Νικηφόρου Μικραγιαννανίτη
Αρχιεπισκόπου Κινσάσας και Εξάρχου Κεντρώας Αφρικής
Από την πρώτη στιγμή που γνώρισα
τον πολυσέβαστο Γέροντά μας Γεράσιμο, με είλκυσε η απλότητά του, η ταπείνωσή
του, η αγάπη του και η σοφία του. Αυτά σε μαγνήτιζαν, μιλούσαν στην καρδιά σου
με έναν διαφορετικό τρόπο, ο οποίος ήταν ανερμήνευτος. Είχες μπροστά σου έναν
σοφό, έναν χαρισματούχο, έναν άγιο που είχε την απλότητα ενός μικρού παιδιού.
Βρισκόσουν μπροστά σε έναν άνθρωπο που ένοιωθες ότι είχε κάτι άλλο, που οι
άλλοι άνθρωποι δεν το είχαν. Κάτι που δεν ήταν του κόσμου τούτου. Το βλέμμα του
σε διάβαζε. Διάβαζε τα κατάβαθά σου, αλλά δεν τα αποκάλυπτε. Με τρόπο όμως σε
οδηγούσε, ήξερε να κρύβεται και να οδηγεί, να βοηθά χωρίς να καταλαβαίνεις.
Θυμάμαι περιπτώσεις που γύριζα στη
Μικρά Αγία Άννα από την Αθωνιάδα, γεμάτος προβλήματα, στενοχώριες και άλλα και
μόνο με το βλέμμα του μου τα έλυε, μ’ έναν διαφορετικό τρόπο χωρίς να τα
συζητάμε, μ’ έναν μυστηριώδη τρόπο που δεν μπορώ να το εξηγήσω. Το βλέμμα του
αρκούσε να σε ειρηνεύσει, να σε γαληνεύσει, μάλιστα εκείνα τα μάτια του
έμπαιναν βαθειά στην ψυχή σου. Έκρυβε συνέχεια την αρετή του, θα έλεγα, με πολύ
πείσμα. Θυμάμαι την περίοδο 1971-1974 ήμουν φοιτητής της Θεολογικής Σχολής της
Θεσσαλονίκης και ο πατήρ Πολύκαρπος Μαντζάρογλου (†), ο ιδρυτής του Μοναστηριού
του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στη Σουρωτή και μετά της Παναγίας της Μάκρης, μου
είχε αναθέσει το Κατηχητικό των αρρένων στα Βασιλικά της Χαλκιδικής.
Τότε πήρα
μια ομάδα από τα παιδιά και ήρθαμε να προσκυνήσουμε στο Άγιον Όρος, με σκοπό να
συναντήσουμε και τον Γέροντα Γεράσιμο και για καλή τύχη στο πλοίο μέσα από τη
Δάφνη στην Αγία Άννα συναντήσαμε τον Γέροντα. Τρέξανε τα παιδιά αμέσως κοντά
του γιατί τους είχα μιλήσει γι’ αυτόν. Αυτός καθόταν σε μια γωνιά στο πλοίο
μέσα σε κείνα τα ξύλινα πλοία που υπήρχαν τότε και προσηύχετο με το κομποσχοίνι
του. Μόλις μας είδε σταμάτησε και με πολλή αγάπη δέχτηκε τα παιδιά και τους
μίλησε. Τα παιδιά χάρηκαν, άρχισαν να τον ρωτούν διάφορα, άνοιξαν την καρδιά
τους και του είπαν κάτι που τότε ένας καθηγητής του Γυμνασίου στα Βασιλικά τους
είπε, κάτι πολύ περίεργο. Συζητιόταν μάλιστα εκείνες τις μέρες πολύ στα
Βασιλικά. Γέροντα, του λένε, ο καθηγητής μας στο Γυμνάσιο μάς είπε, ότι επειδή
ο Χριστός ήταν ψηλός και αδύνατος, κάποιος Ισπανός ερευνητής επιστήμονας είπε
ότι ήταν φυματικός, τί λέτε εσείς; Ο Γέροντας ταράχτηκε, προσπάθησε να τους πει
ότι αυτό που τους είπε ο καθηγητής ήταν μεγάλη ανοησία και δεν ευσταθεί. Μερικά
παιδιά όμως επέμεναν και έλεγαν: Μα ο καθηγητής μας το είπε αυτό! Ο Γέροντας
τότε άλλαξε τη μορφή του, έλαμψε και φώναξε: «Μα παιδιά μου, τον είδα τον
Χριστό, είναι ωραίος, όμορφος, δεν είναι όπως το λέει ο καθηγητής σας, λάμπει,
είναι γεμάτος φως». Μόλις κατάλαβε όμως ότι έβγαλε αυτό, αποκάλυψε δηλαδή αυτή
τη θεοφάνεια που είχε, σταμάτησε και κούρνιασε σαν φοβισμένο πουλί.
Κάποια άλλη φορά, προσπαθώντας να
μου εξηγήσει τι είναι η νοερά προσευχή και ποιά διαφορά έχει από αυτό που
νομίζουν οι άνθρωποι ότι, όταν λένε το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με» κάνουν
νοερά προσευχή, μου τόνισε για την καθαρότητα την οποία πρέπει να έχει κανείς
στον νου, μου τόνιζε για την αγάπη που πρέπει να έχει, για τον αγώνα, για την
εκκοπή του θελήματος, για την υπακοή και τέλος κατέληγε, αυτό είναι μόνο των
τελείων αγίων ανθρώπων, των τελείων ασκητών και άρχισε μετά να μου διηγείται,
πώς γίνεται αυτή η επίσκεψη του Θεού. Και έλεγε κατά την ώρα της επισκέψεως της
Χάριτος του Θεού, ο άνθρωπος γεμίζει με φως, το σώμα του όλο φωτίζεται, γίνεται
διαμπερές και όλη αυτή την εικόνα μου την εδιηγείτο. Και τέλος τον ρώτησα:
«Γέροντα, πώς είναι δυνατόν αυτό να γίνει;». Άρχισε τότε να μου διηγείται μια
τέτοια κατάσταση, που χωρίς να λέει τον εαυτό του, φαινόταν ότι ήταν αυτός ο
ίδιος και προσπαθούσε να το κρύψει όταν κατάλαβε ότι εγώ άρχισα να καταλαβαίνω,
ότι εννοούσε τον εαυτό του, σταμάτησε απότομα και άλλαξε τη συζήτηση!
Ήταν παραμονές της πανηγύρεως των
Αγίων Πατέρων Διονυσίου και Μητροφάνους. Νέο καλογέρι τότε, βρισκόμουν εκεί
πέρα. Όλοι οι πατέρες ήταν απασχολημένοι με την προετοιμασία της πανηγύρεως.
Έπρεπε κάποιος να πάει στα Κατουνάκια που ήταν ο ράπτης ο Χρυσόστομος ο Κύπριος
για να του δώσει κάποια υφάσματα για την πανήγυρη, να τα διορθώσει και να πάρει
κάποια άλλα επιδιορθωθέντα ιερατικά άμφια. Με κάλεσε ο Γέροντας και μου είπε να
πάρω το «αραπάκι», δηλαδή το μουλάρι που συνέχεια αυτός χρησιμοποιούσε, και να
πάω στον ράπτη τον Χρυσόστομο. «Μα», του λέω, «Γέροντα δεν έχω ξαναπάει, δεν
ξέρω πού μένει. Θα χαθώ μέσα στα Κατουνάκια», μια και δεν ήξερα καθόλου τα
Κατουνάκια και ιδιαίτερα την περιοχή όπου ήταν η Αγία Αικατερίνη και ασκήτευε ο
πατήρ Χρυσόστομος ο ράπτης ο Κύπριος. «Μην στενοχωριέσαι -μου λέει- θα πας με
τον “αράπη”, θα του πω και θα σε πάει στην πόρτα. Δεν θα έχεις κανένα πρόβλημα».
Ετοιμάστηκα, δεν σας κρύβω ότι
είχα μεγάλη αγωνία, που θα πάω στο άγνωστο, αφού δεν είχα πάει προς τα ’κεί.
Τον πατέρα Χρυσόστομο τον είχα γνωρίσει βέβαια, γιατί ήταν τραπεζάρης σε
διάφορες πανηγύρεις. Τότε ο Γέροντας πήγε στο αυτί του μουλαριού και σαν να
μιλούσε σε έναν άνθρωπο, του είπε: «Αραπάκι, θα τον πας τον Νικηφόρο στον
πατέρα Χρυσόστομο τον ράπτη». Το ζώο έκανε μια κίνηση συγκαταβάσεως σαν να
απαντούσε σε αυτό που είπε ο Γέροντας. Γυρνάει ο Γέροντας και μου λέει: «Μη
φοβάσαι, άστο μόνο του, θα σε πάει αυτό εκεί στον ράπτη». Πράγματι ξεκίνησε,
δεν σας κρύβω την αγωνία μου, φύγαμε από τη Μικρή Αγία Άννα, ανεβήκαμε προς τα
Κατουνάκια, περνούσαμε μέσα από πυκνούς θάμνους, μέχρι να φτάσουμε ψηλά στην
Αγία Αικατερίνη, βρεθήκαμε μπροστά σε μια καγκελόπορτα και σταμάτησε το ζώο.
Απόρησα. Περίμενε εκεί ώρα. Λέω, τί έκανε; Έκανε λάθος τώρα; Τί είναι αυτή η
καγκελόπορτα; Λέω, μάλλον θα πρέπει να την ανοίξω. Κατέβηκα, άνοιξα την
καγκελόπορτα, προχώρησε λίγο το ζώο ίσα-ίσα για να μπορέσω να την κλείσω και
περίμενε, κατάλαβα ότι έπρεπε να κλείσω την καγκελόπορτα. Την έκλεισα, περίμενε
να ανέβω επάνω και να συνεχίσω. Συνέχισα αφού ανέβηκα πήγε και με σταμάτησε
μπροστά στην πόρτα του Κελλιού του πατρός Χρυσοστόμου. Εκεί, κατέβηκα, έκανα τη
δουλειά που μου είχε πει ο Γέροντας, πήρα τα άμφια που έπρεπε να πάρω και
γύρισα πίσω. Γύρισα στο Κελλί, ο Γέροντας με υποδέχτηκε με ένα πηγαίο χαμόγελο
και μου είπε: «Καλά σε πήγε. Γιατί αγωνιούσες;». Χάιδεψε το «αραπάκι», του
έδωσε ένα παξιμάδι και του λέει· «μπράβο αραπάκι, μπράβο». Απόρησα τότε και
λέω· και τα ζώα υπακούν στον Γέροντα!
Είχαμε πανηγύρι στο Κελλί, δεν
ήταν η πανήγυρη των Αγίων Διονυσίου και Μητροφάνους, και είχα το διακόνημα του
τραπεζάρη και ετοίμασα την τράπεζα. Κάποια στιγμή βλέπω, ότι όλα τα ψωμιά τα
οποία υπήρχαν ήταν μόνο τρία. Τότε δεν είχα προβλέψει ότι έπρεπε νά ’χουμε
περισσότερα ψωμιά. Ήταν δικό μου φταίξιμο, δεν είχα ενημερώσει τον Γέροντα ότι
είναι λίγα τα ψωμιά και πώς θα βγάλουμε την πανήγυρη; Τότε μ’ έπιασε κρύος
ιδρώτας. Τώρα τί θα κάνουμε; Ο κόσμος μαζευόταν, τα ψωμιά σε καμμιά περίπτωση
δεν θα έφταναν. Πήγα αρκετά τρομαγμένος στον Γέροντα και του λέω: «Ευλόγησον,
Γέροντα, δεν προέβλεψα, μόνο τρία ψωμιά έχουν μείνει, τί θα κάνουμε;». Να
ζυμώσουνε δεν γινόταν, από τη Δάφνη δεν ερχόταν κανένας εκείνη την ώρα να μας
φέρει ψωμιά. Έτσι θα μέναμε χωρίς ψωμιά και ο κόσμος μαζευότανε. Εκείνος όμως
με χτύπησε στην πλάτη και με ήρεμο ύφος μου είπε: «Πήγαινε παιδί μου και
συνέχισε το διακόνημά σου. Θα φροντίσει ο Θεός και οι Άγιοί μας». Έφυγα,
συνέχισα το διακόνημα, ξεχάστηκα εκεί κόβοντας ψωμί, χωρίς πλέον να υπολογίζω.
Αφού τελείωσε η πανήγυρη, βλέπω εκεί που είχα τα ψωμιά, ότι είχαν περισσέψει
τρία ψωμιά και είχαν φάει πολύ, γιατί ήταν αρκετός ο κόσμος σε ’κείνη την
πανήγυρη.
Ο Γέροντας για μια περίοδο όταν
έβγαινε στη Θεσσαλονίκη, έμενε στο πατρικό μου σπίτι και εκεί τον επεριποιείτο
η αείμνηστη μητέρα μου. Πολλές φορές, μου έλεγε η μητέρα μου, αλλά και άλλοι
επισκέπτες, ότι ευωδιάζει το δωμάτιο του Γέροντα. Την ευωδία αυτή την είχα
νοιώσει και εγώ και άλλα μέλη της οικογενείας μας και μάλιστα ακόμη και στα
ρούχα τα οποία έδινε για να πλυθούνε.
Θυμάμαι μια άλλη μέρα, ήταν
μεσημέρι και είχε στρωθεί το τραπέζι. Ο Γέροντας αργούσε να κατέβει στο
τραπέζι. Με έστειλε τότε ο αείμνηστος πατήρ Διονύσιος, ο Πνευματικός μας να πάω
να τον φωνάξω. Ανεβαίνοντας τις σκάλες φώναζα, «Γέροντα, Γέροντα», δεν
απαντούσε. «Γέροντα έλα για φαγητό». Τίποτα. Πάω στο γραφείο του, δεν τον
βλέπω. Πάω στο δωμάτιό του έλειπε. Είχα δει ανοιχτή την μπαλκονόπορτα, βγαίνω
έξω και τον βλέπω να είναι αφοσιωμένος στο κομποσχοίνι του. Φωνάζω πάλι, δεν με
άκουγε. Τότε τον κούνησα και σαν να είχε έλθει από άλλο κόσμο -και πράγματι ήταν
σε άλλο κόσμο- ταράχτηκε και τότε ένοιωσα τη μεγαλύτερη ένοχή που έχω νοιώσει
στη ζωή μου.
Μια άλλη φορά πάλι, ήταν απόγευμα,
και ήταν πάλι η ώρα του φαγητού και αργούσε να κατέβει. Μ’ έστειλε πάλι ο π.
Διονύσιος, να πάω να τον φωνάξω. Ήταν στο γραφείο του και έγραφε. Φώναξα,
ξαναφώναξα, μπήκα μέσα και ’κείνη την ώρα ταράχτηκε και μου λέει: «Αχ τί μ’
έκανες! Τώρα ήταν εδώ πέρα ο Άγιος Δημήτριος και έγραφα». Πάλι ένοιωσα αρκετά
ένοχος που τον σταμάτησα από αυτή την ουράνια οπτασία. Αλλά εκείνο που μας
συγκινούσε πολύ, ήταν η ταπείνωσή του. Όταν ένοιωθε ότι κάτι μπορεί να είχαμε
σκεφθεί ή νόμιζε ότι μας είχε στενοχωρέσει, ερχόταν εκεί που βρισκόμασταν και
έβαζε μετάνοια και μας ζητούσε συγγνώμη. Μια φορά ήμουν στο εργαστήρι του
Κελλιού και εκεί που καθόμουν, βλέπω τον Γέροντα να έρχεται να μου βάζει
μετάνοια. «Γέροντα, του λέω, τί έγινε; τί έπαθες;». «Αχ παιδί μου, μήπως δεν
πρόσεξα και σε σκανδάλισα, συγχώρεσέ με, μήπως πέρασε κάποιος λογισμός και σε
σκανδάλισα».
Λόγω της υπηρεσίας μου στην
Αθωνιάδα και της διακονίας μου εκεί, με την πολλή δουλειά που είχαμε εκεί πέρα,
οι Ακολουθίες ήταν, φυσικά, μικρότερες λόγω της Σχολής, δεν μπορούσα να κάνω
πάντα όλο τον κανόνα μου. Δεν μπορούσα να ζω όπως όλοι οι άλλοι πατέρες, με τις
αγρυπνίες τους, με τις πλήρεις Ακολουθίες τους και πάντα είχα το παράπονο και
πήγαινα και του το έλεγα. Η απάντησή του ήταν: «Παιδί μου νά ’χεις πάντα τον
νου σου στον Θεό, ό,τι κάνεις, όπου βρίσκεσαι νά ’χεις στον νου σου τον Θεό,
κάνε κάτι, αν δεν μπορείς να το κάνεις όλο κάνε λίγο, αλλά μην αφήνεις ούτε μια
μέρα χωρίς να κάνεις κάτι».
Μια φορά άκουσα που διηγούνταν σ’
ένα Μοναχό ο οποίος είχε έλθει να τον επισκεφθεί για μια περίπτωση. Του έλεγε
για να μπορέσει να τον στηρίξει, ότι είδε σε όραμα έναν ασκητή που ζούσε εκεί
στα Καρούλια ενάρετα, τον όποίο γνώριζε και ο οποίος έχει μεγάλο όνομα, δεν
αναφέρω το όνομά του τώρα, και είχε κοιμηθεί. Τον είδα σαν σε οπτασία να είναι
πολύ στενοχωρημένος και να μου λέει: «Αχ γερο-Γεράσιμε, εδώ στον θρόνο του Θεού
μεγαλύτερη αξία έχουν αυτοί που κάνουν υπακοή σε Γέροντα από μας πού ασκητέψαμε
μέσα σε σπηλιές. Μακάρι να ήμουν και εγώ σε υπακοή Γέροντα».
Όταν ό Γέροντας μιλούσε για την
Κωνσταντινούπολη, για την Αγιά Σοφιά, τον έβλεπες να δακρύζει, να διηγείται με
πάθος, και πάντα δάκρυα έβγαιναν από τα μάτια του. Ήμασταν μια φορά στη
Στρατονίκη. Τότε δεν είχε κτιστεί ακόμη ο Άγιος Μητροφάνης. Ήμασταν στον Άγιο
Νικόλαο και ήταν εκεί ο Ιερεύς π. Θεόδωρος, ο οποίος αγαπούσε πολύ τον Γέροντα.
Δεν είχε γίνει, ακόμη, η Ακολουθία για τον Άγιο Μητροφάνη που έγινε μετέπειτα,
η οποία αναφέρεται στη Στρατονίκη όπου εκεί ιεραποστολικά διακόνησε ο Άγιος
Μητροφάνης. Ο π. Θεόδωρος του λέει: «Γέροντα, όλο θα λέμε το τροπάριο που λέτε
στο Άγιον Όρος; Δεν μπορείτε να μας κάνετε ένα τροπάριο για εδώ, που να
αναφέρεται στη Στρατονίκη και για το θαύμα το οποίο έκανε ο Άγιος Μητροφάνης
εδώ;». Και ο Γέροντας του λέει, «φέρε μου ένα χαρτάκι». Του έδωσε ένα χαρτί,
έκανε τον σταυρό του και αμέσως άρχισε να γράφει το Απολυτίκιο του Αγίου. Όλοι
εντυπωσιαστήκανε, το πόσο η χάρις του Θεού τον επεσκίασε και έγραψε ένα
θαυμάσιο Απολυτίκιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου