Σάββατο 13 Αυγούστου 2016

8862 - Ταξίδι στο Άγιο Όρος (8ο μέρος)


Προηγούμενα: 1ο2ο3ο4ο5ο6ο, 7ο
Αιμίλιος Γάσπαρης 
(Αγιορείτικα Στοιχεία από ένα ταξίδι στη δεκαετία 70-80)
Στιγμές στο Όρος. Πρώτες
Αφήσαμε μεσημεριάτικα την Ιερισσό. Το καραβάκι μας έφερνε στο Άγιο Όρος. Είχε γεμίσει άντρες, κληρικούς και λαϊκούς με κατεύθυνση την έξοδο από τον Στρυμονικό κόλπο. Γαλάζια, κατακάθαρα νερά κι ουρανός φωτεινός. Πίσω μας οι τελευταίες εικόνες από τα βουνά της Μακεδονίας. Μπροστά διαγράφονται πια οι αθωνικές ακτές κα το Ιερό βουνό. Πολλή συγκίνηση για τούτο το ταξίδι. Οι πλαγιές του βουνού γέρνουν κατάφυτες προς τη θάλασσα. Αλλού μικρές παραλίες και αλλού απόκρημνα και κάθετα βράχια.

Περιβόλια του Άθωνα σφίγγετε τα μοναστήρια, τα κρεμαστά στους βράχους και τα πεζούλια. Φιλήματα της πέτρας και της λίγης καρπερής γης που γεννοβολά κατεβαίνοντας ως τα χείλη της θάλασσας. Περιβόλια πλούσια, καταπράσινα, δροσοποτισμένα από ρυάκια που έρχονται από ψηλά. Μικρά πεζούλια σαν άπιαστη κι απατηλή εικόνα. Τριγύρω από αρχαίες πέτρες που υψώνονται, γερές αν και φαγωμένες από τις πυρκαγιές πολλών αιώνων. Δέντρα ευλογημένα σε μια γη που όσο κι αν δουλευτεί θα είναι πάντα καλόγεννη και πάντα θα έχει να προσφέρει τον ακριβό καρπό της.
Περιβόλια που δίδετε καλές τροφές στους μοναχούς και σ’ όσους τους επισκέπτονται. Από ψηλά θαυμάζω την τάξη της δουλειάς των υποτακτικών που φτιάχνουν τα αυλάκια, τις γυροβολιές στις ρίζες των πλατάνων και των καστανιών. Πηγές που χαρίζουν μπόλικο νερό στα περιβόλια του ουρανού. Κατεβαίνοντας δίπλα στους φράχτες, στις πόρτες με τους σταυρούς που έκλειναν την περιουσία του θεού στη γη, θαύμαζα και απορούσα. Πλούσια αγαθά για το σώμα και τη ψυχή και οι προσκυνητές θα έχουν να δουν και να δοκιμάσουν στα μοναστήρια. Εκεί τα πρώτα θεμέλια χαμηλά που ζώνουν τα αθέατα, τις ρίζες τις πολύφερνες.
Τα δάση γέρνουν στη θάλασσα, παίζουν και βρέχονται από το κύμα. Αλμύρα στάζουν οι πευκοβελόνες και οι ελιές γελούν στο αεράκι. Δρόμοι και δρομάκια μυρωμένα μας φέρνουν ως τα μέσα σε απόκρυφα και απάτητα σήματα. Άγρια βλάστηση. Αλλού η γη παρθένα στο περιβόλι της Παναγιάς, έτοιμη να μας δώσει τους καρπούς της. Δέντρα ψηλά, δέντρα πολλά καρπίζουν. Πλαγιές κατάφυτες, κυματιστές, πολλές πλαγιές, πλούσιες σε αγαθά. Πότε μια ίσια γραμμή οι βράχοι της κορυφής πάνω πρασινισμένοι. Πλαγιές που πέφτουν άλλοτε απαλά κι άλλοτε πάλι απότομα στην άγρια θάλασσα. Όρος που σβήνει ολόδροσο στο κύμα. Στις μικρές παραλίες και στα μοναστήρια των ποικίλων πλέξεων.
Δροσιά βελανιδιάς και κορμός γερός στο πράσινο. Πυκνός χορός ατελείωτος στο μονοπάτι για το Βατοπαίδι. Στις ρεματιές μικροπαίζει ένα ρυάκι, τα βάτα και οι σπάρτοι σκορπούν χίλια αρώματα. Γη, όμορφη γη στο θεϊκό βουνό για τους ανθρώπους. Όρος του ανθρώπου να χαρεί όσα εδώ στο Όρος του τα κρατεί με αφθονία στα χέρια, καρπούς ολόδροσους, προκλητικούς και στον ουρανό ακόμα. Γαλήνιο  σκέπασμα τα φύλλα της λεύκας, που γέρνουν και παίζουν αλλιώτικα στο φως του ήλιου. Ξεκούραση λίγων λεπτών μετά τον ανήφορο ώρας πολλής στο γύρισμα του λόφου. Είχα σημάδι την κορυφή για να φτάσω να δω το γέρμα της ως τη θάλασσα. Λαχάνιασμα που αξίζει κι άλλο ακόμα γιατί η ανταμοιβή είναι πολλή, είναι περίσσια.
Κάτω από το βαθύ ίσκιο της λεύκας την ώρα του μεσημεριού, που όλα καίγονται και λάμπουν φωτισμένα με όση δύναμη έχει ο ήλιος, τα σώματα. Η θάλασσα στέλνει πίσω της πυρωμένες ακτίνες και ελαφρά κυματίζει σε μια αχνογαλάζια ομίχλη στην άκρη των βουνών. Βρέχονται οι ακτές, η άχνα και ο αφρός τυλίγει τα μακρινά καμπαναριά και τους πύργους των μοναστηριών. Οι μπλε δρόμοι στη ζέστη του μεσημεριού οδηγούν μες στον αιθέρα στις μονές, εκεί στου Παντοκράτορα και στου Σταυρονικήτα. Λάμπουν οι ελιές  και τα κυπαρίσσια στην απέναντι πλαγιά και στην εδώ οι κορυφές των δέντρων παίζουν και γιορτάζουν και χίλιες ακτίνες μοιράζουν. Σκόνη χρυσή αιωρείται και πεταλούδες και ότι θες. Σπαθίζουν χελιδόνια, μακριά κόκκινο το Βατοπαίδι και οι επιθυμίες.

Στιγμές στο Όρος. Δεύτερες
Ταρσανάδες κτισμένοι με πέτρα και κρυμμένοι σε απάνεμα μέρη από το κύμα και τον αγέρα. Βρεγμένοι με την αλμύρα κάτω από το πράσινο βουνό. Στον κόλπο του κάθε μοναστηριού καμαρωτές στο Όρος θήκες. Περίτρανοι φύλακες για ότι πλέει. Οι ταξιδιώτες έχουν για σας να πουν τα πλούτη σας και τη σιγουριά σας.
Στην απλόχωρη αυλή μιλούσαν μ’ άσπρα γένια ντυμένοι μαύρα. Λέγανε τις σκέψεις που βοηθούσαν και συμβουλές δίνανε στους αδελφούς. Εγκράτεια, πίστη και ελπίδα. Για τον Ουράνιο Θεό αγώνες νέοι. Αυτό το βράδυ καθώς η νύκτα κατεβαίνει και ένας ύμνος χωρεί. Όσοι μένουν ξάγρυπνοι και μόνοι για τη σωτηρία σεμνοί πατέρες μια ζωή.
Γλυκιά είναι η ώρα σαν σμίγουν το βράδυ στο μικρό ακρογιάλι φωλιά να φτιάξουν. Οι ψυχές που έχουν ίσια και τίμια το δίκιο  και το δικό τους κι αυτού που ζητά βοήθεια. Συνήθεια ωραία του καιρού του μεγάλου που έχει περάσει μα δεν έχει σβήσει. Τραγούδι του ναύτη νοσταλγία γεμάτο στα κύματα σβήνει καθώς σουρουπώνει. Η νύκτα πλανεύει, πηγή τόσων πόθων που το σώμα ανάβουν, το νου και τη σκέψη.
Ασίγαστοι άνεμοι κρατούν και δυναμώνουν, ορμές τα ζητούμενα, φωτιές που φουντώνουν. Καίγονται δάση, λαγκάδια και θάμνοι στη Σκήτη του Αγίου Αντρέα αυτό το βράδυ μπροστά στο ακρογιάλι η φωνή η αντρίκια. Με τη θάλασσα μίλησε ναύτη, ύψωσε ίσια, κάθε βάσανο πες που φέρνουν τα χρόνια. Πες για τη φουρτούνα, πες για τα πλούτη που δίδονται περίσσια από τα καλά χέρια. Περίτρανα δώρα και άδολες σκέψεις. Κράτα το ίσο και ύμνησε την ομορφιά της. Τη μάνα σου ύμνησε κι άφησε το χρώμα. Τα πάθη που άφησαν πριν φύγουν για πάνω. Να χαθούν και να χύσουν και ν’ αλαφρώσουν στην μακρά μας πορεία την ανεξάντλητη.
Ψηλές φωτιές ανέβαιναν στην κορυφή του Όρους που χρόνια εκεί ασκήτευαν οι μοναχοί. Στέλνοντας μήνυμα χαράς σ’ όλα τα μοναστήρια. Πως έφτασε η ώρα να ρίξουν στα βαθιά κάθε ιδέα. Για τα ουράνια έφτασε η στιγμή η πιο γεμάτη. Να τρέξουν και να μαζέψουνε καρπούς και χυμούς. Με προσευχές και νηστείες κι άλλα πολλά κι άγια. Φωτιές ψηλά στην κορυφή λάμπουν το βράδυ.
Ώρες προσμένανε στο μόλο του μοναστηριού, στα βράχια τα απόκρημνα και στον καυτό τον ήλιο. Μόνοι ταγμένοι στο θείο του κόσμου μυστήριο. Της ψυχής οι καθρέπτες και του βυθού το γυάλινο.
Το κύμα παίζει και δροσιά χαρίζει στα βράχια. Γλύφει τις άσπρες πέτρες, γλύφει τις πληγές. Χαρίζει τη νέα μέρα των ζωντανών σαν την κατάλληλη στιγμή που δροσερεύει. Την ώρα που σμίγουν οι γραμμές και πέφτουν στον ορίζοντα τόσα χαμένα και στ’ ακρογιάλι χρώματα της ασήκωτης κάψας και της μοναξιάς. Στον κόλπο εκεί που οι σκήτες μένουν καμένες. Στα χρόνια εκεί που τα σημάδια στο Νέο θέλουν ανθρώπινη διάσταση και χέρι εμπνευσμένο.
Γλυκό το βράδυ στο ξύλινο κιόσκι δίπλα στο βουνό με τα βαθυπράσινα δέντρα. Καμάρες και κρήνες και χρυσοί σταυροί. Ασπρισμένες αυλές και γλάστρες με λουλούδια. Στο άσπρο ενδιάμεσο μαύρες σκιές διαβαίνουν. Έχουν εκτός αφήσει τα ζωηρά τους χρώματα. Από τις ψυχές τους τα έντονα προκλητικά. Τριγύρω πηγάδια με το κρύο το νερό. Πέτρινες γούρνες και αυλάκια να κυλούν το μαργαριταρένιο, στης θάλασσας την άκρη. Τα περιβόλια ως που φτάνει καρπούς κερνούνε τους διαβάτες και στα κονάκια δροσίζει σαν τόσο που το θέλουν και το αναζητούν. Σαν κάστρο απροσκύνητο ψηλά τα κελιά κρεμασμένη η μορφή, στηριγμένη στα σίδερα. Ξύλα αρχαία οι πόρτες από τα χρόνια εκείνα. Ήρθε μια δόξα με σημάδια ως τα  τώρα. Πόσοι δουλέψανε, πόσοι εδώ με πίστη. Άνθρωποι δώσανε τον ιδρώτα τους. Πόσα χέρια για να στηθούνε όρθιοι τοίχοι. Χωράφια και να φτιαχτούνε κι εκκλησιές. Πιο κάτω λιμάνια και θέσεις ιερές. Τόσα ενθυμήματα και τόσα δώρα ανέλπιστα για τους σημερινούς κατόχους. Που είναι η τόση αγάπη για τούτα. Που είναι για εκείνους που τα έπλασαν ο σεβασμός. Που είναι η ιδέα και η αυτοσυγκράτηση.
Νυχτώνει στη Μονή Παντοκράτορα. Σημαίνει η καμπάνα του δείπνου. Το σούρουπο γλυκό κρυφοπαίζει στα κόκκινα καμπαναριά απάνω. Στους τρούλους την ώρα αυτή σαν βλέπεις τα κύματα να γλύφουν. Τους τοίχους και τα βράχια της ακτής. Μακριά τον Άθωνα να γκριζάρει. Τα κτίσματα να γίνονται σαν άλλα. Σαν ένα με τη νύκτα που φτάνει να δένουν με την πίστη στα μύχια  μιας ψυχής που ψάχνει πολύ βαθιά, μιας ψυχής που το χάρισμα το έχει. Θαμμένο σ’ ένα κομμάτι γης εδώ. Ποτισμένο με την διάχυτη αλμύρα της θάλασσας που ψαρόβαρκες οργώνουν και καΐκια κι αράζουν  το βράδυ στους ταρσανάδες της Μονής και κάθε βράδυ μένει μια γεύση παρθενίας και απλότητας, μια φιλοξενία πατέρων εγκάρδιας. Στέγη και τροφή και ένα χαμόγελο. Πόρτες βαθιά κόκκινες και τοίχοι. Παρεκκλήσια προσευχών στο διάστημα. Κι αν η μονή είναι φτωχική κι αν στάζει αμφιβολία από τα εσώψυχα, θα βρεις το δρόμο σ’ ένα κομμάτι γης στο περιβόλι της κυράς των Ονείρων σου.
[Συνεχίζεται]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου