Ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ «ἐν ἑτέρᾳ μορφῆ» εἶναι τοιχογραφία τοῦ Μανουήλ Πανσελήνου (τέλος τοῦ 13ου αἰ) στήν κόγχη τῆς Προθέσεως τοῦ ἁγίου Βήματος, τοῦ ναοῦ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τοῦ Πρωτάτου, «τῆς μητέρας ὅλων τῶν ἁγιορειτικῶν ἐκκλησιῶν», στίς Καρυές, τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Τό
κεφάλι τοῦ Κυρίου περιβάλλει, μεγάλος φωτοστέφανος ποὺ ἔχει σχῆμα σταυροῦ.
Εἶναι μιὰ
εἰκόνα τοῦ
προσώπου τοῦ Χριστοῦ
ἐντελῶς
διαφορετική ἀπό τίς ἄλλες
εἰκόνες τῆς
βυζαντινῆς ἁγιογραφίας
ποὺ γνωρίζουμε. Πράγματι εἶναι ὁ
Κύριος «μέ μιὰ ἄλλη μορφή».
Ἡ εἰκόνα
παρά τά σημάδια τῆς φθορᾶς εἶναι
ἐντυπωσιακή. Ὁ
Κύριος παρουσιάζεται μέ πλατύ πρόσωπο, πλούσια περιποιημένα μαλλιά καί μέ ἰδιαίτερα διαπεραστικό βλέμμα, ποὺ μᾶλλον ἐλέγχει τούς δύο μαθητές ποὺ πήγαιναν στούς Ἐμμαούς
καί ποὺ ἡ καρδιά
τους ἀργοῦσε
νά πιστέψει στίς προφητεῖες καί
τά μάτια τους ἐμποδίζονταν νά γνωρίσουν τόν Ἰησοῦ.
Ὁ Πανσέληνος φωτίζει τό πρόσωπο μέ τό ἔντονο κόκκινο χρῶμα
ποὺ ἐξαϋλώνει
καί μεταμορφώνει τή μορφή.
Τό
βλέμμα εἶναι ὅπως
γράφει ὁ Γιῶργος
Θεοτοκᾶς
«βαθύ, μ’ ἕνα
βάθος ποὺ δέν
μετριέται, οὐράνιο,
ὑπερκόσμιο,
ἀλλά ἀδιανόητα
ζωντανό καί παρόν στήν καρδιά τῆς ζωῆς, μᾶς στηλώνει ἀπό μακριά μ’ ἕνα τρόπο ποὺ δέν μπορεῖ κανείς οὔτε νά τοῦ ἀντισταθεῖ οὔτε νά τόν ἐξηγήσει καί μᾶς μένει, πιστεύω, ἀλησμόνητο
γιά πάντα».
Πηγή ἐμπνεύσεως
τῆς εἰκόνας
ἀποτελοῦν οἱ ἀφηγήσεις
γιά τίς ἐμφανίσεις
τοῦ
Κυρίου μετά τήν Ἀνάστασή του. Οἱ εὐαγγελιστές Μάρκος καί Λουκᾶς μᾶς ἀναφέρουν
περιστατικά ποὺ ὁ
Κύριος ἐμφανίζεται
σέ πρόσωπα ὄχι
μέ τή γνωστή του μορφή ἀλλά μέ ἄλλη, «ἐν ἑτέρᾳ
μορφῇ».
Ὁ εὐαγγελιστής
Λουκᾶς
περιγράφει τό γεγονός ποὺ συνέβη τήν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου σέ δύο μαθητές ποὺ ἀνῆκαν
στό εὐρύτερο
κύκλο τῶν
μαθητῶν τοῦ
Χριστοῦ.
Πηγαίνουν στούς Ἐμμαούς, ἕνα χωριό ἕντεκα περίπου χιλιόμετρα, «σταδίους ἑξήκοντα»,
ἀπό
τά Ἱεροσόλυμα.
Μᾶλλον
ἐπιστρέφουν
στά σπίτια τους. Λυπημένοι, κατσούφηδες, ἀπελπισμένοι καί ἀπογοητευμένοι.
Γιά νά καταπραΰνουν τή μεγάλη τους λύπη ζωντανεύουν στή μνήμη τους τά γεγονότα
καί συζητοῦν
γιά ὅλα
τά συμβάντα. Συζητοῦν γιά τόν Κύριο, γιά τό σταυρικό του θάνατο, γιά
τίς πληροφορίες μερικῶν γυναικῶν τοῦ κύκλου τους ποὺ πῆγαν στό τάφο καί δέν βρῆκαν
τό σῶμα
τοῦ
Κυρίου ἀλλά
εἶδαν ὀπτασία
ἀγγέλων
ποὺ
τούς μίλησαν γιά τήν ἀνάσταση καί γιά τήν ἐπιβεβαίωση
αὐτῶν τῶν
πληροφοριῶν ἀπό
τούς δικούς
μας, τόν Πέτρο καί Ἰωάννη. Αὐτοί ὅμως τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου δέν τήν εἶχαν
πιστέψει. Τή δυσπιστία, ἀπορία, ἀμηχανία καί ἐπιφυλακτικότητα τῶν
μαθητῶν
καταγράφει ὁ
Θεοφύλακτος Βουλγαρίας (P.G. 123,1113). Τήν δικαιολογεῖ «διά τό τῆς ἀναστάσεως ἐξαίσιον», λόγῳ τοῦ ἐξαιρετικοῦ
γεγονότος τῆς Ἀναστάσεως.
Ξέχασαν τά λόγια ποὺ εἶπε ὁ Κύριος: « μετά ἀπό
τρεῖς ἡμέρες
θά ἀναστηθῶ».
Τούς ἀπελπισμένους
μαθητές κάποιος τούς πλησιάζει. Τόν κοιτάζουν. Ἕνας ἄγνωστος. Ἦταν ὁ Ἀναστημένος Κύριος. Τά μάτια τους «ἐκρατοῦντο», ἦταν
κρατημένα, κάτι τά ἐμπόδιζε γιά νά μήν τόν γνωρίσουν (Λουκ. 24,16). Αὐτό
τό θέλησε ὁ
Κύριος. Δέν τόν κατάλαβαν γιατί ἐμφανίστηκε μέ ἄλλη μορφή καί ἄλλα χαρακτηριστικά. Τό σῶμα
του δέν ὑπάκουε
πλέον στούς φυσικούς νόμους ἀλλά στούς πνευματικούς. Γι’ αὐτό
καί δέν μποροῦσαν
οἱ δύο
μαθητές νά τόν ἀναγνωρίσουν. Ὁ Εὐαγγελιστής Μάρκος συμπληρώνει τόν Λουκᾶ
γράφοντας: «Κατόπιν ὁ Ἰησοῦς ἐμφανίστηκε μέ διαφορετική μορφή σέ δύο ἀπ’ αὐτούς,
καθώς περιπατοῦσαν
καί πήγαιναν ἔξω
στά χωράφια» (Μάρκ. 16,12).
Ὁ
Κύριος μέ
αὐτό
τό μεταμορφωμένο Σῶμα Του συνταξιδεύει μέ τούς δύο μαθητές στούς Ἐμμαούς.
Συζητᾶ
μαζί τους καί τούς λέει ὅτι πρέπει νά πιστεύουν ὅλα ὅσα εἶπαν
οἱ
προφῆτες
γιά τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ἡ καρδία τους, καθώς μιλοῦσε ὁ
Κύριος, ἦταν
«καιομένη». Ἔνιωθαν
μιὰ ἐσωτερική
θέρμη. Ἦταν
«σφύζουσα, παλλομένη». Χτυποῦσε καθώς ἄκουαν τόν ἄγνωστο νά τούς ἑρμηνεύει τίς Γραφές. Τά λόγια τοῦ
Κυρίου ἦταν
φλογερά καί θέρμαιναν τίς καρδιές πρός τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Σύρος λέει ὅτι αὐτό τό «πῦρ» εἶναι θεῖο καί ἄϋλο,
φωτίζει τίς ψυχές, τίς δοκιμάζει καί κατακαίει τήν κακία.
Ὁ
Κύριος δέχθηκε μετά τήν παράκλησή τους νά καθίσει στό τραπέζι τοῦ
βραδινοῦ
φαγητοῦ.
Τήν ὥρα ὅμως
ποὺ ὁ
Κύριος εὐλόγησε
τόν ἄρτο,
τά μάτια τῶν
μαθητῶν ἀνοίχθηκαν
καί Τόν ἀναγνώρισαν.
Ὅ
Κύριος
ἐκείνη
τή στιγμή ἔγινε
ἄφαντος.
Οἱ δύο
μαθητές ἄφησαν
τό φαγητό καί γύρισαν στήν Ἱερουσαλήμ γιά νά μεταφέρουν τά ὅσα
συνέβησαν σ’ αὐτούς.
Ἐκεῖ βρῆκαν
μαζεμένους τοὺς ἕντεκα
μαθητές καί ἄλλους
νά συζητοῦν τό
γεγονός τῆς Ἀναστάσεως
τοῦ
Κυρίου καί τήν ἐμφάνισή του στόν ἀπ. Πέτρο. Ἀφηγήθηκαν δέ ὅσα συνέβησαν σ’ αὐτούς
κατά τήν πορεία πρός Ἐμμαούς καί πῶς τόν ἀναγνώρισαν ὅταν τεμάχισε τό ψωμί (Λουκ. 24, 33-35).
Ποιοί ἦσαν
οἱ δύο
μαθητές, ποὺ
πήγαιναν στούς Ἐμμαούς τήν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως; Ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς,
ὁ ὁποῖος
διηγεῖται
τό γεγονός, ἀναφέρει
τό ὄνομα
τοῦ ἑνός,
ποὺ ὀνομαζόταν
Κλεόπας. Τό ὄνομα
τοῦ ἄλλου
τό ἀποσιωπᾶ.
Μερικοί λόγῳ τῆς
σιωπῆς αὐτῆς
νόμισαν, ὅτι ὁ ἄλλος
μαθητής ἦταν ὁ
Λουκᾶς. Ὁ ἴδιος
ὁ εὐαγγελιστής
δέν ἀναφέρει
ὅτι ἦταν
αὐτός.
Μερικοί
Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας
καί ἐκκλησιαστικοί
συγγραφεῖς
θεωροῦν
τόν Λουκᾶ ὡς ἕνα ἀπό
τούς δύο μαθητές, τό ὄνομά του δέ ἀναφέρεται στήν ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας. Στό 5ο Ἐξαποστειλάριο,
ποὺ
σχολιάζει θεολογικά τό ἀντίστοιχο ἑωθινό Εὐαγγέλιο ἀλλά καί στό Δοξαστικό Ἑωθινό
του πλ. α΄ ἤχου ἀναφέρεται
ὅτι ὁ
δεύτερος μαθητής ἦταν ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς. Ἄλλοι ὅμως ὅπως γράφει ὁ Θεοφάνης ὁ Κεραμεύς, Ἐπίσκοπος Ταυρομενίου «ὑποστήριξαν
μέ βεβαιότητα ὅτι εἶναι ὁ
Ναθαναήλ ὁ
Κανανίτης, ἄλλοι
ὁ
Σίμωνας ( Κύριλλος Ἀλεξανδρείας) καί ἄλλοι ἄλλος. Φαίνεται ὅμως ὡς πιό πιθανό, ὅτι εἶναι ὁ Λουκᾶς…κι ἀπό συστολή ἀπέκρυψε τό ὄνομά του».
Α.Χ.
(Θεολόγος)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου