Άγιον Όρος –
Μικρά Ασία Ιστορική επισκόπηση μοναστικών προσφυγικών ρευμάτων (ζ'- θ' αι.
μ.Χ.)
Ο Σεπτέμβριος θα μπορούσε να λογίζεται ο μήνας
της φυγής. Αποδημίες, μεταναστεύσεις, «κινητικότης» σύμφωνα με τη νέα ορολογία,
αλλά και προσφυγιά. Φέτος ειδικά κλείνουμε πια ενενήντα χρόνια από τη Συνθήκη
της Λωζάννης και την Ανταλλαγή των Πληθυσμών, (αντί επιλόγου άραγε;) της
γενοκτονίας του Μικρασιατικού Ελληνισμού της σχεδιασθείσης από τα σύγχρονα
διεθνή και εντόπια καθεστώτα.
Το παρόν άρθρο δεν θα ασχοληθεί με το ήδη εδώ
και καιρό συζητούμενο θέμα της ελληνικής γενοκτονίας από το κεμαλικό καθεστώς.
Θα ασχοληθεί συνοπτικά με ένα ειδικότερο θέμα ιστορικού περιεχομένου, το θέμα
της μοναστικής προσφυγιάς από την αρχή της εμφάνισής της στην ιστορία της
ορθοδόξου Ανατολής.
Η ιστορία της μοναστικής προσφυγιάς είναι στενά
συνδεδεμένη με τη γενικότερη ιστορία της ελληνορθοδοξίας στην Ανατολή και
ακολουθεί ως επωδός μεγάλα ιστορικά και κυρίως αιματηρά γεγονότα που τη
σημαδεύουν. Με την ίδρυση της λαύρας της Ραϊθώ (δ’ αι. μ.Χ.) στο νότιο
Σινά οι μοναχοί της σφαγιάζονται από τους Αιθίοπες Βλεμμύες (373 μ.Χ.).
Τρεις αιώνες μετά την ίδρυση των μεγάλων μοναστικών κέντρων της Αιγύπτου, του
Σινά και της Παλαιστίνης (γ’ αι. μ.Χ.), από τον ζ’ μ.Χ. αι. δηλαδή,
οι επιδρομές των Αράβων, των Βλεμμύων και των Σαρακηνών προεκάλεσαν διωγμούς,
δηώσεις και σφαγές στους ορθοδόξους πληθυσμούς των περιοχών αυτών. Οι
δυσαρεστημένοι από την βυζαντινή αυτοκρατορική φορολογική πολιτική, καθώς και
από τις αποφάσεις της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου της Χαλκηδόνος Κόπτες Χριστιανοί,
προσκείμενοι στον μονοφυσιτισμό, στην πλειοψηφία τους υποτάχθηκαν εθελουσίως
στους Άραβες του ισλάμ, τους οποίους θεώρησαν ως ελευθερωτές. Ένα άγνωστο,
μεγάλο όμως ποσοστό των εναπομεινάντων ορθοδόξων σφαγιάσθηκε, μεταξύ αυτών δε
και μέγα μέρος μοναχών και μοναζουσών οι οποίοι είχαν κυριολεκτικά μετατρέψει
μέχρι αυτήν την εποχή τις αιγυπτιακές, σιναϊτικές και παλαιστινιακές ερήμους σε
μοναστικές πολιτείες.
Έτσι τα πρώτα εναπομείναντα μοναστικά
προσφυγικά ρεύματα διαπεραιώνονται από την Αίγυπτο, το Σινά και την Παλαιστίνη
προς τις ακτές της ελεύθερης βυζαντινής Μικρασίας, των νήσων του Αιγαίου και
του Αγίου Όρους. Κάποιες φορές οι ενδιάμεσοι σταθμοί ήταν η Κύπρος η και η
Κωνσταντινούπολις. Στον Άθω ζούσαν ήδη ερημίτες μοναχοί από τον δ’ αι. ενώ μετά
τους διωγμούς των Αράβων, επανδρώνονται εκεί τα πρώτα μικρά, φτωχικά
μοναστήρια, κατά τα πρότυπα του αυστηρού αιγυπτιακού μοναχισμού. Είναι η εποχή
του βασιλέως Ηρακλείου (610-641) και των μεγάλων πολέμων του κατά των Περσών
του Χοσρόου Β . Στην περίοδο αυτή ανάγεται η ίδρυση ορισμένων γνωστών αλλά και
αγνώστων μικρασιατικών μοναστικών κέντρων.
Το όρος Λάτρος η Λάτμος της Καρίας επανδρώνεται
από τους εκ Σινά και Ραϊθώ επιζήσαντες πρόσφυγες μοναχούς. Σημειώνουμε δε την
ομοιότητα του σιναϊτικού τοπίου με αυτό του Λάτρους, ένα στοιχείο που
επαναλαμβάνεται πολλές φορές κατά τις ομαδικές μεταναστεύσεις στην ευρύτερη
ιστορία του μικρασιατικού Ελληνισμού (π.χ. ομοιότητα του τοπίου των Καππαδοκικών
Φαράσων με το αντίστοιχο της Κόνιτσας της Ηπείρου, των παρακτίων περιοχών της
Προποντίδας με τα παραθαλάσσια προσφυγοχώρια της Χαλκιδικής όπως της Νέας
Καλλικράτειας, του Νέου Μαρμαρά κ.λπ.).
Αυτήν την ίδια εποχή εντοπίζεται η ίδρυση
μοναστικής κοινότητας, σκήτης ή ίσως λαύρας προς τιμήν του Οσίου
Χαρίτωνος του Ομολογητού του εξ Ικονίου καταγομένου στο δυτικό προάστιο του
Ικονίου, από μοναχούς προερχομένους εκ των Παλαιστινιακών ερήμων Φαράν και
Σουκά, πνευματικούς απογόνους του Οσίου. Η μοναστική αυτή συσσωμάτωση, η οποία
εκτίσθη γύρω από τον γνωστό σήμερα ναό του Αρχαγγέλου Μιχαήλ (326 μ.Χ., τουρκ.
Ayalena kilisesi = εκκλησία της Αγίας Ελένης, εθεμελιώθη από την βασιλομήτορα
καθ’ οδόν της προς Ιεροσόλυμα), περιλαμβάνει πλην του ναού που σώζεται σήμερα
σε αρίστη κατάσταση, την λαξευτή μονή του Οσίου Χαρίτωνος με καθολικό προς
τιμήν της Παναγίας Σπηλαιωτίσσης, καθώς πλήθος λαξευτών κελλιών στη γύρω
βραχώδη περιοχή.
Αυτά τα προσφυγικά ρεύματα της Αιγύπτου και της
Συρο-Παλαιστίνης, ως φορείς του παλαιού απλού και αυστηρού μοναστικού τυπικού
και του πλούτου των διδαχών των μεγάλων πατέρων της ερήμου (Αντωνίου,
Ιωάννου Κλίμακος, Ευθυμίου, Σάββα, Βαρσανουφίου και πλήθους άλλων), ωφέλησαν
και αναζωογόνησαν τον μικρασιατικό μοναχισμό, τόσο των αστικών κέντρων
(Κωνσταντινούπολη) όσο και της υπαίθρου, ο οποίος πλέον αποτελεί ένα θαυμάσιο
κράμα ερημικής αυστηρότητος και κοινοβιακής αλληλεγγύης, βρίσκεται δε σε
πλήρη άνθιση με τις μεγάλες του μοναστικές πολιτείες και έχει να επιδείξει
μεγάλη χορεία αγίων ανδρών.
Οι πιο γνωστές από τις πολιτείες αυτές στην
μικρασιατική ύπαιθρο, πλην του Πόντου και της Καππαδοκίας, είναι του Ολύμπου
της Βιθυνίας, του επονομαζομένου “Αγίου Όρους της Μικρασίας”, τουρκιστί Keşiş
Dağ (Ιερού Όρους), γύρω από την Προύσσα (6), του όρους Λάτρος η Λάτμος στην περιοχή
της Καρίας (7) στα δυτικά παράλια, στο ύψος της Σάμου. Εδώ μόνασε ο Όσιος
Χριστόδουλος ο Λατρηνός ο εν Πάτμω (ια’ αι.) καθώς και ο όσιος Παύλος ο Νέος ο
ασκητής και ιδρυτής της Μονής του Στύλου (ι’ αι.). Ονομαστό είναι επίσης
το μοναστικό κέντρο του Γαλησίου όρους, λίγο βορειότερα της Εφέσσου, με τον
Όσιο Λάζαρο τον Γαλησιώτη, τους Οσίους Μελέτιο και Γαλακτίωνα (τους
ανθενωτικούς Γαλησιώτας). Για την ίδρυση των λαξευτών της Καππαδοκίας οι
γνώσεις μας είναι πενιχρές, αλλά οι πιθανότητες να επανδρώθηκαν κατά την εποχή
αυτή είναι μεγάλες.
Ιστορική επισκόπηση μοναστικών προσφυγικών
ρευμάτων (θ’ αι. μ.Χ.
και εξής)
Κατά τον θ’ μ.Χ. αι., την θλιβερή περίοδο της
εικονομαχίας, ο μοναχισμός δοκιμάζεται σκληρά στα μικρασιατικά εδάφη.
Παρατηρούμε τότε εσπευσμένες μεταφορές αγίων λειψάνων και ιερών κειμηλίων από
τα μεγάλα μικρασιατικά μοναστικά κέντρα αλλά και από τους ενοριακούς ναούς προς
την ελλαδική χερσόνησο. Αναφέρουμε τη μεταφορά της πανίερης εικόνας της
Παναγίας της Προυσσιώτισσας από την Προύσσα της Βιθυνίας στην περιοχή της
σημερινής Μονής Προυσσού στην Ευρυτανία, όπου ευρέθη με θαυματουργικό τρόπο.
Είναι η εποχή, επί Λέοντος Ε΄ Αρμενίου (813-820) κατά την οποία ο Άγιος
Ευθύμιος ο Νέος φεύγει από την πατρίδα του την Άγκυρα και από τον Όλυμπο της
Βιθυνίας όπου μόναζε και με τον συνασκητή του Ιωσήφ τον Αρμένιο, τον μετέπειτα
Μυροβλήτη και κατευθύνονται προς τον Άθω, όπου κατ’ αρχήν ασκούνται ως
σπηλαιώται πιθανώς στην μετέπειτα καλουμένη Σκήτη του Αγίου Βασιλείου στον Άθω
(Ευλ. Κουρίλας).
Η Εικονομαχία θα δημιουργήσει νέα μοναστικά
προσφυγικά ρεύματα, αυτή την φορά με κατεύθυνση από την Κωνσταντινούπολη και τη
Μικρά Ασία προς το Αρχιπέλαγος και τις δυτικές του ελλαδικές ακτές. Μοναστικοί
πληθυσμοί κατευθύνονται προς την μικρασιατική ύπαιθρο, τα νησιά του Αιγαίου
Πελάγους, τις πέραν του Αιγαίου ακτές, το Άγιον Όρος, καθώς και τη Συρία. Το
κριτήριό τους για την εκλογή των νέων τόπων εγκαταβίωσής των είναι οι ερημικές
ορεινές τοποθεσίες οι “μη προς κτήσεις και αγρούς ετέρους εκτεινόμεναι” (Νεαρά
Νικηφόρου Φωκά 964). Δημιουργούνται τότε στον Άθω μικρές κοινότητες, σκήτες και
μονύδρια. Ο Άθως υποδέχεται ασκητές-πρόσφυγες προερχομένους από τα μοναστικά
κέντρα των μικρασιατικών παραλίων, του Λάτρους και του Γαλησίου, καθώς και από
την ενδοχώρα.
Τον ι’ αι., η αποκατάσταση των εικόνων έγινε
αφορμή για να θεσμοθετηθεί πλέον ο αθωνικός μοναχισμός, ο οποίος ως επί το
πλείστον ήταν μέχρι τότε κυρίως μικρασιατικός, και να ενδυθεί την αίγλη των
αυτοκρατορικών χρυσοβούλων.
Αυτό το γεγονός θα πρέπει να εκληφθεί ως οικονομία
Θεού, διότι τον 11ο αι., αρχίζουν οι πρώτες επιδρομές των Σελτζούκων στη
νοτιοανατολική Μικρασία, επεκτεινομένων σιγά-σιγά προς το κέντρο της
χερσονήσου. Αρχίζει πλέον η αντίστροφη μέτρηση για την Ρωμανία, με τα
τουρκομογγολικά φύλα αφ’ ενός να υποτάσσουν σταδιακά όλα τα μικρασιατικά εδάφη
και αφ’ ετέρου τους λατίνους σταυροφόρους να απειλούν τα δυτικά παράλια,
την ενδοχώρα και φυσικά και την ίδια την Κωνσταντινούπολη.
Την εποχή αυτή (ια’ αι.) ο άγιος Χριστόδουλος ο
εκ Νικαίας της Βιθυνίας, εν Ολύμπω Βιθυνίας και εν Λάτρω ασκήσας, κατευθύνεται
προς τις ακτές των νήσων του Αρχιπελάγους και ιδρύει την Μονή του Αγίου Ιωάννου
του Θεολόγου στην Πάτμο. Και πάλι δηλαδή φυγή από τα μικρασιατικά παράλια προς
δυσμάς. Αλλά και μετακομιδή αγίων λειψάνων ένεκα των τουρκομανικών επιδρομών
έχουμε την ίδια αυτή εποχή, όπως του λειψάνου του οσίου Λαζάρου του Γαλησιώτου,
το οποίο μεταφέρθηκε για περισσότερη ασφάλεια σε άγνωστο σημείο κατά τον ια’
αι. ενώ κατά τον ιδ’ αι. η αγία κάρα του μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη.
Από τον ιβ’ αι. και ύστερα η μικρασιατική
ενδοχώρα ήταν ήδη ερημωμένη από μοναστικούς πληθυσμούς, ιερά λείψανα και
κειμήλια. Όσοι από τους μοναστάς εσώθησαν από την καταστροφή, κατέφυγαν στην
Κωνσταντινούπολη και στο Άγιον Όρος. Ο Άθως μέχρι τις αρχές του ιδ’ αι.
βρίσκεται υπό την άμεση εποπτεία των Αυτοκρατόρων.
Κατά τον ιγ’-ιδ’ αι. ο Άθως θα ηγηθεί του
κινήματος του Ησυχασμού με μέγα πρωταγωνιστή τον Κωνσταντινουπολίτη Άγιο
Γρηγόριο τον Παλαμά (1296-1359). Οι άγιοι γονείς του ήταν Μικρασιάτες πρόσφυγες
στην Κωνσταντινούπολη. Ο πρώτος γέροντας του αγίου στον Άθω, ο ησυχαστής
Νικόδημος ήταν επίσης πρόσφυγας από το όρος του Αυξεντίου του Ολύμπου Βιθυνίας.
Όπως ήταν φυσικό, οι μοναστικές μεταναστεύσεις
συνεπήγοντο την μεταφορά του τυπικού και της λειτουργικής πράξης από τα μέρη
προέλευσης των μοναστών στα μέρη μετεγκατάστασής τους. Έτσι, ενώ κατ’ αρχήν το
Άγιον Όρος ακολουθεί το τυπικό της Μονής του Στουδίου Κωνσταντινουπόλεως,
αργότερα, από τον ια’ κυρίως αι. και ύστερα έχουμε την λεγόμενη νεο-σαββαϊτική
σύνθεση. Οπωσδήποτε η στροφή αυτή ήταν απαίτηση των καιρών και συνεβάδιζε
απόλυτα με τα ιστορικά γεγονότα. Η απειλή των τουρκομάνων ήταν προ των πυλών.
Φυσικό ήταν να εγκαταλειφθεί σιγά-σιγά το ασματικό τυπικό της
Κωνσταντινουπόλεως, το οποίο απαιτούσε μεγαλοπρέπεια και πολλούς ψάλτες και ο
μοναχισμός να αναζητήσει εσωστρέφεια και απλότητα, στοιχεία και τα δύο άμεσα
συνδεδεμένα με το τυπικό της Μονής του Αγίου Σάββα.
Ο ορεινός όγκος του Άθω δεν έδινε τη δυνατότητα
καλλιέργειας του εδάφους για την διατροφή των μοναστών. Έτσι, παράλληλα με την
αυτοκρατορική προστασία της χερσονήσου του Άθω, εδόθησαν από τους βυζαντινούς
αυτοκράτορες στις Μονές και εκτεταμένες καλλιεργήσιμες γαίες σε όλη την
χερσόνησο της Χαλκιδικής «προς ζωοτροφίαν» των μοναχών. Οι εύφορες αυτές
εκτάσεις έφεραν την ονομασία «Μετόχια». Τα Μετόχια πέραν των αγρών
περιελάμβαναν και σύνολα καλυβιών με συγκεκριμένη χρήση το καθένα. Υπήρχαν
δηλαδή οι σταύλοι, τα λιοτριβειά, το μαντρί, οι αχυρώνες, οι αποθήκες, το
αλώνι, καθώς και ξενώνες στους οποίους εγκαταβίωναν οι εργάτες των Μετοχίων.
Στα Μετόχια εργάζονταν πέραν των μοναχών και ένας αρκετά μεγάλος αριθμός
εργατών από την ευρύτερη περιοχή. Ήταν ιδιαίτερη ευλογία να εργάζεται κάποιος
στα μοναστηριακά αυτά κτήματα. Οι εκεί δουλευτάδες εσέβοντο και τιμούσαν πάντα
την μοναστηριακή περιουσία. Σε κάποια Μετόχια με τον καιρό οι εργάτες εγκαταστάθηκαν
μόνιμα. Τέτοια Μετόχια ήταν π.χ. η Γαλάτιστα, ο Βάβδος, η Ορμύλια, από τα
ευφορότερα κτήματα της Χαλκιδικής, η Ποτίδαια και άλλα, καθώς επίσης και
ορισμένα που και μέχρι σήμερα δια του ονόματός τους προδίδουν την ιστορία της
περιοχής, Ζωγράφου, Διονυσίου, Αγίου Παύλου κ.ά.
Από τα κτήματα αυτά οι Μονές αντλούσαν κυρίως
τα δημητριακά, το κρασί, τα γαλακτοκομικά, τα αλιεύματα και το αλάτι από τα
παραθαλάσσια Μετόχια, επεξεργασμένα μέταλλα και ξυλεία.
Στον ιη’ αι. και ειδικότερα λίγα χρόνια πριν
την εκδήλωση του Κολλυβαδικού Κινήματος, με προεξάρχοντες τον Άγιο Μακάριο
Κορίνθου τον Νοταρά, Άγιο Νικόδημο Αγιορείτη και Άγιο Αθανάσιο Πάριο,
παρατηρούμε μία ακόμη μοναστική μετανάστευση από το Άγιον Όρος αυτή τη φορά
προς τα νησιά του Αρχιπελάγους. Πρόκειται για την αναγκαστική φυγή από το Όρος
τριάντα περίπου Κολλυβάδων Πατέρων ένεκα του διωγμού που αυτοί υφίσταντο από
τους συνασκητάς των Αγιαννανίτες για την εναντίωση των Κολλυβάδων στην
τέλεση μνημοσύνων με κόλλυβα την ημέρα της Κυριακής. Η φυγή αυτή στάθηκε
η μεγάλη ευλογία που δέχθηκαν τα νησιά του Αιγαίου αλλά και οι μικρασιατικές
ακτές με την έλευση των αγίων κολλυβάδων και το ζωντανό παράδειγμά τους για την
προσοχή και την τήρηση των εκκλησιαστικών παραδόσεων της Ορθοδόξου Ανατολικής
Εκκλησίας.
Ας μην ξεχνάμε πως βρισκόμαστε στον λεγόμενο
«αιώνα των Φώτων» και τα πάντα βάλλονται από το πνεύμα του λεγομένου «ορθού
λόγου», του ορθολογισμού, από το πνεύμα της αποϊεροποίησης, του «αδιαφορισμού»
(Αθ. Πάριος) και της κατά μέτωπον επίθεσης κατά της εκκλησίας του Χριστού
αφ’ ενός και αφ’ ετέρου από την ισχυρή λατινική προπαγάνδα που επί αιώνες
εδέχοντο τα νησιά του Αρχιπελάγους. Το προσφυγικό κύμα λοιπόν των αγιορειτών
Κολλυβάδων ξαναέδωσε στα νησιά μας το οξυγόνο της ορθοδόξου παραδόσεως το οποίο
επί τόσους αιώνες είχαν στερηθεί. Από την άλλη πλευρά, το πνεύμα της
Φιλοκαλίας, δια των απογόνων των Κολλυβάδων (Παπαδιαμάντης, παπα-Νικόλαος
Πλανάς, Παπουλάκος, Φλαμιάτος, για να αναφέρουμε λίγα εν Ελλάδι αφυπνιζόμενα
πνεύματα), θα λειτουργήσει ως το προκεχωρημένο φυλάκιο κατά του νεοεισαγόμενου
στο νεοσύστατο ελλαδικό κράτος προτεσταντικού ευσεβισμού, ο οποίος δια των
οργάνων του προσπαθούσε να εισχωρήσει και να αλώσει το ορθόδοξο θεμέλιο της
πίστης των Ελλήνων (ιθ’ αι.).
Φθάνοντας στο τέλος θα σταθούμε ευλαβικά στον
μαρτυρικό για τον μικρασιατικό Ελληνισμό εικοστό αιώνα. Μετά την Μικρασιατική
Καταστροφή του 1922 και την Ανταλλαγή των Πληθυσμών του 1924 η Χαλκιδική και
ειδικότερα το Άγιον Όρος θα φιλοξενήσει στα προαναφερθέντα Μετόχια του τον
εναπομείναντα διωγμένο από τις προαιώνιες εστίες του μικρασιατικό Ελληνισμό.
Δίπλα στα Μετόχια που διατηρούν ακόμα τις παλαιές τους ονομασίες προστίθενται
οι νέες ονομασίες των αλησμόνητων πατρίδων της Ανατολής και της Θράκης. Νέα
Ραιδεστός, Νέο Ρύσιο, Νέα Μάδυτος, Νέα Καλλικράτεια, Νέα Φλοητά, Άγιος Μάμας,
Νέα Σήμαντρα, Νέα Τρίγλεια, Νέα Μουδανιά, Νέος Μαρμαράς, Νέα Σύλλατα και πλήθος
άλλων. Το Άγιον Όρος δια των Μετοχίων του θα υποδεχθεί τους κατατρεγμένους
Μικρασιάτες πρόσφυγες, όπως άλλοτε οι πρόγονοι αυτών υπεδέχοντο τους πρόσφυγες
μοναχούς από τα εδάφη της Αιγύπτου και Συρο-Παλαιστίνης στην τότε ελεύθερη
Μικρασία, αποδίδοντας έτσι «τα Σα εκ των Σων».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου