Κυριακή 21 Αυγούστου 2016

8899 - Αγιορείτικο διήγημα: «Το λεκιασμένο μαντήλι»

Ιερομόναχος Ονούφριος Μαρουδάς (†1957)
Γέροντας του Ιερού Χιλιανδαρινού Κελλιού
Αφιερωμένο στον Πνευματικό μου Ονούφριο Ιερομόναχο «Μαρουδά»
Ιερώνυμος Μοναχός
Μακρυά απ’ την ταραχή του κόσμου, και μέσα σ’ ένα ολόδροσο καταπράσινο γραφικό δασάκι, με άφθονα κρυσταλλένια νερά, είναι χτισμένο το σπίτι του Γερω Πνευματικού ολόλευκο και καθαρό, με το μικρό εκκλησάκι του.
Γύρω στις όμορφες πλαγιές, χιλιάδες μυριόχρωμα λουλουδάκια σπαρμένα απ’ το ευλογημένο χέρι του Θεού, χύνουν τη μυρωδιά των και τη σκορπίζουν στη γύρω φύσι με το σιγανό τ’ αγεράκι π’ ανάμεσά τους διαβαίνει, και τη μοσχομυρίζουν, ενώ κάτω στες λαγκαδιές, και μεσ’ τα φουντωμένα δένδρα, μύρια πουλάκια κελαϊδούν ολόγλυκα. Είναι ένας σωστός παράδεισος εδώ στον κάτω κόσμο!...
Εκεί πέρα σ' αυτό το όμορφο το μέρος, τρέχουν κάθε λίγο και λιγάκι σαν τα διψασμένα τα’ αλαφάκια στο γάργαρο νερό, ψυχές βασανισμένες, και φλογισμένες απ’ την αμαρτία για να δροσισθούν, και πληγωμένες καρδούλες, για να ζητήσουν παρηγοριά και βάλσαμο για τις πληγές τους, απ’ το γιατρό που ο Χριστός έχει βάλει εδώ κάτω, να γιατρεύη τα πάθη, να βαλσαμώνη τον πόνο, κ,έχει δώση στο χέρι του το κλειδί ν’ ανοιγοκλείνη τη πόρτα του παραδείσου. «Όσα αν δήσητε επί της γης, έσται δεδεμένα εν τω ουρανώ, και όσα αν λύσητε επί της γης, έσται λελυμένα εν τω ουρανώ».
Μέσα στην εκκλησούλα του σπητιού του που λάμπει ολοκάθαρη και μοσχοβολά και μπροστά στην εικόνα του Χριστού μας, που τα’ ασημένιο καντηλάκι της χύνει αδιάκοπα μέρα και νύχτα το λιγοστούτσικο πρασινωπό του φως, ο Γέρων πνευματικό έχει στήση το ιατρείο του και δέχεται καλόκαρδα τους αρρώστους του. Σκυμμένος εκεί μπροστά επάνω τους, εξετάζει τον καθένα χωριστά. Κυττάζει το σφυγμό του, ψυχολογεί την κλήσι του, θερμομετρελι την κράσι του, χτυπά τις χορδές του, ακούει το καρδιοχτύπι του, βρίσκει το πάθος, ανακαλύπτει το αίτιον. Ανοίγει κατόπιν με προσοχή την καρδιά του, πιάνει και ξεριζώνει τα πάθη, καθαρίζει τες πληγές, δίνει τα φάρμακα, δροσίζει την φλόγα, γλυκαίνει τον πόνο, παύει τον στεναγμό, σκουπίζει το δάκρυ, δίνει παρηγοριά, δίνει ελπίδα, χαρίζει γαλήνη, σκορπά τη χαρά. Και δεν είναι λίγοι αυτοί που τρέχουν εκεί πέρα. Είναι πολλοί, είναι άπειροι.


.......Απ’ τους πολλούς αυτούς μια μέρα του καλοκαιριού, να και φθάνει ένα παλληκάρι. Ξεκίνησε το δόλιο απ’ το μέρος που βρισκότανε και σέρνοντας αργά τα βήματά του, έφθασε στο σπητάκι του πνευματικού και χτύπησε την πόρτα του. Ήλθε κι αυτό σαν τους άλλους με τον ίδιο τον σκοπό. Ν’ ανοίξη την καρδούλα του, να δείξη την πληγή του, να πάρη τη γιατρειά του και να ξελαφρώση. Τ’ άνοιξε ο ίδιος ο Πνευματικός και το δέχθηκε με το χαμόγελο στο στόμα. Το πήρε μέσα, το έβαλε στ’ αρχονταρήκι για να καθήση και να ξεκουρασθή, το κέρασε γλυκό και καθαρό κρύο νεράκι, ετοίμασε και τούδωσε καφέ, του πρόσφερε δροσερά και μεστωμένα κεράσια απ’ τα δικά του δένδρα, και έπειτα το ωδήγησε στο εκκλησάκι. Ευλόγησε και φόρεσε το πετραχήλι του, και πήγε και στάθηκε στο στασίδι του και περίμενε. Το παιδί μπήκε κι αυτό μέσα έκαμε το σταυρό του, προσκύνησε τες εικόνες, γύρισε έβαλε μετάνοια του Πνευματικού, και πήγε και σταμάτησε, με κάποια μικρή ταραχή μέσα του, δίπλα στο στασίδι που τούδειξε ο Πνευματικός.
- Τώρα να σ’ ερωτήσω παιδί μου ένα πράγμα. Πήγες άλλη φορά σε πνευματικό, ή πρώτη φορά εξομολογείσαι; Μόνος ήλθες, ή άλλοι σε παρακίνησαν; Δηλαδή μονάχος σου το σκέφθηκες ότι πρέπει να εξομολογηθής, ή άλλοι σε συμβούλευσαν;
- Όχι Γέροντα. Στα 24 χρόνια μου πρώτη φορά πατώ το πόδι μου σε πνευματικό. Δεν με παρακίνησε κανείς, μόνος μου ήλθα, γιατί κατάλαβα ότι έχω ανάγκη να εξομολογηθώ και να ελαφρώσω. Θέλω να πω τον πόνο μου σ’ ένα μέρος που να με καταλάβουν καλά και να ξανασάνω. Είμαι νέος, μα έχω πολύ βασανισθή στη ζωή. Ανεμοδέρνοντας από μικρό παιδάκι (γιατί έμεινα πεντάρφανο τριών χρονών) μέσα στο φουρτουνιασμένο πέλαγος της ζωής, με χτύπησαν πολύ σκληρά τα κύματά του. Γιατί είναι μεγάλη η τρικυμία του Γέροντα, και αλοί και τρις αλοί, σε κείνο το φτωχό το καράβι που θα βρεθή στ’ ανοιχτά του, με καπετάνιο άπρακτο σαν και μένα∙ θα συντριβή το δύστυχο όπως συντρίφθηκα κι’ εγώ. Έρχομαι πρώτη φορά, βαρυφορτωμένος με ταραγμένη την ψυχή για να ξεφορτωθώ και ναύρω ησυχία. Όπου κι αν πήγα και γύρισα δεν βρήκα αλλού καταφυγή ούτε λιμάνι για να σταθώ.
Το κύτταζε μ’ αληθινή συμπόνια. Ήταν τόσο συμπαθητικό, φαινόταν τόσο κουρασμένο, και μιλούσε τόσο πονεμένα. Το χάϊδευσε μ’ ένα του βλέμμα στοργικό. Και έπειτα.
- Ναι καλά τα λες παιδάκι μου, κι έφερες και μόνος σου το παράδειγμα. Δεν βρίσκεις αλήθεια αλλού λιμάνι για να σταθής παρά το μέρος τούτο, γιατ’ είναι επίτηδες επί ταυτού χτισμένο να δέχεται στο κόρφο του όλα τα θαλασσοδαρμένα καράβια που τυραννίστηκαν στο πέλαγος της ζωής τους, σαν και σένα. Τα ξεφορτώνει και τα’ αναπαύει. Ας είναι σπασμένα τα ξάρτια τους, ας ξεσχισθήκαν τα πανιά τους στο πάλεμα με τον καιρό, ας έσπασε η άγκυρά τους∙ ας μη νοιαστούν διόλου, όταν φθάσουν εδώ μέσα θα βρουν απ’ όλα, και θα τα πάρουν ολοκαίνουργα. Πανιά, και άγκυρα και ξάρτια. Θ’ απλώσουν έπειτα χαρούμενα το πανάκι τους και με τα’ αγέρι της ελπίδας θα βγούνε ξελαφρωμένα με καινούργια δύναμι να μετρηθούνε με το κύμα. Μοιάζει πολύ ο άνθρωπος παιδάκι μου με το ταλαίπωρο καράβι. Έτσι κι αυτός σαν και κείνο. Παλεύει με τη φουρτούνα της ζωής του και τυραννιέται στο βίο του. Μια βυθίζεται, την άλλη σηκώνεται, τώρα πέφτει, σε λίγο αναστένεται∙ και αυτή η αγωνία βαστά ως το τέλο της ζωής του. Δεν πρέπει όμως ποτέ να απελπίζεται μα να προχωρή με θάρρος και νάχη το τιμόνι του στραμμένο σε τούτο δω το λιμάνι πάντοτε. Όταν δω μέσα μπη, ας μη φοβήται τίποτε. Λοιπόν λέγε μου τώρα παιδάκι μου πως τα πέρασες στη ζωή σου. Πριν όμως ανοίξεις το στόμα σου για να μου πης, πρέπει να ξέρης ένα πράγμα. Ότι, ότι κιάν μου πης, μη λάβης υπ’ όψιν σου ότι ευρίσκομαι εγώ εδώ. Λάβε κατά νουν ότι είσαι μόνος με μόνο το Χριστό όπου στέκεται εδώ αυτή τη στιγμή και περιμένει να του πης τες αμαρτίες σου, για να σε συγχωρήση. Είναι ένα παράδοξο κριτήριο τούτο δω που δεν μοιάζει καθόλου με τα κριτήρια τα κοσμικά. Εκεί όσα περισσότερα κρύψεις, τόσο ελαφρύνεις τη θέσι σου. Εδώ απεναντίας, όσα περισσότερα ομολογήσης, όσο περισσότερο ταπεινωθής και κατηγορήσης τον εαυτό σου μόνον, τόσο ταχύτερα παίρνεις τη συγχώρησι. «Ότι την ανομίαν μου εγώ γιγνώσκω» έλεγε ο Δαυΐδ. Μη ντραπής εμένα. Είμαι κι’ εγώ άνθρωπος σαν και σένα, με τα ίδια τα πάθη με τες ίδιες αδυναμίες. Για να φθάσω σ’ αυτή την ηλικία, πέρασα πρώτα τα χρόνια τα δικά σου, και ξέρω πολύ καλά το τι θα πη άνθρωπος νέος να ζη στην κοινωνία. Το δε σπουδαιότερο που πρέπει να ξέρης είναι ότι, όσα κι αν μου πης, από το στόμα το δικό μου δεν θα βγη ποτέ, ούτε θα σε κατηγορήσω όσο μεγάλο, όσο τραγικό, όσο αισχρό κι αν είναι αυτό που θα μου εξομολογηθής. Μη φοβάσαι, μη ντρέπεσαι σου επαναλαμβάνω, γιατί δεν είσαι μόνος όπως είπαμε με αδυναμίες και πάθη. «Πάσα κεφαλή εις πόνον και πάσα καρδία εις λύπην». Το στόμα του πνευματικού παιδάκι μου είναι τάφος που σκεπάζει πάντα. Δεν βγάζει ποτέ λέξι αν πρόκειται να τον κρεμάσου.
Το παιδί πήρε θάρρος και σκύβοντας το κεφάλι του άρχισε να εξομολογείται τακτικά όλα του τα αμαρτήματα.
- Έκανα τούτο Γέροντα, έπραξα κείνο, είπα αυτό, πήγα εκεί, έχω κείνο, εκατηγόρησα, κατάκρινα, συκοφάντησα, εγέλασα, εμάλωσα κ.τ.λ.π., τέλος του λέγει. Αυτά είναι όλα μου τα αμαρτήματα, Γέροντα, δεν έχω άλλο τίποτε.
Μα ο πνευματικός που παρακολουθούσε και άκουγε με προσοχή την εξομολόγησι του παιδιού, και ψάχνοντας την καρδιά του, είχε βρη από την πρώτη στιγμή το πάθος που φώλιαζε μέσα, και το ρώτησε.
- Μήπως παιδί μου έχεις τίποτε άλλο και ντρέπεσαι να μου το πής; Ή μήπως έχεις κανένα κρυφό πάθος που δεν το λογαριάζεις που αυτό και μόνο μπορεί να είναι η ρίζα, και η πηγή όλων των κακών που μου ανέφερες; Αυτού παιδάκι μου ας στρέψωμεν τη προσοχή μας. Για άκουσέ με. Μήπως θυμώνεις και υβρίζεις; Μήπως βλασφημά; Μήπως κρατείς μνησικακία και κάνεις εκδίκηση; Μήπως έχεις ξένα πράγματα και τα κρατείς;
- Όχι Γέροντα, εκείνα που σου είπα πρωτήτερα, δεν έχω τίποτε άλλο.
- Καλά παιδί μου ένα ακόμη θα σε ρωτήσω και θα τελειώνομε. Μήπως παιδάκι μου αισχρολογείς, ή δίδεις εις άλλους αιτία να αισχρολογούν;
Ξαφνιάστηκε!...
- Και είναι κακό η αισχρολογία Γέροντα; Έκαμε τρομαγμένο και κοκκινίζοντας. Μα εγώ δεν κάνω άλλη δουλειά, όχι μόνο εγώ να αισχρολογώ, αλλά να διηγούμαι και σ’ άλλους διάφορα ιστορικά αυτού του είδους για να γελούμε. Αλλά δεν το έχω και σε κακό, ούτε καν το σκέπτομαι ότι βλάπτει ποτέ, κι αν τώρα δεν μου το έλεγες, ούτε θα το πρόσεχα ποτέ.
Ο πνευματικός που ζητούσε αφορμή, άρπαξε την ευκαιρία και άρχισε να το συμβουλεύη να παύση την αισχρολογία, γιατί είναι κακό, και να του λέγη χίλια δυό πράγματα γι αυτήν ότι είναι αμαρτία, ότι καταστρέφει την ψυχήν όχι μόνον εκείνου που αισχρολογεί, αλλά και εκείνου που ακούει, ότι «εκ του περισσεύματος της καρδίας λαλεί ο άνθρωπος» κ.τ.λ.π.
- Μα δεν μπορώ να το χωνεύσω Γέροντα αυτό που μου λες! Μου φαίνεται δε παράξενο πως ένα τέτοιο μικρό πράγμα σας έκανε τόσο πολύ εντύπωσι!
- Μικρό το λες πως είναι;
- Μα προς Θεού∙ το πώς θα πω ένα αστείο έστω και αισχρό χάλασ’ ο κόσμος;
(Ακολουθεί)
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Αγιορειτική Βιβλιοθήκη, έτος Στ΄, Νοέμβριος 1941-Αύγουστος 1942, τεύχ. 63-72, σελ. 109-111.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου