύει τριγύρω σου: Όλα αρχίζουν να σου μιλούν για το Θεό. Αρχίζεις να προσέχεις ακόμη και τα πιο
ταπεινά λουλουδάκια και να στέκεσαι εκστατικός μπροστά στην ομορφιά τους. Τα δέντρα, οι θάμνοι, τα πουλιά που
τραγουδούν, τα χλωμοπράσινα δάση, τα ρυάκια κι οι βρύσες, ακόμα και οι
αγριόβατοι και τα βράχια και το κύμα που κτυπά τα βράχια, όλα αρχίζουν να
αποκτούν μιάν ασυνήθιστη ομορφιά, που πριν δεν είχες προσέξει. Όλα, το καθένα με τη δική του φωνή, σε
βεβαιώνουν για την παρουσία Εκείνου, που εδημιούργησε τα πάντα «καλά
λίαν». Στο φόντο, όπου και να πας, πάντα
ο Άθως, αγέρωχος, εκτεινόμενος συνεχώς προς τα άνω: Σύμβολο μιας ατέρμονης
πορείας προ του κόσμο τ’ ουρανού.
Ήταν
σχεδόν βράδυ. Βρεθήκαμε σ’ ένα «Κελλίον»
κοντά στις Καρυές. Ο ήλιος έιχεν ήδη
βασιλέψει και το σούρουπο άρχισε να απλώνει παντού τη σκοτεινιά του. Οι γειτονικές βουνοπλαγιές άρχισαν να
σβήνουν, να χάνονται στο μισοσκόταδο, να γίνονται ένα με τον ουρανό. Ξύπνησε ο κόσμος της νύχτας: Ο ουρανός γέμισε αναρίθμητα αστέρια, που
διαλαλούσαν σιωπηλά τη δόξα του Θεού.
Νυχτοπούλια άρχισαν το μονότονο και μελαγχολικό τραγούδι τους. Οι αδελφοί της Μονής άρχισαν να αποσύρονται
στα κελιά τους για την ολονύκτια επικοινωνία με το Θεό. Κάτι ψιθύρισε ο φίλος μου και συνήλθα από την
ονειροπόλησή μου. «Τοίς ερημικοίς ζωή
μακαρία εστί, θεϊκώ έρωτι πτερουμένοις», επανέλαβε σιγά και αργά, ατενίζοντας
τις μαυροφορεμένες σιλουέττες, που χάνονταν στα σκοτάδια των κελιών.
Είχε
βραδιάσει πια για καλά. Το φεγγάρι
ολοστρόγγυλο, κατακόκκινο, αργόβγαινε μέσα από τα νερά του Αιγαίου, και το
καθρέφτισμα του στα ακίνητα νερά της θάλασσας έμοιαζε με τεράστιο πίνακα
ζωγραφικής, ανείπωτης ομορφιάς. Ο Άθως
τυλίχτηκε σ’ ένα γλυκό ημίφως κι οι κορυφογραμμές του ξανάρχισαν να
διαγράφονται πιο καθαρά. Οι μοναχοί
είχαν πια αποσυρθεί για την νυχτερινή κατά μόνας προσευχή τους. Μόνο ο μοναχός Ι. έμεινε για λίγο ακόμη μαζί
μας.
-
Πάτερ, τόλμησα να διακόψω τη σιωπή, πέστε μας δυό λόγια για την εδώ ζωή σας,
για τον αγώνα και το ιδεώδες του μοναχισμού.
- «Εάν
τε ζώμεν, εάν τε αποθνήσκωμεν, του Κυρίου εσμέν», απάντησεν εκείνος, ύστερα από
λίγη ώρα σιωπής. Δεν χρειάζονται πολλά –
συνέχισε – για να περιγράψει κανείς το ιδεώδες του μοναχού. Εμείς εδώ δεν ανήκουμε στον εαυτό μας, δεν
έχουμε δική μας θέληση, ούτε ατομικές απαιτήσεις. Σκλαβώσαμε την ελευθερία μας στην υπακοή, για
να βρούμε την αληθινή ελευθερία. Γίναμε
ακτήμονες, αγκαλιάσαμε την εκούσια φτώχεια, για να αποκτήσουμε πρωτόφαντο
πλούτο. Σταυρώσαμε τη σάρκα και τις
επιθυμίες της, για να ζήσουμε αγγελικά την πρόσκαιρη αυτή ζωή. Η ζωή μας είναι όλη δοσμένη στο Θεό, τη δόξα
Του επιζητούμε σε κάθε μας πράξη: «Είτε εσθίομεν, είτε πίνομεν, είτε τι
ποιούμεν, πάντα εις δόξαν Θεού ποιούμεν».
Με προσευχή και νηστεία περνούμε τη ζωή μας. Κλαίμε τις αμαρτίες μας σαν τον τελώνη, αλλά
συγχρόνως «χαίρομεν χαρά ανεκλαλήτω και δοδοξασμένη». Σταυρωθήκαμε πια για τον κόσμο κι ο κόσμος
πέθανε πια για μας. Στραφήκαμε προς τα
ένδον, για να γνωρίσουμε τον άγνωστο εαυτό μας και, συγχρόνως, να ανακαλύψουμε
την εντός ημών βασιλείαν του Θεού. Η
Μάρθα, η οποία «περιεσπάτο περι πολλήν διακονίαν» δεν αποτελεί το πρότυπο μας.
Τη Μαρία εμείς ακολουθούμε, «ή και παρακαθίσασα παρά τους πόδας του Ιησού ήκουε
των λόγων αυτού». Μήπως δεν ήταν αυτή
που εμακαρίσθη από τον Κύριο; Μάρθες έχει πολλές η Χριστιανοσύνη. Οι Μαρίες όμως είναι πάντα λίγες: Ψυχές
θεοφιλείς, ψυχές μυστικές, που ατενίζουν διαρκώς τον ουρανό. Ψυχές, που κατεβάζουν τις αγγελικές πολιτείες
τ’ ουρανού στη γη. Ψυχές που δεν
πίστεψαν στην γήινη πατρίδα, που δεν θαμπώθηκαν από τις φαντακτερές, μα κούφιες
εκδηλώσεις της κοσμικής ζωής. Ψυχές, που
δεν λάτρεψαν τα είδωλα του κόσμου τούτου, που δεν εκστασιάστηκαν μπροστά στις
επιτεύξεις του πολιτισμού. Ψυχές, που
δεν αγάπησαν τον εαυτό τους «έως θανάτου», ψυχές που μίσησαν την πρόσκαιρη δόξα
των ανθρώπων. Μας λένε αρνητές της
ζωής. Μα πόση προκατάληψη κρύβει η
κατηγορία αυτή!.. Ο μοναχός, αγαπητοί
μου, πράγματι, αρνείται εντελώς το σαρκικόν και υλικόν φρόνημα. Μα η άρνηση αυτή είναι ένα μέσον για απόκτηση
του άφθαρτου. Επομένως, ο μοναχισμός,
σαν αναζήτηση του υπεραισθητού, του αιώνιου, του αληθινού, όχι μόνο δεν είναι
άρνηση, αλλά, μπορεί να πει κανείς, είναι η καθ’ υπερβολήν «θεσις». Ο μοναχός, με τους «εκ βαθέων» στεναγμούς του
και τις θερμές του ικεσίες, γίνεται δέκτης της
Θείας Χάριτος, φορεύς του θείου ελέους, επίγειον χερουβείμ, που ανάπαυση
δεν έχει ημέρα και νύχτα από τη δοξολογία του Θεού.
Ο
μοναχός Ι. σταμάτησε για λίγο. Φαινόταν
συνεπαρμένος. Μείναμε όλοι για λίγα
λεπτά σιωπηλοί ατενίζοντας το μαγευτικό καθρέφτισμα του φεγγαριού στο
Αιγαίο. Δυό – τρία κατάλευκα συννεφάκια
είχαν εν τω μεταξύ καθίσει στη κορυφή του Άθωνα κάνοντας τον να μοιάζει σαν το
όρος της Μεταμορφώσεως.
-
Κοιτάξτε τον Άθωνα – συνέχισε ο πατήρ Ι.
Το σχήμα του, το απότομο τίναγμα του στα ύψη. Τα πάντα του σου υπενθυμίζουνε την
άνοδο. Η ζωή του μοναχού, αγαπητοί μου,
είναι μια ατέρμονη πορεία προς τα άνω.
Στην
ανάβαση αυτή δεν υπάρχει ανάπαυση. Όταν
στο πέταγμα της αυτό η ψυχή συναντήσει το Θεό, μεθάει κυριολεκτικά από θείον έρωτα,
η αγάπη της γίνεται ακόρεστος. Ο Θεός
αποκαλύπτεται μυστικά στο πλάσμα Του, συνομιλεί μαζί του «ενώπιος ενωπίω»,
κατεργάζεται σ’ αυτόν τη θεοποιό έλλαμψη της Θείας Του Χάριτος. Γι’ αυτό, η ψυχή του μοναχού που εδέχθη τη
θωπεία των θείων μυστηρίων, δεν παύει να αναζητά διακαώς τον Νυμφίον της, μη
ευρίσκουσα αλλού ανάπαυση παρά μόνο σ’ Αυτόν.
Σ’ όλες τις θεοφιλείς ψυχές υπάρχει πάντα μια μυστική συνάντηση του
Θείου με το ανθρώπινο, μια εντελώς προσωπική συνάντηση. Αλλ’ αυτά, «ψαυέτω μηδαμώς χειρ αμυήτων». Αυτά τα λίγα, αγαπητοί μου, είπεν ο μοναχός
Ι., ας θεωρηθούν σαν μια μικρή εισαγωγή στο θέμα του μοναχισμού. Επιτρέψατε μου τώρα να αποσυρθώ κι εγώ στο
κελί μου, είπε, μετρώντας σιωπηλά το κομβοσχοίνι του.
-
«Ευλογείτε, πάτερ μου», είπα.
- «Ο
Κύριος», απάντησε και χάθηκε στους σκοτεινούς διαδρόμους του Μοναστηριού.
Σε
λίγο φύγαμε κι εμείς από το μπαλκόνι και μπήκαμε στον διάδρομο με τα κελιά των
μοναχών. Κάτι ψίθυροι μ’ έκαναν να
κοντοσταθώ και να αφουγκρασθώ. Κάπου
εκεί, σ’ ένα κελί, μια ψυχή, «συντετριμμένη και ταπεινωμένη» έστελνε τους «εκ
βαθέων» στεναγμούς της στο Θεό. Θυμήθηκα
τα λόγια του ψαλμού: «καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ο Θεός ουκ
εξουδενώσει» και μ’ επιασε ιερόν δέος στη σκέψη ότι μέσα εκεί, στη γαλήνη των
κελιών, φτερούγιζε η θεία χάρις.
Μια πλήρης περιγραφή του Αγίου Όρους θα
χρειαζόταν, ασφαλώς, πολλές σελίδες. Δεν
είναι όμως αυτός ο σκοπός μας. Αφήνουμε
λοιπόν τις περιηγήσεις στα πολυάριθμα βυζαντινά
μοναστήρια, σκήτες και ερημητήρια, στους πολυσέλιδους οδηγούς που έχουν
κατά καιρούς εκδοθεί. Εκεί θα δη κανείς
περιγραφή των ανεκτίμητων κειμηλίων, που φυλάσσονται στις καστροτειχισμένες
Μονές. Εκεί θα κατατοπισθεί και για τις
απαραμίλλου τέχνης βυζαντινές εικόνες και αγιογραφίες, που κοσμούν τις
εκκλησίες του Όρους, τις ονομαστές βιβλιοθήκες, τις περγαμηνές, τα χρυσόβουλλα
των αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. Σκοπός
μας εδώ ήταν απλώς να μεταφέρουμε ένα μήνυμα του Όρους στη σύγχρονη υλόφρονα
ανθρωπότητα. Η εκεί παρουσία των
αφιερωμένων ψυχών, που άφησαν τα πρόσκαιρα για να κερδίσουν τα αιώνια, αποτελεί
αφ’ εαυτής κήρυγμα: Κήρυγμα μωρίας για τον υλιστή, αλλά κήρυγμα σοφίας Θεού για
τον ευσεβή.
Σε
λίγες μέρες αφήναμε την απόκοσμη μοναστηριακή πολιτεία και επιστρέφαμε στον
κόσμο. Καθόμαστε μέσα στο πλοιαράκι της
γραμμής και κοιτάζαμε τον αγιασμένο τούτο τόπο, που ολοένα ξεμάκραινε και
θυμήθηκα τα λόγια ενός μακαριστού και πολυσέβαστου Δεσπότη: «Εάν επιλάθωμαι
σου, Άθω, επιλησθείη η δεξιά μου.
Κολληθείη η γλώσσα μου τω λαρυγγί μου, εάν μη σου μνήσθω». Στο βάθος, το περήφανο βουνό ανέβαινε κάθετα
μέσα από τα νερά του Αιγαίου. Ο τιτάνιος
κώνος του φαινόταν να ανυψώνεται διαρκώς στον ουρανό. Όσο εμείς απομακρυνόμαστε, τόσο εκείνος ανέβαινε,
ανέβαινε: Σύμβολο μιάς ακάθεκτης ορμής προς τον κόσμο τ’ ουρανού.
Μ.Γ.Μ.
ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ
ΣΤΟΝ ΑΘΩΝΑ
Περιοδικό
"ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ"
Τεύχος
Α΄
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου