Ω, πως διάγω αμέριμνος, τον της ζωής μου καιρόν,
μετεώρως παρέρχομαι, μη εις νουν βαλλόμενος, τας πολλάς αμαρτίας μου, μη του
θανάτου, την φοβεράν απειλήν, και το αδέκαστον της ετάσεως! Ω, τις με
ρύσεται, πυρός αιωνίζοντος, ει μη Θεέ, μόνε Πολυέλεε, Συ οικτειρήσης με (Παρακλητική, Κυριακή εσπέρας, ήχος πλ. δ)
Δεν διαφέρει σε τίποτε από τα άλλα κατανυκτικά
τροπάρια της Εκκλησίας μας ο ύμνος αυτός, αφού σε όλα αυτά επικρατεί το ίδιο
κατανυκτικό κλίμα της μετανοίας και της μνήμης του θανάτου. Αφ’ ότου όμως τον
έψαλε ο μακαριστός διακο-Διονύσιος, σε μέλος αργοσύντομο ομοιάζον με καλοφονικό
ειρμό, σύνθεσις και εκτέλεσις ιδική του, έλαβε νέα μορφή. Και δεν απετέλεσε
μόνον ένα απλό μελώδημα, ένα ψαλτικό δίπλα στα πολλά άλλα. ΄Εγινε έκφρασις
πνευματικής εμπειρίας και μοναχικής ανησυχίας μιας ψυχής, που είχε αρχίσει να
οδεύη «από της γης εις τα άνω». Συνέχεια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου