Δευτέρα 3 Μαρτίου 2014

4406 - Ο Ιερομόναχος Άνθιμος, ο δια Χριστὸν σαλός



Πατρ νθιμος πατρίδα εχε τν Σόφια τς Βουλγαρίας, που κα φημέρευε σν γγαμος ερες σ νορία. Μετ τν θάνατο τς πρεσβυτέρας του, γύρω στ 1841, ρθε στ Περιβόλι τς Παναγίας, κα φυτεύτηκε σν καλς βολβός, πως θ δομε πι κάτω, κα νθισε κα εωδίασε.
πρώτη του μετάνοια ταν ερ Μον τς Σίμωνος Πέτρας, που κάρη Μοναχός. Μετ μως πο ρχισε ν κάνη τν δι Χριστν σαλό, ν κρύβη τν σωτερικό του πλοτο, εχε κάνει μετάνοια κα λον τν θωνα, γιατ συνέχεια γύριζε στν ρημο κα μενε λλοτε σ σπηλιές, κα λλοτε σ κουφάλες δένδρων. Κατ καιρος δέ, μφανιζόταν στν ερ Μον το γίου Παντελεήμονος (τ ωσικό) γιατ κε καταλάβαινε τς κολουθίες, πο γίνονταν στ ωσικά. Συνήθως κρυβόταν στν Νάρθηκα το Ναο κα π κε παρακολουθοσε. ταν βλεπε μως κανέναν Πατέρα ν τν παρακολουθ κα ν τν προσέχη μ ελάβεια, ρχιζε ν κάνη νοησίες ν παραμιλάη μόνος του κα τσι τος χαλοσε τν λογισμό. Παρέμενε δ στν Μον νάλογα, λλοτε λίγες μέρες κα λλοτε περισσότερες, κα μετ ξαφανιζόταν πάλι στν θωνα, τελείως μόνος του, δύο τρες μνες, κα ξαν μφανιζόταν στν γιο Παντελεήμονα, τ ωσικό.

Στν ρχ τς θείας τρέλας, π πέντε χρόνια, φοροσε να παλι άσο κα μετ μπαλωμένα. ργότερα, κατέληξε ν φοράη να παλι τσουβάλι, στ ποο νοιγε μία τρύπα στν κορυφή, γι ν βγάζη τ κεφάλι του, κα δυ γι τ χέρια του κα τσι πι μφανιζόταν παντο. Γι ατν τν λόγο κα τν νόμασαν Τσουβάλντη. λλ κα ατ κόμα τ τσουβάλι τ προφύλαγε, ταν γύριζε μέσα στ δάσος, γι ν μν σχιστ, κα σχιζε τ κορμί του στ κλαριά. σοι φυσικά, δν εχαν βάθος σωτερικό, λλ κριναν ξωτερικά, τν λεγαν παλαβό. λλ Πατρ νθιμος τος προβλημάτιζε, ταν τος λεγε τος λογισμος πο εχαν. τσι οκοδομοσε πνευματικ ατος πο εχαν καλ διάθεση, ποκαλύπτοντας τος λογισμούς τους.
Βλέπει κανες τος δι Χριστν σαλούς, πειδ χουν πολλ ταπείνωση, ν χουν πολλ καθαρότητα, δηλαδ πνευματικ διαύγεια, κα τσι γνωρίζουν κα τς καρδις τν νθρώπων λλ κόμη κα τ Μυστήρια το Θεο. τσι κα Πατρ νθιμος, ποος τν δική του καθαρ καρδιά, τν εχε σκεπασμένη μ να παλι τσουβάλι.
Στ Μοναστήρι το γίου Παντελεήμονος, ταν πήγαινε, δν μπαινε μέσα, λλ μενε κα ατς κε πο μεναν ο ργάτες τς Μονς κα στν δια τράπεζα τν ργατν καθόταν ν φάη. γούμενος τς Μονς φαίνεται κάτι ν πληροφορήθηκε κα επε στν διακονητ Μοναχό, ν φροντίζη τν Γέροντα σκητή, Πατέρα νθιμο. κτοτε Διακονητής, τραπεζάρης τν ργατν, τν εχε σ ελάβεια κα τν βοηθοσε κα τν παρακολουθοσε. τσι πέκτησε κα διαίτερη μπιστοσύνη κα μποροσε ν καταλάβη κα ρισμένες π τς κρυφς ρετές του.
Μι π τς μεγάλες του ρετές, ταν κα τ χάρισμα πο εχε στ θέμα τς νηστείας· μποροσε ν νηστεύη πολλς μέρες! Κάποτε εχε πάει στ ωσικ Μοναστήρι, πρν τν νηστεία τν γίων ποστόλων, πολ ξαντλημένος, κα Διακονητς τν δέχθηκε μ πολλ χαρά, κα το τοίμασε ν φάη. Γέροντας ρχισε ν τρώη, ν Διακονητής, πο πηρετοσε, μπαινοέβγαινε κα κοίταζε τν Γέροντα, πο τρωγε συνέχεια, κα τν κατέκρινε: Τέτοιος ξηραμένος κα δύνατος Μοναχός, μποροσε ν φάη τόσο πολύ! τσι συγχυσμένος π ατος τος λογισμος τς κατακρίσεως, Τραπεζάρης φυγε γι τ κελλί του. Πατρ νθιμος, φο τελείωσε τ φαγητό του, πγε κα κάθισε στν πόρτα το κελλιο το δελφο. Βλέποντας τν φίλο του πς ταν συγχυσμένος π ατος τος λογισμούς, τν λυπήθηκε καί, γι ν τν βοηθήση, ναγκάστηκε ν το ποκαλύψη τν ατία, στε ν εναι προσεκτικς γι τος λλους, ν μν κατακρίνη, λλ κα μες ο λλοι ν φεληθομε π ατ κα ν προσέχουμε τν κατάκριση. Παίρνοντάς τον λοιπν π τ χέρι, τν ώτησε:
-Μήπως ξέρεις δελφέ μου, τί θ π ταπεινοφροσύνη;
δελφός, π συστολή, το πήντησε:
-χι, δν ξέρω.
Τότε, Γέροντας το επε:
- ταπεινοφροσύνη συνίσταται σ τοτο: στ ν μν κατακρίνης κανέναν, λλ ν λογιάζης τν αυτό σου χειρότερο π λους. Νά, μόλις τώρα πλανέθηκες κα μ κατέκρινες, πειδ φαγα πολύ. λλ δν ξερες πόσες μέρες δν χω φάει καθόλου. Θυμσαι, ταν μουν δ τελευταα κα φαγα;
δελφς πήντησε:
-Θυμμαι Πάτερ. δ μαζί μας σουν τν Κυριακ το Θωμ κα φαγες, λλ π τότε δν σ εδα.
Γέροντας το επε:
-, βλέπεις πόσες μέρες δν χω φάει; (Δηλαδή, εχε ν φάει π τν Κυριακ το Θωμ μέχρι τν νηστεία τν γίων ποστόλων). σ μως μ κατέκρινες, πειδ φαγα πολύ. δελφέ μου, τ θεα χαρίσματα εναι διάφορα. Στν καθένα μας κάτι δίνεται π τν Θεό. Νά, σ μένα Θεός, δωσε τν δύναμη ν ποφέρω τ κρύο κα τν πείνα. Μήπως θ μποροσες ν βαστς κα σ τόσο; Μπορες ν ταπεινωθς, ν βγάλης τ ζωστικό, κα ν πμε ς τ γειτονικ Μοναστήρι, κα μ ατ τ οχα ν περάσης τν χειμώνα στν κορυφ το θωνα; λλ κα σύ, σν ψάλτης, πς ψάλλεις στν Θεό; Ο σκέψεις σου βρίσκονται περισσότερο λλο, στν περισπασμό, παρ στν Θεό. κουσε κα μένα πς θ ψάλω.
Πατρ νθιμος σήκωσε τ χέρια του στν Ορανό, κα μ δυνατος λυγμούς, ψαλε· λληλούϊα, κα δάκρυα πολλ ἔῤῥεαν συνέχεια π τ μάτια του. Τραπεζάρης τ χασε κα νιωσε μεγάλη συντριβή. πειτα, επε Γέροντας στν Μοναχό:
-Βλέπεις δελφέ μου, μν κατακρίνης κανέναν, διότι δν ξέρεις σύ, σ ποίον δίνεται κάποιο χάρισμα, λλ πρόσεξε περισσότερο τν αυτό σου.
δελφς βαλε μετάνοια στν Γέροντα κα ζήτησε συγχώρεση θαυμάζοντας τν προόραση το Γέροντα. π τότε κα μετά, Γέρο-νθιμος ρχισε ν μπιστεύεται λο κα περισσότερο στν Τραπεζάρη.

***
Κάποιος λλος δελφός, μι λλη φορά, γελάστηκε π τ προσχήματα το Πατρς νθίμου κα λεγε μέσα του: Τί προορατικς εναι ατός; Μήπως λοι ο προορατικοί, τόσο πολ τρνε; Γέροντας διακρίνοντας τος λογισμούς του τν κάλεσε κοντά του κα το επε:
δελφέ, θέλεις μν ν γίνης Μοναχός, ο λογισμοί σου μως τρέχουν πάντα στν ωσία. Λοιπόν, ν πς κε, ν κπληρώσης τν πιθυμία σου, λλ θ πανέλθης πίσω πάλι κα τότε θ ξιωθς ν γίνης Μοναχός.
Τ λόγια το Γέροντα κπληρώθηκαν μ κάθε κρίβεια. Πράγματι, δελφς ατς πλανέθηκε π τος λογισμούς, κα φυγε π τ Μοναστήρι κα πέστρεψε στν ωσία. λλ μετ π να χρόνο γύρισε πάλι πίσω στ γιον ρος κα κάρη Μοναχός, στ διο Μοναστήρι.

***
Τραπεζάρης εχε σ μεγάλη ελάβεια τν Πατέρα νθιμο –τν εχε γι γιο- λλ φοβόταν ν το κφράση τν θαυμασμό του, ξέροντας τι δν το ρεζαν ο παινοι. Μι μέρα πο λθε πάλι Γέροντας, Τραπεζάρης χάρηκε κα το τοίμασε ν φάη, λλ διος, π ελάβεια πρς ατόν, δν θελε ν καθίση μαζί του. Γι ν μν δώση φορμή, κα τ προσέξη ατ Γέροντας, ρχισε ν πηγαίνει δ κα κε στν τράπεζα. Σν τελείωσε τ φαγητ Πατρ νθιμος, σηκώθηκε π τν τράπεζα κα επε:
-ντάξει, ντάξει! Στάσου! Θεός, ν σ λεήση κα ν σ στερεώση.

***
νας π τος ώσους ερομονάχους, διηγήθηκε στν δελφό, πς κυριευμένος π νοσταλγία γι τν πατρίδα του, μι μέρα, βγαλε τν λογισμό, ν φύγη π τ γιον ρος κα ν πιστρέψη στν ωσία. Κα ν σκεφτόταν ατό, ξαφνικά, μπκε μέσα στ κελλί του Πατρ νθιμος - ποος προηγουμένως δν ταν κε- κα το επε:
Μητέρα το Θεο μ στειλε ν σο π, παπά, ν μν πς στν ωσία, γιατ μα βγς π τν ρημο στν κόσμο, τότε θ πέσης στν μαρτία.

***
ναν καιρό, Πατρ νθιμος σύχασε στ ψη το θωνα γι ρκετ χρονικ διάστημα. δελφός, Τραπεζάρης, πολ νησύχησε κα προσευχήθηκε στν Θεό, ν πληροφορήση τν Γέροντα ν λθη στν Μονή, γι ν τν φελήσει πνευματικά. Το λεγε δ λογισμός του: σως τώρα Γέροντας στν ρημο, ν χει ποκάμη π τος κόπους του, κι γώ, ν ταν δ, θ τν οκονομοσα μ λίγη τροφή, θ το κανα κα να τσάϊ.
Τν λλη μέρα τ πρωΐ, Γέροντας λθε στ Μοναστήρι κα επε στν φίλο του χαριτολογώντας:
-ρίστε, κατ τν πιθυμία σου λθα π τν θωνα, κατάκοπος κα μ πόδια κομμένα π τς πέτρες. Τ τσάϊ σου ξίζει τέτοιον κόπο.
δελφός, εδε τν προόρασή του κα το ζήτησε συγχώρεση γι τν κόπο πο το προξένησε.

***
Κάποτε, διος δελφός, εχε μία βαρι λύπη κα κηδία κα προσευχήθηκε στν Θεό, ν στείλη τν φίλο του Πατέρα νθιμο ν τν παρηγορήση. Δν πέρασαν λίγες ρες, κα φάνηκε μπροστά του Πατρ-νθιμος. θλιβόμενος δελφός, βλέποντάς τον, πολ χάρηκε κα ώτησε:
ς γινε Πάτερ, κα ρθες κριβς στν ρα τς νάγκης μου;
Γέροντας χαμογελώντας το πήντησε:
-σ θελες ν μ δς κα παρακάλεσες τν Θε γι ατό, κα ρθα.

***
Μι λλη φορά, στν γιο Παντελεήμονα, τ ωσικό, τν παραμον τς πρώτης κτωβρίου, πο τελεται λονύκτια γρυπνία ες τιμν τς γίας Σκέπης τς περαγίας Θεοτόκου, Πατρ νθιμος, μόλις φθασε στ Μοναστήρι, παρ λίγο ν ξεψυχήση. ταν συνήντησε τν γνωστό του δελφό, το επε:
τ τν νύκτα βρισκόμουν κοντ στ Μοναστήρι το Ζωγράφου, στν ρημο, κα προσευχόμουν ρθιος, πάνω σ μι πέτρα. Τν ρα τς προσευχς εδα τν Μητέρα το Θεο ν κατεβαίνη π τν Οραν στ Μοναστήρι σας. Καθς μουν γεμάτος χαρ σ’ ατ τν πτασία, βιάστηκα ν θ, γι ν Τν βρ δ, στε ν σκεπάση μ τ μαφόριό Της κα μένα τν μαρτωλ μαζ μ τος τιμντας Ατν δούλους. λλά, μόλις ξεκίνησα π τν τόπο κενο γι ν τρέξω δ, ξαφνικά, φάνηκε να φίδι, πετάχτηκε μ ργ πάνω μου κα μ δάγκωσε δυνατ στ πόδι. ννόησα μως τι ατ τ μπόδιο ταν π φθόνο το μισόκαλου κα δν δωσα σημασία στ δάγκωμα, λλ βιαζόμουν ν φθάσω στ Μοναστήρι σας.
δελφς κοίταξε τ πόδι του, κα πράγματι τ τραμα π τ δάγκωμα ταν σοβαρό. μεγάλη γάπη το Γέροντα γι τν Θεό, τν εχε κάνει πι ναίσθητο στ σωματικ παθήματα.

***
Τ τος 1862, στν θωνα, χειμώνας ταν ψυχρς κα χιονώδης. κενον τν καιρό, Πατρ νθιμος ταν στ ψη το θωνα, στν βαθι ρημο, κα ζοσε στν κουφάλα νς δένδρου. Πολ χιόνι πεσε κα τν πέκλεισε ντελς, τόσο στε ταν δύνατο ν βγ π κε. Σαράντα ξι μέρες πέρασε κε χωρς ψωμί. Σχεδν πάντοτε, πρν τν χειμωνιάτικη ποχή, βρισκόταν πι κοντ στ Μοναστήρι. Ο Γέροντες στ ωσικό, μαθαν τι σ τέτοιο ψυχρ κα χιονώδη χειμώνα Πατρ νθιμος δν ταν κοντά τους κα ρχισαν ν νησυχον γι ατόν. Στ τέλος τν σαράντα ξι μερν Γέροντας φθασε στ Μοναστήρι τελείως ξηντλημένος κα ξυλιασμένος. δελφός, ταν τν εδε ξαφνικά, φώναξε π τν χαρά του:
-χ Πάτερ, σ εσαι; Κα μες πελπισθήκαμε πς δν θ σ ξαναδομε. λλ πο σουν λον ατν τν καιρό;
-, μέσα σ μία κουφάλα καθόμουν· πήντησε Γέροντας μ χαμόγελο.
-Κα τί εχες κε ν φς, Πάτερ; ώτησε δελφός;
-δελφέ μου Βίκτωρ, πόσα παθα π τος δαίμονες κα π τ ψύχος, γι λα ατ μόνο Θες ξέρει. λλ γιος ωάννης Βαπτιστής μφανίσθηκε κα μ σωσε π τν θάνατο.

***
ναν καιρό, Γέροντας νθιμος γι πέντε μνες δν εχε λθει στ ωσικό. Ο Μοναχο τς Μονς δν γνώριζαν τν ατία. νησυχοσαν κα εχαν πολλος λογισμούς: Μήπως κάποιος τν εχε στενοχωρήσει κ.τ.λ. Πνευματικς τς Μονς ξερε ναν συχαστή, στν ποο Πατρ νθιμος εχε μπιστοσύνη, κα τν παρεκάλεσε ν μάθη τν ατία. συχαστς ώτησε τν Πατέρα νθιμο, κα κενος πήντησε:
-σο θ μ παινον κε κα θ μ τιμον σν γιο, δν θ πηγαίνω... Τν τελευταία φορά, ταν μουν κε, νας π τος ερομονάχους, πεσε στ πόδια μου κα επε: Προσεύχεσθε γιε Πάτερ, γι μένα τν μαρτωλό, ν σωθ δι’ εχν σας... Βλέπεις; Πς μπορ τώρα ν πάω κε, φο μ τιμον σν γιο;
Μετ π ατ Πατρ νθιμος πήγαινε κάπως κρυφ στ Μοναστήρι κα μπιστευόταν στν Πατέρα Βίκτωρα μερικ μυστικ γύρω π τν ζωή του, πάνω στς συζητήσεις τους.

***
Μι φορ πάλι πο τν εχε πισκεφθ, κα Πατρ Βίκτωρ το τοίμασε τν τράπεζα, το επε Γέροντας:
γιος ωάννης λεήμων, πισκέφθηκε τ Μοναστήρι σας χθές.
κείνη τν μέρα ταν Κυριακή, κα κατ τν συνήθεια ρθαν ρημίτες, Σκητιώτες κα ρκετο λαϊκοί, ο ποοι φαγαν στν τράπεζα, κα μετ τος δωσαν κα ελογία.

***
Πατρ νθιμος πουθεν δν εχε μόνιμη κατοικία, λλ λόκληρο τ γιον ρος ταν κατοικία του. Στ τελευταα χρόνια τς ζως του μενε κοντ στ Μοναστήρι το Ζωγράφου, τ Βουλγαρικό, κα πολλς φορές, βοηθοσε στ κτίσιμο, σ πιδιορθώσεις τς Μονς –κουβαλοσε πέτρες κα νερό.
Τν Αγουστο το 1867, μεγάλος σκητς γι τελευταία φορά, πισκέφθηκε τ γαπητό του Μοναστήρι το γίου Παντελεήμονος, τ ωσικό. Μπκε μέσα στν Μονή, κα πγε μέσως στν ξενώνα. κε συνήντησε τν φίλο του Πατέρα Βίκτωρα κα το μιλοσε πολλ ρα, νουθετώντας τον πς ν νικήση τος πονηρος λογισμούς, κα τ πάθη. Στ τέλος το επε κατ’ εθεαν:
-Τώρα δν θ λθω πι δ, πειδ σύντομα θ πεθάνω.
Πράγματι, τσι γινε. Στ τέλος το Νοεμβρίου το δίου χρόνου λθε στν Μον το Ζωγράφου κα κε πεσε ἄῤῥωστος. Τν βαλαν στ Νοσοκομεο τς Μονς, στ ποο μεινε γι δώδεκα μέρες.
Τν 9η Δεκεμβρίου το 1867 Πατρ νθιμος φησε τ Περιβόλι τς Παναγίας, που γωνίσθηκε φιλότιμα κα νεπαύθη πι ν Κυρί. Τν εχή του ν χουμε. μήν.

(Σημ.: βιογραφία το σίου Πατρς νθίμου εχε δημοσιευθ στ βιβλίο: Σύγχρονοι θωνίτες σκητές, κδοση 9η, Μόσχα 1900, σελ. 31-40. Τν συντόμευσα κάπως, χωρς ν λλοιώσω τ γραφτ το ερομονάχου ρσενίου. Τ κανα μ καλ διάθεση, γι ν μν παρερμηνεύσουν ρισμένα το σίου Πατέρα).

(Γέροντος Παϊσίου γιορείτου: γιορεται Πατέρες κα γιορείτικα)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου