…«Κάθε φορά, που με αξιώνει ο Θεός να προσκυνήσω τον αγιορείτικο χώρο, φεύγω με ανανεωμένη τη βεβαιότητα, ότι το Άγιον Όρος, ως καρδιά και παλμός σύνολης της σημερινής Ορθοδοξίας, είναι «Salus Graeciae». Γιατί με το συνεχιζόμενο τρόπο ζωής του αποτελεί τον φυσικό φραγμό σε κάθε αλλοίωση, απ’ όπου και αν προέρχεται, και με την αδιάκοπη πατερική πρακτική του προσφέρει το πρότυπο του υπαρκτικού πλαισίου, που μπορεί να διαμορφώσει τον άνθρωπο εκείνο, που θα συναρμόζει στο κοινωνικό χώρο την επιστήμη, την τεχνολογία και την οικονομία —τις απόλυτες αξίες της εποχής μας—μέσα στην προοπτική της θεώσεως».
Αυτή τη διαπίστωση, θεμελιωμένη τόσο στην προσωπική βεβαιότητα, όσο και στην ίδια την ιστορική συνέχεια του Αγίου Όρους, θα προσπαθήσω να τεκμηριώσω. Βέβαια, σπεύδω να παρατηρήσω, ότι το να ομιλεί ένας «εμπεπλεγμένος ταις του βίου πραγματείαις» (Β’ Τιμ. 2,4) για το Άγιον Όρος και τη ζωή του, δεν είναι απλώς δύσκολο, αλλ’ αυτόχρημα θρασύ. Διότι, πώς είναι δυνατά άνθρωπος αμαρτωλός, μεακάθαρτη καρδιά και ακαθαρτοτέρα ακόμη γλώσσα, να ομιλήσει για ένα Τόπο, «ου έστησαν —και ίστανται— οιπόδες Κυρίου» και ο οποίος, ως «περιβόλι» της Παναγίας καιΚυρίας Θεοτόκου, αγιάζοντας τους ειςαυτό διαβιούντας, αναδεικνύει αδιακόπως πνευματοφόρους θεωμένους; Συγχωρήσατέ μου το τόλμημα, και δείξτε κατανόηση για όσα δεν θα μπορέσω να διακρίνω με τους άγευστους της θείας αλλοιώσεως σαρκικούς οφθαλμούς μου.
1. Η Ορθοδοξία κοινωνία σωτηρίας
Ορθοδοξία, ως ζωή εν Αγίω Πνεύματι, σημαίνει θεοκοινωνία και ανθρωποκοινωνία, θεανδρική πραγματικότητα. Είναι ο σταυρικός θεοπαράδοτος τρόπος υπάρξεως, ως κοινωνία Θεού και ανθρώπων εν Χριστώ και των ανθρώπων μεταξύ τους, ως αδελφών και μελών του ιδίου Κυριακού Σώματος. Η σωτηρία των πιστών επιτυγχάνεται, έτσι, όχι μεμονωμένα και αυτόνομα (ατομικά), αλλά μέσα σε συγκεκριμένο πνευματικό και υπαρκτικό (κοινωνικό) πλαίσιο, την ενωμένη ασύγχυτα και αδιαίρετα με τη Θεία φύση Ανθρωπότητα του Ιησού Χριστού. Είναι γνωστή η αρχαία ρήση: Unus Christianus nullus Christianus.Η Εκκλησία έχει τον δικό της τρόπο υπάρξεως, που τη διαφοροποιεί ριζικά από κάθε εγκόσμια συσσωμάτωση – κοινωνία.
Σκοπός της παρουσίας στον κόσμο της εκκλησιαστικής κοινωνίας είναι ι «ολοτελής» (Α’ Θεσσ. 5,23) ένταξη κάθε άνθρωπου στο Σώμα του Χριστού για την εν Αγίω Πνεύματι θεανθρωποποίηση του ανθρώπου με την «μόρφωσιν του Χριστού εν αυτώ» (Γαλ. 4,19). Ο άνθρωπος της ορθοδόξου παραδόσεως μόνο μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, το οριζόμενο από τις παραμέτρους του «εν Χριστώ ζην», είναι δυνατό να διαμορφωθεί και τελειωθεί. Γιατί μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο ζωής η προσωπική ευθύνη και προσπάθεια του πιστού εναρμονίζεται και αλληλοπεριχωρείται με την ενδυναμούσα την ανθρώπινη θέληση και πολλαπλασιάζουσα τις ανθρώπινες δυνατότητες Θεία και Σωστική Χάρη. Έξω από την κοινωνία του εκκλησιαστικού σώματος δεν μπορεί να υπάρξει το φυσικό κλίμα, που καθιστά δυνατή την πραγματική αποδοχή του όλου Χριστού, στην καθολικότητα και πληρότητά του, και συνεπώς τη σωτηρία. Γιατί η εν Χριστώ αναγέννηση και τελείωση απαιτεί την εν-Χρίστωση της ζωής σε κάθε διάστασή της, για να γίνει η ζωή μας Ζωή Χριστού – Χριστοζωή. Αυτό σημαίνει ο αποστολικός εκείνος λόγος: «Είτε εσθίετε, είτε πίνετε, είτε τι ποιείτε, πάντα εις δόξαν Θεού ποιείτε» (Α’ Κορ. 10,31).
Δεν είναι, συνεπώς, δυνατό να τρέφεται πνευματικά ο χριστιανός από τον Χριστό (π.χ. στη πίστη και τη λατρευτική ζωή του), κοινωνικά όμως να περιμένει «σωτηρία» από τις δυνάμεις του κόσμου, ταυτιζόμενος μάλιστα πολλές φορές μαζί τους. Θα επαναλάβουμε δε και εδώ, ότι η μεγαλύτερη τραγικότητα της νεοελληνικής κοινωνίας συνίσταται στο πέρασμα της «πίστεως» μέσα από κομματικά φίλτρα, ώστε να μπορεί να λέγεται και για μας ό,τι διεκήρυτταν οι Βενετοί στα χρόνια της παντοκρατορίας τους: «Primo Veneziani, e poi christiani»(πρώτα Βενετοί και μετά χριστιανοί). Σ’ αντίθεση μ’ αυτή την εκκοσμικευμένη αντίληψη για το Χριστιανισμό, ο Χριστός απαιτεί όλη τη ζωή μας. «Εαυτούς και αλλήλους και π ά σ α ν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα».
2. Ο Μοναχισμός κιβωτός του ορθοδόξου τρόπου υπάρξεως
Ο Μοναχισμός, ως μυστικός έρωτας του ανθρώπου για τον Θεό, ανήκει στη φύση κάθε ψυχής. Η ψυχή μας έχει πλασθεί χριστιανική και «χριστοκεντρική», όπως παρατηρεί ο π. Αθανάσιος Γιέφτιτς. Ο Μοναχισμός είναι η εκ βαθέων κραυγή του ανθρώπου προς το Άκτιστο. Είναι η έφεση και αγώνας για γνώση – ένωση με τον «άγνωστο» και «απρόσιτο» Θεό. Ο Χριστιανισμός, ως είσοδος του ίδιου του Ακτίοτου στο κτιστό καιπαρουσία του Υπερχρόνου μέσα στο χρόνο και τηνιστορία, παρέχει αυτή τη δυνατότητα προοεγγίσεως του υπέρ πάσαν αίσθηση και γνώσιν και ενώσεως μαζί Του, στο πρόσωπο του συγκαταβάντος και ενανθρωπήσαντος Θεού Λόγου, Κυρίου δεημών Ιησού Χριστού. Έτσι ο Χριστός γίνεται ο μαγνήτης της ανθρώπινής καρδίας και ο απόλυτος σκοπός της ανθρώπινης υπάρξεως.
Στη ζωή της Εκκλησίας εισέρχεται κανείς, ακριβώς για να ενωθεί μετον Χριστό, να θεωθεί. Αυτόςήταν ο απόλυτος σκοπός των πρώτων Ενοριών – Κοινοτήτων ήδη αμέσωςμετά την Πεντηκοστή. Καιαυτό τον αμετακίνητο στόχο έχει η Εκκλησία σ’ όλους τους αιώνες, όπως μαρτυρείται στη καθημερινή λατρεία της από τα λειτουργικά βιβλία, που διαμορφώνουν και συντηρούν το πατερικά φρόνημα των πιστών της. Ζωή στην Ενορία σημαίνει, έτσι, μύηση στον αγιοπνευματικό τρόπο ζωής με τη βοήθεια του Γέροντος – Πνευματικού, για το άνοιγμα της καρδιάς στην Άκτιστη Θεία Χάρη. Σ’ αυτήτη διαδικασία αποφασιστική είναι η συμβολή του Πνευματικού – Γέροντα, ο οποίος στην Ενορία ταυτίζεται με τον «εφημέριο» – λειτουργό της. Αυτός είναι ο «πνευματικός Πατέρας» κατά τον Απόστολο Παύλο,που οδηγείστην αναγέννηση «εν Χριστώ Ιησού» και «διά του Ευαγγελίου». Ουσιαστικά στοιχεία αυτού του τρόπου υπάρξεως είναι η πνευματικότητα και η κοινή ζωή (πρβλ. «ην αυτοίς πάντα κοινά», Πράξ. 4,32), Πρόκειται δηλ. για αγιασμό όλου του βίου, σε κάθε διάσταση του. Ζωή Χριστού γίνεται σύνολη η ζωή.
Οι Απόστολοι οργάνωσαν την Εκκλησία, πνευματικά και κοινωνικά, σύμφωνο με τη θέληση του ιδρυτού της. Η πρώτη Εκκλησία των Ιεροσολύμων εμφανίσθηκε σε περιβάλλον ιουδαϊκό και ειδωλολατρικό. Σε μια κοινωνία, που κατευθυνόταν και προσδιοριζόταν από νόμους και κανόνες ζωής —από «συστήματα»— που έφτιαξε ο χωρίς Θεό άνθρωπος. Η Εκκλησία όμως δεν ταυτίσθηκε με αυτά,αλλά ακολούθησε το δικό της τρόπο ζωής, τον δικό της τρόπο υπάρξεως στον κόσμο, που περιγράφεται σαφέστατα στις Πράξεις των Αποστόλων και μετά την αποστολική εποχή σε άλλα κείμενα, όπως η «Διδαχή», η «Προς Διόγνητον Επιστολή» κ.α. Ο Διάκονος Στέφανος κατηγορήθηκε, ότι αυτή η νέα κοινωνική ζωή και δομή της Εκκλησίας προσπαθούσε να μεταδώσει στους ομοφύλους του. Η κατηγορία ήταν, πως ήθελε να αλλάζει «τα ήθη» τους (τον τρόπο κοινωνικής ζωής), που, όπως ισχυρίζονταν, τους είχε δώσει ο Μωϋσής.
Η βαθμιαία εκκοσμίκευση μεγάλου μέρους της χριστιανικής κοινωνίας, λόγω των περιπετειών της (π.χ. διωγμοί, αιρέσεις κ.λπ.), διέσπασε αυτή την ατμόσφαιρα και δημιούργησε ποικίλα εμπόδια στην πνευματική ζωή και αύξηση των πιστών. Άμεσο αισθητό αποτέλεσμα ήταν ο περιορισμός των χαρισμάτων —όχι βέβαια λόγω μη αναγκαιότητάς τους, αλλά λόγω απουσίας των εσωτερικών προϋποθέσεων για την απόκτησή τους (κάθαρση της καρδιάς κοντά στον αγιοπνευματικά φωτισμένο Πνευματικό Πατέρα). Ήδη στα τέλη του γ΄ αιώνα εμφανίζονται ομαδικές τάσεις φυγής από τον κόσμο (τιςεν κόσμω κοινωνίες), όπως συνέβαινε άλλωστε και στην Π. Διαθήκη. Έτσι αρχίζει να «πολίζεται» η έρημος, να μεταβάλλεται με την αθρόαπροσέλευση χριστιανών σε πόλη – αντίπολη. Το κοινόβιο της Ενορίας, ως ζωή αδελφοσύνης και αγάπης, δηλαδή ως αδελφότητα, μεταφέρεται στην «έρημο» και γίνεται πόλη της ερήμου και όχι μια απλή θρησκευτική κοινωνία. Αυτή ή«καινή» πόλη είναι ηΜονή. Μια ολόκληρη και καθολική κοινωνία είναι το Μοναστήρι. Κατά τον π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ «ημονή δεν είναι κοινωνία απλώς θρησκευτική, αλλά μάλλον πλήρης κοινότης, η οποία διεκδικεί και οργανώνει ολόκληρητη ζωή των μελών της». Έτσι απέφευγαν αυτοί οι χριστιανοί τη δική μας τραγικότητα να υπάρχουμε σε «δύο βασίλεια», στο «βασίλειο του Καίσαρος» και στο «Βασίλειο του Χριστού». Ο Μοναχισμός δεν πηγάζει από την άρνηση της ζωής ή του κόσμου, αλλά από την άρνηση της αμαρτίας και την κατάφαση της όντως ζωής, της Χριστοζωής. Ο Μοναχισμός είναι η πεμτουσία;του Χριστιανισμού, πληρέστερη και συνεπέστερη αυτοέκφρασή του.
Συνεπώς, το Μοναστήρι αναδείχθηκε σε κιβωτό σωτηρίας της εν Χριστώ ζωής, της παραδόσεως, ως συνέχειας της ζωής της Εκκλησίας. Δεν ήταν επανάσταση εναντίον της Εκκλησίας ή της Ιεραρχίας της, γιατί αναπτύχθηκε μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας, ως Εκκλησία της Εκκλησίας, διασώζοντας την καθαρότητα και γνησιότητα της εκκλησιαστικής ζωής. Κατά τον π. Θεόκλητο Διονυσιάτη ο Μοναχισμός «είναι αυτή η Εκκλησία, επιδιώκων με συνέπειαν τους σκοπούς αυτής, οίτινες συνίστανται εις την επικράτησιν του Ευαγγελίου εν τω κόσμω και την σωτηρίαν της ψυχής… Η θεία βιοτή των Μοναχών, ούσα απαύγασμα της κατά κυριολεξίαν εν Χριστώ ζωής και μόρφωμα συνεπούς οικειώοεως της περί τελειότητος χριστιανικής διδασκαλίας, εδημιούργησε και προέβαλε τα στοιχεία εκείνα, άτινα συγκροτούν ό,τι σήμερον καλούμεν ορθόδοξον πνευματικότητα, η οποία αφίκετο άχρις ημών ως πατερική παράδοσις».
3. Το Άγιον Όρος και η συνέχεια της παραδόσεως
Είναι γεγονός, ότι στη χριστιανική αρχαιότητα υπήρξαν διάφορα μεγάλα μοναστικά κέντρα, στην Αίγυπτο, την Παλαιστίνη, τη Μικρασία, την Μεγάλη Ελλάδα. Με τον καιρό όμως παρήκμασαν. Από τον 10ο αιώνα το Άγιον Όρος αναζωογόνησε το μοναχικό βίο των άλλων παρηκμασμένων κέντρων και απέβη αυτό μοναστικός χώρος πανορθόδοξος και επισημότατος, που είλκυε το θαυμασμό όχι μόνο των Ρωμηών, αλλά και «των γύρωθεν εθνών», όπως παρατηρεί ο Αλέξιος Α΄ ο Κομνηνός, τα οποία «εσεμνύνοντο διά το μοναδικόν εις τα όρη της οικουμένης άγιον Ορος». Δίκαια, έτσι, σημειώνει ο π. Γεώργιος Καψάνης: «Είναι μεγάλη ευλογία, ότι εν μέσω της Εκκλησίας ο Παντελεήμων Κύριος εφύτευσε τον παράδεισο του περιβολιού της Παναγίας, το άγιον Όρος, για να ζωογονεί όλη την Εκκλησία με τη μυστική ακτινοβολία της Χάριτος του Θεού, που σκηνώνει στους παλαιούς και νέους αγίους του, στα ιερά θεομητοροβάδιστα σκηνώματά του, στην αδιάκοπο και ζώσα μέχρι σήμερα αγιοπατερική παράδοσή του».
Έτσι συνδέθηκε στενότατα το Άγιον Όρος με τη ζωή κα! τους πνευματικούς αγώνες της Ελληνορ-θόδοξης Ρωμανίας (Βυζαντίου) και συνέχισε την πνευματική ακμή της. Γιατί ιδανικό της Ρωμηοσύνης δεν είναι η κατά κόσμον σοφία, αλλ’ η θεία. Όχι ο κατά κόσμον σοφός, αλλά ο κατά Θεόν σοφός, δηλαδή ο Άγιος. Δείγμα δε ακμής της Ρωμηοσύνης είναι το επίπεδο της πνευματικότητάς της, δηλαδή οι Άγιοί της. Το Άγιον Όρος έγινε το θερμόμετρο της πνευματικότητας του Γένους μας, που δεν κυριεύθηκε από το σκότος, ούτε και στους αιώνες της δουλείας, γιατί ποτέ δεν έλειψαν σ’ αυτό οι θεούμενοι και τα θαυματουργά λείψανα, δηλαδή οι φορείς της Χάριτος.
Περαιτέρω ο κοινοβιακός μοναχισμός του Αγίου Όρους διέσωσε το υπαρκτικό πλαίσιο και πρότυπο της ελληνορθόδοξης κοινωνίας. Τόπος καταφυγής, ανανεώσεως και αναγεννήσεως αρχόντων και αρχομένων, κληρικών και λαϊκών, απέβηκανόνας στοιχήσεως των εν κόσμω κοινοτήτων-ενοριών και πνευματικός τροφοδότης της όλης ζωής τους. Κι αυτό σ’όλη τη διάρκεια της βυζαντινής και μεταβυζαντινής περιόδου.
Ο τρόπος αυτόςλειτουργίας του Αγίου Όρους κατέστη δυνατός, διότι το «Περιβόλι της Παναγίας» διασώζει την ενότητα και οργανική διασύνδεση πνευματικότητας και κοινωνικότητας. Σ’ αυτό ηπνευματικότητα δεν οδηγείται ποτέ σε άσαρκο σπιριτουαλισμό, ούτε η πράξη σε απνευμάτιστο ακτιβισμό. Μέσα στα μοναστικά κοινόβιά του συνειδητοποιείται απόλυτα το γεγονός, ότι ο Χριστός δεν καταργεί τη βιωτική μας διάσταση, αλλάτην αγιάζει καιτην καταξιώνει σε ζωή του Σώματός Του. Η πνευματικότητα διαφοροποιείται, έτσι, από την εξαΰλωση, τον δυαλισμό (τη «δαιμονοποίηση» του σώματος), τη ρεμβώδη απραξία και κάθε είδος «νιρβάνα». ΟΧριστός μας ένωσε ολόκληρους στο Σώμα Του, για να μεταμορφωθεί σε «πνεύμα» -προσευχή και λατρεία- όλη ηζωή μας. Καιαυτό γίνεται, όταν και τις θεωρούμενες ως υλικές -βιωτικές πλευρές της ζωής μας, εντάσσουμε μέσα στην αλήθειά Του, τις απελευθερώνουμε δηλαδή με τηΧάρη και ενίσχυσή Του από την αμαρτία. Ηησυχαστική παράδοση της Ορθοδοξίας, που είναι ηχριστιανική πνευματικότητα στην αυθεντικότητά της, είναι αυτό που διέσωσε και διασώζει το Άγιον Όρος. Όπως γράψαμε κάπου παλιότερα, «ο ησυχασμός δεν νοείται όταν ορθοδοξίαως κατάσταση ανενεργού απραξίας. Οι ησυχαστές είναι κυριολεκτικά πνιγμένοι στη δράση. Ο ησυχαστής αγωνίζεται να επιτύχει την υπέρβαση της αναγκαιότητας και του δαιμονικού καινα φθάσει στην ελευθερία της Χάρης, με την απελευθέρωση από τα πάθη και με τον αγιοπνευματικό φωτισμό. Ο κεκαθαρμένος ησυχαστής δεν ζει πια για τον εαυτό του, αλλ’ είναι όλος αγάπη.
Αυτό φαίνεται στη δομή του κοινοβιακού μοναστηριού. Μέσα σ’ αυτό δεν αποκλείονται οι καθαρά υλικοβιωτικές δραστηριότητες. Και εκεί θα βρούμε τον γιατρό, τον οικονόμο (το διαχειριστή των υλικών αγαθών), τον τσαγκάρη, τον φούρναρη, το ράφτη. Στη μοναστική όμως αδελφότητα όλ’ αυτά δεν είναι κερδοσκοπικά επαγγέλματα, αλλά προσφορά διακονίας – αγάπης. Γι’ αυτό όλες αυτές οι «εργασίες» όχι μόνο δεν γίνονται εμπόδιο στην «αδιάλειπτη» προσευχή, αλλά μετουσιώνονται και αυτές σε προσευχή, αφού στοχεύουν στη λειτουργία του εκκλησιαστικού σώματος, λειτουργούν το μυστήριο της αγάπης. Προσευχή κάνει ο μοναχός και ως τσαγκάρης, φούρναρης ή μουλαράς. Η βιωτική απασχόληση αλλοιώνεται πνευματικά σε «λογική λατρεία» (Ρωμ. 12,1).Το μοναστικό κοινόβιο δείχνει σε τελευταία ανάλυση, πως είναι δυνατόν η κοινωνικοπολιτική διακονία να αναχθεί σε εκκλησιαστική πράξη, λειτουργία».
Τη μεγαλύτερη μάλιστα κοινωνική προσφορά, παρά τα αντιθέτως πιστευόμενα, δεχόμαστε εμείς οι έν τω κόσμω από τους ερημίτες και ασκητές του Αγίου Όρους, που αγρυπνούν στην ερημιά τους, ενωμένοι πνευματικά με το κοινόβιό τους, και προσεύχονται αδιάλειπτα και γι’ αυτό, αλλά και για όλο τον κόσμο.
Η Ρωμηοσύνη στα χρόνια του Βυζαντίου και της δουλείας είχε το Άγιον Όρος ως πνευματική της κολυμβήθρα, στην οποία βαπτιζόταν αδιάκοπα όλη η ζωή της. Μόνο μετά την Επανάσταση του 1821 και κυρίως από την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους (1828/ 1833) η πορεία του Ελληνισμού θα δένεται όλο και στενότερα με τη Δύση – Ευρώπη σε όλο το φάσμα της εθνικής ζωής. Στο σημείο δε αυτό ακριβώς αναδύεται η σημασία του Αγίου Όρους για την εποχή μας.
4. Το Άγιον Όρος και η σύγχρονη αλλοτρίωση
Ο μέγιστος κίνδυνος του Νεώτερου Ελληνισμού είναι η απώλεια της ταυτότητάς του, η αλλοίωση δηλαδή της ουσίας του, που επέρχεται με την αναίρεση της ιδιαιτερότητάς του, Καμιά δε απολύτως σημασία δεν μπορεί να έχει η ύπαρξη Ελληνικού Κράτους χωρίς Έλληνες…
Η αλλοτρίωση πραγματοποιείται εθνικά με την αποσύνθεση του πολιτισμού μας και την απορρόφησή του από κάποιον άλλο. Σ’ όλη τη διάρκεια της Αραβοκρατίας και Τουρκοκρατίας ο ρωμαίικος πολιτισμός δεν αλλοτριώθηκε. Αντίθετα, ανανεώθηκε και ανασυντάχθηκε. Ο κίνδυνος παρουσιάστηκε αδυσώπητος στη συνάντησή του με τον φράγκικο πολιτισμό της Ευρώπης. Ησυνάντηση αυτή άρχισε ήδη τον 14ο αιώνα να λαμβάνει επικίνδυνο χαρακτήρα. Είναι δε γεγονός ότι ανάμεσα στους δύο αυτούς πολιτισμούς καμιά σύμπτωση δεν είναι δυνατή, παρά τιςγνωστές θεωρίες περί «μετακενώσεως» καί «συγγενείας» ελληνικού και φράγκικου πολιτισμού. Ανάμεσά τους υπάρχει διαμετρική αντίθεση. Είναι «άλλο και άλλο», για να επαναλάβουμε μία προσφιλή διατύπωση του Μεγάλου Αγιορείτη Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Ο πρώτος είναι πολιτισμός θεοκεντρικός -θεόνομος, κοινοτικός, ουρανοδρόμος, αφού στοχεύει στη θέωση. Ο δεύτερος αντίθετα είναι ανθρωποκεντρικός, ατομοκρατικός και ρατσιστικός, εγκοσμιοκρατικός με στόχο την εγκόσμια επιτυχία ως ενδοκοσμικό ευδαιμονισμό.
Η ανάμειξη του ελληνορθόδοξου με τον φράγκικο πολιτισμό, που επί αιώνες τώρα συνεχίζεται, οδηγείαλματωδώς στην αλλοίωση του πρώτου και την εκφράγκευσή του, κυρίως λόγω των αισθημάτων μειονεξίας εκείνων των Ελλήνων, που πρώτοι έρχονται σε επαφή με το δυτικό πολιτισμό, δηλαδή των διανοουμένων, των πολιτικών και εκπροσώπων των οικονομικά ευρωστότερων τάξεων. Όσοι από αυτούς κατέχονται από αισθήματα κατωτερότητας λόγω αγνοίας της πολιτιστικής κληρονομιάς του Γένους, οδηγούνται στην «ξενομανία» και «ξενοδουλεία», που τη μεταδίδουν σ’ όλους τους χώρους της εθνικής ζωής, γιατί αυτοί ως εθνική ηγεσία διαμορφώνουν την κοινωνική μας πραγματικότητα.
Αποδεικνυόμαστε δε τελείως άοπλοι απέναντι στην εισβολή των ξένων πολιτισμικών στοιχείων, γιατί μάθαμε να δεχόμαστε αναντίρρητα τα κριτήρια των ξένων για την αξιολόγηση του δικοί μας πολιτισμού, Ή «γιββωνική» θεώρηση του Βυζαντίου συνεχίζεται από την εποχή του Κοραή μέχρι σήμερα και έπρεπε πρώτοι οι Ευρωπαίοι (K. Krumbacherκ.λπ.), να αποτιμήσουν θετικά το Βυζάντιο, για να αρχίσουμε και μείς να προσέχουμε τα δημιουργήματά του, μολονότι μέχρι σήμερα o κοραϊκός αντιβυζαντινισμός επηρεάζει τhν λεγομένη «προοδευτική» παράταξη σε σημείο, που να μη μπορεί να δει το Βυζάντιο – Ρωμανία περισσότερο από ένα μουσείο, που έχει κάποια αξία, αφού το θαυμάζουν οι ξένοι και πληρώνουν, για να δουν τα εκθέματά του!
Η αποσύνθεση του πολιτισμού συντελείται με την υποκατάσταση των επί μέρους στοιχείων του (π.χ. εγκατάλειψη του παραδοσιακού αρχιτεκτονικού ρυθμού με τη λύση του τσιμέντου και της τσιμεντούπολης). Υπάρχει δε ένα αξίωμα στη διαπάλη των πολιτισμών: όταν ο έπηλυς (ξενόφερτος) πολιτισμός καταπίνει και αφομοιώνει τον εγχώριο, η απώλεια της ταυτότητος είναι πληρέστερη. Είναι δε γνωστή καιη αποσυνθετική διαδικασία. Ο πολιτισμός, ως πλαίσιο ζωής, είναι συνισταμένη πολλών παραμέτρων. Όλα δε τα συστατικό στοιχεία του συνδέονται μεταξύ τους καισυνιστούν μιαν αλυσίδα. Αν λοιπόν χαθεί κάποιος κρίκος, διασπάται η αλυσίδα και χάνεται η καθολικότητα. Ένας δε νοθευμένος πολιτισμός είναι νεκρός, γιατί χάνει πια κάθε δυνατότητα αυτοσυνειδησίας.
Υπάρχουν σημαντικά παραδείγματα μιας τέτοιας διασπάσεως της πολιτισμικής αλυσίδας στο δικό μας χώρο, που τα αναλύει ο Αrnold Toynbee. Π.χ. η αλλαγή του αλφαβήτου σε λατινικό, που έκαμε o Κεμάλ Aτατούρκ, ήταν το αποφασιστικό βήμα για τον εκδυτικισμό της γείτονος Τουρκίας. Ένα Νοσοκομείο για τους ξένους τεχνικούς στην Αίγυπτο του 19ου αιώνα έγινε η είσοδος της Δύσεως στην ανατολική αυτή Χώρα. Κατά τον Τοynbee «Ο θρίαμβος της δυτικοποιήσεως και όχι ο θρίαμβος του βαρβαρισμού και της θρησκείας ήτο εκείνος, που τελικώς επεξειργάσθη την κατάρρευσιν της Οθωμανικής αυτοκρατορίας» Ειδικότερα δε για τη δική μας κοινωνία θα δηλώσει: «Εις την ιστορίαν της ορθοδόξου χριστιανικής κοινωνίας η τελευταία πραξις υπήρξεν όχι ο θρίαμβος του βαρβαρισμού και της θρησκείας, —όπως διατεινόταν ο Γίδβων—, αλλά ο θρίαμβος του ξένου πολιτισμού, ο οποίος κατέπιε την ετοιμοθάνατον κοινωνίαν ολόκληρον και ενσωμάτωσε την υφήν της εις τους ιδικούς του κοινωνικούς ιστούς». Αυτό που ιδιαίτερα ενδιαφέρει εδώ είναι η επισήμανση της αλλοτριωτικής διαδικασίας στο δικό μας χώρο από ένα ειδικό μελετητή των πολιτισμών και μάλιστα ευρωπαίο,
Η τραγικότητά μας συνίσταται στο ότι αδυνατούμε σήμερα να κατανοήσουμε τις μεταβολές, γιατί ζούμε μέσα σ’ αυτές και συνυπάρχουμε με όλες τις αδυσώπητες συνέπειές τους. Αισθητότερα όμως κατανοούσαν και την μικρότερη μεταβολή οι σύγχρονοι, όπως άλλωστε και οι σημερινοί Αγιορείτες, όταν μετά από μακρά εγκαταβίωση στο Όρος αναγκάζονται να επισκεφθούν την Αθήνα ή άλλα αστικά κέντρα.
Οι πατέρες μας όμως του 19ου αιώνα ζούσαν την αλλοτρίωση σε κάθε της βήμα. Οπτικά, βλέποντας τη νέα ζωγραφική και «αγιογραφία» ή τη νέα αρχιτεκτονική των πόλεών μας. Ακουστικά, ακούοντας τη νέα μουσική, που εισέδυε και σ’ αυτούς τους Ναούς ως «κανταδιστική τετραφωνία». (Ο Κ. Οικονόμος θα υπογραμμίσει εδώ το πρόβλημα των τραγουδιών των Μισσιοναρίων, που με τα κατηχητικά τους μεταδίδονταν στην ελληνική νεολαία). Υπαρξιακά, ζώντας καθημερινά την εντεινόμενη αλλαγή σ’ όλο το κλίμα της κοινωνίας. Η εισβολή της Δύσεως στη Χώρα μας τον 19ο αιώνα ήταν καταλυτική, ώστε να μπορούμε να μιλούμε για την «κατ’ ανατολάς Δύσιν» Ορισμένοι κοινωνικοί χώροι λειτούργησαν ως κέντρα αυτής της αλλοτριώσεως, με πρώτο το βασιλικό παλάτι. Το οθωνικό παλάτι θα διαμορφώσει τη νέα ελληνική κοινωνία στα πλαίσια της αστικής τάξης. Οι θυγατέρες του βαυαρού πρωθυπουργού Αρμανσπεργκ εισάγουν το πρώτο πιάνο στη μικρή ναυπλιώτικη και αθηναϊκή κοινωνία και μεταδίδουν στη δική μας «αριστοκρατία» την εντύπωση, ότι λίγο πιάνο και λίγα γαλλικά στοιχειοθετούν τα προσόντα μιας κόρης καλής οικογενείας. Η κ. Αρμανσπεργκ εξάλλου πρωτοστατούσε στη δυτικοποίηση της υψηλήςκοινωνίας, μεταδίδοντας την τάση για επίδειξη και πολυτέλεια. «Πάντα ταύτα συμβαίνουν εις μίαν κοινωνίαν με πλαίσιον δημοκρατικόν, ως είναι ηελληνική», γράφει ο Σπ. Μαρκεζίνης. Οι δεξιώσεις των Ανακτόρων μετέβαλλαν σε Ευρώπητη μετεπαναστατική ελληνική κοινωνία, σε σημείο, που ο θρυλικός Γέροςτου Μωριά να πει αγανακτισμένος, όταν είδετο πρώτο βαλς να χορεύεται στην καταφώτιστη αίθουσα: «Αυτό είναι μισή αμαρτία»…Έτσιάνοιξε η νεογέννητη Ελλάδα τιςπύλες της στην Ευρώπη.
ΤοΆγιον Όρος όμως ανθίσταται ρωμαλέα στη διείσδυση κάθε ξένου στοιχείου. Υψώνει το τείχος της δικής του παραδόσεως καιδιασώζει τιςπροϋποθέσεις του ελληνορθόδοξου πολιτισμού. Ο αγώνας αυτός —απέναντι στη Δύση— συνεχίζεται αδιάπτωτος απ’ τον 12ο αιώνα, για να μη εισέλθουν στην ορθόδοξηανατολή οι φραγκικές διαφοροποιήσεις στο χώρο της θεολογίας καιπνευματικότητας, οιρίζες δηλαδή του νεώτερου δυτικού πολιτισμού. Ο Αγώνας θα κορυφωθεί τον 14οαιώνα, όταν ο Ησυχασμός με πρωταγωνιστή τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά θα αποκρούσει γενναία τη Φραγκιά καιτα πνευματικά θεμέλια του πολιτισμού της. Αντίβαρο στο δυτικότροπο διαφωτισμό θα αναδειχθεί η νέα φιλοκαλική αναγέννηση των «Κολυβάδων», των Αγιορειτών δηλαδή Ησυχαστών Πατέρων του 18ου αιώνα σε μια κρίσιμη καμπή της ιστορίας μας.
Το Άγιον Όρος προβάλλει αδιάκοπα τη σθεναρότερη αντίσταση στην προσπάθεια της Δύσεως να υποτάξει την Ανατολή. Καιδεν πρόκειται για κάποια αφελήεπιχείρηση του δυτικού κόσμου χωρίς συγκεκριμένη στοχοθεσία, αλλά για άρτια οργανωμένη —κάθε φορά— εκστρατεία στα πλαίσια του δυτικού πολιτικού επεκτατισμού. Η μετάδοση του πολιτισμού ως τρόπου ζωής είναι άλλωστε η ουσιαστική προϋπόθεση της πολιτικής υποδουλώσεως-εξαρτήσεως, Θα επιτραπεί στο σημείο αυτό μια σύντομη παρενθετική διασάφηση.
Η ευρωπαϊκή αποικιοκρατία επεδίωξε πάντα να μεταβάλει την αποικία σε πιστή εικόνα- αντίγραφο της μητροπόλεως, για να μπορεί να εφαρμόζει καθολικά η αρχή «των συγκοινωνούντων δοχείων» ανάμεσατους. Ο ιμπεριαλισμός, ως διάδοχος κατάσταση της αποικιοκρατίας, πάλι επιδιώκει να καταστήσει τις εξαρτώμενες χώρες περιφέρεια του κέντρου εξαρτήσεως, δηλαδή μεταπρατικό χώρο, όχι μόνο οικονομικά, αλλά και πνευματικά. Η καθολική εξομοίωση διευκολύνει την επέκταση της μητροπόλεως στη μικρή χώρα καιτη δυνατότητα απόλυτης επιρροής. Η οικονομική άλωση είναι γι’ αυτό ανάγκη να συμπληρωθεί από την πνευματική. Έτσι εξηγείται, γιατί και στις ημέρεςμας μια οικονομική ένωση κρατών απαιτεί προσαρμογή σύνολης της νομοθεσίας καιζωής των μικρότερων εταίρων στα πλαίσια των ισχυρότερων μελών της. Το ερώτημα όμως είναι τί θα προσφέρουν τα μικρά έθνη σε μια τέτοια ένωση, αν αφομοιωθούν πολιτιστικά -πνευματικά, εκτός απότην ολοτελή υποδούλωσή τους. Αλλά στο σημείο αυτό χρειάζεται μια άλλου είδους εξήγηση.
«Ο φαινομενικός αντιδυτικισμός του συγγραφέα δεν σημαίνει, ότι είναι και πραγματική αποστροφή απέναντι στην (οποιαδήποτε) Δύση. Δεν σημαίνει, περισσότερο, άρνηση και απόρριψη της Ευρώπηςάνευ ετέρου· αφού και η διασταύρωσή τους είναι ιστορική αναγκαιότητα. Το πρόβλημα δεν είναι η συνάντηση και συνεργασία με την Ευρώπη,αλλά το πώς, με ποιές δηλαδή εσωτερικές προϋποθέσεις και με ποιούς στόχους συναντόμαστε με την Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο και τί περιμένουμε από τη συνάντηση αυτή. Ποιά δυνατότητα κριτικής επιλογής έχουμε διασώσει μέσα μας, που σημαίνει πόσο είμαστε ενωμένοι με τις πνευματικές και πολιτιστικές μας ρίζες».
Μετά τα παραπάνω μπορούμε να κατανοήσουμε και ενέργειες των Αγιορειτών, οι όποιες φαίνονται στους ανυποψίαστους ως πείσμα καλογήρων και σκοταδισμός.
Έτσι και μόνο μπορεί το Άγιον Όρος να κηρύττει προσφέροντας όχι λόγια, αλλά το Θείο Λόγο ως ζωή και εμπειρία. Να μη λέγει απλώς «μετανοείτε», αλλά να οδηγεί στην πράξη της μετανοίας με τον κατάλληλο οδηγό, τον Πνευματικό – Γέροντα. Η ίδια η πράξη του γίνεται διδασκαλία. Και πρέπει εδώ να τονισθεί, ότι στα τελευταία χρόνια πολλοί κληρικοί, που κατηχούν ετεροδόξους ή αλλόθρησκους, που θέλουν να γίνουν ορθόδοξοι, τους στέλνουν για ένα διάστημα σε κάποιο μοναστήρι —κατά προτίμηση αγιορείτικο— για να γνωρίσουν τη ζώσα ορθοδοξία και όχι απλά σχολαστικά σκαριφήματα μιας διανοητικής κατηχήσεως- διδασκαλίας.
Στο Άγιον Όρος ζει κανείς την ενότητα της ζωής ως Χριστοζωής και Θεοκοινωνίας. Καθολικό -τράπεζα – εργόχειρο – κανόνας στο κελλί γίνονται μια συνεχής προσευχή και ζωή, στην οποία «τα πάντα και εν πάσι Χριστός» (Κολ. 3,11). Ο θεολογικός λόγος, που είναι και εκκλησιαστικός, διασώζει ακόμη στο Άγιον Όρος ακέραιο και αναλλοίωτο το αγιοπατερικό του φορτίο. Δεν έχει χάσει τη σωτηριολογική σημαντική του. Π.χ. φ ω ς σημαίνει εκεί «άκτιστο φως» της Χάριτος και όχι τη γνώση ή την κοσμική παιδεία. Γέροντας είναι ο Πνευματοφόρος (Πνευματικός) και όχι ο ηθικολόγων εξομολόγος. Πνευματικός είναι ο έχων Πνεύμα Άγιον, «λαλούν και ενεργούν» εν εαυτώ και όχι ο ηθικός με την κοσμική έννοια του όρου. Κάθαρση είναι η διά της τηρήσεως των θείων εντολών χαρισματική θεραπεία της καρδίας και όχι η βελτίωση των τρόπων συμπεριφοράς.
Άσκηση, τέλος, είναι η εν ταπεινώσει άρση του σταυρού του εκουσίου πάθους και όχι η διανοητική ενασχόληση με την πίστη και η ευσεβιστική θεολόγηση. Έτσι, σημαίνον και σημαινόμενον στην αγιορείτικη γλώσσα ταυτίζονται σε μια σημαντική, που σώζει ακέραια τα όρια του ορθοδόξου ήθους.
πηγή: π. Γεωργίου Μεταληνού, Καθηγητού Παν/μίου Αθηνών, «Η Εκκλησία μέσα στον κόσμο», σ. 231-243, εκδ. Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος
Σχετικά:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου