ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ
Στὴν παροῦσα β´ ἔκδοση τῆς
συλλογῆς αὐτῆς τῶν Ἀθωνιτῶν Πατέρων –καὶ ὑπὸ τὸν νέο τίτλο Ἁγιορεῖτες
Πατέρες τοῦ ΙΘ´αἰῶνος– κρίθηκε προτιμότερο νὰ ἐκδοθοῦν οἱ βίοι σὲ σειρὰ
πέντε τόμων μικροῦ σχήματος, μὲ σκοπὸ
τὴν εὐχερέστερη καὶ λειτουργικότερη χρήση τους ἀπὸ τοὺς ἀναγνῶστες τῆς
ὁσιακῆς ἀθωνικῆς πνευματικότητος. Δόθηκε ἐπίσης ἰδιαίτερη
προσοχὴ στὴν τήρηση τοῦ γλωσσικοῦ ὕφους καὶ τῆς ὀρθογραφίας τῶν
κειμένων τῆς α´ ἐκδόσεως –Βίοι Ἀθωνιτῶν τοῦ
ΙΘ´ αἰῶνος, τόμοι Α´ καὶ Β´, Ὁρμύλια
1995– ἐνῶ τόσον ἡ Εἰσαγωγὴ ὅσο καὶ οἱ Βίοι ἐμπλουτίσθηκαν μὲ ἐπιπλέον
σχόλια ὑπὸ μορφὴν ὑποσημειώσεων.
Ἡ εἰκαστικὴ διακόσμηση τῆς σειρᾶς
–ἀπὸ χαρακτικὲς ἀποτυπώσεις πύργων τοῦ Ἁγίου Ὄρους–
ὀφείλεται στὸν ἐξαίρετο
χαράκτη Μάρκο Καμπάνη, τὸν ὁποῖο καὶ ἀπὸ τὴ θέση αὐτὴ εὐχαριστοῦμε
θερμά.(http://www.indiktos.gr).
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
1. ΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΠΛΑΙΣΙΑ.
Οἱ Τοῦρκοι κατακτηταί, ὡς ἐπὶ τὸ
πλεῖστον, εἶχαν σεβασθῆ τὰ ἀρχαία προνόμια τοῦ ἁγιωνύμου Τόπου, τὸν ἐχρησιμοποίησαν
ὅμως ὡς ἀνεξάντλητη πηγὴ ἐσόδων γιὰ τὸν ἀνεφοδιασμὸ τοῦ τουρκικοῦ στρατοῦ.
Κατὰ τὸν 17ον καὶ 18ον αἰῶνα
οἱ φορολογικὲς πιέσεις ηὐξάνοντο συνεχῶς καὶ τὰ Μοναστήρια ἐπεβίωσαν τελικῶς μὲ
τὶς γενναιοδωρίες τῶν χριστιανικῶν λαῶν, καὶ μάλιστα τῶν Παραδουνάβιων ἡγεμονιῶν.
Σὺν τῷ χρόνῳ τὰ Ἁγιορείτικα Μοναστήρια ἀπέκτησαν πολλὰ κτήματα, χρησιμοποιοῦσαν
ὅμως τὰ ἔσοδά τους γιὰ τὴν καταβολὴ τῶν φόρων. Παρὰ ταῦτα, κάθε χρόνο τὰ χρέη
διωγκοῦντο, οἱ δὲ μοναχοὶ ἦσαν ἀναγκασμένοι νὰ ἐξέρχονται συνεχῶς γιὰ ἐράνους
καὶ διοικητικὲς ὑποθέσεις, μὲ ἀρνητικὲς ἀσφαλῶς ἐπιπτώσεις γιὰ τὴν πνευματική
τους ζωή. Οἱ αὐξανόμενες αὐτὲς οἰκονομικὲς πιέσεις καὶ ἡ γενικὴ κατάῤῥευσις τῶν
χριστιανικῶν ἠθῶν, ἐξηγοῦν τὴν λειψανδρία τῆς ἐποχῆς αὐτῆς, ἡ ὁποία δὲν ἐπέτρεπε
τὴν κανονικὴ λειτουργία τῶν μεγάλων Μονῶν.
Ἡ κατάστασις εἶχε ὡς συνέπεια τὴν ἐξαφάνιση
τοῦ θεσμοῦ τοῦ Ἡγουμένου καὶ τὴν γενικὴ ἐφαρμογὴ τῆς ἰδιοῤῥυθμίας. Αὐτὸς ὁ
τρόπος ζωῆς, ποὺ ἦταν ἀνέκαθεν φυσικὸς γιὰ τοὺς ἐρημίτας καὶ κελλιώτας, ἐφαρμόζεται
πλέον στὰ Μοναστήρια ὡς ἀναγκαία προσαρμογὴ στὶς δυσκολίες τῶν καιρῶν. Ἡ ἰδιοῤῥυθμία
τῶν Μονῶν Λαύρας, Ἰβήρων καὶ Βατοπεδίου γενικεύθηκε βαθμηδὸν σὲ ὅλα τὰ
Μοναστήρια κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ 17ου αἰῶνος, μὲ φυσικὴ συνέπεια τὴν
χαλάρωση τῶν μοναχικῶν καθηκόντων.
Τὴν αὔξηση τῶν χρεῶν ἀκολουθοῦσε καὶ
ἡ πνευματικὴ παρακμὴ τῶν Μοναστηριῶν, ὥστε οἱ μοναχοὶ ποὺ προσήρχοντο στὸ Ἅγιον
Ὄρος μὲ ἐνθέους ἀναζητήσεις καὶ μυστικὰς ἐφέσεις, προτιμοῦσαν νὰ ἐγκατασταθοῦν
στὰ διάσπαρτα σὲ ὅλο τὸ Ὄρος χίλια περίπου Κελλιά, καὶ ἰδιατέρως στὴν λεγομένη Ἔρημο,
πρὸς τὸ νότιο μέρος τῆς χερσονήσου.
Ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ 17ου καὶ καθ’
ὅλη τὴν διάρκεια τοῦ 18ου αἰῶνος παρατηρεῖται μία τάσις νὰ συγκεντρώνονται
οἱ κελλιῶται σὲ οἰκισμούς, μὲ ναὸ στὸ κέντρο, οἱ ὁποῖοι ἔλαβαν τὴν ὀνομασία τῆς
«Σκήτης», γιὰ νὰ τονισθῆ ἡ σχέσις μὲ τὸν ἀρχαῖο τύπο διαβιώσεως τῶν μοναχῶν τῆς
Αἰγύπτου.
Ἡ πρώτη ὀργανώμενη Σκήτη ἦταν τῆς Ἁγίας
Ἄννης, μὲ ναὸ κτισμένο ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Διονύσιο Γ΄ (1680), ἡ ὁποία μετὰ ἀπὸ
σύντομο χρονικὸ διάστημα ἀριθμοῦσε περὶ τὰ ἑξήκοντα Κελλιὰ καὶ παρουσίαζε
ἔντονη ζωὴ ἀσκήσεως καὶ προσευχῆς. Κατὰ τὰ μέσα τοῦ 18ου αἰῶνος ὀργανώθησαν
ἐπίσης ἡ Σκήτη τοῦ Προδρόμου τῆς Μονῆς Ἰβήρων (1734), τῶν Καυσοκαλυβίων (1745),
τοῦ Ἁγίου Δημητρίου στὴν περιοχὴ τοῦ Βατοπεδίου (1755), καθὼς καὶ ἡ Νέα Σκήτη ἐξαρτώμενη
ἀπὸ τὴν Μονὴ τοῦ Ἁγίου Παύλου (1757).
Κατὰ τὴν περίοδο αὐτὴ οἱ Σκῆτες καὶ
τὰ Κελλιὰ τῆς ἐρήμου δὲν προσέφεραν μόνον εὐνοϊκὲς ἀσκητικὲς συνθῆκες, ἀλλὰ ἔγιναν
καὶ ἑστίες προκαταρτίσεως πολλῶν Νεομαρτύρων. Κατὰ τὸν 18ον αἰῶνα καὶ στὶς
ἀρχὲς τοῦ 19ου, περίπου τριάντα Νεομάρτυρες, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον νέοι στὴν ἡλικία,
ἑτοιμάσθηκαν ἐκεῖ «διὰ τὸν κατὰ Χριστὸν θάνατον», μέσῳ ὑπερμέτρων ἀσκητικῶν
ἀγώνων, ὑπὸ τὴν καθοδήγηση ἔμπειρων πνευματικῶν καὶ ἀλειπτῶν Μαρτύρων. Ἐρχόμενοι
στὸ Ἅγιον Ὄρος γιὰ νὰ εὕρουν τόπο μετανοίας, ἡ καρδία των σύντομα ἀνεφλέγετο ἀπὸ
τὸ πῦρ τοῦ θείου ἔρωτος, καὶ ἡ ἄσκησις ἔτρεφε μέσα τους ἄσβεστον τὸν πόθον τοῦ
μαρτυρίου. Τὸ ζωντανὸ παράδειγμα τοῦ ζήλου καὶ τῆς ἀποφασιστικότητος αὐτῶν τῶν ἡρώων
τῆς πίστεως, δὲν μποροῦσε παρὰ νὰ ἐπιδράσει βαθιὰ στοὺς συνασκητάς των, ἀλλὰ καὶ
ἐν γένει στὸ Ἅγιον Ὄρος, καλλιεργῶντας ἕνα μαρτυρικὸ φρόνημα καὶ μία ἔφεση γιὰ ἀσκητικὰ
παλαίσματα.
2. ΔΥΟ ΠΡΟΦΗΤΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ: ΟΙ ΟΣΙΟΙ
ΠΑΪΣΙΟΣ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΙ ΚΑΙ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ
Σπουδαῖο ῥόλο γιὰ τὴν πνευματικὴ ἀναγέννηση
τοῦ 18ου αἰῶνος διεδραμάτισε ἐπίσης ἡ ἔκδοσις καὶ ἡ μελέτη τῶν πατερικῶν
συγγραμμάτων, ἰδιατέρως δὲ τῶν ἀσκητικῶν καὶ νηπτικῶν Πατέρων. Δύο μεγάλες
πρωτοποριακὲς προσωπικότητες ἐκφράζουν αὐτὸ τὸ Φιλοκαλικὸ κίνημα: ὁ Ὅσιος
Παΐσιος Βελιτσκόφσκι (1722-1794) καὶ ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης (1749-1809).
Ὁ Παΐσιος, μετὰ ἀπὸ μερικὰ χρόνια ἀσκητικῆς
ζωῆς στὶς Σκῆτες τῆς Ῥουμανίας, νεαρὸς ἀκόμη, ἔφθασε τὸ 1746 στὸν Ἄθωνα, ἀλλὰ δὲν
βρῆκε κατὰ τὴν ἐπιθυμίαν του πνευματικὸν πατέρα, οὔτε ἀνεπτυγμένες γνώσεις τῶν
πατερικῶν συγγραμμάτων στοὺς μοναχοὺς ποὺ συνήντησε, ἂν καὶ τότε στὸ Ὄρος ζοῦσαν
λαμπροὶ ἀσκηταί, ὅπως ὁ Ὅσιος Ἀκάκιος ὁ Καυσοκαλυβίτης (†1740). Τὸ ἴδιο ἔπραξε
καὶ ὁ Ὅσιος Νικόδημος ἀργότερα, καθ’ ὅσον καὶ αὐτὸς δὲν ἤθελε νὰ ἀναμιχθῆ στὴν
ταραχώδη καὶ ἐμμέριμνη ζωὴ τῶν Κοινοβίων· γι’ αὐτὸ ἐγκαταστάθηκε σὲ Καλύβα τῆς
Καψάλας, ἐξάρτημα τῆς Μονῆς Παντοκράτορος στὴν περιοχὴ τῶν Καρυῶν, καὶ ζῶν ἐν ἐσχάτῃ
πτωχείᾳ, ἐπιδόθηκε στὸν ἀγῶνα τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Ἡ ἔλλειψις πνευματικοῦ ὁδηγοῦ
παρεκίνησε τὸν Παΐσιο νὰ ἀναζητήσει μὲ ἔνθερμο ζῆλο τὰ συγγράμματα τῶν Ἁγίων
Πατέρων, τὰ ὁποῖα σποραδικὰ καὶ λανθασμένα ἦσαν μεταφρασμένα στὴν σλαβονικὴ γλῶσσα.
Ἡ ἀσκητικὴ ζωὴ καὶ ἡ καλλιέργεια τῆς
νοερᾶς προσευχῆς τοῦ Παΐσιου Βελιτσκόφσκι ἔγιναν γνωστά, καὶ σύντομα προσῆλθαν
σ’ αὐτὸν πλείστοι μοναχοί, Μολβαδοὶ καὶ Ῥῶσοι, ζητῶντας νὰ τοὺς διδάξει τὴν«τέχνην
τῶν τεχνῶν καὶ ἐπιστήμη τῶν ἐπιστημῶν», καὶ παρὰ τὴν θέλησή του
δημιουργήθηκε μία ἀδελφότητα, ἡ ὁποία ἐγκαταστάθηκε στὸ Κελλὶ τοῦ Προφήτου Ἠλιού·
τὸ 1764 αὐτὸ μετετράπη σὲ Σκήτη, ὅπου ζοῦσαν Ῥῶσοι καὶ Ῥουμάνοι κατὰ τὸ
κοινοβιακὸ σύστημα. Οἱ ἀκολουθίες ἐτελοῦντο στὶς δύο γλῶσσες, καὶ ἰδιαιτέρα
σημασία ἐδίδετο στὴν νοερὰ προσευχὴ καὶ στὴν μελέτη τῶν νηπτικῶν κειμένων. Ὁ
Γέρων Παΐσιος εἶχε μάθει τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ κατέβαλε τεράστιες προσπάθειες
γιὰ τὴν εὕρεση καὶ ἀντιγραφὴ πατερικῶν κειμένων ἀπὸ χειρόγραφα, τὰ ὁποῖα εὑρίσκοντο
παραμελημένα καὶ ἄγνωστα ἀπὸ τοὺς περισσοτέρους μοναχούς.
Ὅταν ἡ συνοδία τοῦ π. Παϊσίου ἀριθμοῦσε
περὶ τὰ πενήντα μέλη, ἀναγκάσθησαν νὰ ἀναχωρήσουν ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ νὰ
καταφύγουν ἀρχικῶς στὴν Βλαχία καὶ ἔπειτα στὶς Μονὲς Σέκου καὶ Νεὰμτς τῆς
Μολβαδίας· κατὰ τὰ τέλη τῆς ζωῆς τοῦ Γέροντος ἡ ἀδελφότης ἔφθασε τοὺς χιλίους
μοναχούς. Ὅλο τὸν ἐλεύθερο χρόνο του τὸν δαπανοῦσε ὁ Παΐσιος στὴν μετάφραση τῶν
νηπτικῶν κειμένων, τὰ ὁποῖα ἐπίσης ἑρμήνευε στοὺς ἀδελφούς. Τὰ βιβλία, ποὺ ἑτοιμάσθηκαν
καὶ ἐκδόθηκαν ἀπὸ τὸν ἴδιο ἢ ἀπὸ μαθητάς του στὸ Νεάμτς, ἀποτελοῦν σπουδαία προσφορὰ
στὴν σλαβικὴ πατερικὴ γραμματεία καὶ ἔγιναν ἀφετηρία τῆς μεγάλης ἀφυπνίσεως τοῦ
σλαβικοῦ μοναχισμοῦ κατὰ τὸν 19ον αἰῶνα.
Μερικὰ χρόνια ἀργότερα (1776), ὅταν
εἰσῆλθε στὴν Μονὴ τοῦ Ὁσίου Διονυσίου ὁ Ἅγιος Νικόδημος, μὲ τὸν ἴδιο φιλόσιο
πόθο νὰ ἀκολουθήσει τὴν παραδεδομένη ἀσκητικὴ τρίβο, ἄκουσε γιὰ τὸν μέγα
Γέροντα Παΐσιο, ποὺ ἐδίδασκε τὴν τέχνη τῆς νοερᾶς προσευχῆς σὲ ὅλο τὸ πλῆθος τῶν
μοναχῶν στὴν Μολδαβία, καὶ προσπάθησε νὰ τὸν συναντήσει. Ἡ σκέψις του ἦταν νὰ
παραμείνει καὶ νὰ μαθητεύσει στὸν διδάσκαλο τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Τρικυμία ὅμως
ἔῤῥιξε τὸ πλοῖο στὴν Θάσο, καὶ ὁ νέος ἀσκητής, ὑπήκοος στὸ σημεῖο τῆς θείας
προνοίας, ἀπεφάσισε νὰ ἐπιστρέψει στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἔτσι, ἐγκαταστάθηκε στὴν
περιοχὴ τῆς Καψάλας καὶ ἐκεῖ ἐπὶ χρόνια ἀσχολήθηκε μὲ τὴν μελέτη τῶν πατερικῶν
συγγραμμάτων καὶ μὲ τὴν νοερὰ προσευχή, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἐκδώσει ἐντυπωσιακὴ
σειρὰ βιβλίων -μία πλήρη ἐκκλησιαστικὴ βιβλιοθήκη- τὰ ὁποῖα παραμένουν μέχρι
σήμερα ὡς βάσις καλλιέργειας τοῦ ὀρθοδόξου φρονήματος, μὲ κορυφὴ τὴν νηπτικὴ καὶ
νοερὰ ἐργασία.
Τὸ παράλληλο ἔργο τῶν Ὁσίων Παϊσίου
καὶ Νικοδήμου μπορεῖ νὰ θεωρηθῆ ὡς προφητικὸ μήνυμα κατὰ τὴν ζοφώδη αὐτὴ ἐποχὴ
καὶ ὡς ῥίζα τῆς καρποφορίας τῶν ἑπομένων γενεῶν.
3. ΟΙ ΚΟΛΛΥΒΑΔΕΣ
Ἡ ἔρις τῶν λεγομένων Κολλυβάδων, ἡ ὁποία
ἀπὸ τὸ 1754 διετάραξε τὴν ζωὴ τοῦ Ἁγίου Ὄρους -ἐξ ἀφορμῆς τῶν μνημοσύνων πού,
γιὰ πρακτικὲς ἀνάγκες, ἐτελοῦντο Κυριακὴ ἀντὶ Σαββάτου ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς τῆς Ἁγίας
Ἄννης- ἔπαιξε καὶ αὐτὴ σημαντικὸ ῥόλο στὴν πνευματικὴ ἱστορία τοῦ ἑπομένου αἰῶνος.
Πέρα ἀπὸ τὸ σχετικὰ ἀσήμαντο θέμα τῶν μνημοσύνων, ἀντεμάχοντο δύο τάσεις: ἡ μία
ἔκλινε πρὸς τὴν προσαρμογὴ τῶν θεσμῶν τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως στὶς ἀνάγκες
τοῦ συγχρόνου βίου καὶ ὅλες τὶς συνέπειές της· ἡ ἄλλη, τῶν Κολλυβάδων, μὲ ἐπὶ
κεφαλῆς τὸν Νεόφυτο Καυσοκαλυβίτη (†1784) πρώην διευθυντὴ τῆς Ἀθωνιάδος Ἀκαδημίας,
τὸν Ἀθανάσιο Πάριο (1813), τὸν Ἅγιο Μακάριο Νοταρᾶ πρώην ἐπίσκοπο Κορίνθου
(†1805) καὶ τὸν Ὅσιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη, ὑπερασπίζετο τὸν σεβασμὸ καὶ τὴν
γνησία ἐπιστροφὴ στὶς πατερικὲς παραδόσεις, καὶ ἦταν συνηφασμένη μὲ τὴν συχνὴ
θεία Κοινωνία καὶ τὴν νοερὰ προσευχή.
Μετὰ τὴν ἐκδίωξη τῶν πλέον δυναμικῶν
Κολλυβάδων ἀπὸ τὸ Ὄρος, τὸ μήνυμά των διαδόθηκε κυρίως στὰ νησιὰ τοῦ Αἰγαίου (ἰδιαιτέρως
στὴν Σκιάθο, Χίο καὶ Πάρο) σὲ Μοναστήρια ποὺ ἔγιναν ἑστίες πνευματικῆς ζωῆς καὶ
τῶν ὁποίων οἱ εὐεργετικὲς ἐπιδράσεις ἐκτείνονται μέχρι σήμερα. Στὸν Ἄθωνα
κατέπαυσε ἡ διαμάχη περὶ τῶν μνημοσύνων, καὶ σὲ πολλοὺς μοναχοὺς ἔμεινε τὸ εὐργετικὸ
πνεῦμα ποὺ καλλιέργησαν οἱ Κολλυβάδες, τῆς ἐπιστροφῆς δηλαδὴ στὴν βιοτὴ τῶν
παλαιῶν ἡσυχαστῶν Πατέρων.
4. Η ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ
ΟΡΟΥΣ
Ἡ αὐγὴ τοῦ 19ου αἰῶνος βρῆκε τὸ
Ἅγιον Ὄρος σὲ μία εὐνοϊκὴ κατάσταση, μοναδικὴ ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς Ἁλώσεως. Τὰ
Μοναστήρια ἀνοικοδομοῦντο καὶ εἶχαν σχετικὴ οἰκονομικὴ εὐρωστία· μερικὰ ἀπὸ τὰ Ἰδιόῤῥυθμα
ἐπανήρχοντο στὴν κοινοβιακὴ ζωή, κυκλοφοροῦσαν δὲ πνευματικὰ βιβλία, ὅπως ἡ
Φιλοκαλία, ὁ Εὐργετινός, ἡ Κλῖμαξ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, τὰ ἔργα τοῦ Ἀββᾶ
Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου, καὶ τοῦ Ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, τὰ ὁποία ἔτρεφαν τὸν ζῆλο
τῶν μοναχῶν. Τὸ μαρτυρικὸ φρόνημα καὶ τὰ ἀσκητικὰ παλαίσματα εἶχαν ἑτοιμάσει τὸ
ἔδαφος στὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας γιὰ πλούσια πνευματικὴ ἄνθηση. Ἡ ἐλπιδοφόρος ὅμως
αὐτὴ περίοδος διεκόπη ἀπότομα ἀπὸ τὶς ὀλέθριες συνέπειες ποὺ εἶχε ἡ ἀνάμιξις τῶν
Ἁγιορειτῶν στὴν ἐξέργεση τῆς Χαλκιδικῆς τὸ 1821.
Μετὰ τὴν ἧττα καὶ τὸν διασκορπισμὸ
τῶν ἐπαναστατῶν, οἱ Ἁγιορεῖται ἀναγκάσθηκαν νὰ παραδώσουν τὸν ἱερὸ Τόπο στοὺς
Τούρκους· ὁ στρατὸς εἰσχώρησε στὸ Ὄρος καὶ ἐπιδόθηκε σὲ βιαιοπραγίες καὶ
πρωτοφανεῖς καταστροφές. Τότε οἱ περισσότεροι μοναχοὶ κατάφεραν νὰ φύγουν μὲ τὰ
πολυτιμότερα κειμήλια, ὄσοι δὲ ἔμειναν -ἀρχικῶς περίπου χίλιοι καὶ ἀργότερα περὶ
τοὺς πεντακοσίους- ὑπέστησαν τὰ πάνδεινα ἀπὸ τοὺς Τούρκους στρατιώτας, οἱ ὁποῖοι
κατέλαβαν τὰ ἐρημωμένα Μοναστήρια, μετέτρεψαν τὶς ἐκκλησίες σὲ ταύλους καὶ
βεβήλωσαν ὅ,τι ἀπέμεινε ἀπὸ τὰ ἱερὰ ἀντικείμενα.
Ὁ ἀρχικὸς σκοπὸς τοῦ Μεχμὲν Ἐμὶν ἢ Ἀβδοὺλ
πασᾶ ἦταν νὰ ἐξολοθρεύσει ὅλους τοὺς μοναχούς, ἀλλὰ κατόπιν ἐπεμβάσεως τοῦ
σουλτάνου ἀσφαλίσθηκε ἡ ζωὴ τῶν πατέρων, μὲ τὴν προϋπόθεση νὰ ἐργάζονται γιὰ τὴν
συντήρηση τῶν τετρακοσίων ἤ, κατ’ ἄλλες πηγές, τριῶν χιλιάδων στρατιωτῶν, οἱ ὁποῖοι
ἐγκατεστάθησαν στὸ Ὄρος. Οἱ βιογραφίες μερικῶν Πατέρων τοῦ παρόντος βιβλίου
δίδουν λεπτομέρειες γιὰ τὶς ἀπερίγραπτες δυσκολίες τὶς ὁποῖες ἀντιμετώπισαν οἱ
μοναχοί.
Στὴν Μεγίστη Λαύρα, οἱ Τοῦρκοι αἰχμαλώτισαν
τοὺς Γέροντας τῶν Κελλίων τῆς ἐρήμου καὶ τοὺς ἔκλεισαν στὸν πύργο σὲ ἀθλία
κατάσταση. Οἱ μοναχοὶ ἦσαν ἀναγκασμένοι νὰ ὑπηρετοῦν τοὺς στρατιώτας ὡς δοῦλοι,
καὶ ἡ ἀνέχεια ἔφθασε σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε, γιὰ νὰ ἀναπληρώσουν τὴν ἔλλειψη ἀλεύρου,
ἔτριβαν σαπισμένα κάστανα, τὰ ἀνεμίγνυαν μὲ χόρτα καὶ ἑτοίμαζαν ψωμί, μὲ τὸ ὁποῖο
μόνο κάποιος ποὺ λιμοκτονεῖ θὰ μποροῦσε νὰ τραφῆ. Τὰ βάσανά τους δὲν προήρχοντο
μόνο ἀπὸ τοὺς Τούρκους στρατιώτας, ἀλλὰ ὑπέφεραν μυρίους κινδύνους καὶ ἀπὸ τοὺς
ληστὰς καὶ πειρατάς, οἱ ὁποῖοι κατέφθαναν πρὸς λείαν στὸν Ἄθωνα.
Μετὰ τὴν ἔναρξη τῆς ἐπαναστάσεως στὴν
Χαλκιδική, πολλοὶ χωρικοὶ μὲ τὰ γυναικόπαιδα μπῆκαν στὸ Ὄρος γιὰ νὰ σωθοῦν. Ὅταν
ἐπέστρεψαν στὰ χωριά τους, τὰ βρῆκαν λεηλατημένα, ὁπότε ἔγιναν λησταί,
στρεφόμενοι κυρίως ἐναντίον τῶν Ἁγιορειτῶν, ποὺ παλαιότερα τοὺς εἶχαν προσφέρει
καταφυγή. Γιὰ τοὺς πατέρας τῆς ἐρήμου ἡ κατάστασις ἦταν περισσότερο ὀδυνηρή,
διότι πουθενὰ δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ ζήσουν μὲ ἀσφάλεια τὴν ποθουμένη ἡσυχία. Κάθε
στιγμὴ ὑπῆρχε πιθανότης νὰ τοὺς ἐπιτεθοῦν λησταὶ καὶ νὰ τοὺς χτυπήσουν ἀνελεημόνως,
προκειμένου νὰ τοὺς πάρουν χρήματα, τὰ ὁποῖα οἱ ἴδιοι προφανῶς δὲν εἶχαν.
Μετὰ ἀπὸ ὀκτὼ χρόνια μαρτυρίου, ὁ
στρατὸς ἀνεχώρησε ἐν τέλει τὴν Κυριακὴ τῆς Διακαινησίμου τοῦ 1830, ἀφήνοντα τὸ Ἅγιον
Ὄρος σὲ κατάσταση χειρότερη ἀπὸ κάθε ἄλλη στὴν μακραίωνη ἱστορία του. Ἡ ἡμέρα αὐτή,
ποὺ συνεχίζει νὰ τιμᾶται στὰ Μοναστήρια, ἐγκαινίασε μία νέα περίοδο πραγματικῆς
ἀνασυγκροτήσεως. Στὰ χρόνια ποὺ ἀκολουθήσαν, ἐπανῆλθαν οἱ ἐκφυγόντες μοναχοὶ στὸ
ἁγιώνυμον Ὄρος -ὅσοι τουλάχιστον ἀπέμειναν ἀπὸ τὶς περιπέτειες ποὺ ὑπέστησαν-,
καὶ ἀπὸ τὴν τέφρα τῶν Μοναστηριῶν καὶ τῶν Κελλιῶν ἄρχισαν νὰ βλαστάνουν νέα ἄνθη
εὔοσμα, ἐκ τῶν ὁποίων μερικὰ παρουσιάζονται στὴν σειρὰ αὐτή.
5. ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΡΩΣΣΟΙ
Παράλληλα μὲ τὴν προσέλευση νέων Ἑλλήνων
μοναχῶν στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἀπὸ τὸ 1835 ἄρχισαν νὰ προσέρχονται διαρκῶς
περισσότεροι Σλάβοι μοναχοὶ καὶ ἰδιαιτέρως Ῥῶσοι.
Ἀπὸ τὸ 1808, τὰ μέτρα τοῦ τσάρου Ἀλεξάνδρου
Β΄ ὑπὲρ τῶν Μοναστηριῶν εἶχαν προκαλέσει τὴν ἐπιστροφὴ τῶν μοναχῶν –ποὺ κατὰ τὴν
ἐποχὴ τῶν μεταῤῥυθμίσεων τῆς Αἰκατερίνης Β΄ εἶχαν καταφύγει στὴν Ῥουμανία- καὶ
τὴν ἐπάνδρωση ἢ ἵδυση πολλῶν Μονῶν. Οἱ ἐκ Ῥουμανίας μοναχοί, τὰ βιβλία τοῦ Ὁσίου
Παϊσίου καὶ ἰδιαιτέρως ἡ σλαβονικὴ Φιλοκαλία (1794), καθὼς καὶ οἱ
διηγήσεις τῶν ἐπισκεπτῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους, εἶχαν βαθειὰ ἐπίδραση στὸν ῥωσικὸ
μοναχισμό. Ὁ ἁγιορείτικος τρόπος ζωῆς καὶ ἰδιαιτέρως ὁ ἐφηρμοσμένος στὰ
κοινόβια ἡσυχασμὸς τοῦ Παϊσίου παρουσιαζόταν τώρα περισσότερο ἀπὸ ποτὲ ἄλλοτε ὡς
πρότυπο τῆς γνησίας ὀρθοδόξου παραδόσεως, καὶ χιλιάδες εὐλαβεῖς Ῥῶσοι ἔτρεφαν τὸ
ὄνειρο νὰ ἐπισκεφθοῦν τὸν Ἄθωνα καὶ νὰ μονάσουν· ἀμέσως μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση ἄρχισαν
νὰ ἔρχονται, γιὰ νὰ ἐγκατασταθοῦν μερικοὶ στὴν Καψάλα, ἢ σὲ ἄλλα διάσπαρτα
Κελλιά, ἐνῶ ἄλλοι προσπάθησαν νὰ δημιουργήσουν κοινοβιακὴ ἀδελφότητα στὴν Σκήτη
τοῦ Προφήτου Ἠλιοὺ καὶ στὴν Μονὴ τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος.
Περίπου μέχρι τὸ 1870 Ἕλληνες καὶ Ῥῶσοι
συμβίωσαν ἁρμονικά, χωρὶς σοβαρὰ προβλήματα, τόσο στὴν Μονὴ τοῦ Ἁγίου
Παντελεήμονος, ποὺ ὑπῆρχε διγλωσσία καὶ ἐθεωρεῖτο τὸ καλύτερο Κοινόβιο
–πραγματικὸς ἐπίγειος παράδεισος-, ὅσο καὶ σὲ ἄλλα μέρη τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Οἱ
πνευματικοὶ Πατέρες καὶ τῶν δύο ἐθνοτήτων ἀσκοῦσαν ἀκτινοβολία σὲ ὅλους τοὺς Ἁγιορείτας,
καὶ ἔνιωθαν τὸ Ὄρος ὡς τὴν κοινή τους πατρίδα. Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ὅμως τοῦ Κριμαϊκοῦ
πολέμου (1854) ἡ ἔλευσις Ῥώσων αὐξανόταν συνεχῶς καὶ περισσότερο, ὑποθαλπομένη ἀπὸ
τὴν τσαρικὴ κυβέρνηση, ποὺ ἀποσκοποῦσε στὸ νὰ χρησιμοποιήσει τὸ Ὄρος γιὰ νὰ ἱκανοποιήσει
τὶς ἐπετακτικὲς βλέψεις της, τὸ δὲ ἐθνικιστικὸ αἴσθημα τῶν Ῥώσων γινόταν ἀκόμη
πιὸ ἔντονο, μὲ τὴν ἰδέα ὅτι ὁ Θεὸς τοὺς εἶχε προικίσει μὲ μία μεσσιανικὴ ἀποστολή.
Τὸ πλῆθος αὐτὸ τῶν ῥώσων μοναχῶν –ποὺ τὸ 1880 ἔφθασαν τοὺς χιλίους καὶ τὸ 1910
περὶ τοὺς τρεῖς χιλιάδες πεντακοσίους- ἀναζητοῦσαν καταλλήλους τόπους διαμονῆς,
μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀρχίσει ἔντονος ἀνταγωνισμὸς γιὰ τὴν κατάσχεση Κελλιῶν, ποὺ
σύντομα μετατράπηκαν σὲ κοινοβιακὲς Σκῆτες μὲ μεγαλοπρεπεῖς καὶ ἐπιβλητικὲς οἰκοδομές.
Ἡ ἀλαζονικὴ καὶ ἐπεκτατικὴ στάσις τῶν Ῥώσων δημιούργησε ἀτέρμονες προστριβές, μὲ
ὀλέθριες ἐπιπτώσεις στὴν ζωὴ τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Παρὰ τὰ λυπηρὰ αὐτὰ γεγονότα, οἱ
πλεῖστοι τῶν μοναχῶν, Ἕλληνες, Ῥῶσοι, Σέρβοι, Ἴβηρες, Ῥουμάνοι καὶ Βούλγαροι, ἦσαν
ἄνθρωποι εὐλαβεῖς καὶ εἰρηνικοί, ποὺ ἐπεδίωκαν μόνο νὰ ὑπαχθοῦν σὲ ἔμπειρο
πνευματικὸ ὁδηγό, γιὰ νὰ διάγουν ἐν ἡσυχίᾳ τὴν ζωή τους. Ἀκόμη καὶ κατὰ τὴν ἐποχὴ
τοῦ ὀξυτέρου ἐθνικοῦ ἀνταγωνισμοῦ, θεοφόροι Πατέρες, ὅπως ὁ Ἱλαρίων ὁ Ἴβηρ, ὁ
γέρων Ἀρσένιος ἢ ὁ Χατζη-Γεώργης, εἶχαν μεταξὺ τῶν μαθητῶν μοναχοὺς διαφόρων ἐθνοτήτων,
οἱ ὁποῖοι συμβίωναν εἰρηνικά. Ἡ ἱστορία κρισίμων ἐποχῶν καλύπτει μὲ τὸ πέπλο
της μέγα μέρος τῆς πραγματικότητος, ἀλλὰ οἱ «Βίοι τῶν Ἀθωνιτῶν» μαρτυροῦν
οτι, κατὰ τὴν ἐποχὴ τῆς τουρκικῆς κατοχῆς ἢ τοῦ ἐθνικοῦ ἀνταγωνισμοῦ, τὸ Ἅγιον Ὄρος
δὲν ἔπαυσε νὰ εἶναι χῶρος ὑπερβάσεως τῶν ἀνθρωπίνων ἀδυναμιῶν, κατ’ ἐξοχὴν
τόπος τῆς νοερᾶς προσευχῆς καὶ τῆς ἀσκητικῆς βιοτῆς.
6. ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΕΦΑΜΙΛΛΟΙ
Καθ’ ὅλη τὴν διάρκεια τοῦ 19ου αἰῶνος
ἡ ἔρημος ἐξήνθησε πατέρας μὲ κατορθώματα παρόμοια μὲ ἐκεῖνα τῶν μεγάλων Ὁσίων Ἁγιορειτῶν,
Πέτρου καὶ Ἀθανασίου, Νείλου τοῦ Μυροβλύτου, Μαξίμου, Ἀκακίου καὶ Νήφωνος τῶν
Καυσοκαλυβιτῶν· μάλιστα οἱ νέοι Πατέρες ἔζησαν στοὺς ἴδιους τόπους μὲ αὐτούς. Ὁ
Γέρων Νεόφυτος ὁ Καραμανλῆς καὶ ὁ Χατζη-Γεώργης ἔζησαν κοντὰ στὸ σπήλαιο τοῦ Ἁγίου
Νήφωνος, ὁ Γέρων Γρηγόριος στὸ σπήλαιο τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, ἄλλοι στὸ σπήλαιο
τοῦ Ὁσίου Νείλου, ἄλλοι στοῦ Ἁγίου Πέτρου· ἄλλοι ἐπίσης ζοῦσαν ὑπαίθριοι, ὅπως ὁ
Ὅσιος Μάξιμος ὁ Καυσοκαλυβίτης, χωρὶς Κελλί, καίγοντας τὶς κάλυβές τους ἢ ἐνδεδυμένοι
μόνο μὲ ἕνα παλαιόρασο, τὸ ὁποῖο χρησιμοποιοῦσαν καὶ ὡς σκηνή.
Ἡ παραμονή τους στοὺς ἡγιασμένους
τόπους τῶν μεγάλων Ὁσίων ἐδημιούργησε ταυτότητα πνεύματος μὲ τοὺς παλαιοὺς
Πατέρας, καὶ τοὺς παρότρυνε σὲ παρόμοια παλαίσματα τοῦ ἀσκητικοῦ καὶ τελείου
βίου. Ὁ Γέρων Χαρίτων προσηύχετο ὅλη τὴν νύκτα ὄρθιος, ὅπως ὁ μέγας Ἀρσένιος καὶ
πολλοὶ ἄλλοι Ἁγιορεῖται Πατέρες. Ὁ Γέρων Ἱλαρίων ἔμεινε σαράντα ἡμέρες μὲ τὰ
χέρια ὑψωμένα σὲ θέση ἐσταυρωμένου, χωρὶς νὰ φάει ἢ νὰ πιῆ τίποτε. Ὁ
Χατζη-Γεώργης στάθηκε ὄρθιος σὲ προσευχὴ ἑξήντα ἡμέρες. Ἄλλοι, ὅπως ὁ Γέρων
Γαβριήλ, ὁ Γέρων Παχώμιος καὶ ὁ Γέρων Ἰωακείμ, κουβαλοῦσαν πέτρες ὅλη τὴν
νύκτα, γιὰ νὰ νικοῦν τὸν ὕπνο καὶ νὰ ἀσκοῦν τὸ σῶμα, κατὰ τὸ παράδειγμα τῶν Ὁσίων
Πατέρων τῆς Αἰγύπτοῦ Παχωμίου καὶ Παλάμωνος. Ἄλλος ἔκτιζε τοῖχο τὴν νύκτα, τὸν ὁποῖο
γκρέμιζε ἔπειτα, γιὰ νὰ μὴν ἔχει προσκόλληση στὸ ἐργόχειρό του καὶ περισπασμοὺς
στὴν προσευχή. Κάποιοι ζοῦσαν σὲ ἀπρόσιτα σπήλαια μὲ τόσην ὑγρασία, ὥστε κανεὶς
ἐπισκέπτης δὲν μποροῦσε ἔστω καὶ λίγο νὰ τὴν ἀντέξει καὶ νὰ παραμείνει. Ἐπολιτεύοντο
γυμνοί, ῥακένδυτοι, μονοχίτωνες, ἀνυπόδητοι, νίπτοντας τὸ πρόσωπό τους μὲ τὸν ἱδρῶτα
καὶ τὰ δάκρυα,«ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ὧν οὐκ ἄξιος ὁ κόσμος»(Ἑβρ.
11, 37). Ἀπεστρέφοντο κάθε περιττὴ ἀνάγκη καὶ μέριμνα, γιὰ νὰ εἶναι ἀπερίσπαστοι,
μόνοι ἐνώπιον τοῦ ἀοράτου Θεοῦ.
Πῶς νὰ μὴν συγκινηθῆ ὁ Θεὸς ἀπὸ
τέτοια μαρτυρικὰ ἀγωνίσματα; Πῶς νὰ μὴν ἀπαντᾶ στὶς ἀδιάλειπτες προσευχές τους;
Πῶς νὰ μὴν τοὺς πλημμυρίζει μὲ τὰ χαρίσματα καὶ τὰ δωρήματα τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος; Καὶ πράγματι, ἐφ’ ὅσον ἡ προσευχὴ ἐνεργοῦσε σ’ αὐτοὺς κατὰ τὸ μέτρον
τοῦ σωματικοῦ κόπου, ἐγνώριζαν ἤδη ἀπὸ ἐδῶ τὶς ἀπολαύσεις τοῦ Παραδείσου, ἁρπαζόμενοι
σὲ ἐκστάσεις καὶ θεωρίες τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ· τέτοια βιώματα βεβαίως, ὡς
διακριτικοὶ ἀσκηταί, προσπαθοῦσαν νὰ τὰ κρατοῦν μυστικά, ἄλλα ὅμως τὰ ἐφανέρωναν,
ἀναγκαζόμενοι ἀπὸ τὴν πολλή τους ἀγάπη πρὸς τοὺς συνανθρώπους τους. Οἱ διδαχές
τους, ποὺ ἦσαν θεοφόροι, καθὼς καὶ οἱ ἀποκαλυπτικὲς διοράσεις καὶ προοράσεις,
μαρτυροῦν τὴν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σ’ αὐτοὺς τοὺς Πατέρας, οἱ ὁποῖοι μὲ
τὴν ζωή τους ἔγραψαν ἕνα νέο Γεροντικό.
Ὁ Θεοδώρητος Κύρου στὴν Φιλόθεο
Ἱστορία του, μετὰ τὴν ἐντυπωσιακὴ περιγραφὴ τῶν κατορθωμάτων τῆς Συρίας τοῦ
5ου αἰῶνος, ἐξηγεῖ ἐν κατακλείδι ὅτι κίνητρο τῶν ἀσκητῶν γιὰ νὰ ὑποστοῦν ἑκουσίως
τέτοια ταλαιπωρία, δὲν ἦταν τὸ μῖσος τοῦ σώματος ἢ τῆς ζῆς, ἀλλὰ ἡ «περίσσεια
ζωῆς», ἡ ὁποία ἐκπηγάζει ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ὅταν αὐτὴ ἐνεργῆ καὶ
καταφλέγει τὴν καρδία. Ὁ Γέρων Ἀβράμιος, ἀναφερόμενος στὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων
Πατέρων, ἔλεγε:«Δὲν ὑπάρχει τίποτε γλυκύτερο ἀπὸ τὸ νὰ πάσχουμε γιὰ τὸν Χριστό.
Αὐτὴ ἡ γλυκύτης τοῦ πάθους χορηγοῦσε στοὺς μάρτυρας τὴν δύναμη νὰ ὑπομείνουν ἕως
τέλους... Ἔρχεται ἐπάνω μας ἀσθένεια, θλῖψις, λύπη ἢ πειρασμός; Ὅλα τὰ ὑπομένουμε
χάριν τῆς ἀγάπης τοῦ Κυρίου, διότι μᾶς ἐνισχύει ἡ πρὸς Αὐτὸν ἐλπίδα». Τοῦτο
εἶναι τὸ κλειδί, μὲ τὸ ὁποῖο μπορεῖ κανεὶς νὰ καταλάβει τοὺς Ἁγιορείτας ἀσκητάς,
ἀλλὰ καὶ ὅλους τοὺς ἐραστὰς τοῦ Θεοῦ, ποὺ κατέχονται ἀπὸ τὴν «μωρίαν τοῦ
Σταυροῦ».
7. Η ΧΡΥΣΗ ΑΛΥΣΙΔΑ
Οἱ ἅγιοι ἀσκηταὶ τοῦ 19ου αἰῶνος
συνέχισαν τὴν ὑπερχιλιετῆ παράδοσιν τοῦ Ἁγιωνύμου Τόπου, προσετέθησαν στὴν χρυσὴ
ἁλυσίδα τῶν Ὁσίων Πατέρων, ἀλλὰ δημιούργησαν καὶ πνευματικὲς οἰκογένειες καὶ
συγγένειες, οἱ ὁποῖες παρέλαβαν τὴν κληροδοτηθεῖσα σ’ αὐτοὺς ἀσκητικὴ παράδοση
καὶ μὲ τὸν μόχθο τους τὴν διεφύλαξαν καὶ τὴν ἐπηύξησαν. Ἐνδεικτικῶς ἀναφέρουμε
τὸν π. Νεόφυτο Κσραμανλῆ (1776-1860) –πνευματικὸ τέκνο τοῦ π. Αὐξεντίου-, ποὺ ἦταν
Γέροντας πολλῶν ἀσκητῶν· μεταξὺ αὐτῶν ἦταν καὶ ὁ μέγας Χατζη-Γεώργης
(1809-1886), ὁ ὁποῖος παρέλαβε τὸ τυπικὸ τῆς ἀδιαλείπτου νηστείας, καὶ παρὰ τὴν
αὐστηρότητα τῆς ζωῆς του ἀπέκτησε πολλοὺς μαθητάς. Ἀρκετοί, περίπου ἑκατό,
σύντομα ἀπεβίωσαν ἀπὸ τὴν ἄσκηση, ἐνῶ ἄλλοι μεταφυτεύθηκαν σὲ ὅλο τὸ Ὄρος, μὲ τὸ
καύχημα τῆς ἐπωνυμίας Χατζη-Γεωργιάτες. Ἕνας ἀπὸ τοὺς πνευματικοὺς ἐγγόνους του
ἦταν καὶ ὁ π. Ἰγνάτιος ὁ Πνευματικός (1927).
Ὁ μέγας μεταξὺ τῶν ἀσκητῶν Ἱλαρίων ὁ
Γεωργιανός (1776-1864), ἦταν ὑποτακτικὸς τοῦ πνευματικοῦ Βενεδίκτου (†1862) καὶ
ὁδήγησε μία πραγματικὴ πλειάδα μοναχῶν στὴν μοναχικὴ ζωή, εἴτε ὡς Γέροντας εἴτε
ὡς κατὰ καιροὺς σύμβουλος. Ἐδίδαξε ἐπὶ παραδείγματι τὴν νοερὰ προσευχὴ στοὺς π.
Δοσίθεο καὶ Θεοδόσιο, καθὼς καὶ στὸν π. Λεόντιο, ὁ ὁποῖος τὴν μετέδωσε στὸν Ὅσιο
Ἀντίπα τὸν Ῥουμάνο, ποὺ ἐτελείωσε τὴν ζωή του στὴν ἀπόμακρη Μονὴ τοῦ Βαλαάμ· ἦταν
δὲ ὁ π. Ἱλαρίων Γέροντας τοῦ Σάββα τοῦ Πνευματικοῦ (†1908).
Ὁ π. Νεόφυτος (†1872), ποὺ ἤσκησε
γιὰ ἕνα διάστημα τὰ καθήκοντα τοῦ ἡγουμένου τῆς Μονῆς Γρηγορίου, παρέδωσε τὴν ἡγουμενία
στὸν μαθητή του π. Δανιήλ, ὁ ὁποῖος ἀργότερα παρητήθη καὶ πῆγε στὰ Κατουνάκια, ὅπου
ἀνέπτυξε πνευματικὲς σχέσεις μὲ τὸν π. Ἱλαρίωνα τὸν Γεωργιανό· ἔγινε μάλιστα καὶ
πνευματικὸς πατὴρ τοῦ περιφήμου ἀσκητοῦ καὶ διδασκάλου τῆς νοερᾶς προσευχῆς
Γέροντος Καλλινίκου (†1930), τοῦ ὁποίου ἡ ἐπίδρασις παραμένει αἰσθητὴ μέχρι
σήμερα.
Ὁ Γέρων Παχώμιος ὁ Σέρβος (†1870), ἂν
καὶ ζοῦσε ἀδέσμευτος, ἔχοντας ὅλο τὸ Ὄρος κατοικία, ἐπαιδαγώγησε καὶ ἄλλους στὴν
ἀσκητικὴ τέχνη, ὅπως τὸν Ἰωάννη τῆς Κερασιᾶς καὶ τὸν Γέροντα Βαρνάβα (†1905),
ποὺ ἦταν μαθητὴς τοῦ Γέροντος Ναθαναήλ (†1864).
Ἀπὸ τοὺς προπάτορας μέχρι τοὺς ἐγγονούς,
ὅλοι ἀποτελοῦν μία πνευματικὴ οἰκογένεια, στὴν ὁποία τὰ πάντα εἶναι κοινά: τὸ
φρόνημα, τὰ κατορθώματα, τὰ χαρίσματα.
Ἀρκετοὶ σύγχρονοι Ἁγιορεῖται
Γέροντες ἔχουν ἄμεση ἢ ἔμμεση πνευματικὴ σχέση μὲ τοὺς ἀσκητὰς τῆς προηγουμένης
γενεᾶς. Τὰ σπήλαια καὶ τὰ Κελλιά, ποὺ κρέμονται σὲ ἀπόκρημνα μέρη, παραμένουν
σιωπηλοὶ μάρτυρες καὶ ἔντονες προσκλήσεις στὴν εὐαγγελικὴ βία· «Ἰησοῦς
Χριστός, χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺ αἰῶνας» (Ἑβρ. 13, 8). Δὲν ἔπαυσε
ποτέ, οὔτε παύει νὰ μεταδίδεται ἡ καινὴ ζωὴ στὸ Ἅγιον Ὄρος ἀπὸ γενεᾶς εἰς
γενεάν· ὁ Μέγας Ἀρχιερεὺς σπέρνει τὴν «ἰδίαν περίσσειαν ζωῆς» στὶς
καρδιὲς τῶν ἐραστῶν τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ μεταβάλει «τὴν πεπτωκυῖαν ἀνθρωπίνην
φύσιν εἰς θεοφόρον».
Καὶ σήμερα ἀκόμη, οἱ νέοι τῆς
μεταβιομηχανικῆς ἐποχῆς, οἱ ὁποῖοι μὲ ἔνθεον ζῆλο καταφθάνουν στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἀναζητῶντας
ἄλλην βιοτή, ἔχουν τὴν αὐτὴ δίψα καὶ ἔφεση γιὰ τὴν ζωὴ τῶν πνευματικῶν
προγόνων. Οἱ περισσότεροι προτιμοῦν νὰ ζοῦν σὲ Κοινόβια ἢ σὲ συνοδίες μὲ
κοινοβιακὴ ζωή, ποὺ προσφέρονται καταλληλότερες συνθῆκες πνευματικῆς ἀγωγῆς.
Αντιγραφή από http://periagiouorous.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου