Ποιὰ ἦταν –ποιὰ εἶναι καὶ σήμερα– ἡ
φωνή τοῦ ὁσίου Γέροντος; Ποιὰ εὐωδία ἀνέδιδε –καὶ ἀναδίδει ἀκόμα– ἡ παρουσία
του στὴ μονή μας, στὴν ἀδελφότητά μας, καὶ σὲ ὅλη τὴν ἀδελφότητα τοῦ Ἁγίου Ὄρους;
Ποιὰ εἶναι ἐν τέλει ἡ κληρονομιὰ ποὺ μᾶς ἄφησε; Ξεχώρισα τέσσερα συναφῆ
χαρακτηριστικά, τὰ ὁποῖα δὲν τονίζονται ὅσο θὰ ἔπρεπε στὶς ἀναφορὲς γιὰ τὸ
πρόσωπό του.
Πρῶτον, εἶναι ἡ ἐπίγνωση, ποὺ γεννᾶται
ἀπὸ τὴν αὐτογνωσία. Σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ ἡ θεολογία τῆς νοερᾶς προσευχῆς καὶ τοῦ ἀκτίστου
φωτὸς εἶχε ἀρχίσει νὰ παίρνει μορφὴ μόδας, καὶ ἀπὸ ἀληθινὴ ἐμπειρία νὰ γίνεται
«φιλολογίες ἐξωτερικοῦ ἀνθρώπου» ἀπὸ μοναχοὺς καὶ κοσμικοὺς ποὺ νομίζουν ὅτι μὲ
τὸ διάβασμα καὶ τὰ σχήματα εὐσεβείας γίνονται ἰσοστάσιοι τῶν νηπτικῶν Ἁγίων, ἦλθε
ὁ γέροντας νὰ μᾶς προσγειώσει, καὶ νὰ μᾶς τονίσει ὅτι πρέπει νὰ στοχεύσουμε στὴ
μετάνοια, στὴ γνώση τοῦ ἑαυτοῦ μας, κι ὄχι σὲ φῶτα καὶ θεῖες δωρεές.
Δεύτερο χαρακτηριστικὸ τοῦ Ὁσίου ἦταν
τὸ μέτρο, καρπὸς κι αὐτὸ τῆς αὐτογνωσίας, δηλαδὴ τὸ ὅτι δὲν ἔκλινε δεξιὰ ἢ ἀριστερὰ
στὴν πνευματικὴ ζωή, ἀλλὰ φρόντιζε νὰ ἀκολουθεῖ σὲ ὅλα τὴ βασιλικὴ ὁδό.
Τρίτον, ἡ λεπτότητα τῆς ψυχῆς καὶ εὐαισθησία.
Εὐαισθησία στὸ νὰ προσέχει τὴ συνείδηση τῶν ἄλλων, νὰ φροντίζει γιὰ ὅλα τὰ
πλάσματα τοῦ Θεοῦ, καὶ μὲ πολλὴ σπουδὴ καὶ σοβαρότητα νὰ μεριμνᾶ γιὰ τὴν προκοπὴ
καὶ οἰκοδομὴ τῶν ἀνθρώπων. Ὅταν ἤμουν στὸ κοινόβιο, ἔλεγε ὁ γέρων, ὅλοι κύταζαν
πῶς νὰ κάνουν κάποια θυσία. Στὴ δουλειά, στὸ φαγητό, παντοῦ ὑπῆρχε αὐτὸ τὸ πνεῦμα.
Σκέφτονταν πρῶτα τὸν ἄλλον, καὶ γι’ αὐτὸ ζοῦσαν στὸν παράδεισο. Αὐτὴ εἶναι ἡ
πνευματικὴ εὐαισθησία. Πρώτη καὶ κύρια προϋπόθεση στὴ ζωὴ τοῦ μοναχοῦ εἶναι ἡ εὐαισθησία.
Ἂν δὲν ἔχεις εὐαισθησία, θὰ μείνεις σὲ μιὰ ξερὴ ἀσκητικότητα ὅ,τι κι ἂν κάνεις.
Συναφὴς μὲ τὰ παραπάνω εἶναι ἡ
διάκριση ποὺ τὸν χαρακτήριζε, ἡ πνευματικὴ αἴσθηση τοῦ τί νὰ πεῖ, καὶ πότε, καὶ
πῶς θὰ μιλήσει, καὶ πῶς θὰ παρέμβει στὴ ζωὴ τῶν ἄλλων, ὥστε νὰ βοηθήσει οὐσιαστικά.
Γράφει χαρακτηριστικά: «Δὲν εἶναι εἰλικρινὴς καὶ εὐθὺς ἐκεῖνος ποὺ λέει κατὰ
πρόσωπο τὴν ἀλήθεια, οὔτε ἐκεῖνος ποὺ τὴ δημοσιεύει, ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ἀγάπη
καὶ ἀληθινὴ ζωή, καὶ μιλάει μὲ διάκριση, ὅταν πρέπει, καὶ λέει ἐκεῖνα ποὺ
πρέπει στὴν πρέπουσα ὥρα. Ἐκεῖνοι ποὺ ἐλέγχουν μὲ ἀδιακρισία, ἔχουν πνευματικὴ
σκότωση καὶ κακία, καὶ τοὺς ἀνθρώπους τοὺς βλέπουν σὰν κούτσουρα. Καὶ ἐνῶ τοὺς
πελεκᾶνε ἀλύπητα, καὶ ὑποφέρουν οἱ ἄνθρωποι, αὐτοὶ χαίρονται γιὰ τὸ
τετραγώνισμα ποὺ τοὺς κάνουν.»
Ὅλα αὐτὰ κάνουν τὴν πνευματικὴ ἀρχοντιά,
αὐτὸ ποὺ ὁ ἴδιος ὅριζε ὡς φιλότιμο. Ἡ φιλότιμη ψυχὴ ποὺ κάνει τὰ πάντα γιὰ νὰ εὐαρεστήσει
τὸν φιλότιμο δεσπότη, καὶ δεξιώνεται στὴν ἀγκαλιά της ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, χωρὶς
νὰ βάζει τὸ ἐγώ της σὲ αὐτὸ ποὺ κάνει.
Ποιὸς μπορεῖ νὰ καταλάβει αὐτὴ τὴν ἀθέατη
πλευρά; Ὁ πόνος του γιὰ τοὺς ἀνθρώπους δὲν ἦταν ἕνα συναίσθημα, οὔτε βέβαια
προσωπεῖο, οὔτε μιὰ ἀρετὴ δανεισμένη. Ἦταν μετοχὴ στὴν πτωχεία, στὴν ὑπακοή, στὴν
καλωσύνη τοῦ Χριστοῦ. «Οἱ εὐαίσθητες ψυχὲς ταλαιπωροῦνται στὸν κόσμο αὐτό», ἀναγκάζεται
νὰ γράψει. Στεναχωρεῖτο νὰ βλέπει τοὺς φιλότιμους καὶ εὐαίσθητους ἀνθρώπους νὰ ἀδικοῦνται
καὶ νὰ πληγώνονται ἀπὸ ἀδελφοὺς Χριστιανούς, νὰ ἰσοπεδώνονται ἀπὸ συμπεριφορὲς ὁδοστρωτῆρες.
Στεναχωρεῖτο νὰ βλέπει κληρικοὺς καλογερομάχους, ἀλλὰ καὶ ἀντίστοιχα μοναχοὺς νὰ
κυτάζουν τὴ βολή τους.
Ὅλα αὐτά, ὅμως, δὲν τὸν ἔκαναν
μίζερο καὶ στενάχωρο. Μολονότι μερικὲς φορὲς ἀγανακτοῦσε, ἐντούτοις τὸ κακὸ ποὺ
ἔβλεπε γύρω του δὲν τοῦ μετέδιδε πνευματικὲς τοξίνες. Γι αὐτὸ καὶ δὲν ἐξαπέλυε
κατηγορίες καὶ ἐπιθέσεις, δὲν σκορποῦσε ταραχή, δὲν ἔλεγχε δημόσια καὶ ἀδιάκριτα,
οὔτε τρομοκρατοῦσε μὲ σκοτεινὲς προφητεῖες, οὔτε ἔσπερνε τὸ φόβο στὶς ψυχὲς τῶν
ἀνθρώπων. Ἀντίθετα, προσπαθοῦσε, μὲ χιοῦμορ καὶ ἀγαπητικὴ διάθεση, νὰ πάρει τὸ
φόβο καὶ τὴν ταραχὴ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ στὴ θέση τους ἔσπερνε τὸν κατ” ἐπίγνωση
ζῆλο, τὴν πνευματικὴ ἐλευθερία, τὴν ἐλπίδα, τὴ θεϊκὴ παρηγορία καὶ δύναμη. Τὸ ἀντίβαρο
στὴν ἀσχήμια καὶ στὸ ψεῦδος ἦταν ἡ χαριτωμένη, ἁπλῆ παρουσία του, ἡ θερμὴ
πνευματική του ἀγάπη, ποὺ ἄνοιγε τὶς καρδιὲς σὰν τὴν ἀνοιξιάτικη λιακάδα. Αὐτὸ ἦταν
τὸ ἀφιέρωμά του στὴ Φοβερὰ Προστασία. Ἡ μίμηση τῆς μεγάλης ἀγκαλιᾶς της. Αὐτὴ εἶναι
ἡ κληρονομιὰ ποὺ μᾶς ἄφησε.
Δυστυχῶς, ὑπάρχει πάντα σὲ ὅλους
μας ὁ πειρασμὸς τῆς ἐξωτερικῆς μίμησης αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων. Μπερδεύουμε τὴν ἐξωτερικὴ
μίμηση μὲ τὴν πραγματικὴ μίμηση. Αὐτό φυσικὰ δημιουργεῖ ἐπίδοξους ἁγίους, καὶ αὐτόκλητους
γέροντες και καθοδηγητές. Οἱ ὁποῖοι, ἀντὶ νὰ ἀναγεννήσουν ἀνθρώπους στὸν Θεό,
προσφέρουν ὀπαδούς στὸν ἑαυτό τους. Ἀντίθετα, ἡ ἀληθινὴ ἁγιότητα πάντοτε εἶναι
κρυμμένη, γιατὶ φεύγει τὴν ἀνθρωπαρέσκεια. Δὲν αὐτοπροβάλλεται, δὲν προσβάλλει,
δὲν δημιουργεῖ θόρυβο. Ὁ ἀληθινὸς ἅγιος, φεύγει ὅποτε τὸν ἀναζητᾶμε. Καὶ ἔρχεται
κοντά μας, ὅταν τὸν ἔχουμε πραγματικὰ ἀνάγκη. Χωρὶς προσποιήσεις ταπεινώσεως,
χωρὶς ἐντυπωσιασμοὺς σημείων, δίχως ἔπαρση. Γιὰ νὰ μᾶς πληροφορήσει πάντοτε μὲ
διάκριση, πάντοτε μὲ ἀγάπη, πάντοτε μὲ σεβασμό. Νὰ μᾶς πληροφορήσει ὄχι αὐτὸ ποὺ
θέλουμε ἐμεῖς ἢ ὁ ἴδιος, ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ θέλει ὁ Θεὸς ἀπὸ μᾶς.
Ἀρχιμανδρίτης Χριστόδουλος,
Καθηγούμενος Ἱερᾶς Μονῆς Κουτλουμουσίου
(Ἀπόσπασμα Ὁμιλίας)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου