Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2012

772 - Ο Γέροντας Παΐσιος για την αυτοκτονία


- Γέροντα, μερικοί νθρωποι, ν συναντήσουν κάποια μεγάλη δυσκολία στήν ζωή τους, μέσως σκέφτονται νά ατοκτονήσουν.
- Μπαίνει γωισμός στήν μέση. Ο περισσότεροι πού ατοκτονον, κον τόν διάβολο πού τούς λέει πώς, ν τερματίσουν τήν ζωή τους, θά γλιτώσουν πό τό σωτερικό βάσανο πού περνον, καί πό γωισμό ατοκτονον.
ν λ.χ. κάνη κάποιος μία κλεψιά καί ποδειχθ τι κλεψε, «πάει, λέει, τώρα γινα ρεζίλι» καί, ντί νά μετανοήση, νά ταπεινωθ καί νά ξομολογηθ, γιά νά λυτρωθ, ατοκτονε. λλος ατοκτονε, γιατί τό παιδί το εναι παράλυτο. «Πς νά χω παράλυτο παιδί γώ;» λέει καί πελπίζεται. ν εναι πεύθυνος γι' ατό καί τό ναγνωρίζη, ς μετανοήση. Πς βάζει τέρμα στήν ζωή του καί φήνει τό παιδί του στόν δρόμο; Δέν εναι πιό πεύθυνος μετά;
- Γέροντα, συχνά κομε γιά κάποιον πού ατοκτόνησε τι εχε ψυχολογικά προβλήματα.
- Ο ψυχοπαθες, ταν ατοκτονον, χουν λαφρυντικά, γιατί εναι σαλεμένο τό μυαλό τους. Καί συννεφιά νά δον, νιώθουν να πλάκωμα. ν χουν καί μία στενοχώρια, χουν διπλή συννεφιά. Γι' ατούς μως πού ατοκτονον χωρίς νά εναι ψυχοπαθες -καθώς καί γιά τούς αρετικούς- δέν εχεται κκλησία, λλά τούς φήνει στήν κρίση καί στό λεος το Θεο. ερέας δέν μνημονεύει τά νόματά τους στην Προσκομιδή οτε τούς βγάζει μερίδα, γιατί μέ τήν ατοκτονία ρνονται, περιφρονον τήν ζωή πού εναι δρο το Θεο. Εναι σάν νά τά πετον λα στό πρόσωπο το Θεο. λλά μες πρέπει νά κάνουμε πολλή προσευχή γιά σους ατοκτονον, γιά νά κάνη κάτι Καλός Θεός καί γι' ατούς, γιατί δέν ξέρουμε πώς γινε καί ατοκτόνησαν, οτε σέ τί κατάσταση βρέθηκαν τήν τελευταία στιγμή. Μπορε, τήν ρα πού ξεψυχοσαν, νά μετανοιωσαν, νά ζήτησαν συγχώρηση πό τόν Θεό καί νά γινε δεκτή μετάνοιά τους, ποτε τήν ψυχή τους νά τήν παρέλαβε γγελος Κυρίου.
Εχα κούσει τι να κοριτσάκι σέ να χωριό πγε νά βοσκήση τήν κατσίκα τους. Τήν δεσε στό λιβάδι καί πγε πιό πέρα νά παίξη. Ξεχάστηκε μως στό παιχνίδι καί κατσίκα λύθηκε καί φυγε. ψαξε, λλά δέν τήν βρκε καί γύρισε στό σπίτι χωρίς τήν κατσίκα. πατέρας το θύμωσε πολύ, τό δειρε καί τό δίωξε πό τό σπίτι. «Νά πς νά βρής τήν κατσίκα, τς επε. ν δέν τήν βρής, νά πς νά κρεμασθς». Ξεκίνησε τό ταλαίπωρο νά πάη νά ψάξη. Βραδίασε καί ατό κόμη δέν εχε γυρίσει στό σπίτι. Ο γονες, βλέποντας τι νύχτωσε, βγκαν νήσυχοι νά βρον τό παιδί. ψαξαν καί τό βρκαν κρεμασμένο σέ να δένδρο. Εχε δέσει στόν λαιμό το τό σχοινί τς κατσίκας καί κρεμάστηκε στό δένδρο. Τό κακόμοιρο εχε φιλότιμο καί πρε κατά γράμμα ατό πού το επε πατέρας του. Τό θαψαν μετά ξω πό τό κοιμητήρι. κκλησία φυσικά καλά κανε καί τό θαψε π' ξω, γιά νά φρενάρη σους ατοκτονον γιά τό παραμικρό, λλά καί Χριστός καλά θά κάνη, ν τό βάλη μέσα στόν Παράδεισο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου