Όταν άρχισα νά έπισκέπτομαι τό
Άγιον Όρος γνώρισα την κοινοβιακή καί ιδιόρρυθμη ζωή στήν συνέχεια είδα άπό
κοντά τήν σκητιώτικη καί τέλος συνάντησα τήν ερημική ζωή. Καί αυτό γιατί στήν
αρχή εργάσθηκα ώς φοιτητής στίς βιβλιοθήκες τών Μονών τού Αγίου Όρους καί στήν
συνέχεια «ανοίχθηκα» στήν έρημο.
Ένα από τά κεντρικά πρόσωπα τού
Αγίου Όρους μέ βοήθησε νά γνωρίσω τήν σκητιώτικη καί ερημική ζωή ήταν ό
αείμνηστος ιερομόναχος π. Σπυρίδων (Ξένος) Νεοσκητιώτης.
Ή καλύβη του πού
ετιμάτο στο όνομα τού αγίου Σπυρίδωνος ήταν ένας χώρος στο όποιο παρέμεινα γιά
ένα χρονικό διάστημα καί τό όποιο επισκεπτόμουν κάθε φορά πού πήγαινα στό Άγιον
Όρος. Ακριβώς γι’ αυτόν τόν λόγο θα ήθελα νά καταγράψω μερικές από τίς
αναμνήσεις μου.
Τον π. Σπυρίδωνα τόν γνώρισα πρώτη
φορά στό Άγρίνιο, λαϊκόν μέ τό όνομα κ. Ηλίας Ξένος, όταν εργαζόταν εκεί
ιεραποστολικά, μετά τήν συνταξιοδότησή του, είχε δέ μάλιστα διαθέσει τό σπίτι
του γία νά λειτουργή ώς οικοτροφείο μαθητών, στό όποιο έμεινα τέσσερα χρόνια κατά
τήν διάρκεια τών γυμνασιακών μου σπουδών. ΄Ηταν ένας «κοσμοκαλόγερος»
απασχολούνταν μέ τήν όλη ιεραποστολική εργασία στό Αγρίνιο. Αργότερα μού έλεγε
ότι τον καίρο εκείνο ζούσε προσευχητικά, παράλληλα μέ τήν αποστολική εργασία
πού έκανε, καί μάλιστα, όπως μού ανέφερε, είχε έντονη νοερά προσευχή, ώστε
περνούσε από τήν πλατεία τού Αγρινίου χωρίς νά βλέπει καί νά ακούη τίποτε από
όσα γίνονταν εκεί. Στό οικοτροφείο κάθε πρωί μάς διάβαζε άπό τόν «Αόρατο
Πόλεμο» τού Αγίου Νικοδήμου τού Αγιορείτου. Καί αύτό τό αναφέρω γιά νά φανή ή
διάθεσή του γία τήν ασκητική ζωή. Συχνά έπισκεπτόταν, ώς λαϊκός το Άγιο Όρος
καί μάς μετέφερε πολλά άπό όσα συναντούσε εκεί, καί μπορώ νά πώ ότι τίς πρώτες
εικόνες γία το Άγιον Όρος τίς έχω λάβει από εκείνον.
Τήν δεκατία τού 60΄ ό κ. Ήλίας
Ξένος άποφάσισε νά εγκαταλείψη τά εγκόσμια καί νά πορευθή στό Άγιον Όρος, σέ
περασμένη ηλικία, γία νά μονάση. ΄Ηταν μιά μεγάλη απόφαση, πού είχε πολλές
δυσκολίες γιά νά εφαρμοσθή. Επέλεξε τήν Νέα Σκήτη πού βρίσκεται μεταξύ τής
Σκήτης τής ΄Αγίας Άννης καί τής Ιεράς Μονής τού Αγίου Παύλου, κάτω άπό τήν
διακριτική φροντίδα του αειμνήστου Γέροντος Γαβριήλ Νεοσκητιώτου. Οί δυσκολίες
πού πέρασε ήταν μεγάλες, διότι σέ μιά τέτοια ηλικία άλλαξε όλον τόν τρόπο ζωής,
αφού από τήν διαρκή άπασχόληση στήν κοινωνία μετέβη σε έναν άλλο ησυχαστικό
τρόπο ζωής. Χρειάσθηκε νά καταβάλη μεγάλο κόπο καί άσκηση γιά νά άντέξη στίς
νέες συνθήκες ζωής. Τόν βοήθησε σέ αύτό τό έργο ή Χάρη τού Θεού.
Επειδή σπούδαζα στήν Θεολογική
Σχολή τής Θεσσαλονίκης, ήταν επόμενο νά τόν επισκέπτομαι σχεδόν από τήν άρχή
τής εγκαταβιώσεώς του στήν Νέα Σκητή καί, βέβαια, αύτός ό χώρος έγινε βασικός
σταθμός.
Κατά τήν διάρκεια τών
προσκυνηματικών μου επισκέψεων στό ΄Αγιον Όρος. Αργότερα όταν άποφάσισα να
μείνω καί νά έργασθώ κοντά στό φίλο του, τόν αείμνηστο Μητροπολίτη Εδέσσης,
Πέλλης καί ’Αλμώπιας κυρό Καλλίνικο, τό χάρηκε ύπερβολικά. Μάλιστα κατά τήν
διάρκεια τής ακολουθίας τής κουράς μου αυτός με προσήγαγε καί έτσι ήταν
πνευματικός μου γέροντας στήν μοναχική ζωή. Τήν επομένη ημέρα της κουράς μου πού
έγινε στήν Ιερά Μονή τής Αγίας Παρασκευής Γιαννιτσών, αμέσως πήγα στήν Νέα
Σκήτη νά ασκηθώ κοντά του, προετοιμαζόμενος γιά την χειροτονία μου σέ διάκονο,
πού θά γινόταν ένα μήνα μέτα τήν κουρά μου. Καί τότε, αλλά καί σέ
μεταγενέστερες επισκέψεις μου στήν Νέα Σκήτη, μού δόθηκε ή ευκαιρία νά γνωρίσω
τόσο τούς πατέρες τής Σκήτης, τών άλλων Σκητών, όπως τής Αγίας Άννης, τών
Κατουνακίων, τών Καυσοκαλυβίων, άλλά καί τούς πατέρες τής ερήμου τού Αγίου
Όρους, όσο καί τήν ζωή τήν οποία ζούσαν.
Όσοι έπισκέπτονται τό ΄Αγιον Όρος
γνωρίζουν υπάρχει μιά διαφορά μεταξύ τής κοινοβιακής καί σκητιώτικης ζωής. Οί
Σκήτες άποτελούνται άπό πολλές καλύβες στίς οποίες ασκούνται μικρές μοναχικές
αδελφότητες, κάτω από τήν καθοδήγηση ενός Γέροντα . Κάθε καλύβη έχει ένα
ναύδριο γιά τίς καθημερινές προσευχές καί Λειτουργίες, ενώ στό κέντρο τής
Σκήτης υπάρχει ένας Ναός, πού ονομάζεται «Κυριακό», γιατί εκεί γίνονται οί
θείες Λειτουργίες τής Κυριακής καί τών άλλων μεγάλων εορτών, καθώς επίσης εκεί
γίνονται καί οί αγρυπνίες. Κάθε έτος άναλαμβάνει τήν διοίκηση τής Σκήτης μιά
συνοδία εναλλάξ καί ό Γέροντας τής Συνοδίας εκείνης πού άναλαμβάνει την
διακονία τού «Κυριακού» λέγεται «Δικαιός». Οί Σκήτες στήν πραγματικότητα είναι
μικρά χωριά μοναχών, μέ κέντρο τον Ιερό Ναό, καί δείχνουν πώς θά έπρεπε νά
είναι διοργανωμένες οι κοινωνίες και οί Ενορίες.
Στήν Νέα Σκήτη γνώρισα άγιασμένους καί
ευλογημένους πατέρες, όπως τόν π. Θεοφύλακτο, απλούστατο καί ευλογημένο μοναχό,
μέ άπλή καί ανυπόκριτη πίστη, υποτακτικό τού περίφημου Γέροντος Ιωακείμ
Σπετσιέρη, πού είχε ιδιαίτερη προσωπική κοινωνία καί σχέση μέ τούς αγίους
Αναργύρους καί τήν νύκτα έκανε αγρυπνία μέ τό κομποσχοίνι, καί επίσης είχε
ιδιαίτερο σύνδεσμο μέ τόν Γέροντα Ιωσήφ τόν Σπηλαιώτη καί τήν συνοδία του, όπως
μέ τόν Γέροντα Σωφρόνιο Σαχάρωφ, όταν ασκούνταν στήν σπηλιά πλησίον τού αγίου
Παύλου, καί τόν οποίο διακονούσε κατά τήν διάρκεια τής θείας Λειτουργίας στό
Σπήλαιο αυτό, τόν Γέροντα τής αδελφότητος Αβραμαίων, π. Άβράμιον -όνομα καί
πράγμα- ό οποίος διακονούσε όχι μόνον τήν αδελφότητά του, αλλά όλους τούς
προσκυνητές απλά, άβρααμιαία, ταπεινά. σιωπηλά, μέ τό θυσιαστικό παράδειγμά
του, αλλά όταν άνοιγε τό στόμα του ότι έλεγε ήταν άπόσταγμα μεγάλης σημασίας,
γι’ αυτό καί ό λόγος του ήταν πεπυκνωμένη πείρα, τόν ιερομόναχο Νεόφυτο, είχε
ήθος άγιορείτικο, ταπεινό, καί θύμιζε λίγο άγιο Νικόλαο τόν Πλανά, όπως τόν
περιγράφει ό Παπαδιαμάντης. Έπίσης γνώρισα πολλούς άλλους Γέροντες, πού
ησκούντο στήν άδελφότητά Άβρααμαίων, Κυριλλαίων, τούς μοναχούς Χαράλαμπο,
Τρύφων, Κωνσταντίνο κλπ. Εκείνο τόν καιρό ησκείτο στη Νέα Σκήτη ό Γέροντας
Έφραίμ, πού άργότερα έγινε Ηγούμενος στήν Ιερά Μονή Φιλοθέου, όπως καί ό
Γέροντας Ιωσήφ πού ζή ακόμη καί ασκείται στήν Μονή Βατοπαιδίου. Εκεί γνώρισα
καί τόν Σέρβο μοναχό π. Γεώργιο Βίτκοβιτς, μιά ευλογημένη καί ησυχαστική μορφή
πού, καίτοι τόν γνώρισα γιά λίγο, ή προσωπικότητά του χαράχθηκε βαθειά μέσα
στήν ψυχή μου.
Μού άρεσε πολύ ή σκητιώτικη ζωή, οί
άκολουθίες οί αγρυπνίες μέσα στούς μικρούς Ναούς τών σπιτίων, καθώς επίσης καί
οί Κυριακάτικες Λειτουργίες στό «Κυριάκό», στίς όποιες συγκεντρώνονταν όλοι οί
πατέρες τής Σκήτης, αλλά μέ ενθουσίαζε καί όλη ή αναστροφή μαζί τους.
Ιδιαίτερα θυμάμαι τρία γεγονότα.
Πρώτον, τίς άγρυπνίες καί τίς
πανηγύρεις στό Κυριακό της Σκήτης. Ή παρουσία όλων τών πατέρων τών Συνοδιών τής
Σκήτης, τά χαρίσματα κάθε όντος καί μοναχού πού εκδηλώνονταν κατά τήν διάρκεια
των αγρυπνιών και πανηγύρεων, ήταν κάτι άνεπανάληπτο.
Δεύτερον, θυμάμαι τήν προσωπική
επικοινωνία πού είχαν οί πατέρες μεταξύ τους καί τήν αληθινή κοινωνικότητα
τους. Επισκέπτονταν τά σπίτια τών άλλων μοναχών καί οί συζητήσεις τους ήταν
πάντα πνευματικές. Καί όταν ακόμη μιλούσαν γιά απλά προβλήματα τής Σκήτης τά
αντιμετώπιζαν μέ διαφορετική προοπτική από εκείνη πού συνήθιζα νά συναντώ στόν
κόσμο. Επίσης αντήλλασαν μεταξύ τους φαγητά, προϊόντα τού κήπου καί τρόφιμα,
καί πολλές φορές συμμετείχαν σέ κοινά γεύματα. Μερικές φορές έβλεπα τό εξής
θέαμα, τό όποιο δείχνει πώς έπρεπε νά είναι οί κοινωνίες, μέ τήν ανιδιοτέλεια
καί τήν αγάπη. Ότι περρίσσευε στόν καθένα άπό τά προϊόντα του κήπου τά άφηνε μπροστά
στό «Κυριάκό» καί έπαιρναν ότι είχε ανάγκη από εκείνα πού είχαν αφήσει οί άλλοι
μοναχοί. Επρόκειτο γιά ένα ιδιότυπο οπωροπωλείο στο οποίο δέν επικρατούσε ή
χρησιμοθηρική ωφελιμιστική νοοτροπία, καί θύμιζε τήν πρώτη τα τών Ιεροσολύμων.
Τρίτον, θυμάμαι έντονα τήν
«παγκοινιά» πού έκαναν μεταξύ τους σχετικά μέ τό ψήσιμο του ψώμιου.
Συγκεντρώνονταν γιά νά ψήσουν τό ψωμί του μήνος, οπότε τήν ήμερα εκείνη έτρωγαν
τό φρέσκο ψώμι μαζί μέ τό ιδιαίτερο «έπίσημο» φαγητό τής εκείνης ημέρας καί
στήν συνέχεια τό υπόλοιπο ψωμί το έκαναν παξιμάδια γιά νά τό έχουν όλο τόν
μήνα, ήταν αδύνατο νά κατασκευάζουν κάθε ήμερα ψώμι.
Ή σκητιώτικη ζωή ήταν μιά άπλή ζωή
έτσι θά έπρεπε νά ήταν διοργανωμένες οί κοινώνιες στόν κόσμο, εάν όλοι τους
εμπνέονταν άπό τήν διδασκαλία τού Χριστού καί τήν ορθόδοξη εκκλησιαστίκη
παράδοση. Αυτό είναι απόδειξη ότι ό Χριστιανισμός όλες τίς κοινωνικές του
έφαρμογές τίς πραγματοποιεί μέσα στόν χώρο τής Εκκλησίας καί ιδιαιτέρως στόν
χώρο τού μοναχισμού.
Τήν Νέα Σκήτη ειχά ορμητήριο γιά
τίς προσκυνηματικές μου επισκέψεις στήν έρημο τού Αγίου Όρους προκειμένου νά
συναντήσω ευλογημένους πατέρες είχαν αρχοντική άγάπη, άπλότητα καί ταπείνωση
κυρίως έκδήλωναν μιά γνήσια συμπεριφορά, που νάδει σέ ανθρώπους πού έχουν
αναγεννηθή άπο ΄Αγιον Πνεύμα. Σέ αύτούς συγκαταλέγονται οί Αγιαννανίτες
πατέρες, οί Μικραγιαννανίτες, οί Κατουνακιώτες καί οί ερημίτες πατέρες. Σέ άλλα
κείμενα αναφερθήκα σέ μερικούς από αυτούς. Εδώ πρέπει γία τόν αείμνηστο π.
Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη, ο τής Μεγάλης τού Χριστού Εκκλησίας, ό οποίος μέ
εντυπωσίαζε μέ την γλυκύτητά του, τήν ταπείνωση, τήν αγάπη του, τις γνώσεις καί
τήν σοφία του, τήν ευαγγελική του πτωχεία, τήν αρχοντιά του, ένας ευαίσθητος
καί λεπτός άνθρωπος, πού εξεδήλωνε σέ μάς ποικιλοτρόπως τήν αγάπη του. Στήν
αυλή τής καλύβης του μάς δίδασκε με γλυκύτητα μέσα από τόν πλούτο τής καρδιάς
του, γνώσεών του καί τών προσωπικών του εμπειριών. Παρατηρούσα δε άκόμη ότι καί
άν μερικοί Πατέρες εκδήλωναν διάφορα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του χαρακτήρα
τους, όμως δεν προκαλούσαν, γιατί φαινόταν σάν παιδικές εκδηλώσεις καί
ενέργειες. Και όταν βρισκόταν κανείς μπροστά σέ εκδηλώσεις πτωτικών καταστάσεων
καί τότε έβλεπε πώς εκδηλωνόταν ή μετάνοια, πράγμα τό όποιο δείχνει καί τό
φθαρτό φύσης, άλλά καί τήν ζωή του πνεύματος πού υπήρχε μέσα τους. Άλλωστε
είναι γνωστόν ότι εκτός τούς φυσικούς καί κοινωνικούς νόμους λειτουργούσαν καί
οί λεγόμενοι πνευματικοί νόμοι.
Ο άείμνηστος π. Σπυρίδων είχε
μεγάλη κοινωνική πείρα, διότι είχε εργασθή πολλά χρόνια στόν κόσμο, σέ μεγάλο
βαθμό τήν αρετή τής φιλοξενίας -τό επίθετό του Ξένος ήταν προσδιοριστικό τής
προσωπικότητός του-, αφού ή καλύβη του ήταν χώρος στόν οποίο εύρισκαν
αβρααμιαία φιλοξενία καί αγάπη καθημερινά πολλοί άνθρωποι, ήταν έντονα
διδακτικός, καί μάλιστα είχε κάθε φορά νά πή έναν καλό λόγο καί νά δώση μιά
καλή συμβουλή σέ όλους τούς φιλοξουμένους, ήταν θυσιαστικός, αφού θυσιαζόταν
γία τούς άλλους, ήταν έξυπνος καί μερικές φορές διορατικός, από την άποψη ότι
σέ συμβούλευε ώσαν νά γνώριζε τόν εσωτερικό σου κόσμο, χωρίς νά τού έχεις
μιλήσει προηγουμένως, ήταν πεπειραμένος πνευματικός πατέρας καί αυτό φαινόταν
κατά τήν διάρκεια τής έξομολογήσεως, όπως ομολογούν όσοι έξομολογήθηκαν σέ
αυτόν. Ή παρουσία του ήταν έντονη, καλούσε μέ ποικίλους τρόπους τήν προσοχή
όλων, μερικοί πού δέν τόν γνώριζαν καλά τόν παρεξηγούσαν, όμως όταν τόν
πλησίαζαν πιό κοντά, έβλεπαν ότι έκδηλωνόταν αυθόρμητα, χωρίς τήν έπιτήδευση
τής υποκριτικής νοοτροπίας, δείγμα τής παλαιάς άγιορείτικης συμπεριφοράς. ΄Ολοι
οί αγιορείτες πατέρες τόν γνώριζαν, γιατί ήταν μιά χαρακτηριστική προσωπικότητα
τού Αγίου Όρους καί μέ τόν δικό τού τρόπο συνετέλεσε καί αυτός στήν επάνδρωση
του Αγίου Όρους τά τελευταία χρόνια από νέους μοναχούς καί ιερομονάχους.
Χαιρόταν υπερβολικά σάν μικρό παιδί
καί καυχόταν γιατί παλαιοί οικότροφοι του κατέλαβαν σημαντικές θέσεις μέσα στήν
κοινωνία καί τήν Εκκλησία.
Πολλές φορές φέρνω στήν μνήμη μου
μέ εύλάβεια καί συγκίνηση τόν άείμνηστο π. Σπυρίδωνα καί τόν ευχαριστώ γιά τά
όσα προσέφερε στούς αδελφούς μας καί τόν κόσμο, γιά τά όσα προσέφερε σέ μένα,
καί κυρίως γιατί έγινε αφορμή νά δώ τήν άσκητική ζωή καί τούς απλούς πατέρας
τής ερήμου, πού διασώζουν τήν «αριστοκρατικότητα» τού ανθρώπου ώς κατ’ εικόνα
Θεού πλασμένου.
Μερικοί κάνουν τήν διάκριση μεταξύ
τής στρατευομένης καί θριαμβευούσης Εκκλησίας. Αλλά αυτή ή διάκριση δέν είναι
ακραιφνώς ορθόδοξη, αφού δεν την συναντούμε στούς Πατέρες τής Εκκλησίας, αλλά
είναι ένας επηρεασμός από τόν δυτικό Χριστιανισμό. Αντίθετα, όπως φαίνεται στήν
διδασκαλία τών αγίων πατέρων της Εκκλησίας μας, ή Όρθόδοξη Εκκλησία είναι μία
ενιαία, είναι τό ευλογημένο Σώμα τοϋ Χριστού, στό όποιο Σώμα υπάγονται καί οί
ζώντες έν Χριστώ καί οί κεκοιμημένοι έν Χριστώ. “Οσοι αξιώθηκαν, άπό αυτήν την
ζωή, τής θεωρίας τού ακτίστου Φωτός καί είναι κατά διαφόρους βαθμούς θεούμενοι
ανήκουν στήν θριαμβεύουσα Εκκλησία καί όσο ζούν βιολογικά, αφού μετέχουν τού
θριάμβου τού Χριστού επάνω στήν αμαρτία, τόν διάβολο καί τόν θάνατο, είναι
«συμπολίται αγίων καί οικείοι τού Θεού». Ή πνευματική σχέση καί κοινωνία μεταξύ
τών αγίων πού έχουν κοιμηθή καί τών Χριστιανών πού αγωνίζονται στήν ζωή τούς
είναι πραγματικότητα μέσα στήν Εκκλησία, καί μαλίστα τήν θεία Ευχαριστία πού
είναι ό χώρος εκείνος στόν όποιο συναντώνται οί ζώντες μέ τούς κεκοιμημένους,
οί άγγελοι μέ τούς ανθρώπους, ό Χριστός με τά μέλη τού Σώματός Του. Επομένως
δέν μπορούμε νά κάνουμε λόγο γιά θριαμβεύουσα Εκκλησία μετά τόν θάνατο, καί γιά
στρατευομένη Εκκλησία πρό τού θανάτου, αφού όπως λέγει ό άγιος Συμεών ό νέος
Θεολόγος, όσοι αξιώνονται τής θεωρίας τού Ακτίστου Φωτός ζούν από τήν βιολογική
τους ζωή τόν Παράδεισο, υπερβαίνουν τόν θάνατο, καί κατά τόν λόγο τού άγίου
Γρηγορίου τού Παλαμά, ή θεωρία του ακτίστου Φωτός είναι αυτή ή ίδια ή Βασιλεία
τού Θεού.
Ζώντας μέσα σέ μιά τέτοια Εκκλησία
καί τελώντας τήν θεία Εύχαριστία μνημονεύω μέ πολλή αγάπη καί σεβασμό τούς
απλούς καί διδακτικούς μοναχούς πού συνάντησα στήν Νέα Σκήτη καί στήν έρημο τού
Αγίου Όρους, αυτούς πού ζούσαν στήν αφάνεια και ήταν «μή όντα», κατά τήν
νοοτροπία τού κόσμου, αλλά όταν τούς πλησίαζες καταλάβαινες τήν έν Χριστώ
παιδικότητά τους καί έν μέρει τήν έν Χριστώ σαλοτήτά τους, καί γι’ αυτό
επικαλούμαι τίς πρεσβείες τους.
Καί, βεβαίως, νοσταλγώ νά τούς
συναντήσω όταν ή ψυχή μου έξέλθη άπό τόν μάταιο καί ψέυτικο αυτόν κόσμο, άν,
βεβαίως, μπορέσω μέ τήν Χάρι τού Θεού, τήν δική μου συνέργεια καί τίς πρεσβείες
τους, νά συντονίζομαι κάπως στήν δική τους ζωή καί πολιτεία. Παρακαλώ νά
ευχηθήτε γι’ αυτό καί εσείς πού διαβάζετε αυτές τίς γραμμές.
Αύγουστος
2002
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου