Υπάρχει παράδοση πολλών αιώνων που θέλει στις Πανηγύρεις των Ιερών Μονών Βατοπαιδίου και Χιλιανδαρίου, να προσκαλείται επίσημα και να προΐσταται όλων των εκδηλώσεων ο Καθηγούμενος της άλλης Μονής.
Το έθιμο επικράτησε λόγω της στενής ιστορικά σχέσης των δύο μοναστηριών, που ξεκινά το 1198, όταν οι Βατοπαιδινοί παραχώρησαν κτήμα τους, στο οποίο οι Σέρβοι έκτισαν το Χιλιανδάρι.
Ο Μοναχός Δωρόθεος, στο βιβλίο του ΤΟ ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ, περιγράφει τα γεγονότα ως εξής:
Ι.Μ. ΧΙΛΙΑΝΔΑΡΙΟΥ
...Πριν από την εγκατάσταση των Σέρβων ονομάζεται «του Σωτήρος» και συμμετέχει στα κοινά με τις υπογραφές των ηγουμένων της να βρίσκονται σε διάφορα έγγραφα, με τελευταίο εκείνο του 1169: «Γεράσιμος μοναχός και καθηγούμενος του Χελανδαρίου». Θα περάσει ένα μικρό διάστημα εγκατάλειψης, με συνέπεια να βρεθεί υπό την κυριαρχία της Μονής Βατοπεδίου, η οποία και θα την χρησιμοποιεί ως μελισσοτροφείο, «μελισσομάν-δριον».
Όμως το 1198 η κάτοχος Μονή Βατοπεδίου παραχωρεί το σκήνωμα στους Αγίους Σάββα και Συμεών, τους μεγάλους εθνάρχες των Σέρβων, πράξη που επικυρώνεται κι από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Γ΄ Άγγελο. Ο Σάββας (κατά κόσμον Rastko, υποκοριστικό του Rastimir ή Rastislav, 1175-1235), δευτερότοκος γιός του βασιλιά των Σέρβων Στεφάνου Nemanja (1165-1227) έρχεται στον Άθω κατά το 1191/1192, συνοδευόμενος πάντοτε από τον παιδαγωγό του, χωρίς να το γνωρίζει ο πατέρας του, και μονάζει πρώτα στη μ. Θεσσαλονικέως κι ύστερα στη Μονή Βατοπεδίου. Της απόφασης του Σάββα να έρθει για μοναχός είχε προηγηθεί η γνωριμία του με Αγιορείτες που περιόδευαν στη Σερβία και με την όλη αναστροφή τους εντυπωσίασαν τον 17χρονο πρίγκιπα, ώστε να εγκαταλείψει το θρόνο και να ζητήσει τη φτώχεια του Ιησού. Αργότερα θα γράψει στο Τυπικό: «καγώ ο ελάχιστος πάντων και αμαρτωλός πορευθείς εις τι Άγιον Όρος, είδον εκεί αγίους και νόας σεσαρκωμένους εν αρεταίς, είδον επιγείους αγγέλους και ουρανίους ανθρώπος ...».
Το Νοέμβριο του 1196 έρχεται στο Όρος ο πατέρας του Σάββα Στέφανος ο κράλης, ο οποίος και πορεύεται στη Βατοπεδίου προς συνάντηση του γιου του.
Ο Στέφανος, που είχε ήδη φορέσει μοναχικά ενδύματα από το Μάρτιο του ιδίου έτους στη σέρβικη μ. Studenica, έρχεται να δηλώσει υποταγή και υπακοή στο γιό του, και να καρεί μοναχός. Ο γιος του κράλη γίνεται πνευματικός πατέρας του και τον δοκιμάζει «ει ποιεί μοναχόν». Τις πολλές ταπεινώσεις του γέροντά του δέχεται ο κράλης ως άριστος υποτακτικός. Τέλος ο Σάββας πραγματοποιεί την κουρά του πατέρα του, δίνοντάς του το όνομα Συμεών. Ταυτόχρονα κείρεται στη Σερβία και η μητέρα του Σάββα Άννα, σε Αναστασία.
Κι έρχεται η ώρα που οι δυο τους προάγονται να ζητήσουν από τη Μέση το σκήνωμα που τους φάνηκε ιδανικό για την ίδρυση της λαύρας των Σέρβων. Το παραχωρητήριο έγγραφο εκδεδομένο το έτος 1198 και υπογραμμένο από τον Πρώτο του Αγίου Όρους Γεράσιμο και 24 άλλους ηγουμένους είναι, κατά το περιεχόμενό του, αυτό: Ο συμπέθερος της βασιλείας Συμεών (ο Συμεών ήταν νυμφευμένος με την κόρη του αυτοκράτορα Αλεξίου Γ΄) και ο γιος του Σάββας ήρθαν στο Όρος και προσκαθίσαντες εν τη του Βατοπεδίου μονή μετά από καιρό ζητούν δια της Συνάξεως από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Γ΄ Άγγελο (1195-1203) να τους δοθεί η μονή του Χελανταρίου η ούσα και διακείμενη εν τη τοποθεσία των Μηλεών, στα όρια της Βατοπεδίου. Η Σύναξη διαπιστώνει ότι η Χιλανδαρίου και τα λοιπά σεμνεία τα εν τη τοιαύτη τοποθεσία και αυτά διακείμενα αν και ανήκουν στη Βατοπεδίου, προσκυρωμένα από αυτοκρατορικό χρυσόβουλο, όμως εις τελείαν απώλειαν και αφανισμόν μέλλουσι γενέσθαι αι τοιαύται μοναί. Για το λόγο αυτό η Σύναξη, προλαβαίνοντας το αίτημα των δυο Σέρβων αγίων, τους προτείνει αναδέξασθαι τας τοιαύτας μονάς δικαίω οικείω και μοναστήριον εν αυταίς συστήσαι κατά το αυτών βουλητόν. Οι δύο άνδρες δέχονται, ζητούν όμως να εκδοθεί και έγγραφο επικυρωτικό της δωρεάς.
Έτσι η Σύναξη αποφασίζει να στείλει στην Κωνσταντινούπολη αντιπρόσωπο, το μοναχό Νίκωνα, για να ζητήσει την έκδοση αυτοκρατορικού χρυσόβουλου. Ο Νίκων αναχωρεί για την βασιλεύουσα τον Ιούνιο του 1198 και επιστρέφει τον ίδιο μήνα, φέροντας μαζί του το βασιλικό έγγραφο. Ο Αλέξιος στο χρυσόβουλό του, αφού εγκωμιάσει τους αγίους Συμεών και Σάββα, αναφέρει πως οι δύο ευγενείς παρακάλεσαν τον Αλέξιο να επιτρέψει σ' αυτούς την ανασυγκρότηση του μελισσομανδρίου και των υποστατικών του, χωρίς τη απαίτηση να πάψουν αυτά να αποτελούν εξαρτήματα της Βατοπεδίου. Ο όρος αυτός, ενδεικτικός του ήθους και της ευγένειας των δύο Σέρβων ευγενών επιβαρής έδοξε στη Σύναξη, να αποτελεί, δηλαδή, η Μονή των Σέρβων εξάρτημα της Βατοπεδίου, και όχι αυτοδιοίκητο μοναστήρι εις υποδοχήν χρηματίζον τοις από του Σερβικού γένους την μοναχικήν προαιρουμένοις διαγωγήν. Όπως είναι και τα μοναστήρια Ιβήρων για τους Γεωργιανούς και Αμαλφινών για τους Ιταλούς: ηλευθερωμένα χειρός και αυτής της του Πρώτου εξουσίας. Ο δε αυτοκράτορας υπερθεματίζει. Θέλει τη Μονή μηδενί υποκειμένην, μήτε αυτώ τω Πρώτω του Όρους μήτε τω καθηγουμένω της μονής Βατοπεδίου, αλλ' αυτοδέσποτον και αυτεξούσιον χρηματίζουσαν και καθ' εαυτήν διεξαγομένην ...
Ι. Μ. ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΟΥ
...Η Μονή υπήρξε η πνευματική τροφός του Αγίου Σάββα (1176-1235), του μεγάλου εθνάρχη των Σέρβων, καθώς και του πατέρα του Αγίου Συμεών, προς τους οποίους η ίδια παραχώρησε το «μελισσομάνδριον» Χελανδάρι. Η δωρεά αυτή θα θεωρηθεί μεγάλης σημασίας πράξη απ' όλους τους Σέρβους ηγεμόνες. Πρώτος ο κράλης Στέφανος Ντουσάν εκδηλώνει θερμό ενδιαφέρον υπέρ της Μονής. Σε έγγραφό του (Απρίλιος 1348) γράφει σε α΄ πρόσωπο περί της «εκ πολλών χρόνων ενούσης μοι θερμοτάτης εφέσεως», να έρθω προσκυνητής στον Άθω. Ειδικά «την θερμήν αγάπην ην ιδίως τρέφει η βασιλεία μου εις την τοιαύτην μονήν» (Βατοπεδίου). Ο Στέφανος με το έγγραφο δεν επικυρώνει μόνο κτήσεις της Μονής, αλλά και δωρίζει ένα ολόκληρο συνοικισμό, τον Άγιο Μάμαντα, και άλλους τόπους που «προκατείχον οι Βαρβαρηνοί στρατιώται». Με άλλο έγγραφο (Νοέμβριος 1369), ο δεσπότης Ιωάννης Ουγγλέζια, επιστρέφει τον ετήσιο φόρο των 120 υπερπύρων, που κατέβαλλε η Μονή υπέρ της λίμνης Μπουρού, εκφράζοντας έτσι «ευγνωμοσύνης οίον σημείον και γνώρισμα» προς την Κυρία Θεοτόκο. Οι δωρεές των Σέρβων ηγεμόνων συνεχώς θα πληθαίνουν. Ο δεσπότης Στέφανος Λαζάρεβιτς χορηγεί στη Μονή ετήσιο εισόδημα 60 λίτρες άργυρο, καθώς και το χωριό Κοπτιβνίτσα (Ιούλιος 1417), και ο μέγας τσέλνικ Ράντιτς δωρίζει στη Μονή άλλο χωριό, το Μπελοπόλτζιε επί του Μοράβα (Μάρτιος 1432). Τα δύο παραπάνω έγγραφα επικυρώνει με άλλα δύο (1427 και 1432) ο δεσπότης Γεώργιος Μπράνκοβιτς. Η τελευταία πράξη μεταξύ της Μονής και των Σέρβων ηγεμόνων είναι ένα παραχωρητήριο του 1432 με το οποίο η Μονή παραχωρεί στους αυτάδελφους βοεβόδες Ραδοσλάβο και Μιχαήλ «τον πύργον του Κωλετζή» και τα κελλιά εντός του τείχους, όπως και τη γύρω περιοχή. Στο έγγραφο ορίζεται να μένουν (έξ αδελφατάρια» (6 δηλ. μοναχοί καθισματάριοι) μαζί μ' έναν ιερέα ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου